Εἶναι ἄλλωστε καί πόνος πολλῶν ἀνθρώπων μέσα στήν σάπια κοινωνία μας, πού κάποιοι ἐπιτήδειοι πατοῦν ἐπί πτωμάτων προκειμένου νά ἀναδειχθοῦν...
Εἶναι πόνος ἀνθρώπων...
...πού ποθοῦν νά εἶναι πιστοί στό καθῆκον τους καί στίς ἀρχές τους,
...πού ἐργάζονται σκληρά καί μέ τόν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου τους κερδίζουν τά πρός τό ζεῖν,
...πού ἀγωνίζονται μέ τά τάλαντα πού τούς χάρισε ὁ Θεός γιά κάτι ὑψηλότερο,
...πού καταβάλουν κόπο καί μέ τήν προσωπική τους ἐργασία καταφέρνουν νά προοδεύουν,
...πού ἔχουν δίψα γιά πρόοδο καί ἐξέλιξη τῆς ἐπιστήμης, τῆς τέχνης, τῶν γραμμάτων...
Ἐν τούτοις πολλές φορές ἀδυνατοῦν νά κάνουν ὅ,τι ἐπιθυμεῖ ἡ καρδιά τους καί τελικά πράττουν ὅ,τι δέν θέλουν. Καί ὅ,τι πραγματικά θέλουν ἀναγκάζονται νά τό ἐγκαταλείψουν.
Γιατί συχνά βρίσκονται κάποιοι ἀνθρωπίσκοι...
...πού μέ μηχανορραφίες, ἀπάτες, ἰησουΐτικες συμπεριφορές, ἀποσποῦν ἀξιώματα ἐκτοπίζοντας τούς ἀξίους,
...πού μέ συκοφαντίες καί διαβολές ὑποσκελίζουν τούς ἱκανούς,
...πού μέ δόλο, «σύρσιμο καί γλείψιμο» ὡς σαλίγκαροι -κατά τόν γνωστό μύθο- ἀνέρχονται «εἰς τά ἄκρα τῶν ὀρέων» καταλαμβάνοντας περίοπτες θέσεις,
...πού ὡς ἄλλοι «Ἡσαῦ» ξεγελοῦν καί κερδίζουν ὀφφίκια «ἀντί πινακίου φακῆς».
Ὅλα αὐτά θλίβουν τούς ἠθικούς, ἔντιμους καί ἁγνούς μαχητές τῆς καθημερινότητος... Θά εἶναι ὅμως μεγάλο τό κατόρθωμα, ἄν ὑποφέρουν μέ ταπείνωση, ὑπομονή καί σιωπή τίς ὅποιες ἀντιξοότητες, ἀκόμα κι ἄν προέρχονται ἀπό συναδέλφους, ὁμογάλακτους ἀδελφούς, φίλους, συγγενεῖς...
Ἄς μήν λησμονοῦμε ὅτι «ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὅς τά πάνθ’ ὁρᾷ»...καί «ἐμοί ἡ ἐκδίκησις ἐγώ ἀνταποδώσω λέγει Κύριος Σαβαώθ».
«Ἄστον, ἀδελφέ μου, στά χέρια τοῦ Θεοῦ!», ὅπως θά ἔλεγε καί ὁ Πάτερ, ὁ π. Θεόφιλος...
Ἄς ἀρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας καί ἄς ὑπερνικήσουμε τήν θέλησή μας. Ἄς ὁπλιστοῦμε μέ ὑπομονή καί ἄς μήν ξεχνοῦμε ὅτι καρπός ὅλων αὐτῶν τῶν σκληρῶν δοκιμασιῶν θά εἶναι τό «βραβεῖο τῆς ἄνω κλίσεως». Τά γνωρίζει ὅλα ὁ Θεός! Σύντομα θά εἶναι τό τέλος ὅλων μας καί ὅλοι μας θά λάβουμε «τήν ἔκδικον μισθαποδοσίαν».
Ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει σέ μία ἐπιστολή του: «Ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος μᾶς ὁρίζει τά πάντα μέ μέτρα καί σταθμά καί μᾶς στέλνει πειρασμούς πού δέν ὑπερβαίνουν τήν δύναμή μας, ὁ ὁποῖος δοκιμάζει τούς ἀγωνιστές τῆς εὐσεβείας μέ τίς ἀντιξοότητες, δέν ἀφήνει νά πειρασθοῦν περισσότερο ἀπό ὅσο μποροῦν νά βαστάσουν».
Λεβέντικα, λοιπόν καί θαρραλέα, μέ τό βλέμμα μας στραμμένο πρός τόν Χριστό, τόν μεγάλο ἀδικημένο καί περιφρονημένο ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἄς προχωροῦμε καί ἄς τά δεχόμαστε ὅλα ἀπό ὅλους μέ καρτερία, ἀνοχή, μεγαλοψυχία καί ἀρχοντιά! Καί ἄς μήν ξεχνοῦμε ποτέ ὅτι τά ΠΑΝΤΑ τά γνωρίζει ὁ Θεός καί τά ἐπιτρέπει ἡ ἀγάπη Του γιά τό καλό μας!
Καλή δύναμη στόν ἀγῶνα σου!
