Νικολάου Μάννη, εκπαιδευτικού
Ο Γεωργιανός πρίγκιπας Δαυΐδ Αμπασίτζε γεννήθηκε το 1867 στην επαρχία της Τιφλίδας. Το 1891 αποφοίτησε από το Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο της Οδησσού και εισήλθε στη Θεολογική Ακαδημία του Κιέβου. Το 1891 εκάρη ρασοφόρος μοναχός και έλαβε το όνομα Δημήτριος, ενώ χειροτονήθηκε και Διάκονος. Αποφοίτησε από τη Θεολογική Ακαδημία Κιέβου το 1896 και χειροτονήθηκε Ιερέας. Αμέσως ανέλαβε θέση Καθηγητή και λίγο αργότερα Επιθεωρητή στο Θεολογικό Σεμινάριο της Τιφλίδας. Εκεί πρωτογνώρισε τον Ιωσήφ Τζουγκασβίλι, γνωστό ως Στάλιν, ως νεαρό τότε σπουδαστή της Θεολογίας, τον οποίο απέβαλε το 1899 εξαιτίας της ανάγνωσης αντιχριστιανικών βιβλίων και διεξαγωγής αθεϊστικής προπαγάνδας μεταξύ των φοιτητών.
Το 1900 έλαβε το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτου και το 1902 χειροτονήθηκε τιτουλάριος Επίσκοπος. Στην χειροτονητήρια ομιλία του είπε μεταξύ άλλων και τα εξής προφητικά: «Η ανάρρηση στον επισκοπικό θρόνο είναι μια προσέγγιση στον Γολγοθά. Αλλά ο Γολγοθάς δεν μπορεί να τρομάξει έναν χριστιανό, που γεννήθηκε για αυτό, επειδή χωρίς το Γολγοθά δεν υπάρχει Ανάσταση»! Το 1915 προήχθη σε Αρχιεπίσκοπο Ταυρίδος και Συμφεροπόλεως. Το 1919 εξελέγη αντιπρόεδρος της Προσωρινής Ανώτερης Εκκλησιαστικής Διοίκησης της Νοτιοανατολικής Ρωσίας, ενώ το 1921, με την πλήρη επικράτηση των Κομμουνιστών, παραιτήθηκε και αποσύρθηκε στη Μονή της Αγίας Τριάδος στην Θεοδοσία της Ταυρίδος (Κριμαίας).
Το 1923 συνελήφθη από την Γκε-Πε-Ου (GPU), την μυστική αστυνομία των Μπολσεβίκων και το επόμενο έτος απελάθηκε και τελικώς εγκαταστάθηκε στο Κίεβο, στην περίφημη έρημο Κιταέφσκαγια.
Το 1925 εμφανίστηκε σε ενύπνιο ο Αρχιμανδρίτης της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου Αλέξιος Σεπέλεφ [1], ο οποίος είχε κοιμηθεί οκτώ χρόνια πριν, και του ζήτησε να ταφεί σε άλλο μέρος γιατί κολυμπά στο νερό! Το όνειρο επαναλήφθηκε τρεις φορές και ο Αρχιεπίσκοπος αποφάσισε να πάει στις πολιτικές αρχές και να ζητήσει εκταφή και μεταφορά του λειψάνου για ταφή σε άλλο σημείο, αλλά οι αρχές αρνήθηκαν. Εκείνος όμως επέμεινε και δήλωσε πως αναλαμβάνει την ευθύνη. Όντως κανονίστηκε η ημερομηνία και μετά την Θεία Λειτουργία έφθασαν οι στρατιώτες στην περιοχή για την εκταφή. Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος έκανε πρώτος την αρχή και οι στρατιώτες συνέχισαν το σκάψιμο. Δεν έσκαψαν πολύ όταν είδαν το φέρετρο να επιπλέει κυριολεκτικά στο νερό. Φόβος κατέλαβε τις πολιτικές αρχές, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος με τους πιστούς δόξαζαν τον Θεό.
