Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

Άγιος νεομάρτυς Βενιαμίν(Καζάνσκι)Μητροπολίτης Αγίας Πετρούπολης(+31 Ιουλίου 1922)

священномученники и исповедники
Έγινε μητροπολίτης Αγίας Πετρούπολης και Γκντοβσκ το 1917,συνεχίζοντας να ζει απλά όπως μέχρι τότε.Έτσι συνέχισε να πηγαίνει όπου τον φώναζαν,κυρίως στις φτωχές συνοικίες της πόλης,όπου προσευχόνταν και τελούσε ακολουθίες.Οι εργάτες τον φώναζαν να βαπτίσει τα παιδιά τους και αυτός κατέβαινε στα σκοτεινά υπόγεια,χωρίς να φέρει κάποιο διακριτικό της αρχιερατικής του ιδιότητας.
 Το γραφείο του ήταν γεμάτο πάντοτε από απλούς ανθρώπους,των οποίων τα προβλήματα άκουγε μέχρι αργά.Πότε δεν έφευγε κάποιος χωρίς να τον παρηγορήσει.
 Τα κυρήγματά του ήταν απλά,αλλά είχαν μια αμεσότητα και πνευματικότητα όπου άγγιζαν τις καρδιές των πιστών.Οι εκκλησίες όπου λειτουργούσε ήταν πάντοτε γεμάτες.
Συνελήφθη και κατα την ημέρα της δίκης του,στις 10 Ιουνίου 1922, 10000 άνθρωποι τον περίμεναν ήσυχα έξω από το δικαστήριο.Μόλις τον είδαν οι άνθρωποι άρχισαν να ψάλλουν«Σώσον Κύριε τον λαό Σου και ευλόγησον την κληρονομία Σου»και τον έβλεπαν κλαίγοντας να τους ευλογεί από το παράθυρο του αυτοκινήτου.
O τελευταίος του λόγος συγκλόνισε πολλούς από τους άθεους ακόμη και κάποιους από τους κατήγορούς του: «Δεν ξέρω τι θα αποφασίσετε για μένα :ζωή ή θάνατο . Μα ότι και αν αποφασίσετε , θα το δεχτώ με την ίδια ψυχική άνεση και γαλήνη, στρέφοντας το βλέμμα μου προς τον ουρανό.'Οτι κι αν αποφασίσετε για μένα θα κάνω το σημείο του τιμίου και ζωοποιού σταυρού ( και λέγοντας αυτά έκανε το σταυρό του με ευλάβεια ) και θα πω: Δόξα Σοι , Κύριε. Για όλα. Για όλα».
Καταδικάστηκε μαζί με άλλους ιερείς σε θάνατο και εκτελέστηκε στα τρομερά υπόγεια της ''Λιουμπιάνκα''(μυστική αστυνομία).
Η αγιοκατάταξή του έγινε στις 31 Μαρτίου 1992

Αν ο πόνος σ’ έκανε συμπονετικό κέρδισες!

 Μοναχού Μωυσέως αγιορείτου
Πάντοτε παραμένει επίκαιρο το θέμα της ασθένειας. Πολλοί οι
 ασθενείς στα σπίτια, στα νοσοκομεία, στους δρόμους. Είμαστε εμείς
 οι ίδιοι ασθενείς ή δικοί μας άνθρωποι. 
Σήμερα εμείς, αύριο άλλοι και το αντίθετο. 
Ο πόνος κτυπά όλες τις πόρτες, όλες τις ώρες αδιάκριτα,
 πλουσίων, φτωχών, νέων, ηλικιωμένων, μορφωμένων, αμόρφωτων, όλων.
 Γιατί ν’ αρρωσταίνουμε και γιατί να πονάμε;
 Το ίδιο ερώτημα επανέρχεται με δριμύτητα. 
Δεν είναι μόνο από τις αμαρτίες οι διάφορες αρρώστιες. 
Αρρώστιες πολλές και μεγάλες είχαν και οι άγιοι. 
Οι αρρώστιες μας κάνουν να θυμηθούμε τον λησμονημένο Θεό, να τον 
επικαλεσθούμε, να συνδεθούμε μαζί του. 
Η μνήμη του Θεού συντείνει στην ειλικρινή μετάνοια.
 Οι αρρώστιες είναι, αλήθεια, για να μας φέρουν πιο κοντά στο Θεό
 και όχι να μας απομακρύνουν από Αυτόν.

   Αν ο πόνος σ’ έκανε συμπονετικό κέρδισες. 
Αν η ασθένεια σ’ έφερε να θυμάσαι πιο πολύ τον ουρανό είσαι
 ευλογημένος και μακάριος. 
Αν ο πόνος σου καθάρισε τα μάτια, για να βλέπεις πιο βαθειά 
τα γεγονότα και τα πράγματα, τότε είσαι πλούσια κερδισμένος.
Αν ο άγιος πόνος σ’ έκανε, αδελφέ μου, πιο καρτερικό, πιο γενναίο,
 πιο διαλλακτικό και ανεκτικό να ευχαριστείς εκ βαθέων το Θεό που
 αρρώστησες. Γιατί αρρώστησες και κέρδισες τελικά έτσι. Δίχως πόνο
έχεις πολλές κατακτήσεις, αλλά όχι αληθινές γνώσεις. Ο πόνος σμιλεύει
 και τελειοποιεί τον άνθρωπο. Δίχως τον πόνο ο άνθρωπος θα ήταν
 σκληρός και ακατέργαστος. Ο πόνος γεννά τα δάκρυα και τα δάκρυα 
τη κάθαρση. Τα δάκρυα ποτίζουν τα ευώδη άνθη της κατάνυξης,
 της συντριβής, της ευλάβειας, της ευσέβειας, της ευλογίας.
   Δεν υπάρχει άνθρωπος δίχως πόνο.
 Πήγε κάποτε ένας να πει το πόνο του σε
 κάποιον και δεν πρόλαβε και του είπε πρώτα ο άλλος το πόνο του
 κι ήταν τόσο πιο μεγάλος που δεν τόλμησε να πει τον δικό του. 
Δίχως το πόνο θαήμασταν πιο πονεμένοι, πιο σκληροί, πιο ανάλγητοι, 
πιο αδιάφοροι και πιο άγριοι. 
Κατά τον ιερό Χρυσόστομο δεν υπάρχει άνθρωπος στο κόσμο αυτό 
που να μη δοκιμάζει στη ζωή του πόνο. Αν δεν πονέσει σήμερα, 
θα πονέσει αύριο κι αν όχι αύριο σίγουρα μεθαύριο. 
Κύρια πηγή του πόνου η αμαρτία.
    Ο πόνος είπαν είναι ο φρουρός της υγείας. 
Σαν ένα καμπανάκι μας αφυπνίζει. Αν δεν πονούσαμε
 δεν θα πηγαίναμε ποτέ στο γιατρό. Ο πόνος είναι σαν ένα σήμα
 κινδύνου, που εκπέμπεται για να μας γλυτώσει από τα χειρότερα. 
Αυτά ισχύουν και για το σώμα και για τη ψυχή.
 Έτσι ο πόνος καταντά σ’ ευλογία και για το σώμα και για τη ψυχή.
 Ο πόνος ακόμη καθίσταται σαν ένα προληπτικό εμβόλιο
 για να μη υπερηφανευόμαστε.
 Ο πόνος μπορεί να γίνει μία οδός επιστροφής στο Θεό.
 Ο πόνος γέννα την ωραία και θεάρεστη συμπόνια. 
Ο πόνος δοκιμάζει την αγάπη μας στο Θεό.
 Ο πόνος μας ζυγίζει μας σμιλεύει,μας καλλιεργεί,μας ωριμάζει,
μας ωραιοποιεί.

Άγιος Γερμανός επίσκοπος Ωξέρ.΄Ενα μικρό περιστατικό από το συναξάρι του...

… τους κατήχησαν την Μεγάλη Σαρακοστή και αφού έφτιαξαν μια εκκλησία από κλαδιά, βάφτισαν πολλούς από αυτούς το Πάσχα. Αναγγέλθηκε τότε η άφιξη των εχθρών. Αμέσως οι νεόφυτοι έβγαλαν τους χιτώνες του Βαπτίσματος για να πάρουν τα όπλα και ο Γερμανός αναλαμβάνοντας την ηγεσία του συμβούλεψε να στήσουν ενέδρα σε μια κλειστή κοιλάδα…  όταν οι επιτιθέμενοι μπήκαν εκεί, οι δύο επίσκοποι εξέβαλαν ως πολεμική κραυγή ένα τριπλό «Αλληλούια» που επαναλαμβανόμενο από τον στρατό σαν βουητό έτρεψε σε φυγή τους εχθρούς από τους οποίους πολλοί χάθηκαν μέσα στον πανικό…
πηγή/Ο βίος του εδώ

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

ΠΑΥΛΟΣ ΒΡΕΛΛΗΣ-Ο ευεργέτης της Ιστορίας


ΠΑΥΛΟΣ ΒΡΕΛΛΗΣ
  ο Ευεργέτης της Ιστορίας μας
ο μεγάλος Έλληνας, ο μεγάλος δάσκαλος, ο μεγάλος καλλιτέχνης, που δεν τίμησε ούτε η Πολιτεία, ούτε η Ακαδημία Αθηνών
Η πορεία ενός ανθρώπου, ζυμώνεται πάντα στα παιδικά του χρόνια και έχει αποδειχθεί πως οι δυσκολίες γεννούν τελικά μεγάλες μορφές, καθώς ενεργοποιούν μέσα τους από νωρίς, όλα εκείνα με τα οποία τους έχει εφοδιάσει ο Θεός: πίστη, ελπίδα, υπομονή, επιμονή, προσπάθεια, συναίσθηση, ευαισθησίες και όλα τα τάλαντα, τα ιδιαίτερα ταλέντα με τα οποία τους έχει προικίσει. Ένα τέτοιο δοκιμασμένο και προικισμένο παιδί ήταν και ο Παύλος.

   Ο Θεός έδειξε από την πρώτη στιγμή το θέλημά Του αλλά και την αποστολή που θα του ανέθετε φέρνοντάς τον στον κόσμο το 1923 στα Ιωάννινα, ανήμερα της 25ης Μαρτίου! Ανήμερα της επετείου της Παλιγγενεσίας του 1821, την οποία θα υπηρετούσε σε όλη του τη ζωή, αρχικά μαζεύοντας το υλικό και τις μορφές της μέσα του και στη συνέχεια δημιουργώντας τες με κερί και τέχνη ζηλευτή στο Μουσείο του!

   Τεσσάρων μόλις χρονών ορφάνεψε από μάνα και στα εννέα του από πατέρα…
  Τον ρόλο της ανατροφής, μα και τον δυσκολότερο της διάπλασής του, ανέλαβε με μεγάλη επιτυχία η θεία του Σοφία Παραμυθιώτη (αδελφή της μητέρας του), η οποία ήταν Δασκάλα, αλλά και καλλιτέχνης! Διαπαιδαγωγήθηκε έτσι με πολύ καλές αρχές, σε ένα εγγράμματο και έντεχνο περιβάλλον, που του έβαλε βάσεις και του έδωσε εμπνεύσεις και κινήματα ψυχικής έκφρασης, τα οποία άρχισαν να βρίσκουν διέξοδο καθώς μικρός ακόμη προσχεδίαζε μορφές ηρώων, που τόσο τον συγκινούσαν!
  Στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής, έφηβος τότε, τον συνέλαβαν οι Γερμανοί και τον έβαλαν μαζί με άλλα Ελληνόπουλα να συλλέγουν βόμβες, οβίδες και χειροβομβίδες που δεν είχαν εκραγεί! Κάθε μέρα μελλοθάνατος! Γιατί δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που τα βλήματα έσκαγαν και δεν ξανάβλεπε ποτέ πια τους συντρόφους του! Τότε αμέσως σχεδίαζε και αποθανάτιζε τη μορφή τους πάνω σε ό, τι έβρισκε, συνήθως ξύλα…
 Μετά την Απελευθέρωση, μπαίνει το 1945 με προτροπή της Δασκάλας θείας του, στη Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία και αποφοιτά το 1947!

   Είναι η εποχή που έχει ήδη ξεκινήσει στα 23 του να φτιάχνει τις πρώτες του προτομές, όπως εκείνες των Γ. Καλούδη, Γ. Λύτρα, Στρατηγού Ρέππα και ιδιαίτερα του τότε Μητροπολίτη Ιωαννίνων (πρώην Βελλάς και Κονίτσης και αργότερα Αρχιεπίσκοπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος) Σπυρίδωνα Βλάχου, του λεγόμενου και «Φωνή του Γένους», μεγάλου πρωταγωνιστή της Αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου, αλλά και του Κυπριακού Αγώνα μετέπειτα, με τα περίφημα Συλλαλητήριά του και τους πύρινους λόγους του, ο οποίος τον εμπιστεύτηκε, τον ενθάρρυνε και θέλησε να τον ανταμείψει πληρώνοντας γενναία τον κόπο του Παύλου. Μα ο νεαρός Βρέλλης αρνήθηκε λέγοντας πως "δεν θέλω να αρχίσω την καριέρα μου με χρήματα"…
   Το 1949 γράφεται στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, αλλά τη χαρά και την πρόοδό του θα ανακόψει η στρατιωτική θητεία του κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο που τον σημαδεύει ψυχικά και τον αποσυντονίζει…

   Ξαναβρίσκει όμως το δρόμο που με τόσο κόπο είχε χαράξει ως τότε,  με κατασκευές σε πηλό, χαρακτική και ζωγραφική, ενώ παράλληλααθλείται και μάλιστα παίρνει μέρος με διακρίσεις και πρωτιές σε Αγώνες άλματος επί κοντώ ("Άκτια" 1950, "Δωδωναία" 1950)! Ταυτόχρονα, παρακολουθεί μαθήματα Βυζαντινής Μουσικής και ορθοφωνίας! Αναγκάζεται όμως να τα εγκαταλείψει αργότερα όλα αυτά, για να αφοσιωθεί εξ΄ ολοκλήρου στα μαθήματα της Σχολής, που απαιτούν όλο και περισσότερο χρόνο και ενέργεια.