Δίκασον, Κύριε, τους αδικούντας με· πολέμησον τους πολεμούντας με. Επιλαβού όπλου και θυρεού και ανάστηθι εις την βοήθειαν μου. ΄Εκχεον ρομφαίαν και σύγκλεισον εξ εναντίας των καταδιωκόντων με· είπον τη ψυχή μου Σωτηρία σου εγώ είμι. Αισχυνθήτωσαν και εντραπήτωσαν οι ζητούντες την ψυχήν μου· αποστραφήτωσαν εις τα οπίσω και καταισχυνθήτωσαν οι λογιζόμενοι μοι κακά. Γενηθήτωσαν ωσεί χνούς κατά πρόσωπον ανέμου και άγγελος Κυρίου εκθλίβων αυτούς. Γενηθήτω η οδός αυτών σκότος και ολίσθημα και άγγελος Κυρίου καταδιώκων αυτούς Ότι δωρεάν έκρυψαν μοι διαφθοράν παγίδος αυτών, μάτην ωνείδισαν την ψυχήν μου. Ελθέτω αυτώ παγίς, ήν ού γινώσκει και η θήρα, ήν έκρυψε, συλλαβέτω αυτόν και εν τη παγίδι πεσείται εν αυτή. Η δε ψυχή μου αγαλλιάσεται επί τω Κυρίω, τερφθήσεται επί τω σωτηρίω αυτού. Πάντα τα οστά μου ερούσι· Κύριε, Κύριε, τίς όμοιος σοι; Ρυόμενος πτωχόν εκ χειρός στερεωτέρων αυτού και πτωχόν και πένητα από των διαρπαζόντων αυτόν. Αναστάντες μοι μάρτυρες άδικοι, ά ουκ εγίνωσκον ηρώτων με. Ανταπεδίδοσαν μοι πονηρά αντί αγαθών και ατεκνίαν τη ψυχή μου. Εγώ δε, εν τω αυτούς παρενοχλείν μοι, ενεδυόμην σάκκον και εταπείνουν εν νηστεία την ψυχήν μου και η προσευχή μου εις κόλπον μου αποστραφήσεται. Ως πλησίον, ως αδελφώ ημετέρω, ούτως ευηρέστουν· ως πενθών και σκυθρωπάζων, ούτως εταπεινούμην. Και κατ΄εμού ευφράνθησαν και συνήχθησαν· συνήχθησαν επ΄εμέ μάστιγες και ουκ έγνων. Διεσχίσθησαν και ού κατενύγησαν. Επείρασαν με, εξεμυκτήρισαν με μυκτηρισμώ, έβρυξαν επ΄ εμέ τους οδόντας αυτών. Κύριε, πότε επόψει; αποκατάστησον την ψυχήν μου από της κακουργίας αυτών, από λεόντων την μονογενή μου. Εξομολογήσομαι σοι εν εκκλησία πολλή, εν λαώ βαρεί αινέσω σε. Μη επιχαρείησαν μοι οι εχθραίνοντες μοι αδίκως, οι μισούντες με δωρεάν και διανεύοντες οφθαλμοίς. Ότι εμοί μεν ειρηνικά ελάλουν και επ΄οργήν δόλους διελογίζοντο. Και επλάτυναν επ΄εμέ το στόμα αυτών· είπον· Εύγε, εύγε, είδον οι οφθαλμοί ημών! Είδες, Κύριε, μη παρασιωπήσης· Κύριε, μη αποστής απ΄εμού. Εξεγέρθητι, Κύριε και πρόσχες τη κρίσει μου, ο Θεός μου και ο Κύριος μου, εις την δίκην μου. Κρίνον με, Κύριε, κατά την δικαιοσύνην σου, Κύριε, ο Θεός μου και μη επιχαρείησαν μοι. Μη είποισαν εν καρδίαις αυτών· Εύγε, εύγε τη ψυχή ημών· μη δε είποιεν· Κατεπίομεν αυτόν. Αισχυνθείησαν και εντραπείησαν άμα οι επιχαίροντες τοις κακοίς μου· Ενδυσάσθωσαν αισχύνην και εντροπήν οι μεγαλορρημονούντες επ΄εμέ. Αγαλλιάσθωσαν και ευφρανθήτωσαν οι θέλοντες την δικαιοσύνην μου και ειπάτωσαν διαπαντός. Μεγαλυνθήτω ο Κύριος, οι θέλοντες την ειρήνην του δούλου αυτού. Και η γλώσσα μου μελετήσει την δικαιοσύνην Σου, όλην την ημέρα τον έπαινον Σου.ΑΜΗΝ.
ΑπάντησηΔιαγραφή
ΑπάντησηΔιαγραφήΚύριε, τί επληθύνθησαν οι θλίβοντες με; πολλοί επανίστανται επ΄ εμέ. Πολλοί λέγουσι τη ψυχή μου· ουκ έστι σωτηρία αυτώ εν τω Θεώ αυτού. Συ δε, Κύριε, αντιλήπτωρ μου εί, δόξα μου και υψών την κεφαλήν μου. Φωνή μου προς Κύριον εκέκραξα και επήκουσε μου εξ όρους αγίου αυτού. Εγώ εκοιμήθην και ύπνωσα· εξηγέρθην, ότι Κύριος αντιλήψεται μου. Ού φοβηθήσομαι από μυριάδων λαού των κύκλω συνεπιτιθεμένων μοι. Ανάστα, Κύριε, σώσον με ο Θεός μου· ότι συ επάταξας πάντας τους εχθραίνοντας μοι ματαίως, οδόντας αμαρτωλών συνέτριψας. Του Κυρίου η σωτηρία και επί τον λαόν σου η ευλογία Σου.ΑΜΗΝ.