Το έτος 1927 ο Στάλιν κατάφερε και υπέταξε την Ρωσική Εκκλησία με τον εξής τρόπο. Έταξε στον Τοποτηρητή του Πατριαρχείου Μητροπολίτη Σέργιο επισημοποίηση και αναγνώριση της νομικής υποστάσεως της Ρωσικής Εκκλησίας υπό τον όρο να δηλώσει ότι η Ρωσική Εκκλησία δεν αντιμάχεται το Σοβιετικό Κράτος, αλλά συνεργάζεται με αυτό [2]. Ο Σέργιος συναίνεσε και εξέδωσε την περίφημη «Δήλωση» με την οποία προέτρεπε τους πιστούς σε έκφραση ευγνωμοσύνης προς το άθεος κράτος και τους συνιστούσε να αναγνωρίζουν τη Σοβιετική Ένωση ως την πατρίδα, της οποίας οι χαρές και οι επιτυχίες της είναι χαρές και οι επιτυχίες τους και οι αποτυχίες της αποτυχίες τους, και ότι κάθε χτύπημα ενάντια σε αυτήν είναι χτύπημα στην Εκκλησία! Ενάντια στην κατάπτωση αυτή ξεσηκώθηκαν χιλιάδες κληρικοί και λαϊκοί, οι οποίοι αντέδρασαν και αρνήθηκαν να την αποδεχθούν. Ο Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος Αμπασίτζε ήταν ένας από αυτούς και ηγήθηκε της τοπικής ομάδας των «μη-μνημονευτών» στο Κίεβο [3], ενώ θεωρείται ότι συνέγραψε (μαζί με τον Ιερομάρτυρα Ανατόλιο Ζουρακόφσκι) αντισεργιανιστική Διακήρυξη. Υπήρξε δε οργανωτής της Εκκλησίας των Κατακομβών στην Ουκρανία, αλλά και στην πατρίδα του, την Γεωργία.
Το 1928 έλαβε το Μέγα Αγγελικό Σχήμα και ονομάστηκε Αντώνιος, προς τιμήν του Οσίου Αντωνίου της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου (+1073). Υπήρξε απλός, ασκητικός, μοναχικός – αλλά πάντα ευγενικός και φιλόξενος – και επιτελούσε καθημερινά την Θεία Λειτουργία.
Το 1933 συνελήφθη ξανά και καταδικάστηκε σε φυλάκιση. Συγκεκριμένα σε μεγάλη επιδρομή της GPU στη Λαύρα των Σπηλαίων στις 26 Φεβρουαρίου/13 Μαρτίου του 1933 συνελήφθη ο Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος Αμπασίτζε, το πνευματικό του τέκνο ιερομόναχος Λεόντιος Φιλίπποβιτς [4] και δεκάδες άλλοι πατέρες και αδελφοί της Μονής. Στοιχειοθετήθηκε εναντίον τους η υπόθεση «Λιουμπίμοφ, Αμπασίτζε κ.α.» και καταδικάστηκαν άπαντες σε φυλάκιση και εξορία. Ο Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος καταδικάστηκε σε 5 χρόνια εγκλεισμό σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, αλλά η ποινή του μετατράπηκε σε κατ᾿ οίκον περιορισμό.
Δεν γνωρίζουμε γιατί ο Στάλιν δεν εξόντωσε τον παλαιό του καθηγητή.
Μερικοί ιστορικοί πιστεύουν από σεβασμό, ενώ κάποιοι άλλοι θεωρούν πως οι λόγοι ήταν σαδιστικοί: τον ήθελε ζωντανό για να βλέπει το πώς ο παλαιός του μαθητής καταστρέφει την Εκκλησία. Κάποιοι μάλιστα θεωρούν πως η μετατροπή της ποινής του από εγκλεισμό στο στρατόπεδο σε κατ᾿ οίκον περιορισμό έγινε με πονηρό σκοπό: για να μπορούσε έτσι η GPU να παρακολουθεί όσους επισκέπτονταν τον Αρχιεπίσκοπο, μιας και χιλιάδες Ορθόδοξοι πιστοί από τη Ρωσία, την Ουκρανία, τη Λευκορωσία, τη Γεωργία συνέρρεαν σε αυτόν για πνευματικές συμβουλές.