   Το 1954, αποφοιτεί τελικά από τη Σχολή Καλών Τεχνών, με Θεωρητικό και Πρακτικό Πτυχίο, αλλά δεν σταματά εκεί και με υποτροφία παρακολουθεί μαθήματα Τέχνης και Τεχνικής της Χαλκογλυπτικής στη Φλωρεντία (όπου εργάζεται για σύντομο χρονικό διάστημα) και Ψηφοθεσίας στη Ραβέννα!.

   Διαρκώς προσπαθεί να ταξιδεύει στο εξωτερικό, ώστε να παρακολουθεί καινούριες εκθέσεις ή να επισκέπτεται σημαντικά Μουσεία, ενώ είναι μεγάλη η συγκίνησή του όταν του ανατίθεται ησυντήρηση τμημάτων του Μουσείου Ακροπόλεως από τον Ιερό Βράχο!
   Κατόπιν εργάζεται για τρία περίπου χρόνια στο Αρχαιολογικό Μουσείο, αποκτώντας και δυο αναγνωρισμένα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, τα οποία χρησιμοποίησε για να υλοποιήσει μια ιδέα του, τη δημιουργία Τμήματος Αναπαραγωγής Κλασικών Αρχαιοτήτων, του οποίου ανέλαβε τη θεμελίωση!
 
   Κοφτερό μυαλό καθώς ήταν και θέλοντας η διδασκαλία να πιάνει τόπο, εισηγήθηκε καινούργια προγράμματα μαθημάτων, με συγκεκριμένη παιδαγωγική μέθοδο, που εφαρμόστηκαν πρώτα στο Τζάνειο Πειραματικό Γυμνάσιο του Πειραιά, όπου δίδαξε επί χρόνια με επιτυχία! Θεωρούσε μάλιστα οργανικό και αναπόσπαστο κομμάτι της Παιδεία, τις επί τόπου ξεναγήσεις των μαθητών σε Αρχαιολογικούς χώρους, τις οποίες έκανε ο ίδιος προσωπικά!

   Από το 1958 εργάζεται ως Καθηγητής Τεχνικών σε Γυμνάσια και Λύκεια των Ιωαννίνων, όπου ανακαλύπτει τις αδυναμίες του συστήματος της Εκπαίδευσης. Επειδή δεν υπάρχει ανάλογος κύκλος μαθημάτων για υποψήφιους Α.Σ.Κ.Τ., ιδρύει δική του Σχολή δίνοντας απαραίτητα εφόδια στα παιδιά, με ελεύθερο και γραμμικό σχέδιο, αλλά και χρήσιμα στοιχεία από την καλλιτεχνική εμπειρία του!
   Από το 1960 δημιουργεί στους Μουζακαίους Ιωαννίνων μονάδα αναπαραγωγής κεραμικών προτομών των μεγαλύτερων προσωπικοτήτων της αρχαίας Ελλάδας, όπως των Περικλή, Ασπασίας, Αλέξανδρου, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Αισχύλου, Θουκυδίδη, Σωκράτη, Ιπποκράτη, Σαπφούς και άλλων, με οδηγό τα αντίστοιχα εκθέματα των Μουσείων!

   Το 1962 παντρεύεται τη Μαρία Γιαννίση και αποκτά δυο παιδιά, τον Κωνσταντίνο (1966) και την Άννα (1970), ενώ εκεί πίσω στα Ιωάννινα του δίνεται η δυνατότητα να επανασυνδεθεί με την ηπειρώτικη λαϊκή τέχνη.

   Παράλληλα λαμβάνει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις στο εσωτερικό και εξωτερικό, ενώ παρουσιάζει και ατομική του έκθεση στο Λονδίνο το 1972, με θέμα "Αναμνήσεις από την Τανάγρα" και "κινητική γλυπτική"!

   Καθώς ταξιδεύει, ερευνά και συλλέγει πάντα με μεγάλη προσοχή και αγάπη στοιχεία, πληροφορίες, τόπους μορφές, ανοίγει ολοένα και περισσότερο μια νεανική πηγή της ποίησής του, που τον οδηγεί να εκδώσει τελικά τις "Θύμησες" το 1969, τις "Φόρμες" το 1972, το "Σίδερα, Πέτρες και Λουλούδια" το 1975!

    Εν τω μεταξύ, στα 1971, το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων τον αποσπά για επτά χρόνια, προκειμένου να παραδώσει μαθήματα Ιστορίας της Τέχνης (Σύγχρονα Ρεύματα) όπου συγκρούεται με τη νοοτροπία της θεωρητικής και μόνο προσέγγισης των μαθημάτων και ιδιαίτερα της Ιστορίας, στην οποία έχει εξαιρετική ευαισθησία, θεωρώντας την «πάντα ζωντανή μέσα σε όλους και πάντα απαραίτητη για όλους»!
  Έτσι το 1975 δημιουργεί στους Μουζακαίους το "Μουσείο Προεπανάστασης 1611 - 1821" με κέρινα ομοιώματα και πρώτο σχετικό ιστορικό θέμα το «Κρυφό Σχολειό», μεταμορφώνοντας μια αίθουσα με τέτοιο τρόπο, ώστε ο επισκέπτης να μπαίνει αμέσως στον ιστορικό χρόνο και περιβάλλον των ηρώων και των γεγονότων! Δημιουργούσε πια εκεί ανθρώπινες μορφές από κερί, αφού είχε προηγηθεί ηκατασκευή με πηλό, η δημιουργία εκμαγείου από γύψο και τέλος η χύτευση του κεριού! Μια διαδικασία επίπονη και επίμονη! Χρονοβόρα και απαιτητική! Με θαυμαστά όμως αποτελέσματα, που από την πρώτη στιγμή δημιούργησαν ενθουσιασμό σε όσους την πρωτοείδαν!

   Το 1982 εκδίδει δύο ακόμη ποιητικές του συλλογές, το "Ήταν και Είναι" και το "Λαμαρίνες και Παράνομοι», ενώ έχει προσθέσει στο αρχικό του Μουσείο και άλλα θέματα-αίθουσες. Και έχει σχέδια για πολύ περισσότερα έργα, αλλά ο χώρος αποδεικνύεται πλέον πολύ μικρός για ένα τόσο μεγάλο έργο! Και βοήθεια δεν υπάρχει από πουθενά…

    Τότε, το 1983, έχοντας συνταξιοδοτηθεί με το βαθμό του Γυμνασιάρχη και ενώ είναι πια 60 ετών, αποφασίζει να κάνει ένα νέο ξεκίνημα, αφιερώνοντας όλου του τον εαυτό στον μεγάλο του στόχο: ένα ολοζώντανο Μουσείο Ιστορίας, γεμάτο αληθινούς, ζωντανούς ήρωες, που μπορούν να μας διδάξουν και να μας καθοδηγήσουν!

   Έτσι διαθέτει όλο το εφ' άπαξ της σύνταξής του σε έναν γυμνό χώρο 17 στρεμμάτων, στο χωριό Μπιζάνι Ιωαννίνων! Τον χαράζει με δρόμους και πλατείες και τον διαμορφώνει όμως, στολίζοντάς τον με πολλά δέντρα και φτιάχνοντας το σχέδιο του πανέμορφου φρουριακού κτιρίου, βάζει και ίδιος πολύ προσωπική εργασία, χτίζοντας με τα χέρια και την ψυχή του, το περίφημο «ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Κέρινων Ομοιωμάτων Παύλος Βρέλλης»!

   Στη συνέχεια ακούραστος και αεικίνητος άρχισε να διαμορφώνει και τον εσωτερικό χώρο, ξεφεύγοντας από τα κλασικά Μουσεία και προσπαθώντας να φτιάξει ποικίλα σκηνικά, που θα φιλοξενούν και θα αναδεικνύουν τα ομοιώματά του, όλα παρμένα από την Ελληνική Ιστορία! Δημιουργώντας δηλαδή «ιστορικόπεριβάλλον», κάτι που λείπει σχεδόν από όλα τα Μουσεία του Κόσμου!
   Στην τιτάνια αυτή προσπάθεια, στέκονται τώρα δίπλα του παλιοί φίλοι και μαθητές του και ο Σύλλογος "Φίλοι του Μουσείου Παύλου Βρέλλη", ενώ υπήρξε σημαντική - αν και αργοπορημένη η αρωγή του κράτους στα τελειώματα του Μουσείου, όταν η Μελίνα Μερκούρη(Υπουργός Πολιτισμού) και ο Αλέξανδρος Παπαδόπουλος (Υπουργός Οικονομικών), βοήθησαν το έργο του, υποστηρίζοντάς τον και ηθικά και οικονομικά!

   Και το έργο του είναι πραγματικά αξεπέραστο, μοναδικό, συγκινητικό, ιστορικό και πρωτίστως εθνικό! Ζωντάνεψε ήρωες, Αγίους, πρόσωπα και στιγμές που είχαν ξεχαστεί και ξεθωριάσει από τον ξενισμό, την αδιαφορία, την άγνοια, την ισοπεδωτική τηλεόραση και τα περίφημα ΜΜΕ! Κράτησε αναμμένη τη δάδα του Γένους! Έφερε το χθες στο σήμερα και έφτιαξε το Μουσείο του ιστορικού μας χωροχρόνου! Υπήρξε ένας νέος «Φειδίας» που σμίλεψε τη ζωφόρο της Παλιγγενεσίας! Ένας νέος «Ελύτης της γλυπτικής» που με κερί αντί για πένα, κέντησε με τρανές μορφές τα ακρογιάλια και τα κάστρα της Ελληνικής Ιστορίας! Τη Μνήμη του ¨Εθνους! Δείχνοντας το σωστό μονοπάτι του Ελληνισμού!

   Ο Παύλος Βρέλλης, ζωντάνεψε στο δικό του «Μουσείο Ελληνικής Ιστορίας» και τους Ηπειρώτες Ευεργέτες, που τόσο θαύμαζε, χωρίς ίσως να έχει συνειδητοποιήσει ότι και ο ίδιος είχε γίνει ένας πολύ μεγάλος, μοναδικός και αξεπέραστος Εθνικός Ευεργέτης της Ελληνικής Ιστορίας, ζωντανεύοντας το θρυλικό 1821, μα και το Έπος του 1940-41 και τόσα άλλα ακόμη!

   Παράλληλα άλλα έργα, προτομές και συνθέσεις του, κοσμούν ιδιωτικές συλλογές της Ελλάδας και του Εξωτερικού, καθώς και στην Πινακοθήκη Ιωαννίνων, ενώ κάποια από πέτρα και μάρμαρο στολίζουν και υμνούν την ηπειρώτικη γη!

   Για όλη αυτή την προσφορά του τιμήθηκε από την Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία Ελλάδας (1981), Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία Ελλάδας (1982), Φυσιολατρικό Σύνδεσμο Πατρών (1984), Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων (1991), Δήμο Ιωαννιτών (1992), Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (1992), Σύλλογο Ιωαννιτών Άγιος Γεώργιος (1992), 8η Μεραρχία (1993) και άλλους, αλλά όχι από την επίσημη πολιτεία, ούτε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ούτε από τη Βουλή των Ελλήνων, ούτε από την Ακαδημία Αθηνών, όπως θα ταίριαζε σε μια τέτοια, σπάνια, ασύγκριτη και δημιουργική μορφή, σε έναν μεγάλο Έλληνα, σε έναν μεγάλο δάσκαλο της τέχνης και της Ιστορίας μας!

   Το έργο του ποτέ δεν προβλήθηκε στην πρώτη σελίδα, στα κεντρικά δελτία, στις «μεγάλες» εκπομπές, μα διαδόθηκε στόμα με στόμα από όλους τους Έλληνες! Από εκείνους που δίδαξε με το ήθος, τη σεμνότητα και το ανυπολόγιστης εθνικής και καλλιτεχνικής αξίας έργο του! Από αυτούς που γνώρισαν τις ρίζες και τους προγόνους τους μέσα από την ψυχή και τα χέρια του!

   Ο Παύλος Βρέλλης, τις 23 Ιουλίου 2010, έχοντας κλείσει τα 87 του χρόνια, ξεκίνησε με το τελευταίο κερί του για την αιωνιότητα! Για να συναντήσει από κοντά, όλους εκείνους τους ήρωες και Αγίους, που αγάπησε, θαύμασε, σμίλεψε και ύμνησε όσο κανείς!

   Τον ευγνωμονούμε!



Πλαίσιο κειμένου:  «Ευχαριστώ αυτούς που κράτησαν τη Θρησκεία μου, τη Γλώσσα μου και την Εθνικότητά μου, για να είμαι Χριστιανός και να λέγομαι Έλληνας.

