Ο Μ. Βαοίλειος γεννήθηκε περί το 330 οιη Νεοκαισάρεια του Πόντου και απέθανε την 26η Δεκεμβρίου του 378 σιην έδρα της επισκοπής του Καισαρεία ιης Καππαδοκίας, όπου και κηδεύτηκε την 1η Ιανουαρίου του 379. Υπάρχει δε αρχαία χριστιανική παράδοση, σύμφωνα με την οποία η ετήσια μνήμη ενός αγίου εορτάζεται κατά την επέτειο της εξόδου του από τη ζωή αυτή, η οποία είναι και η γενέθλια ημέρα κάθε πιστού σιην αιώνια ζωή. Γι' αυτό και η Ορθόδοξη Εκκληοία εορτάζει ιην ιερή μνήμη του κλεινού αυτού ιεράρχη ιης Καισαρείας την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους και τελεί προς τιμήν του κατ' αυτή ιην ημέρα το υπερφυές μυστήριο της θείας Ευχαριστίας με την επ' ονόματι του σωζόμενη Θεία Λειτουργία, η οποία, μαζί με τη φερόμενη ως λειτουργία του ιερού Χρυοοστόμου, αποτελούν τις δύο κύριες λειτουργίες που χρησιμοποιεί στη λατρεία της η Ορθόδοξη Εκκληοία σήμερα.
Υπάρχει μια σειρά μαρτυριών, οι οποίες δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι ο Μ. Βασίλετος είναι ο κυριός συντάκτης της επ' ονόματι του σωζόμενης λειτουργίας. Κατ' αρχάς θα πρέπει να θεωρήσουμε ως δεδομένο ότι, όπως και οι άλλες τοπικές Εκκλησίες, έτσι κατ η Εκκλησία της Καισαρείας είχε και προ του Μ. Βασιλείου έναν τύπο κανονικής λειτουργίας, με τόν οποίο τελούσε το μυστήριο της Θείας Ευχαριοιίας. Είναι επίσης γνωστό ότι μέχρι ιην εποχή αυτή η λειτουργική πράξη της Εκκλησίας στηριζόταν κυρίως στην προφορική παράδοση, γεγονός το οποίο άφηνε στον προεστώτα της λειτουργικής ουνάξεως ένα μεγάλο περιθώριο προσωπικής έκφρασης και αυτοσχεδιασμού κατά την από στήθους εκφορά και διατύπωση των λειτουργικών ευχών.Από τις υπόλοιπες εξωτερικές μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν τη γνησιότηια της λειτουργίας αυτής ιδιαίτερα αξιομνημόνευτες είναι οι εξής: α) Η από τόν 32ο κανόνα της εν Τρούλλω Συνόδου (692) επίκληση της αυθεντίας της αναφοράς του Βασιλείου στην κατάδειξη ως εσφαλμένης της πράξεως της Αρμενικής Εκκλησίας να προσφέρει άκρατο οίνο στη θεία Ευχαριοιία. β) Η από τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό (750) και την Ζ Οικουμενική Σύνοδο (787) επίκληση ως επιχειρήματος κατά των εικονομάχων του όρου αντίτυπα τον άγίου σώματος και αίματος τον Χρίστου, τον οποίο χρησιμοποιεί ο Μ. Βασίλειος σιη λειτουργία του για τον άρτο και τον οίνο ιης θείας Ευχαριστίας πριν από τον καθαγιασμό τούς (Mansi 13, 265). Και γ) η από τη χειρόγραφη παράδοση ομόφωνη απόδοση της εν λόγω λειτουργίας στον Μ. Βαοίλειο, με πρώτο το περίφημο χειρόγραφο ευχολόγιο του 8ου-9ου αι. (Κωδ. Βarberinus gr. 336), που μας διασώζει την αρχαιότερη μορφή της λειτουργίας αυτής.
Στην ομόφωνη αυτή μαρτυρία της παραδόσεως θα πρέπει να προσθέσουμε ακόμη και τη στενή θεολογική και ειδολογική ουγγένεια που παρουοιάζει το κείμενο της αναφοράς της λειτουργίας του Μ. Βασιλείου προς τα υπόλοιπα έργα του. Οπως παρατηρεί ο καθ. Ι. Φουντούλης, θεολογικές ιδέες και προσφιλείς εκφράσεις του Μ. Βασιλείου, φραστικές ομοιότητες και ταυτότητα ορολογίας, γνώση και χρήση της Γραφής ανάλογη στα λοιπά έργα του Βασιλείου, εμμονή σε ορισμένα καθαρά βαοιλειανά θεολογικά οχήματα, όπως η έξαρση του ακατάληπτου του Θεού, του μεγαλείου της αγαθότητας του, η σαφής τριαδολογική και πνευματική διδασκαλία του, ο τονισμός της παρουσίας του Θεού και του έργου της θείας οικονομίας, η περί αγγέλων και φυλάκων αγγέλων διδασκαλία, η προβολή του γνωστικού στοιχείου στο απολυτρωτικό έργο του Χριστού και πολλά άλλα συναφή στοιχεία είναι αδιαμφισβήτητα εσωτερικά τεκμήρια που μας πείθουν ότι η χαρακτηριζόμενη ως η πλέον μεγαλήγορος, θεολογική και χριστολογική αυτή αναφορά δεν μπορεί να είναι έργο καμιάς άλλης προσωπικότητας της εποχής αυτής, παρά μόνον του λαμπρού αυτού επισκόπου της Καισαρείας.