Την περίοδο του «Μεγάλου Τρόμου» [5] και συγκεκριμένα τον Οκτώβριο του 1937 έγινε νέα επιδρομή και συνελήφθησαν πολλοί κληρικοί και μοναχοί. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Μητροπολίτης Κιέβου και Έξαρχος της Ουκρανίας, Ιερομάρτυς Κωνσταντίνος Ντιάκοφ, ο οποίος καταδικάστηκε ως «εν ενεργεία μέλος της αντισοβιετικής φασιστικής αντεπαναστατικής εκκλησιαστικής οργανώσεως των Τυχωνιτών» [6] και σκοτώθηκε, κατά την διάρκεια των ανακρίσεων, στη φοβερή φυλακή Λουκγιανόφσκαγια, ενώ το σώμα του ετάφη σε άγνωστο μέρος. Ωστόσο ένας από τους συγγενείς του είδε τον Ιερομάρτυρα σε όραμα να στέκεται σε ένα σημείο έξω από τις φυλακές λέγοντάς του: «Το σώμα μου βρίσκεται εδώ». Ειδοποιήθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος, ο οποίος τέλεσε κρυφά τη νεκρώσιμη ακολουθία.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος κοιμήθηκε στο Κίεβο σε μια περίοδο που δεν υπήρχε κομμουνιστική κατοχή. Λίγο καιρό πριν είχαν εισβάλει στο Κίεβο τα γερμανικά στρατεύματα και είχαν ανοίξει εκ νέου όλες τις εκκλησίες και τα μοναστήρια. Ο Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος είχε προαισθανθεί την κοίμησή του και ζήτησε τις πρεσβείες του Αγίου Νικολάου, στον οποίο είχε ιδιαίτερη ευλάβεια, και όλων των Αγίων, για το τελευταίο του ταξίδι. Κοιμήθηκε στις 19 Οκτωβρίου / 1 Νοεμβρίου 1942, ημέρα μνήμης του Αγίου Ιωάννου της Κροστάνδης, και ετάφη στην περίφημη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου.Σημαντικό βιογραφικό και φωτογραφικό υλικό για τον Αρχιεπίσκοπο Αντώνιο διασώθηκε από δύο πνευματικά του παιδιά: τον Αρχιεπίσκοπο Χιλής της Εκκλησίας της Ρωσικής Διασποράς Λεόντιο Φιλίπποβιτς (+1971) και τον φωτογράφο μοναχό Αρσένιο (κατά κόσμον Μιχαήλ Φεντόροβιτς Γκίρια), πνευματικό τέκνο του Λεοντίου, ο οποίος, μετά την εξορία του πρώτου το 1933, προσκολλήθηκε στον Αρχιεπίσκοπο Αντώνιο.
«Δεν έζησε για τον εαυτό του», γράφει στα Απομνημονεύματά του ο Αρχιεπίσκοπος Λεόντιος για τον Αρχιεπίσκοπο Αντώνιο, «αλλά για τον Θεό, την Εκκλησία και τον λαό. Κανένας από τους Ορθοδόξους Επισκόπους, και μάλιστα ακόμη και από τους Ανακαινιστές [7], οι οποίοι αργότερα μετενόησαν, δεν έφυγαν από την ταπεινή κατοικία του, χωρίς να μην κάνουν μια ορθόδοξη συζήτηση».
Και σε μία άλλη επιστολή του, λίγες μέρες μετά την κοίμηση του Αρχιεπισκόπου Αντωνίου, γράφει: «Ήταν ο πνευματικός οδηγός μου και ο πατέρας μου για 20 χρόνια. Εάν με τη χάρη του Θεού είμαι αυτό που με γνωρίζεις, τότε είναι μόνο λόγω της εκπαίδευσης και της σοφής καθοδηγήσεώς του [8]. Έχοντας οδηγήσει εμένα και τα άλλα πνευματικά του παιδιά μέσα από τη Σκύλλα και την Χάρυβδη, έφυγε προς έναν άλλον υπέροχο κόσμο, αφήνοντάς μας, με την κοίμησή του, ιερή κληρονομιά το πώς να διατηρήσουμε την καθαρότητα της Πίστεως και να μην απομακρυνθούμε από την ενότητα της Εκκλησίας του Χριστού».
Στις 14 Ιουνίου 2011 η Ιερά Σύνοδος της Κανονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας αποφάσισε την αγιοκατάταξή του σε τοπικό επίπεδο. Η τελετή έγινε στις 22 Απριλίου 2012 στον ιερό ναό της Λαύρας του Αγίου Αντωνίου και Θεοδοσίου του Πετσέρσκ προεξάρχοντος του τότε Μητροπολίτου Κιέβου Βλαδιμήρου (+2014).