   Η αγάπη και η λατρεία που είχα - από μικρό παιδί - στους ήρωες της Προεπανάστασης και της Επανάστασης του 1821, έγινε αγάπη και θαυμασμός και για τους μετέπειτα ήρωες.
 
   Αυτοί σφάχτηκαν, κρεμάστηκαν, γδάρθηκαν, ταπεινώθηκαν ... , για να κερδίσουμε εμείς σήμερα τον τόπο τούτο ελεύθερο - χωρίς σκλαβιά.

   Αυτός ο μικρός λαός της γης, έδειξε την ανδρεία του σε όλες τις εποχές. Αντικατέστησε το δόρυ με το καριοφίλι ή το σύγχρονο όπλο και βροντοφώναξε προς όλους τους λαούς της γης: " Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει".

   Σαν φόρο τιμής, αγάπης και πίστης στους ανώνυμους και επώνυμους ήρωές μας, έφτιαξα τούτο το Μουσείο Ελληνικής Ιστορίας με κέρινα ομοιώματα, στο χωριό Μπιζάνι Ιωαννίνων.

   Θέλω να κάνω Ιστορική αγωγή, μνήμη ιερή όλων των ηρωικών μορφών και γεγονότων»
 
Παύλος Π. Βρέλλης – Γιάννενα 1995

Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

Ο γιος του πρωθυπουργού της Κένυας βαπτίστηκε Ορθόδοξος Χριστιανός


kenias
Ο Σεβασμιότατος μητροπολίτης Κένυας κ. Μακάριος δέχθηκε, προ αρκετών εβδομάδων, τον πρωτότοκο γιο του πρωθυπουργού της Κένυας Ραΐλα Οτίγκα, Φιντέλ Κάστρο, τον οποίο συνόδευε η μέλλουσα σύζυγός του καταγομένη από την Ερυθραία.
Το ζευγάρι εξέφρασε τη μεγάλη επιθυμία του να ενταχθεί ο Φιντέλ στους κόλπους της μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής εκκλησίας.
Αφού έγιναν οι σχετικές και απαραίτητες διευθετήσεις, κατήχηση κ.τ.λ., ο σεβασμιότατος τέλεσε το μυστήριο του βαπτίσματος στο μεγάλο βαπτιστήρι της ορθόδοξης πατριαρχικής σχολής «Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄», βαπτίσας τον Φιντέλ, μαζί με 22 άλλα άτομα, δίνοντάς του το όνομα Μακάριος.
Στις 28 Ιουλίου ο σεβασμιότατος τέλεσε το μυστήριο του γάμου στον ορθόδοξο πατριαρχικό καθεδρικό ναό των Αγίων Αναργύρων στη Ναϊρόμπη.
Στην τελετή παρέστησαν οι γονείς και των δύο νεονύμφων προς τους οποίους ο Μητροπολίτης, στο τέλος, απηύθυνε πατρικές νουθεσίες για τη νέα τους ζωή.
kenias1

Η ΡΩΣΙΔΑ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΛΥΔΙΑ και οι στρατιώτες Κύριλλος και Αλέξιος(+20 Ιουλίου 1928)

Η Λυδία, κόρη ενός ιερέως της πόλεως Ούφα1, γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου του 1901. Από παιδί ήταν ευαίσθητη, στοργική και αγαπητή από όλους. Φοβόταν την αμαρτία και κάθε τι που δεν το επέτρεπε ο νόμος του Θεού. Μόλις τελείωσε το παρθεναγωγείο στα δεκαεννιά της χρόνια, παντρεύτηκε και αμέσως έχασε τον άνδρα της στον εμφύλιο πόλεμο με την αναχώρησι του Λευκού (τσαρικού) Στρατού.
Ο πατέρας της, από τις πρώτες αρχές του σχίσματος των «Ανακαινιστών»2 που οργανώθηκε από τους Μπολσεβίκους το 1922, προσχώρησε σ' αυτό. Η θυγατέρα του τότε γονάτισε μπροστά στα πόδια του πατέρα της και είπε: «Δώσε μου την ευχή σου, πατέρα, να σ' αφήσω, για να μη σε δεσμεύω στη σωτηρία της ψυχής σου». Ο γέρων ιερέας ήξερε καλά την κόρη του, όπως ήξερε καλά και το εσφαλμένο της κινήσεώς του. Δάκρυσε και, δίδοντας την ευλογία του στη Λυδία να ζήση μόνη της, της είπε προφητικά: «Κοίταξε, κόρη μου, όταν κερδίσης το στεφάνι σου, να πης στον Κύριο ότι παρόλο που φάνηκα πολύ αδύνατος για αγώνα, ωστόσο δεν σε εμπόδισα, αλλά σου έδωσα την ευχή μου». «Θα το πω, πατέρα», του είπε εκείνη φιλώντας του το χέρι και προβλέποντας έτσι κι αυτή προφητικά το μέλλον.
Η Λυδία πέτυχε να διοριστή στην δασονομική υπηρεσία και το 1926 μετατέθηκε στην κολλεκτίβα υλοτομίας της περιοχής, όπου δούλευε κοντά στους πιο χαμηλόμισθους εργάτες. Εδώ ήρθε αμέσως σ' επαφή με απλούς ανθρώπους του ρωσικού λαού, τους οποίους αγαπούσε πολύ και οι οποίοι ανταποκρίθηκαν με τον ίδιο τρόπο. Οι ξυλοκόποι και οι οδηγοί, που είχαν σκληρυνθή από τη δουλειά μέσα σε δύσκολες συνθήκες, αφηγούνταν με κατάπληξι ότι στο γραφείο του Τμήματος Υλοτομίας, όπου ερχόταν σε επαφή μαζί τους η Λυδία, τους διαπερνούσε ένα γνώριμο αλλά τώρα μισοξεχασμένο αίσθημα, παρόμοιο μ' εκείνο που είχαν νιώσει κάποτε, όταν πριν την επανάστασι είχαν πάει να υποδεχθούν την περίφημη εικόνα της Παναγίας από το χωριό Μπογκορόντσκογιε της περιφερείας της Ούφα. Στο γραφείο δεν ακούγονταν πια άσχημες κουβέντες, βρισιές και καυγάδες. Τα πάθη είχαν εκλείψει και οι άνθρωποι έγιναν ευγενικώτεροι μεταξύ τους.
Αυτό ήταν καταπληκτικό και έγινε αντιληπτό απ' όλους, των κομματικών οργάνων μη εξαιρουμένων. Παρακολούθησαν τη Λυδία, αλλά δεν ανακάλυψαν τίποτε ύποπτο. Δεν πήγαινε καθόλου στις εκκλησίες που είχαν νομιμοποιηθή από τους Μπολσεβίκους και συμμετείχε αραιά και προσεκτικά σε ακολουθίες της μυστικής εκκλησίας «των κατακομβών».
Η Γκε-Πε-Ου3 ήξερε ότι υπήρχαν μέλη της μυστικής εκκλησίας στην περιφέρεια, δεν έβρισκε όμως τον τρόπο να τα ανακα­λύψη και να τα συλλάβη. Με σκοπό να ανακαλύψη όσους δεν είχαν ακόμη συλληφθή η Γκε-Πε-Ου ξαφνικά επανέφερε από την εξορία τον επίσκοπο Ανδρέα που ήταν πολύ σεβαστός στον λαό, αλλά και σ' όλους τους παράγοντες της μυστικής εκκλησίας. Σύμφωνα όμως με οδηγίες που είχε στείλει πρωτύτερα, ο επίσκοπος έγινε φανερά δεκτός μόνο από μία εκκλησία της Ούφα, παρόλο που μυστικά ήρθε να τον δη ολόκληρη η περιφέρεια. Η Γκε-Πε-Ου πεπεισμένη για την αποτυχία του σχεδίου της συνέλαβε πάλι τον επίσκοπο Ανδρέα και τον εξώρισε.
Η Λυδία συνελήφθη στις 9 Ιουλίου 1928. Οι μυστικές υπηρεσίες για αρκετό καιρό αναζητούσαν μία δακτυλογράφο που εφοδίαζε τους εργάτες της δασονομικής υπηρεσίας με δακτυλογραφημένα φυλλάδια, που περιείχαν βίους αγίων, προσευχές, ακολουθίες και συμβουλές αρχαίων και συγχρόνων ιεραρχών της Εκκλησίας. Παρατήρησαν ότι στην γραφομηχανή αυτής της δακτυλογράφου το κάτω μέρος του «κ» ήταν σπασμένο. Έτσι αποκαλύφθηκε η Λυδία.
Η Γκε-Πε-Ου κατάλαβε ότι είχε πέσει στα χέρια της το κλειδί, για να ανακαλύψη ολόκληρη την μυστική εκκλησία. Δέκα μέρες αδιάκοπης ανακρίσεως δεν κατάφεραν να κλονίσουν την μάρτυρα. Πολύ απλά αρνήθηκε να πη οτιδήποτε. Στις 20 Ιουλίου ο ανακριτής, έχοντας χάσει την υπομονή του, παρέδωσε τη Λυδία στο «ειδικό τμήμα» για ανάκρισι.
Αυτό το «ειδικό τμήμα» εργαζόταν σ' ένα γωνιακό δωμάτιο στο υπόγειο της Γκε-Πε-Ου. Ένας φρουρός στεκόταν μόνιμα στον διάδρομο του υπογείου. Εκείνη την ημέρα φρουρός ήταν ο Κύριλλος Ατάεβ, ένας εικοσιτριάχρονος φαντάρος. Είδε την Λυδία καθώς την έφερναν στο υπόγειο. Η προηγούμενη δεκαήμερη ανάκρισι είχε εξαντλήσει την μάρτυρα και δεν μπορούσε να κατέβη τα σκαλιά. Ο στρατιώτης Ατάεβ, σε πρόσταγμα των προϊσταμένων του, την κράτησε και την ωδήγησε κάτω στον ανακριτικό θάλαμο. «Ο Χριστός να σε σώση» είπε η Λυδία ευχαριστώντας τον φρουρό, καθώς αντιλήφθηκε μια σπίθα συμπαθείας γι' αυτήν στη λεπτή ευγένεια των δυνατών χεριών του φρουρού του Ερυθρού Στρατού.
Και ο Χριστός έσωσε τον Ατάεβ! Τα λόγια της μάρτυρος και τα γεμάτα πόνο και αμηχανία μάτια της μίλησαν στην καρδιά του. Δεν μπορούσε πια ν' ακούη με αδιαφορία τις αδιάκοπες κραυγές και τα κλάματά της, όπως είχε προηγουμένως ακούσει όμοιες κραυγές από άλλους ανακρινομένους και βασανιζομένους.
Η Λυδία βασανίστηκε πολύ ώρα. Οι βασανιστές της Γκε-Πε-Ου δρούσαν συνήθως με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην αφήνουν κανένα ιδιαίτερα ευδιάκριτο σημάδι στο σώμα του βασανιζομένου. Όμως στην ανάκρι­σι της Λυδίας καμμία προσοχή δεν δόθηκε σ' αυτό. Οι κραυγές και τα κλάματα της Λυδίας συνεχίστηκαν σχεδόν χωρίς διακοπή για πάνω από μιάμιση ώρα.
«Μα δεν πονάς; Τσιρίζεις και κλαις. Αυτό δεν σημαίνει ότι σε πονάει;» ρώτησαν εξαντλημένοι οι βασανιστές σε ένα από τα διαλείμματα.
«Πονάει! Ω Κύριε, πόσο πονάει!» απάντησε η Λυδία μ' ένα σπασμένο βογγητό.
«Τότε γιατί δεν μιλάς; Θα σε πονέση περισσότερο!» είπαν με φανερή αμηχανία οι βασανιστές.
«Δεν μπορώ να μιλήσω... Δεν μπορώ... Δεν θα το επιτρέψη αυτό...», βόγγηξε η Λυδία.
«Ποιος δεν θα το επιτρέψη;»
«Ο Θεός δεν θα το επιτρέψη!».
Τότε οι βασανιστές επινόησαν κάτι καινούργιο για τη μάρτυρα: την ηθική κακοποίησι. Ήταν τέσσερεις. Κοιτάχθηκαν μεταξύ τους. Χρειαζόταν ένας άλλος. Φώναξαν τον φρουρό να τους βοηθήση.
Μόλις ο Ατάεβ μπήκε στο δωμάτιο, είδε τη Λυδία, κατάλαβε τον τρόπο του παραπέρα βασανισμού της και τον δικό του ρόλο σ' αυτόν και μέσα του έγινε ένα θαύμα παρόμοιο με την απροσδόκητη μεταστροφή των αρχαίων βασανιστών. Η ψυχή του Ατάεβ είχε σιχαθή την σατανική αποτροπαιότητα και ένας ιερός ενθουσιασμός τον κατέλαβε. Χωρίς καθόλου να συνειδητοποίηση το τι έκανε, ο φρουρός του Ερυθρού Στρατού σκότωσε επί τόπου με το πιστόλι του τους δύο βασανιστές που στέκονταν μπροστά του. Πριν κιόλας αντηχήση ο δεύτερος πυροβολισμός, ο άνδρας της Γκε-Πε-Ου που στεκόταν από πίσω, χτύπησε τον Κύριλλο στο κεφάλι με την λαβή του πιστολιού του. Ο Ατάεβ είχε ακόμη αρκετή δύναμι, ώστε να γυρίση και να αρπάξη τον αντίπαλό του από τον λαιμό, αλλά ένας πυροβολισμός από τον τέταρτο τον έρριξε στο πάτωμα.
Ο Κύριλλος έπεσε με το κεφάλι προς το μέρος της Λυδίας, που ήταν δεμένη και τεντωμένη με λουριά. Ο Κύριος του έδωσε την ευκαιρία ν' ακούση για μία ακόμη φορά λόγια ελπίδας από το στόμα της μάρτυρος. Κοιτώντας την Λυδία κατ' ευθείαν στα μάτια και με το αίμα να τρέχη από το σώμα του, ο Κύριλλος πρόφερε ασθμαίνοντας τις λέξεις που δήλωναν την ένωσι του με τον Θεό.
«Αγία, πάρε με μαζί σου!» «Θα σε πάρω», χαμογέλασε ολόλαμπη η Λυδία.
Με το άκουσμα και την σημασία αυτής της συνομιλίας ήταν σαν να ανοίχτηκε ξαφνικά μια πόρτα για το υπερπέραν μπροστά στα μάτια των δύο ανδρών της Γκε-Πε-Ου που επέζησαν. Ο τρόμος τους συσκότισε την συνείδησι. Με υστερικές κραυγές άρχισαν να πυροβολούν τα δύο ανυπεράσπιστα θύματα, που είχαν απειλήσει την ασφάλεια της κοσμοθεωρίας τους, μέχρι που άδειασαν και τα δύο πιστόλια τους. Αυτοί που ήρθαν τρέχοντας στο άκουσμα των πυροβολισμών, τους απομάκρυναν, ενώ εκείνοι ούρλιαζαν υστερικά. Αλλά και οι ίδιοι το έβαλαν γρήγορα στα πόδια κυριευμένοι από έναν ακατανόητο τρόμο.
Ο ένας από αυτούς τους δύο άνδρες της Γκε-Πε-Ου περιήλθε σε κατάστασι τελείας παραφροσύνης. Ο άλλος σύντομα πέθανε από νευρικό κλονισμό. Πριν από τον θάνατό του αυτός ο δεύτερος τα διηγήθηκε όλα στον φίλο του λοχία Αλεξέι Ικόνικοφ, ο οποίος επέστρεψε στον Χριστό και γνωστοποίησε το γεγονός στην Εκκλησία. Λόγω δε του ότι διέδιδε παντού με ζήλο αυτό το γεγονός, βρήκε μαρτυρικό θάνατο και ο ίδιος.

