Κυριακή της Τυροφάγου
Η περίοδος της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, που ξεκινά από αύριο, αδελφοί μου, συνιστά την πνευματικότερη λατρευτική διαδρομή του Εκκλησιαστικού έτους, κατά την οποία η Εκκλησία μάς καλεί σε μία πορεία εσωστρέφειας και διαρκούς και ειλικρινούς ενδοσκόπησης.
Δικαίως ο υμνωδός την ονομάζει «Στάδιον των αρετών» (Στιχηρό των Αίνων Κυριακής της Τυρινής), αφού στο στίβο της καλούμαστε ν’ αναμετρηθούμε με τον κακό μας εαυτό, να νικήσουμε την παθογόνο ανθρώπινη φύση μας και να καλλιεργήσουμε τα πνευματικά χαρίσματα που o Θεός μάς χάρισε. Πρόκειται, λοιπόν, για έναν αγώνα, επίπονο και διαρκή, κοπιώδη μα και συναρπαστικό, στόχος του οποίου είναι η ίδια η θνητότητά μας.
Η Σαρακοστιανή αυτή πορεία θα μπορούσε να θεωρηθεί και σαν ένα προσκύνημα στα ιερά της πίστεως και της πνευματικής ζωής,σαν ένα ταξίδι με προορισμό την αυτογνωσία που οδηγεί στην Θεογνωσία. Γι’ αυτό και είναι δύσκολο να το πραγματώσουμε στηριζόμενοι μόνο στις δικές μας δυνάμεις. Το προσκύνημα αυτό διεξάγεται με τη συνάντηση δύο θελήσεων, της Θείας και της ανθρώπινης, γι’ αυτό και, στη διάρκειά του, η Εκκλησία μάς εφοδιάζει με πλείστα όσα πνευματικά εφόδια, που δίνουν το αληθινό νόημα και αποκαλύπτουν τον πραγματικό σκοπό της υπάρξεώς μας.
Και αυτά τα εφόδια είναι οι υψίστου πνευματικού περιεχομένου Ιερές Ακολουθίες, η προσευχή, η νηστεία, η ελεημοσύνη, η πορεία της μετανοίας, η συχνή Θεία Κοινωνία. Όλα αυτά συντελούν στο να μαλακώσει η καρδιά μας «τόσο ώστε να μπορεί να ανοιχτεί στις πραγματικότητες του πνεύματος, να αποκτήσει την εμπειρία της κρυμμένης "δίψας και πείνας" για επικοινωνία με το Θεό» (π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Μεγάλη Σαρακοστή, σ. 36).
Η πλημμυρίδα των Ιερών ακολουθιών αυτής της περιόδου δίνει στην προσωπική μας προσευχή, αλλά και στην προσευχή της εκκλησιαστικής κοινότητας, τη μορφή μιας αγωνιώδους ικεσίας, προϊόν της αποκάλυψης που εξελίσσεται μέσα μας. Φανερώνει την πραγματική μας κατάσταση, του κενού, της ανεπάρκειας, της πνευματικής ένδειας, αλλά και της απογοήτευσης που προκαλεί η απομάκρυνση από τη ζωή της Εκκλησίας και το θέλημα του Θεού.
Όταν αποφασίσουμε να δούμε κατάματα και χωρίς υποκρισία τον εαυτό μας, όταν αποβάλουμε την εγωπάθεια και τον ναρκισσισμό μας, δεν μπορούμε παρά να ψελλίσουμε αυτομεμφόμενοι «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου… δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα…» (Ευχή Οσίου Εφραίμ του Σύρου) τραγικά να αναρωτηθούμε «πόθεν άρξομαι θρηνείν τας του αθλίου μου βίου πράξεις!» (Μέγας Κανών) και να ικετεύσουμε προσευχόμενοι«Μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου από του παιδός σου, ότι θλίβομαι…» (Μέγα Προκείμενον Κατανυκτικού Εσπερινού).
Αυτή η τελευταία υμνολογική ικεσία, αποκαλύπτει ένα γεγονός που, όσο κι αν θέλουμε να το αγνοήσουμε ή να το αποφύγουμε, απασχολεί και επηρεάζει τη ζωή και τα έργα μας, τόσο ώστε να ζητούμε από το Θεό να εγκύψει πάνω μας για να σωθούμε. Το συναίσθημα της θλίψεως, προϊόν πολλών και ποικίλων παραγόντων, επισκέπτεται συχνά τη ζωή μας και αναστατώνει τον εσωτερικό μας κόσμο.
Ένα πελώριο «γιατί» ορθώνεται τότε μπροστά μας, δυσκολεύοντας ακόμα περισσότερο την προσπάθειά μας να ξεπεράσουμε και να νικήσουμε τις θλίψεις. Ένα «γιατί» ικανό να μάς εξεγείρει ακόμα και κατά του Θεού, στον οποίο συχνά επιρρίπτουμε τις ευθύνες των προβλημάτων μας αρνούμενοι να κοιτάξουμε, με ειλικρίνεια, πίσω από τα πράγματα για να δούμε την αλήθεια. Μια αλήθεια που διδάσκει, τελικά, ότι «η ζωή δεν αποτελεί αυτοσκοπό για τον άνθρωπο. Από εκείνον εξαρτάται προς ποίους στόχους θα τη στρέψει για να την αιτιολογήσει, να τη δικαιώσει, να την εκμεταλλευτεί, αλλά και να την εξευτελίσει ακόμα» (Μενέλαος Παλάντιος, «Όσα χρείη ποιείν», σελ. 12)
Ποιος είναι αυτός που μπορεί να σταθεί στήριγμα στις δοκιμασίες και στις αγωνίες της ζωής; Ποιος μπορεί να σπογγίσει τα δάκρυα του πόνου, να θεραπεύσει την οδύνη του θανάτου, να άρει τον ζυγό της αμαρτίας, παρέχοντας την άφεση, εκτός από τον Θεάνθρωπο Ιησού; Εκτός από Εκείνον που προειδοποίησε τους δικούς του ανθρώπους ότι «εν τω κόσμω τούτω θλίψιν έξετε. Αλλά θαρσείτε, εγώ γαρ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωάν. ιστ' 33). Γι’ αυτό και ο υμνωδός συνεχίζει προσευχόμενος «Ταχύ επάκουσόν μου. Πρόσχες τη ψυχή μου και λύτρωσε αυτήν».
Ο Κύριος περιμένει να ερεθίσουμε την σταυρωμένη αγάπη Του, με τους χτύπους και τους παλμούς της πίστεώς μας, για να σπεύσει να σηκώσει τον δικό μας σταυρό των θλίψεων, σαν άλλος Κυρηναίος. Και αυτή είναι η ελπίδα μας, τελικά, η ελπίδα που μπορεί να μάς κάνει να ξεπεράσουμε τα ανθρώπινα για να νικήσουμε και να καταξιώσουμε την ύπαρξή μας. Ας μην αφήσουμε να χαθεί η ελπίδα. Και αυτήν τη Σαρακοστή ας την καλλιεργήσουμε όντας βέβαιοι ότι όλα τα προβλήματα έχουν τη λύση τους, ότι την παγωνιά του χειμώνα διαδέχεται η άνοιξη, τη Μεγάλη Παρασκευή η Κυριακή του Πάσχα, το Πάθος ακολουθεί η Ανάσταση. Καλή Σαρακοστή!
Αρχιμ. Ε.Ο. (Ι.Μ. Δημητριάδος)