Κλείνουμε το παρόν αφιέρωμα με μία υπέροχη φράση, την οποία συνήθιζε να επαναλαμβάνει ο φωτισμένος αυτός Ομολογητής Ιεράρχης Αντώνιος, και η οποία φανερώνει το πως έβλεπε την εξουσία του: «Το επισκοπικό αξίωμα δεν μου δόθηκε για να τιμωρώ, αλλά για να συγχωρώ»…
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ[1] Πρόκειται για τον Όσιο Αλέξιο της ερήμου Γκολοσέεβο (+11/24-3-1917).
[2] Εφόσον δηλαδή διεπίστωσε πως με τον χωρισμό Εκκλησίας-Κράτους, στον οποίο είχε προβεί ο Λένιν, δεν κατόρθωσε να αποδυναμώσει την Εκκλησία, μηχανεύτηκε την υποδούλωση της Εκκλησίας στο Κράτος. Μήπως άραγε και σήμερα δεν συμβαίνει αυτό και μάλιστα και σε «δημοκρατικά» Κράτη;
[3] Με την «Δήλωση» του Σεργίου η Ρωσική Εκκλησία χωρίστηκε σε τρία μεγάλα μέρη. Σε αυτούς που ακολούθησαν τον Σέργιο και την επίσημη Εκκλησία («Σεργιανιστές»), σε όσους ακολούθησαν τον, αποκηρύξαντα τον Σέργιο, Ηγέτη της λεγόμενης «Αληθινής Ορθόδοξης Εκκλησίας» (Εκκλησία των Κατακομβών), Μητροπολίτη Πετρουπόλεως Ιωσήφ («Ιωσηφίτες»), και σε όσους διέκοψαν μεν την κοινωνία με τον Σέργιο, χωρίς όμως να σχηματίσουν νέα Δικαιοδοσία («μη-μνημονευτές»). Αξίζει να σημειωθεί πως ο Ηγέτης των «μη-μνημονευτών» Ιερομάρτυς Κύριλλος, Μητροπολίτης του Καζάν, πυροβολήθηκε μαζί με τον Ηγέτη των «Ιωσηφιτών» Ιερομάρτυρα Ιωσήφ στις 7/20-11-1937.
[4] Μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Χιλής της Ρωσικής Διασποράς.
[5] Ο αρχηγός της μυστικής αστυνομίας (NKVD) Νικολάι Γιεζόφ, δεξί χέρι του Στάλιν και ένας από τους μεγαλύτερους εγκληματίες στην Ιστορία, ήταν, μαζί με τον αρχηγό του, ο υπεύθυνος της λεγόμενης «Μεγάλης Εκκαθάρισης» (ή «Μεγάλου Τρόμου», αφού οι εκτελέσεις έφθαναν τις χίλιες ανά ημέρα!) στη Σοβιετική Ένωση κατά την περίοδο 1936-1938, περίοδος στην οποία φυλακίστηκε το 90% των κληρικών, εκ των οποίων πάρα πολλοί εκτελέστηκαν.
[7] Η «Ανακαινιστική Εκκλησία», γνωστή και ως «Ζώσα Εκκλησία», υπήρξε μία σχισματοαιρετική ομάδα, την οποία επέβαλε και αναγνώρισε ως «επίσημη Εκκλησία» η σοβιετική κυβέρνηση από το 1922 μέχρι το 1927. Η «εκκλησία» αυτή συντάχθηκε με τους Κομμουνιστές και «καθήρεσε» τον νόμιμο Πατριάρχη Άγιο Τύχωνα, ο οποίος συγκάλεσε Σύνοδο και την καταδίκασε, αφορίζοντας τα μέλη της και κηρύσσοντας άκυρες τις ενέργειές της. Είναι φοβερό πως οι βασικότερες αρχές της ψευδεκκλησίας αυτής ήταν οι ίδιες που προωθήθηκαν το 1923 στο ληστρικό «Πανορθόδοξο Συνέδριο» που συγκάλεσε ο Μελέτιος Μεταξάκης το 1923 στην Κωνσταντινούπολη (αλλαγή του ημερολογίου, γάμος των επισκόπων κλπ.).