Και οι τρεις, Λυδία, Κύριλλος και Αλέξιος, έχουν καθιερωθή ως άγιοι στη συ­νείδησι της ρωσικής μυστικής εκκλησίας «των κατακομβών». Με τις πρεσβείες τους είθε ο Κύριος να ελεήση τον χριστιανικό λαό της Ρωσίας!

1. Πόλις της δυτικής Σιβηρίας στην βιομηχανική περιοχή των Ουραλίων και στις όχθες ομωνύμου ποταμού
2. Εκκλησιαστικό νεωτεριστικό κίνημα, που για ένα διάστημα πέτυχε να αναγνωρισθή σαν η επίσημη ρωσική εκκλησία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και άλλες αυτοκέφαλες εκκλησίες
3. G.P.U., αρχικά της σοβιετικές μυστικής αστυνομίας την περίοδο 1922-34
ΠΗΓΗ:   "ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ"ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ 1989/ΠΗΓΗ

Σάββατο 28 Ιουλίου 2012

Η Αγία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου στην Παναγία των Βλαχερνών.Ένα συγκλονιστικό περιστατικό από τον βίο της Οσίας.


.. Όταν   εἰσήλθε  στὴν ἱερὰ μονὴ ἡ κόρη μιᾶς ἀριστοκρατικῆς οἰκογένειας ἀπὸ τὴν Καισαρεία, η Εἰρήνη μὲ ἰδιαίτερη χαρὰ δέχτηκε τὴν κοπέλα στὸ ποίμνιό της, καθὼς ἦταν ἡ πρώτη συμπατριώτισσά της ποὺ εἰσερχόταν στὸ κοινόβιο, μετὰ τὶς δυὸ θεραπαινίδες της Φιλικητάτη καὶ Ἀρετή.
Ἡ Θεοφανώ, ὅπως λεγόταν ἡ νεαρὴ ἀριστοκράτισσα, ἦταν ὀρφανὴ ἀπὸ γονεῖς καὶ οἱ συγγενεῖς της τὴν ἀρραβώνιασαν παρὰ τὴ θέλησή της μὲ κάποιο πλούσιο ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος ὅμως ἦταν σκληρὸς καὶ φερόταν στὴν ἀρραβωνιαστικιά του βάναυσα. Ἡ Θεοφανὼ ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα της, γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴ βία τοῦ ἀρραβωνιαστικοῦ της καὶ τῶν συγγενῶν της καὶ ἔφτασε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου βρῆκε καταφύγιο στὴ μονὴ Χρυσοβαλάντου. Ἡ φήμη τῆς Ἡγουμένης Εἰρήνης εἶχε φτάσει ὡς τὴν Καισαρεία καὶ οἱ συμπατριῶτες της ἦταν πολὺ περήφανοι γι᾿ αὐτήν, ἴσως περισσότερο κι ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ τὴν ἀποχαιρετοῦσαν ὡς μέλλουσα αὐτοκράτειρά τους.
Ὅμως, ὁ ἀρραβωνιαστικὸς τῆς Θεοφανῶς ὀργίστηκε ἀπὸ τὴ φυγὴ τῆς μνηστῆς του καὶ νιώθοντας πληγωμένο τὸν ἀνδρικό του ἐγωισμὸ ἄρχισε νὰ τὴν ψάχνει μὲ μανία. Πέρασαν μῆνες καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἐντοπίσει κάποιο ἴχνος της οὔτε κάποιον ποὺ θὰ γνώριζε νὰ τὸν πληροφορήσει γιὰ τὸ ποῦ θὰ μποροῦσε νὰ καταφύγει ἡ κοπέλα. Παρολαυτά, τὸ πάθος του καὶ ἡ ὀργή του δὲν κατευνάζονταν καὶ κατέφυγε σὲ ἕνα διάσημο μάγο τῆς Καισαρείας, προκειμένου νὰ τοῦ φέρει πίσω τὴ Θεοφανώ.
Ὁ μάγος κατέφυγε στὶς μαγγανεῖες του καὶ στὴ βοήθεια τοῦ διαβόλου καὶ ἕνα πρωὶ ἡ Θεοφανὼ ξύπνησε βγάζοντας ἄναρθρες κραυγές, ξεσκίζοντας τὰ ράσα της καὶ οὐρλιάζοντας τὸ ὄνομα τοῦ μνηστήρα της. Οἱ ἀδελφὲς ἀναστατώθηκαν καὶ ἡ Εἰρήνη, ποὺ χάρη στὸ διορατικό της χάρισμα γνώριζε γιατί ἡ κοπέλα εἶχε περιέλθει σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση, κλαίγοντας πικρὰ κατηγοροῦσε τὸν ἑαυτό της ὅτι ἀπὸ δική της ἀμέλεια καὶ ὀλιγωρία ὁ διάβολος κατέβαλε τὴ Θεοφανώ. Ἔχοντας ὅμως σταθερὴ καὶ μεγάλη πίστη στὸ Θεό, ὁπλίστηκε γιὰ τὴν καινούρια μάχη μὲ τὸ Σατανᾶ, τὴν ὁποία καταλάβαινε ὅτι θὰ εἶναι σκληρότερη ἀπὸ τὶς προηγούμενες.
Συγκέντρωσε τὶς ἀδελφὲς στὸ Καθολικὸ καὶ ἀφοῦ τὶς συμβούλεψε νὰ φυλάγονται ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ Διαβόλου, τὶς διέταξε νὰ νηστεύσουν γιὰ μία βδομάδα καὶ κάθε μέρα νὰ κάνουν χίλιες μετάνοιες ἡ καθεμιά τους στὰ κελιά τους γιὰ τὴν ἄρρωστη ἀδελφή τους, γιὰ νὰ τὴν ἐλεήσει ὁ πολυεύσπλαχνος Κύριος. Οἱ μοναχὲς μὲ προθυμία πραγματοποίησαν τὴν ἐπιθυμία της, ἐνῶ ἡ ἴδια ἡ ἁγία παρέμεινε ἕνα ὁλόκληρο τριήμερο στὸ ναό, ἀπέχοντας ἀπὸ ὁποιαδήποτε τροφή, γονατιστὴ μπροστὰ στὶς εἰκόνες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τῆς ἁγίας Ἀναστασίας τῆς μάρτυρος (στοὺς ἁγίους αὐτοὺς ἔτρεφε ἰδιαίτερη εὐλάβεια, ἐπειδὴ ἦταν συμπατριῶτες της).
Ἰδιαίτερα μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα τοῦ Μ. Βασιλείου, ἡ ὁσία παραπονιόταν κι ἔλεγε πὼς ἐπιτρέπει ὁ ἅγιος νὰ συμβαίνουν τέτοια ἔκτροπα στὴν πατρίδα τους, καθὼς ἡ Καππαδοκία ἦταν περίφημο κέντρο τῶν διαφόρων μάγων τῆς ἐποχῆς. Τὴν τρίτη νύχτα, ἡ Εἰρήνη, ἐνῶ ἐπαναλάμβανε τὰ ἴδια, βλέπει μπροστά της τὸ μεγάλο Καππαδόκη πατέρα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν ἀκούσει νὰ τῆς λέει: «Γιατί μοῦ παραπονεῖσαι Εἰρήνη; Κι ἐγὼ λυποῦμαι γιὰ τὴν παρανομία τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων. Τὸ πρωὶ μόλις ξημερώσει ὁδήγησε τὴν πάσχουσα στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν, κι ἔρχεται ἐκεῖ, στὸν Οἶκο της, ἡ Μητέρα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ ποὺ μόνη ἔχει δύναμη καὶ ἐξουσία νὰ τὴν θεραπεύσει».
Κατασυγκινημένη ἡ ἁγία Εἰρήνη, θυμούμενη τὴν εὐλάβεια ποὺ ἔτρεφε στὴ Βλαχερνιώτισσα Παναγία, συνδεδεμένη στενὰ μὲ τὸν κοσμικό της βίο, πῆρε τὴν ἄρρωστη ἀδελφὴ καὶ δυὸ ἀπὸ τὶς παλαιότερες μοναχὲς καὶ πῆγαν στὸ ναό. Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἡ Εἰρήνη ἔβγαινε ἀπὸ τὴ μονὴ τοῦ Χρυσοβαλάντου, ὕστερα ἀπὸ τὴ χειροτονία της, πρὶν τόσα χρόνια, μόνο γιὰ ἀγάπη τῆς ἄρρωστης κοπέλας.
Στὶς Βλαχέρνες, ἐνῶ ἡ ἄρρωστη βασανιζόταν ἀπὸ τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα, ἡ Εἰρήνη καὶ οἱ δυὸ ἀδελφὲς προσευχόντουσαν γονατιστὲς μπροστὰ στὴ θαυματουργὸ εἰκόνα τῆς Παναγίας μέχρι ἀργὰ τὸ βράδυ. Κατὰ τὰ μεσάνυχτα, ἡ ὁσία κουρασμένη ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία καὶ τὴ θλίψη τῶν ἡμερῶν, ἀκούμπησε στὸ μαρμάρινο προσκυνητάρι τῆς πάνσεπτης εἰκόνας καὶ ἀποκοιμήθηκε. Τότε εἶδε στὸ ὄνειρό της ἕνα ἀμέτρητο πλῆθος κόσμου νὰ συνωστίζεται μέσα στὸ ναὸ καὶ σὲ λίγο μπῆκε μὲ στρατιωτικὴ τάξη ἕνα τάγμα ἀπὸ χρυσοφορεμένους νέους, οἱ ὁποῖοι ἑτοίμαζαν δρόμο μέσα στὸ πλῆθος. Στὴ συνέχεια, ἕνα ἄλλο τάγμα διακόνων μὲ λευκὲς στολὲς καὶ χρυσὰ ὀράρια θυμιάτιζαν καὶ ἔραναν μὲ ἄνθη τὸ δρόμο. Ἡ ὁσία ἔβλεπε ὅλες αὐτὲς τὶς θαυμάσιες ἑτοιμασίες καὶ ρώτησε μὲ ἀπορία ἕναν διάκονο γιὰ ποιὸν εἶναι ὅλη αὐτὴ ἡ ὑποδοχή. «Ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἐπισκέπτεται τὸν Οἶκο της, ἑτοιμάσου νὰ τὴν προσκυνήσεις», ἀπάντησε ὁ διάκονος.
Ἐκείνη τὴ στιγμή, κατέφθασε ἡ Παναγία συνοδευόμενη ἀπὸ πλῆθος ἀγγέλων καὶ ἁγίων. Τὸ πρόσωπό της ἀκτινοβολοῦσε τόσο πολὺ ἀπὸ τὴ θεϊκὴ αἴγλη, ποὺ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τὴν ἀντικρίσει. Ἡ Παντάνασσα, ἀφοῦ ἐξέτασε καὶ βοήθησε ὅλους ὅσους εἶχαν καταφύγει στὸ ναό της, ἔφτασε καὶ στὴ μαθήτρια τῆς Εἰρήνης. Τότε ἡ ὁσία ἔπεσε στὰ πόδια τῆς Παναγίας νὰ τὴν προσκυνήσει, ὅταν ἄκουσε τὴ Δέσποινα νὰ ἀπευθύνεται στὸν ἅγιο Βασίλειο καὶ νὰ τὸν ρωτάει γιὰ τὴν περίπτωσή της. Ὅταν ἔμαθε γιὰ τί προσευχόταν ἡ Εἰρήνη, στράφηκε καὶ στὴν ἁγία Ἀναστασία καὶ εἶπε: «Ὑπάγετε στὴν Καισάρεια καὶ ἐξετάσατε μὲ ἐπιμέλεια τὴν ὑπόθεση αὐτῆς τῆς κόρης. Σ᾿ ἐσᾶς τοὺς δυὸ ἐδόθη ἡ χάρις νὰ τὴν θεραπεύσετε». Στὴ συνέχεια, ἡ Παναγία ἀνέβηκε πάλι στοὺς οὐρανούς, ἐνῶ φωνὴ ἀπὸ ἀόρατο στόμα διέταξε τὴν Εἰρήνη: «Πήγαινε στὸ μοναστήρι σου κι ἐκεῖ θ᾿ ἀξιωθεῖς τοῦ ποθουμένου».
Ἐκείνη τὴ στιγμή, ἡ ὁσία ξύπνησε κι ἔκθαμβη διηγήθηκε τὸ ὄνειρό της στὶς δυὸ ἄλλες ἀδελφές, ποὺ ἐξακολουθοῦσαν νὰ προσεύχονται. Ὅταν ξημέρωσε, ἐπέστρεψαν στὸ μοναστήρι τοὺς γεμάτες πίστη κι ἐλπίδα. Ἦταν ἡ ὥρα τῆς μεσημεριανῆς προσευχῆς κι ὅλες οἱ μοναχὲς ἦταν μαζεμένες στὸ Καθολικό, περιμένοντας μὲ ἀγωνία τὴν ἐπιστροφὴ τῆς Ἡγουμένης τους. Ἡ ὁσία διηγήθηκε ξανὰ τὸ ὅραμά της καὶ τὶς πρόσταξε μὲ ὑψωμένα χέρια νὰ φωνάζουν ὅλες μαζὶ κατανυκτικὰ «Κύριε ἐλέησον». Ἡ πανίσχυρη ἐκείνη προσευχὴ εἶχε ἀποτέλεσμα: Σὲ ἕνα ἀκόμη ὅραμα ποὺ εἶδαν ὅλες οἱ ἀδελφές, ψηλὰ στὸν ἀέρα ἐμφανίστηκαν ὁ ἅγιος Βασίλειος καὶ ἡ ἁγία Ἀναστασία λέγοντας στὴν Εἰρήνη: «Ἅπλωσε τὰ χέρια σου, Εἰρήνη καὶ δέξου αὐτὰ καὶ μὴ μᾶς ὀνειδίζεις πλέον, γιατὶ ἀναλάβαμε νὰ διώξουμε τοὺς μάγους ἀπὸ τὴν Καισάρεια».
Ἡ ὀπτασία χάθηκε καὶ στὰ χέρια τῆς Εἰρήνης ἔπεσε ἕνα δέμα τὸ ὁποῖο ἀποτελοῦνταν ἀπὸ ἀντικείμενα χρηστικὰ σὲ μάγους, ὅπως τρίχες, βελόνες, καρφιά, χαρτιὰ μὲ ὀνόματα δαιμόνων καὶ δυὸ μολυβένια ὁμοιώματα τοῦ νέου ποὺ προκάλεσε ὅλο αὐτὸ τὸ κακὸ καὶ τῆς ἄρρωστης κοπέλας.
Ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ἡμέρα καὶ τὴ νύχτα, ἡ Εἰρήνη μὲ τὴ συνοδεία της ἔμεινα στὸ ναὸ καὶ εὐχαριστοῦσαν τοὺς Ἀρχαγγέλους, τοὺς Καππαδόκες ἁγίους καὶ τὴν Παναγία γιὰ ὅλα τὰ θαυμαστὰ ποὺ ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν καὶ νὰ ζήσουν. Τὸ ἑπόμενο πρωί, ἡ ὁσία ἔστειλε πάλι τὴν ἄρρωστη κόρη μὲ δυὸ ἀκόμη ἀδελφὲς στὸ ναὸ τῆς Βλαχερνιώτισας, μὲ λάδι, νάμα καὶ προσφορὲς νὰ λειτουργήσει ὁ προσμονάριος (=ἐφημερεύων ἱερέας) καὶ τὸ δέμα μὲ τὶς μαγεῖες.
Μὲ τὴ θεία Λειτουργία, ἔχρισε ὁ ἱερέας τὴν ἄρρωστη μὲ λάδι ἀπὸ τὴν καντήλα τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνας τῆς Παναγίας καὶ ἔριξε στὴ φωτιὰ τὰ διαβολικὰ ἀντικείμενα. Καθὼς αὐτὰ καιγόντουσαν, ἡ κοπέλα ξανάβρισκε τὴν ἰσορροπία τοῦ λογικοῦ της, ἐνῶ ἀπὸ τὰ μολυβένια ἀγαλματίδια, ποὺ ἕλιωναν, ἀκουγόντουσαν ἀποτρόπαιες κραυγές. Ἡ Θεοφανώ, ἐπέστρεψε στὴ μονὴ ἐντελῶς θεραπευμένη, εὐχαριστώντας τὴν Παναγία γιὰ τὸ θαῦμα τῆς ἀλλὰ καὶ τὶς ἀδελφὲς καὶ τὴν πνευματική της μητέρα γιὰ τὴν ἀμέριστη συμπαράσταση καὶ βοήθειά τους.
Απόσπασμα από το Συναξάριο της Αγίας.(www.nektarios.gr)/πηγή

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

Μίλα, παιδί μου, απεριόριστα...


Λίγα πράγματα μπορούμε να κάνουμε στη ζωή απεριόριστα, δίχως χρονικούς ή άλλους ποσοτικούς φραγμούς. Στον τομέα των συναισθημάτων και των διαθέσεων, μπορούμε να αγαπάμε, να μισούμε, να βαριόμαστε ή να υπομένουμε απεριόριστα, όμως αν επιχειρήσουμε να τρώμε, να πίνουμε ή να λιαζόμαστε απεριόριστα, θα το πληρώσουμε ακριβά. Μπορούμε να διαβάζουμε, να ονειροπολούμε, να χαζεύουμε ή να προσευχόμαστε απεριόριστα. Επίσης μπορούμε να ακούμε μουσική ή να βλέπουμε τηλεόραση ή να σερφάρουμε στο Διαδίκτυο απεριόριστα, ζώντας ταυτόχρονα μια ζωή που φαίνεται κανονική. Μόνο η δυνατότητα για τίμια (ούτε καν δημιουργική) εργασία, για αξιοπρεπή επιβίωση δεν παρέχεται πλέον απεριόριστα.


Υπάρχουν κάποιες δραστηριότητες που η αγορά μάς ενθαρρύνει να τις ασκούμε απεριόριστα και, ενδεχομένως, αυτή η κατάργηση των ορίων να είναι προς το καταναλωτικό ή το επιχειρηματικό συμφέρον μας, όπως συμβαίνει με τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, που στις τηλεοπτικές διαφημίσεις τους πρωταγωνιστούν φανταστικά πρόσωπα, τα οποία, όμως, γίνονται πιο υπαρκτά από τα υπαρκτά. Για κάποια τέρμινα, τα πρόσωπα αυτά (νιοι και νιες, παππούδες και γιαγιάδες της πολυκατοικίας και της στάνης, μανούλες και φαντάροι, ποδοσφαιρικοί παράγοντες, νονοί της νύχτας και της μεσημβρίας) γίνονται οι «μικροί ήρωες της καθημερινότητάς μας», όπως υποτίθεται ότι συνέβαινε προ δεκαετίας με τους παίχτες των ριάλιτι, όπως συνέβαινε κάποτε με τους λογοτεχνικούς ή κινηματογραφικούς ήρωες.
Τελευταίος στη στρατιά των αναλώσιμων τηλεοπτικών ηρώων είναι ο Δημητράκης, ένα χαριτωμένο αγοράκι που παίζει τον μεγάλο και εκθειάζει ένα πρόγραμμα κινητής τηλεφωνίας που του παρέχει απεριόριστη επικοινωνία με «όλο του το προσωπικό», με όλα τα δίκτυα. «Συνέχισε, Δημητράκη, να μιλάς με όλο σου το προσωπικό, συνέχισε, Δημητράκη, να επικοινωνείς ελεύθερα», είναι η επωδός.
Είναι φυσικό τα εργαλεία και τα αντικείμενα των μεγάλων να γοητεύουν τα παιδιά. Από τα τακούνια της μαμάς μέχρι το αυτοκίνητο ή το όπλο του πατέρα. Τα παιχνίδια ρόλων υπήρχαν και όταν δεν υπήρχαν τηλεοπτικές διαφημίσεις και θα υπάρχουν πάντα. Ομως ο Δημητράκης της διαφήμισης δεν υμνεί τις θαυμαστές εφαρμογές ενός smartphone, αλλά το οικονομικό όφελος ενός προγράμματος, τη δυνατότητα να μιλά όσο θέλει και όποτε θέλει.
Ενας σύγχρονος παραμυθάς ίσως να έγραφε για το «μαγικό τηλέφωνο», για μια συσκευή που δίνει απαντήσεις σε αδυσώπητα αινίγματα, που η οθόνη της, σαν κρυστάλλινη σφαίρα, φανερώνει τα μελλούμενα ή γίνεται χάρτης θησαυρού, ένα GPS για τον κόσμο των ξωτικών που δείχνει τα μάγια που λύνουν άλλα μάγια.
Ο τηλεοπτικός Δημητράκης δεν μαθαίνει τη σοφία της σιωπής ή τη χαρά της ανακάλυψης, δεν μαθαίνει να «ακούει» τον κόσμο, αλλά να απολαμβάνει τον ήχο της δικής του φωνής, να μεθά με τη δυνατότητα να μιλά με πολλούς... ακόμα για το τίποτα.
«Δεν έχω τι να πω, αλλά θέλω να πω κάτι», λέει ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι στο «8½». Οσο πιο λίγα έχουμε να πούμε, τόσο πιο πολύ η τεχνολογία (και η μοναξιά) μάς σπρώχνει στην «μπλογκόρροια» και την «κινητόρροια». Μίλα, Δημητράκη, μίλα.
Tης Mαριαννας Tζιαντζη

Ο Τσακνής έγραψε γράμμα στην Παπαχρήστου - «Βούλα παιδί μου...»


Ανοιχτό γράμμα προς τη Βούλα Παπαχρήστου έγραψε ο Διονύσης Τσακνής με αφορμή τον αποκλεισμό της από τους Ολυμπιακούς Αγώνες λόγω του σχολίου της στο twitter που θεωρήθηκε ρατσιστικό.
Ο γνωστός τραγουδοποιός έγραψε στην αθλήτρια γράμμα, το οποίο ανήρτησε το enikos.gr στο οποίο της απευθύνεται με πατρικό τόνο και σε ενικό αριθμό σχολιάζοντας όλα τα πρόσφατα γεγονότα.
Αναλυτικά το γράμμα έχει ως εξής:
«Βούλα παιδί μου!
Επίτρεψέ μου αρχικά, αυτή την προσφώνηση, γιατί ηλικιακά και μόνο θα μπορούσες να ήσουν. Ο δεύτερος γιος μου άλλωστε, γυμναστής και αθλητής ανήκει κι αυτός στην ΑΕΚ όπως κι εσύ. Εσύ στο τριπλούν, εκείνος στο Handball.
Ξέρω επομένως, από πρώτο χέρι και τους κόπους και τον ιδρώτα και τις στερήσεις και την αυτοπειθαρχία, που επιτάσσει τρόπον τινά, ο λεγόμενος επαγγελματικός αθλητισμός.
Καμαρώνω για τις νίκες σας και συμπάσχω με τις λεγόμενες αποτυχίες ή ήττες σας. Μα πάνω απ' όλα, σας βλέπω σαν παιδιά μου. Όλους σας. Τι ωραίος αυτός ο συναγωνισμός, (το πρώτο συνθετικό της λέξης, δίνει μέγιστη σημασία στο δεύτερο, τον αγώνα-αν με εννοείς) τι ωραία η επιβράβευση των κόπων και τι μεγαλείο η προσπάθεια για υπέρβαση των ατομικών σας ορίων.
Είναι σα να σε ξέρω. Ακούω τον Αναστάση (το γιο μου) να μού λέει «κατέβασα ρολά σήμερα πατέρα» (τερματοφύλακας γαρ) και είναι σαν να ακούω να λες στο δικό σου, «πάτησα τέλεια στο πρώτο μου βήμα μπαμπά.»
Να γυρίζεις στο σπίτι «φορτωμένη» με τον προπονητή σου και να μη μιλιέσαι, ή να έχεις να διηγηθείς κάτι καινούριο απ' την έτσι κι αλλιώς κοπιαστική σου μέρα.
Όπως γνωρίζω καλά, και την ανάγκη σου να αποφορτιστείς με το αγόρι ή τους φίλους σου. Μετρημένη όμως πάντα, γιατί αύριο, θα πάρεις τον αθλητικό σάκο σου και θα πρέπει στις 8 να είσαι εκεί, όπως κάθε μέρα. Να γυρίσεις, να συμμαζέψεις τα κομμάτια σου, να λύσεις τις όποιες εκκρεμότητές σου, γιατί και το απόγευμα σε περιμένει η δεύτερη προπόνηση.
Τα ξέρω σού λέω...
Θα σου πω και κάτι άλλο. Η πολιτική μου τοποθέτηση είναι δηλωμένη και γνωστή. Ανήκω στην Αριστερά, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Καταλαβαίνεις λοιπόν, όσο εγωιστικό κι αν ακούγεται, πως τις ίδιες πολιτικές πεποιθήσεις, προσπαθώ να εμπνεύσω στα τέσσερα παιδιά μου. Ο τρόπος της ζωής μου και η καθημερινή μου συμπεριφορά θα τους πείσει όμως, κι όχι τα λόγια και οι θεωρίες.
Πολλές φορές, σ' αυτό το άγιο και λυτρωτικό μεσημεριανό τραπέζι, ακούγονται τα νέα της μέρας του καθένα και συνήθως τα μικρότερα, έχουν να διηγηθούν ένα αστείο ή ένα ανέκδοτο απ' το σχολείο. Κι οι μεγάλοι δεν πάνε πίσω. Δεν ξέρω γιατί, το υποθέτω μάλλον, όταν πρόκειται για «μαύρα» ή ρατσιστικά ανέκδοτα, ζητούν άδεια! Πάντα τη δίνω βέβαια, για να υπάρξει αφορμή για κουβέντα εκ των υστέρων και άλλα τα «εγκρίνουμε» ως έξυπνα και άλλα, απλώς ως χαζά.
Να φανταστείς, αυτό που ανάρτησες στο face book, το είχα ακούσει μια μέρα πριν. Κάποιοι γέλασαν, κάποιοι όχι. Δεν έχει σημασία. Όταν ήσουν πιο μικρή,. τα «μαύρα» ανέκδοτα με τη μικρή Ελενίτσα που πεθαίνει, έδιναν κι έπαιρναν. Με τον Αλβανό επίσης...
Παιδί είσαι και κάτι που σού φάνηκε έξυπνο, να το μοιραστείς θέλησες με τους φίλους σου στο φατσοβιβλίο. Κι από δω ξεκινάει το πρόβλημα. Στα μάτια πολλών, υποκριτών ή μη, που ξεπλένουν την ανεπάρκειά τους στη διαπαιδαγώγηση τη νέας γενιάς, παύεις να είσαι ένα νέο έως και αφελές (με την πιο καλή έννοια του όρου) κορίτσι. Γίνεσαι πρέσβειρα του ελληνικού αθλητισμού, γίνεσαι πολιτικό πρόσωπο, γίνεσαι τάχα ο ταχυδρόμος μιας ανεπίδοτης επιστολής στους απανταχού λακέδες των διοργανωτών, των έτσι κι αλλιώς εμπορευματοποιημένων Ολυμπιακών αγώνων. Στην πυρά λοιπόν. Μ' αυτόν τον τρόπο οι ιεροεξεταστές ξεπλένουν τις αμαρτίες τους και κοιμούνται ήσυχοι, μια και έπραξαν το καθήκον τους...
Ποιοι; Αυτοί οι ίδιοι που εξαπολύουν καθημερινά πογκρόμ διώξεων και συλλήψεων αδιακρίτως; Αυτοί που φτιάχνουν στρατόπεδα συγκέντρωσης για να μαντρώσουν την ανθρώπινη δυστυχία; Αυτοί που ανέχονται τους ξυλοδαρμούς και τα μαχαιρώματα των αλλοδαπών και καλλιεργούν το μίσος στη διαφορετικότητα; Έτσι είναι μάτια μου.
Ακόμα- ακόμα και στην περίπτωση που υιοθετούσες αυτό το με ή χωρίς εισαγωγικά αστείο, πάλι δεν φταις εσύ. Αυτοί που φταίνε μετατρέπονται σε εισαγγελείς για να αποσείσουν από πάνω τους τον εγκληματικό ρόλο της στρεβλής διαπαιδαγώγησης των αθλητών σε όλους τους τομείς: «Φα' την», «σκίσε την αράπισσα», «λιώσε τη σχιστομάτα». Τα ξέρεις...
Ζήτησες συγγνώμη. Εμένα με έπεισες. Δεν ξέρω κι ούτε με νοιάζει να μου δείξεις την πολιτική σου ταυτότητα. Δέχτηκες πως έκανες μια αστοχία, πως επέδειξες αφέλεια, άγνοια. Δεν είσαι πολιτικό πρόσωπο, παιδί είσαι. Δικό μου παιδί, δικό μας.
Πήρες το μάθημα: Άλλο μια ιδιωτική κουβέντα κι άλλο μια δημόσια δήλωση. Μετράνε αλλιώς. Έτσι είναι. Υποψιάζομαι όμως πως δεν το εννοούσες. Έλα όμως που κάποιοι θέλουν να κρυφτούν πίσω σου και να πουλήσουν εκ του ασφαλούς, τάχα δημοκρατικές ευαισθησίες, τάχα καθωσπρεπισμό και τάχα Ολυμπιακό πνεύμα...
Να συνεχίσεις με πείσμα και αγάπη σ' αυτό που κάνεις. Παραδέχτηκες το λάθος σου, ενώ κάποιοι άλλοι συνεχίζουν να εγκληματούν σε βάρος ενός ολόκληρου λαού με τις πιο ρατσιστικές ταξικές επιθέσεις.
Ένας πατέρας ονόματι
Διονύσης Τσακνής»/πηγή

Πέμπτη 26 Ιουλίου 2012

Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΑΘΟΛΙΚΩΝ στην ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ του '21


ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΝΗΜΑ ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ , "Ο Εσωτερικός Αγώνας".

... Οι καθολικοί λοιπόν, και στον καιρό της Φραγκοκρατίας και της Τουρκοκρατίας ακόμα, καταπίεζαν σκληρά τούς Όρθόδοξους, για να τούς αναγκάσουν νά άλλαξοπιστήσουν. Ακόμα και κατά την επανάσταση, όπως θα δούμε παρακάτω, αν και λιγώτεροι, με την ενίσχυση πού τούς παρείχαν οι πρόξενοι των ξένων Δυνάμεων και η γαλλική προστασία, εξακολουθούσαν να κακομεταχειρίζουνται τούς Όρθόδοξους και νά αντιδρούν με πείσμα στον έθνικόν αγώνα.

Στα νησιά του Αιγαίου και πρό πάντων στίς Κυκλάδες, (όπου ήσαν πολλοί Καθολικοί), υπήρχε μια ιδιότυπη κατάσταση, πού παρόμοιο της δέ βρίσκουμε στην άλλην Ελλάδα, δηλ. ο μεγάλος διαχωρισμός και τό μίσος, ανάμεσα στους Ελληνες Καθολικούς και τούς Όρθόδοξους. Και τό βαθύ και αγεφύρωτο αυτό χάσμα, τό δημιούργησεν η Παπική προπαγάνδα. Κατάφερε τούς Καθολικούς, πού ήσαν και αυτοί Ελληνες και μιλούσαν τά ελληνικά (εξόν άπό τούς προύχοντες πού οι περσότεροι ήσαν απόγονοι των Φράγκων), νά μισούν τούς Όρθόδοξους περσότερο κι άπό τούς Τούρκους. Και τό θλιβερό αποτέλεσμα (πού είναι πολύ διδαχτικό και αξίζει ιδιαίτερα νά τονιστεί) είναι, ότι ό θρησκευτικός φανατισμός, έκαμε τούς Ελληνες Καθολικούς, νά γίνουν φιλότουρκοι. Κι' ακόμα τούς άλλαξε σέ τέτοιο βαθμό, τό εθνικό τους φρόνημα, ώστε όχι μόνο νά μή λάβουν μέρος στήν επανάσταση, αλλά νά καταντήσουν προδότες της ίδιας της πατρίδας. Κι' αυτό πιστοποιήθηκεν, όταν άρχισ’ η επανάσταση:
«Η υπέρ της ελευθερίας φωνή — γράφει ο Σ. Τρικούπης — αντήχησε καθ' όλας τάς Κυκλάδας και πολλάς τών Σποράδων. Μόναι αί καρδίαι των του δυτικού δόγματος Ελλήνων έκώφευσαν. Έφάνη κατά τήν περίπτωσιν ταύτην υπό τήν μορφήν του δόγματος τούτου όλη η άσχημοσύνη του φανατισμού προτιμήσαντος τήν ήμισέληνον του σταυρού και τήν δουλείαν της ελευθερίας. Ουδείς τών έν Πελοποννήσω και τη στερεή Ελλάδι Ελλήνων πρεσβεύει τό δυτικόν δόγμα. Ένδεκακισχιλίους του δόγματος τούτου περιείχαν αί τέσσαρες νήσοι του Αιγαίου, Σύρα, Τήνος, Νάξος και Σαντορίνη. Εξαιρουμένων δέ πολλά ολίγων φανέντων αληθών Ελλήνων έπί του αγώνος, οι λοιποί και αντείπαν και άντέπραξαν φανερά και κρυφ ί ω ς, και σχέσεις έλαβον μυστικάς π ρ ο ς τούς εχθρούς του Ε θ ν ο υ ς, και χ αρ α ν μεγάλην ασυστόλως έδειξαν έπί ταις άποτυχίαις τών ομογενών (π.χ. όταν έμαθαν τήν καταστροφή και τις σφαγές της Χίου έχόρευαν από τή χαρά τους!)...
Τόσην δέ κλίσιν έδειξαν προς τούς Τούρκους οι δυτικόφρονες έν γένει και κατ' εξοχήν οι της Σύρας, ους εύτύχησεν η Επανάστασις, και τόσον ολίγην πεποίθησιν είχον έπί τή εύοδώσει του εθνικού αγώνος, ώστε συνεισέφερον διπλούς φόρους, τούς μέν έξ ανάγκης χάριν τών Ελλήνων, τούς δέ έκ προαιρέσεως χάριν τών Τούρκων».

Το πράγμα δέν επιδέχεται καμιάν αμφισβήτηση. Αλλος σύγχρονος ιστορικός, ο Φιλήμων, γράφει γιά τήν αντεθνική στάση τών Καθολικών: «Οι έτερόδοξοι άντεβοήθουν τοις Τούρκοι ς, εδώ μέν παρεμβάλλοντες μυρία προσκόμματα, εκεί δε σιτίζοντες φρούρια πολιορκούμενα, και πανταχού, όπου άν ήδύναντο, κατασκοπεύοντες και προδίδοντες π α ν Ε λ λ η ν ι κ ό ν κ ί ν η μ α... Κατά τόν αγώνα είδομεν Τούρκους στρατεύοντας μετά των Ελλήνων ουχί δέ και Λατινοδόξους Ελληνας του Αιγαίου οπλιζομένους υπέρ της κοινής πατρίδος». Ακόμα και μετά τόν αγώνα, ενώ οι Τούρκοι έπαψαν τά μίση, οι Καθολικοί Έλληνες, εξακολουθούσαν νά μισούν τούς ομοφύλους τους (Βλ. και Σπηλιάδη: «Έκ των τοιούτων Δυτικών Ελλήνων υπήρξαν και τίνες, οι οποιοι εστελλον τροφάς εις τούς Τούρκους τής Εύβοιας κα της Κρήτης και ώδήγουν ώς ναυαγοί τούς Τουρκικούς στόλους εις εκείνα τα μέρη», Απομνημονεύματα», τ. Α', α. 556).
Και ο Κυκλαδίτης ιστορικός Δ. Πασχάλης, είναι εξ ίσου κατηγορηματικός: «Οι Καθολικοι καίτοι πάντες σχεδόν Ελληνες τό γένος και τήν έλληνικήν γλώσσαν λαλούντες λόγω μόνον της διαφοράς του θρησκεύματος έκώφευσαν είς τήν φ ω ν η ν της πατρίδος και έ τ η ρ η σ α ν πράγματι άντεθνικήν στάσιν καθ’ όλην τήν διάρκειαν του άγώνο ς.
Αμέσως λοιπόν, μόλις άρχισ' η επανάσταση, εξεδήλωσαν οι Ελληνες Καθολικοί τήν αντίδραση, με τήν άρνηση τους νά αναγνωρίσουν την Ελληνική Διοίκηση και να της πληρώνουν φόρους, ενώ με προθυμία και χωρίς νά τούς αναγκάζει κανείς έπλήρωναν στους Τούρκους!

Άπό έγγραφο, πού εστειλ' ο έπαρχος Τήνου Σπυρίδων, γράφοντας στά 1822 στήν «Προσωρινήν Διοίκησιν Ελλάδος», βλέπουμε, ότι οι Καθολικοί «μή άναγνωρίζοντες τήν Έλληνικήν Διοίκησιν ουδέν άπέδιδον, καίτερ έχοντες τά πλέον εύκαρπα μέρη». Τό πράγμα επιβεβαιώνεται και άπό πίνακα, πού εύρήκε ο Ν. Άρμακόλλας, στ’ αρχεία της Επισκοπής των Καθολικών στήν Ξυνάρα της Τήνου, όπου φαίνεται, ότι υπήρχαν συνολικά 2.193 οικογένειες. Άπό αυτές οι 850 ήσαν Λατίνοι και οι 1343 Όρθόδοξοι. Και όλη η άξια των χτημάτων ήταν 412.523 άσπρα. Τά χτήματα τών Λατίνων είχαν αξία 220.000 άσπρα, ένώ σ' αναλογία με τους αριθμούς έπρεπε νά έχουν 159.893 άσπρα. Οι πλουσιότεροι λοιπόν ήσαν οι Καθολικοι, δπως έγραφε και ό Επαρχος και όμως δέν έδιναν τίποτε γιά τήν επανάσταση!
Με τήν προθυμία τους όμως νά πληρώνουν φόρο στους Τούρκους κι' όχι στήν Έλλ. Διοίκηση, παρουσίαζαν τά νησιά, ότι δέν ήθελαν τήν επανάσταση και αμφίβολη τήν ελληνικότητα τους, όπως τονίζει ο Δ. Κόκκινος: «...πλήν ελαχίστων, που έδείχθησαν πραγματικοί Έλληνες κατά τον αγώνα, οι άλλοι (Καθολικοί) αντέδρασαν όσον ημπόρεσαν και κρυφά και φανερά, προσεπάθησαν νά εμφανίσουν τάς νήσους των ώς άντιστρατευομένας εις τήν έπανάστασιν και πολλοι άπό αυτούς έδρασαν ώ ς πραγματικοί εχθροί, έφοδιάζοντες πολιορκούμενα τουρκικά φρούρια, κατασκοπεύοντες τούς Έλληνας, και εξακολουθούσαν νά καταβάλλουν τον πρός τούς Τούρκους φόρον και κατά τήν διάρκειαν της επαναστάσεως, παρουσιάζοντες κατ' αύτόν τον τρόπον άμφίβολον τήν ελληνικότητα τών νήσων των».
Αργότερα μάλιστα, οι Καθολικοί ξεθαρρεμένοι με τήν έξοδο του τούρκικου στόλου, δέν ήθελαν νά δώσουν με κανένα πλέον τρόπο τά εθνικά δικαιώματα ώς Έλληνες, ένώ με προθυμία μεγάλη εξακολουθούσαν νά πληρώνουν στούς Τούρκους.

Σ' αύτό τούς ενίσχυσαν και οι πλοίαρχοι της Γαλλίας και Αγγλίας. Ό Δεγρανμπρέ, διοικητής της φρεγάδας «-Σαλαμάνδρα», απαγόρευε «κατά διαταγήν άνωτέραν» στον έπαρχο της Νάξου, Φώτη Καραπάνου, νά εισπράξει τά δέκατα άπό τούς Γκραικολατίνους, γράφοντας του, κοντά στ' άλλα: «Οι καθολικοί Λατίνοι Ελληνες ή και άλλοι, προστατεύονται ύπό της Γαλλίας... Θά σας εμποδίσω διά της βίας,του νά φορολογήσετε οπωσδήποτε τά υπάρχοντά των». Και απειλούσε, ότι θα τον έδιωχνε στήν Υδρα. Και ο Άγγλος διοικητής της κοβέρτας «η Μεδίνα», απαγόρευε στόν έπαρχο Άξιώτη, στή Σύρα ν ά φορολογεί υπηκόους Άγγλους, πού έμπορευόντουσαν εκεί, «θά είσθε ατομικώς υπεύθυνος (του έγραφε στίς 22 του Όκτ. του 1823), και ύποκίνδυνος ίδίως».

Κι' επειδή οι Καθολικοί και με δική τους πρωτοβουλία και γιατί ακόμα τούς παρακινούσαν οι πρόξενοι και οι πλοίαρχοι τών ξένων δυνάμεων, άρνιόντουσαν νά πληρώσουν τούς φόρους, ο Παπαφλέσσας υπουργός τών Εσωτερικών, έστειλε (9 Ιούνη του 1823) προκήρυξη στους Έλληνες της Δυτικής Εκκλησίας, όπου τούς τόνιζε, ότι υπάρχουν «πολλά Έθνη, έκαστον τών οποίων συνίσταται άπό θρησκευτάς διαφόρων διδασκαλιών, οιτινες με όλον τούτο είναι είς εν Έθνος συνδεδεμένοι». Π.χ. η Γερμανία, η Όλλανδία, Γαλλία έχουν Ευαγγελικούς, Καθολικούς και άλλων διαφόρων διδασκαλιών χριστιανούς, και όμως αποτελούν εν και μόνον Εθνος» τό καθένα τους.

 «Και σεις λοιπόν — συνεχίζει — οι χριστιανοί της Δυτικής Εκκλησίας, οσοι είσθε γεννημένοι είς τήν Ελλάδα, είσθε αχώριστοι άπό τό Εθνος μας. Έάν έκατηχήθητε άπό ίερείς της Δυτικής Εκκλησίας έπαύσατε τάχα νά είσθε του αυτού Έθνους με τούς, όσοι έκατηχήθησαν άπό ιερείς τής Ανατολικής Εκκλησίας; Μή γένοιτο! Αλλο Εθνισμός, και άλλο θρησκεία. Και σεις είσθε Ελληνες, και ύπόκεισθε άπαρασάλευτα είς τά αυτά εθνικά χρέη, και έχετε τά αυτά εθνικά δικαιώματα, καθώς και οι τής Ανατολικής Εκκλησίας χριστιανοι. Οθεν σας συμβουλεύομεν πατρικώς νά γνωρίσετε τά όποια έχετε πρός τήν κοινήν Πατρίδα χρέη, νά ύπόκεισθε ευπειθώς είς τούς νόμους του Εθνους μας, νά πληρώνετε το δέκατον τών προϊόντων τής ιδιοκτήτου γης σας και τάς λοιπάς νομίμους συνεισφοράς, ώς και οι λοιποι Έλληνες».

Γιά τδν ίδιο λόγο, έγραφε και ο Δ. Υψηλάντης στον Επαρχο Εύάγ. Μαντζαράκη στην Θήρα: «Έκ του γράμματος τών εφόρων βλέπω, ότι οι Λατίνοι συμπατριώται σας ετόλμησαν νά άρνηθώσι το χρέος τής αναλόγου φορολογίας. Δέν τούς έπρεπε διά θρησκευτικάς διαφοράς νά άναισθητώσι εις τά πολιτικά χρέη των και νά φέρωνται είς τήν ίεράν πατρίδα ώς εχθροί. Πασχίσατε λοιπόν νά τούς δώσετε νά καταλάβουν ότι είναι συμπατριώται, ομογενείς και ότι είναι χρέος των και χριστιανικόν και πολιτικόν νά αγαπούν τήν πατρίδα, νά συνεισφέρουν είς τάς κοινάς χρήσεις της και ώς αδελφοί και τέκνα τής αυτής μητρός νά συναγωνίζωνται προθύμως υπέρ τής ελευθερίας της»
Στήν αντίδραση τών Καθολικών στήν επανάσταση και στήν άρνηση τους νά πληρώνουν φόρους, συντέλεσαν -πολύ και οι πρόξενοι τών ξένων δυνάμεων, τής Γαλλίας, τής Αυστρίας και τής Αγγλίας, πού ήσαν φανατικοι τουρκόφιλοι και αντιδρούσαν με πείσμα στήν επανάσταση. Οι Αγγλοι μάλιστα πρόξενοι στήν Ελλάδα, έλεγ' ο Π. Π. Γερμανός «ήσαν Τούρκοιαπέναντι τών Ελλήνων».
"Ολοι τους αυτοι οι πρόξενοι τών ξένων δυνάμεων «οι όποίοι — κατά τον Δ. Πασχάλη — όλοι σχεδόν ήσαν εντόπιοι του δυτικού δόγματος, λησμονούντες όμως τήν έλληνικήν καταγωγήν των και τυφλοί έκ τής μισαλλοδοξίας», κατάτρεχαν φανερά τήν επανάσταση, παρακινούσαν τδν πληθυσμό νά μήν πληρώνει φόρους στήν Έλλ. Διοίκηση, νά μήν υπηρετεί στο ελληνικό ναυτικό και στρατό και νά προσκυνήσει στους Τούρκους. Ακόμα κυκλοφορούσαν και κίβδηλα νομίσματα και έ'τσι «γινότουν παραχάραξη τών ελληνικών».
Στή Μύκονο και στή Σύρα, «ο Επαρχος δέν ύψωσε τήν Έλληνικήν σημαίαν, διότι οι πρόξενοι και οι πράκτορες τών ξένων δυνάμεων δέν επέτρεψαν».
Κι' όταν ο τούρκικος στόλος πλησίασε στή Σαντορίνη, οι Δυτικοί ύποπρόξενοι έκαμαν επίσκεψη στον ναύαρχο του Μεχμέτ 'Αλή «κομίσαντες αύτώ πλούσια δώρα». Και ο Αγγλος άντιπρόξενος στήν Πάρο, έτρεξε νά χαιρετίσει τον Καπετάν Πασα, όταν έφτασ' έκεί.


Ό Παπαφλέσσας έχοντας ύπ' όψη του, ότι ο Γάλλος πρόξενος στήν Τήνο «παραβαίνει τά χρέη του και τολμά νά λάβη έπιρροήν είς τά πράγματα τοϋ Εθνους» κατάγγελνε στδ Εκτελεστικό Σώμα τις παραβάσεις του προσθέτοντας: «τής αυτής διαθέσεως είναι και οι λοιποί έν Ελλάδι πρόξενοι τών Ευρωπαϊκών Αυλών». Γι' αυτό, πρότεινε νά παρθούν μέτρα. Και ο Γεν. Γραμματέας του Εκτελεστικού κοινοποίησε σχετικήν εγκύκλιο, τονίζοντας ανάμεσα στ' άλλα: «...ότι ένώ αυτοί κυρίως πρόξενοι δέν είναι, η Ελληνική Διοίκησις, διά νά άποφύγη πάσαν δυσαρέσκειαν, απεφάσισε νά τούς αναγνώριση ώς τοιούτους... Και κυρίως πρόξενοι άν ήσαν πλειότερον έπρεπε νά περιορίζωνται είς τά του ύπουργήματός των και νά μή τολμούν παντάπασιν νά ανακατεύονται είς τά Ελληνικά πράγματα»

Oι Συριανοι και η επανάσταση
Τό δεύτερο επαναστατικό χρόνο, η έξοδος του τούρκικου στόλου με τόν Καρά-Άλή και η καταστροφή της Χίου, έδωσαν τήν ευκαιρία νά φανούν τά άντιεπαναστατικά αισθήματα μερικών νησιωτών και η προθυμία τους νά προσκυνήσουν στους Τούρκους. Οι Συριανοί Καθολικοί προπάντων, περσότερο άπό τούς άλλους, αμέσως άπό τήν αρχή, είχαν δείξει τήν αντίδραση τους στήν επανάσταση κι' έχοντας τήν γαλλικήν υποστήριξη έρχονταν σέ συνεννόηση με τούς Τούρκους. Τούς έπλήρωναν τούς φόρους (ένω άρνιόντουσαν νά αναγνωρίσουν και νά πληρώσουν στήν ελληνική κυβέρνηση), τούς εφοδίαζαν με όλα κι' ετσι έπλούτισαν μάλιστα πολλοί, άπό αυτό και τήν μαύρη αγορά πού ασκούσαν. Γιά τήν ευημερία, τόν πλουτισμό και τήν αντεθνική τους δράση, οι Συριανοί ήσαν μισητοί στους άλλους Έλληνες. «Ιδίως η Σύρος —γράφει ο Ζουριέν ντε λα Γκραβιέρ—· έξήπτε τήν δργήν τών φιλοταράχων γειτόνων της... Τό μίσος, ο κακός ούτος σύμβουλος λαών και ατόμων, έξήγειρε μεθ' όλα ταύτα ζηλότυπον λύσσαν έπί τή παροδική τής Σύρου εύδαιμονία».
Μα εκείνο πού τούς έκαμε περσότερο μισητούς ήταν, όταν με τήν άφιξη του τούρκικου στόλου (τό Σεπτέμβρη τοϋ 1822), «οι φιλότουρκοι τής Σύρας έσπευσαν νά προσφέρωσι τήν βαθείαν ύπόκλισίν των τω Καπητάμπασα, άποστείλαντες τούς προεστώτάς των είς τήν ναυαρχίδα».
Αντίθετα, οι Μυκονιάτες με τήν ηρωίδα τους Μαντώ, όταν 100 Αλγερινοί, έβγήκαν άπό τόν τούρκικο στόλο στό νησί τους, τούς έπολέμησαν, έσκότωσαν 13 κι' ανάγκασαν τούς άλλους νά φύγουν. Ακόμα και οι Τηνιακοί, ήσαν συγκεντρωμένοι ένοπλοι στήν παραλία, έτοιμοι νά αντισταθούν, άλλά ο τούρκικος στόλος αποσύρθηκε χωρίς νά κάνει απόβαση.
Γιά τήν τόσο δουλόπρεπη αυτή στάση τών Συριανών οι Κεφαλλωνίτες, πού ήσαν έκεϊ, αγανάχτησαν κι' έγινε συμπλοκή με τούς Συριανούς κι' έσκοτώθηκαν μερικοί και άπό τά δύο μέρη.
Επίσης η καταστροφή τής Χίου, έδωσεν αφορμή νά φανούν τά πραγματικά αίσθήματα τών Συριανών. Οταν έμαθαν τις φοβερές σφαγές τής Χίου, εξεδήλωσαν τή χαρά τους «διά χορών και ασμάτων»! «Η άτοπος χαρά —τονίζει ο Χέρτσμπεργκ— μεθ' ής λέγεται ότι οι Λατίνοι κάτοικοι τής Σύρου (δηλ. οι Καθολικοί Έλληνες) έχαιρέτιζον τάς συμφοράς τών Ελλήνων, και ιδίως τήν πτώσιν τής Χίου, και άλλα δείγματα εχθρικών φρονημάτων έπήνεγκον εν Σύρω ήδη περί τά τέλη τοϋ 1822 πολλάς πολλάκις γενομένας συγκρούσεις προς τούς Ιονίους ναύτας και πρδς άλλους Ελληνας νησιώτας».
Ακόμα, όταν οι πρόσφυγες άπό τις Κυδωνίες, τή Σμύρνη, τή Χίο κι' άργότερ' άπό τά Ψαρά, έζήτησαν έκεΐ καταφύγιο, οι Συριανοί όχι μόνο δέν τούς είδαν «με καλόν όμμα», άλλά και «οι ελεεινότεροι αυτών (οι Λατινοέλληνες) Συριανοί —ίνα μή μιανθώσιν βεβαίως— άντέκρουσαν και δι’ όπλων τήν θρησκευτικήν λατρείαν τών έν τη νήσω καταφυγόντων ορθοδόξων τής Σμύρνης, τών Κυδωνιών και διαφόρων άλλων τόπων».
Μά δέν περιορίστηκαν μόνο νά τούς εμποδίζουν νά τελούν τις θρησκευτικές τους τελετές, άλλά έφτασαν νά απαγορέψουν στό λαό νά τούς πουλάει ψωμί και δέν τούς επέτρεπαν ακόμη νά παίρνουν και νερό!.
Ό Λουκάς Ράλλης στις αναμνήσεις του, γράφει γιά τή «γενική δυστυχία» τών προσφύγων και ότι «οι πλείστοι ήσαν με λευκούς σκούφους έπί τής κεφαλής, με μισά σανδάλια, πολλοί με έσχισμένα ρούχα, άλλ' όλοι ώς μέλισσαι περιτρέχοντες πρός έξοικονόμησιν τών αναγκαίων και περί τής επαναστάσεως, πάντες ούχ' ήττον φροντίζοντες κ α ι άνεξετάζοντες». Παρ' όλη τήν εξαθλίωση τους, όμως το νου τους τον είχαν πάντα στήν επανάσταση!

Οι Έλληνες πολεμιστές, ήσαν αντίθετοι γιά τήν εγκατάσταση τών προσφύγων (όταν μάλιστα τύχαινε νά είναι και εύποροι), ιδιαίτερα στή Σύρα, πού ήταν εχθρική γιά τήν επανάσταση. «Το μόνον άπευκταΐον και άτιμον —έγραφ' ο αντιπρόσωπος τοϋ Υψηλάντη Σάλλας «το νά καταφύγωσιν οι ομογενείς μας είς τούς μόνους άσπονδους εχθρούς μ α ς» (τούς Συριανούς).
Οπως ήταν φυσικό, οι εχθρικές αυτές εκδήλωσες τών Καθολικών, έδημιούργησαν καθημερινές προστριβές με τούς πρόσφυγες.

Η κατάσταση εκτραχύνθηκε περσότερο, όταν μάλιστα οι Κεφαλλωνίτες πού είχαν συμπλακεΐ με τούς Συριανούς (άγαναχτισμένοι πού οι προεστώτες τους είχαν προσκύνηση τον Καπετάν πασά), ξαναγύρισαν στίς 12 Δεκέμβρη του 1822, μαζί με τό Ζακυνθινό Νέστορα Φαζιόλη κι' άλλους εφτανησιώτες και νησιώτες νά πάρουν εκδίκηση και νά λαφυραγωγήσουν. Οι Συριανοι όμως με τή βοήθεια αύστρακού πολεμικού, κατόρθωσαν νά τούς αποκρούσουν.

Ώς τόσο, οι συγκρούσεις μεταξύ «Πάροικων» (όπως έλεγαν τούς πρόσφυγες), και τών Συριανών, συνεχίστηκαν και η κατάσταση είχε φτάσει σέ οξύτατο σημείο. Γι' αυτό αναγκάστηκεν η Διοίκηση νά στείλει τό Γενάρη του 1823 επίτηδες άνθρωπο στή Σύρα γιά «νά καθησυχάση τά διατεταραγμένα τών ανθρώπων εκείνων πνεύματα, και τάς δύο φατρίας νά συμβιβάση, όσον είναι δυνατόν νά γίνη τούτο με άπλούς λόγους και νουθεσίας».

Στό μεταξύ στίς 10 του Φλεβάρη του 1823, ξαναγύρισ’ ο Φαζιόλης με 2000 στή Σύρα και μ' αναφορά του, έξιστορούσε στή Διοίκηση, τήν έκρυθμη κατάσταση: «ών εις τήν Σύραν, έβιάσθην νά δεχθώ και νά προφυλάξω είς τό ίδιον (πλοίον) τούς κατατρεγμένους Ελληνας παρά τών Συριανών και διά περισσοτέραν άσφάλειάν των νά υψώσω και τήν έλληνικήν σημαίαν και με τά όπλα νά προφυλάξω τήν ζωήν πολλών οπού ήθελον αδίκως νά θυσιασθοΰν παρά τών ιδίων». Ό Φαζιόλης άφού έκαψε μερικές αποθήκες στήν παραλία, έτοιμαζότουν νά μπει στήν άνω πόλη, όπου έζούσαν κυρίως οι Καθολικοί (εξόν άπό 12 οικογένειες), πού τούς προστάτευαν ιδιαίτερα οι Γάλλοι, άλλά ό Γάλλος πλοίαρχος Άργκούς, με τό πολεμικό του «Estafette», με κανονιοβολισμούς ανάγκασε τούς οπαδούς του νά αποσυρθούν, ένώ οι Καθολικοί είχαν υψώσει τή γαλλική σημαία και εζητούσαν τή βοήθεια του βασιλιά της Γαλλίας!

Και στις 5 του Ιούλη του 1823, ο Ν. Φαζιόλης έφτανε με ένα μπρίκι και 12 κανόνια γιά τρίτη φορά στή Σύρα, με τή διαφορά, ότι τώρα έρχότουν όχι ώς ιδιώτης, άλλά ώς επίσημος πλέον και αναγνωρισμένος άπό τή Διοίκηση «πολιτάρχης» (αστυνόμος). Ομως οι Καθολικοί έσπευσαν αμέσως νά ειδοποιήσουν το Γάλλο πλοίαρχο Ντέ Ριγνύ, πού ήρθε τήν άλλη ήμερα με το πολεμικό του «Μήδεια» κι' έπιασε το βρίκι ώς πειρατικό, έστειλε τούς άντρες τής πολιταρχίας στήν Υδρα και τό Φαζιόλη «σιδηροδέσμιον» στή Ζάκυνθο και τον παράδωσε στους Αγγλους πού τον έφυλάκισαν.

Παρ' όλην όμως τήν αποτυχία τών επιδρομών και τήν σύλληψη του Φαζιόλη, η κατάσταση έξακολουθούσε νά είναι πολύ ανώμαλη και νά σημειώνουνται πολλές αυθαιρεσίες, ακόμη κι' εγκλήματα και κλοπές. Γιά τήν τόσο κρίσιμη αυτή κατάσταση ανάμεσα στους «πάροικους» πού τούς έδερνε «γενική δυστυχία» και τούς φανατισμένους Καθολικούς, ο Αλέξανδρος Άξιώτης, έπαρχος στή Σύρα και τή Μύκονο, άπηυδισμένος έστειλε τήν παραίτησή του. Άλλά το Βουλευτικό, πού κατάλαβε, ότι ό Άξιώτης «βιασθείς κατά το παρόν άπό τινα παρατράγωδα γεγονότα έκεί, τά οποία χρήζουσιν έπιδιορθώσεως», ήθελε νά παραιτηθεί, με έγγραφο του στο Ύπουργείο τών Εσωτερικών, υποδείκνυε νά του κάμουν σύσταση νά μείνει στή θέση του, καθώς και νά του προσφέρουν κάθε ενίσχυση. Και ο έπαρχος πού διαδέχτηκε αργότερα τόν Άξιώτη, ο γαμπρός τών Κουντουριωταίων Έλ. Δρίτσας, προσπάθησε με αυστηρά μέσα νά επιτύχει τήν ειρήνευση. Άλλά και αυτός δυσαρέστησε ιδιαίτερα τούς Καθολικούς (πού έπροστάτευαν οι Γάλλοι στήν άνω Σύρα), ώστε έκάλεσαν πάλι (όπως γράφει ό Λ. Ράλλης στίς αναμνήσεις του), τόν Ντέ Ριγνύ, πού έστειλε πολεμικό και οι ναύτες του επήγαν στό Διοικητήριο και άφού απήγαγαν τό Δρίτσα «διά τής βίας», τόν έφεραν «όπου έδρευεν, η Ελληνική Κυβέρνησις»!
Για τήν άντεθνικήν αυτή στάση τών Ελλήνων Καθολικών, και τις αυθαίρετες ενέργειες τών Γάλλων, η Ελληνική κυβέρνηση, άπό τις αρχές του 1823, έθεωρούσε τήν κοινότητα τών Συρίων, ότι βρισκότουν σέ κατάσταση «ά ν τ ιπραττούσης ούδετερότητος», άλλά γιά λόγους εξωτερικής πολιτικής, επειδή δέν ήθελε νά εκτραχύνει περσότερο τά πράγματα «τήν ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενη ήπράκτει έναντι αυτής».

Και στήν Τήνο οι Καθολικοί, αν και λιγώτεροι (25 χωριά καθολικά, σέ 65 ορθόδοξα) , φανατισμένοι άπό τούς Παπικούς ιερωμένους και με τήν ανοχή και τήν ενίσχυση πού τούς παρείχαν οι Δυτικοί πρόξενοι, κατατυραννούσαν και έλήστευαν τούς Όρθόδοξους, όπως βλέπουμε σ' έγγραφο τους στόν έπαρχο Εμμανουήλ Σπυρίδωνος:
«...Ένώ φερόμεθα πρός αυτούς με τόσην πολιτικήν εύγένειαν ώστε ούτε εις αυτούς τούς ομοθρήσκους μας δέν φερόμεθα αυτοί όμως (οι Καθολικοί) δέν παύουν με όλους τούς τρόπους νά μας ενοχλούν, νά μας υβρίζουν, νά μας περιπαίζουν και νά μας καθυβρίζουν άναιδώς και ασεβώς τήν Διοίκησίν μας, τήν σημαίαν μας, τήν θρησκείαν μας, τήν ίεράν κοινωνίαν μας, τά ίερά έθιμα μας και όλας τάς έκκλησιαστικάς και πολιτικάς πράξεις μας, νά κλέπτουν τά ζώα μας και τούς καρπούς μας, νά μας υβρίζουν ν ά μ ά ς δ έ ρ ο υ ν, νά μας έπαπειλούν ότι όταν ήθελον έλθει οι Τούρκοι, θέλουν μας έβγάζει με τά λαγωνικά άπό τά σπήλαια διά νά μας παραδώσουν είς αυτούς, και άλλα μυρία αφόρητα κακά μάς κάνουν, τοσαύτα και τοιαύτα, ώστε σας διαμαρτυρόμεθα τον Θεόν και όρκιζόμεθα είς το ιερόν όνομα τής πατρίδος, ότι ούτε άπό αυτούς τούς εχθρούς μας έπί τής τυραννίας των ούτε έδοκιμάζομεν, ούτε ύπεφέρομεν έργα τοσούτον σκληρά και απάνθρωπα... Ηλθομεν πολλάκις άπό διάφορα χωρία δαρμένοι άπό τούς Δυτικούς... Πηγαίνομεν είς τον υποκονσολάτον (τον ύποπρόξενο), πολλάκις διά νά παραπονεθώμεν διά τά βάσανα μας, και αυτός όχι μόνον δέν δίδει άκρόασιν είς τάς δίκαια μας, άλλά μας υβρίζει, μας ξεκοντά και μάς διώχνει φοβερίζοντας μας». Και τον κόνσολο Μιχαήλ Σπαθάρη, τον κατηγορούσαν γιά δωροδοκίες και καταχρήσεις και ότι δέν έδειξε κανένα ενδιαφέρον. Γι' αύτό ζητούσαν άπο τον έπαρχο νά αντικαταστήσει τον κόνσολο, άλλως απειλούσαν ότι θά αναφερθούν στή Διοίκηση και ότι «θέλομεν εκδικηθεί με τάς χείρας μας εναντίον τών άδικούντων». Γιά τούς Δυτικούς γράφουν ακόμα, ότι «αυτοί όχι μόνον καμμίαν συνεισφοράν δέν έκαμαν άλλά ούτε τά εθνικά δικαιώματα, καθώς δέκατα τής ελληνικής γής και τελώνια... δέν έδωσαν, ένώ είς τον τύραννον έδιδον τά δεκαπλάσια».