Τὸν τελευταῖο καιρὸ γίνεται πολὺς λόγος γιὰ τὸ θέμα τῶν μεταφράσεων τῶν λειτουργικῶν κειμένων τῆς Ἐκκλησίας σὲ γλώσσα περισσότερο προσιτὴ στὸν σημερινὸ κόσμο. Στὸ μικρὸ αὐτὸ ἄρθρο ἐξετάζεται κατὰ πόσον μιὰ ἐνδεχόμενη μετάφραση τῶν λειτουργικῶν κειμένων θὰ βοηθήση ἢ θὰ βλάψη, καὶ ἂν ἑπομένως εἶναι σκόπιμη ἢ καὶ θεμιτὴ ἡ προσπάθεια αὐτή.
Ἀκούγεται συχνὰ ἡ ἄποψη ὅτι οἱ σημερινοὶ νέοι ἀδυνατοῦν νὰ συμμετάσχουν στὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ αἰτία εἶναι ἡ λειτουργικὴ γλῶσσα. Δὲν ὑπάρχει βέβαια καμμία ἀμφιβολία ὅτι οἱ σημερινοὶ νέοι, δεχόμενοι τὴ σύγχρονη «ἐκπαίδευση τῆς ἀμάθειας», εἶναι γλωσσικὰ ὑπανάπτυκτοι καὶ ἀποκομμένοι ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς ρίζες τους. Χωρὶς νὰ ἐξετάζουμε ἐδῶ τὰ αἴτια τῆς θλιβερῆς αὐτῆς πραγματικότητας, συμφωνοῦμε κατ᾽ ἀρχὴν ὅτι θὰ πρέπη νὰ τοὺς βοηθήσουμε ὅσο μποροῦμε, ὥστε νὰ κατανοοῦν καὶ αὐτοὶ τὰ λειτουργικὰ κείμενα καὶ νὰ συμμετέχουν στὴν θεία Λατρεία.
Θεωροῦμε ὅμως ὅτι εἶναι μεγάλο λάθος ἡ “λύση” τῆς μεταγλωττίσεως τῶν ἱερῶν κειμένων. Διότι, ὅπως ἔχει ἀποδειχθῆ, «ἡ ὅποια μετάφραση θὰ προδώση δραματικὰ τὴ νοηματικὴ ἐμβέλεια τοῦ πρωτοτύπου καὶ θὰ δυσχεράνη σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴν διανοητικὴ κατανόησή της ἀντὶ νὰ τὴν διευκολύνη». Οἱ λόγοι εἶναι πολλοί: Ἡ δημοτικὴ ὑστερεῖ σὲ ἐκφραστικὲς δυνατότητες σὲ σχέση μὲ τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ λόγο. Ἀδυνατεῖ ἐπίσης νὰ ἀποδώση μὲ τὴν ἴδια νοηματικὴ πυκνότητα τὶς μετοχὲς καὶ τὰ ἀπαρέμφατα ὅπως καὶ τὶς λεπτὲς ἐννοιολογικὲς ἀποχρώσεις τῶν ἐμπρόθετων προσδιορισμῶν (Βλ. Φώτης Σχοινᾶς, Λειτουργικὴ Γλῶσσα, ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ», σελ. 43-5).
Τὸ κυριώτερο ὅμως εἶναι ἡ ἀπόδοση τῶν δογματικῶν ἐκφράσεων. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μεταφραστοῦν οἱ ὅροι οὐσία, φύση, ὑπόσταση, πρόσωπον, ἐνέργεια, κλπ. χωρὶς τὸν κίνδυνο τῆς αἱρετικῆς ἀποκλίσεως; Οἱ ἅγιοι Πατέρες, ποὺ ὑπέστησαν διωγμοὺς καὶ μαρτύρια γιὰ νὰ κρατήσουν ἀνόθευτη τὴν πίστη, διατύπωσαν τοὺς ὅρους αὐτοὺς μὲ θεῖο φωτισμό. Καὶ θὰ προσπαθήσουμε ἐμεῖς νὰ ἐπαναδιατυπώσουμε τὴν πίστη μὲ ἄλλους ὅρους πιὸ “σύγχρονους”;
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἐπισημαίνει τὸν κίνδυνο τῆς γλωσσικῆς ἀλλαγῆς στοὺς δογματικοὺς ὅρους: «Ἐπὶ τοῦ θείου δόγματος οὐκέτι ὁμοίως ἀκίνδυνος ἡ διάφορος χρῆσις τῶν ὀνομάτων. Οὐ γὰρ μικρὸν ἐνταῦθα τὸ παρὰ μικρόν» (PG 45, 120C). Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ φαντασθοῦμε πόσες αἱρέσεις μποροῦν νὰ παρεισφρύσουν μέσα στὰ πλήρως μεταφρασμένα λειτουργικὰ κείμενα, τὶς ὁποῖες κανεὶς δὲν θὰ εἶναι εὔκολο νὰ ἀντιληφθῆ. Ὁ ἁπλὸς πιστὸς μάλιστα, δὲν θὰ εἶναι πλέον σὲ θέση νὰ διακρίνη ἀνάμεσα σὲ ἕναν μεταφρασμένο ὕμνο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, σὲ ἕναν νεοσύνθετο (διότι θὰ ὑπάρξουν καὶ τέτοιοι), καὶ στὰ προτεσταντικὰ τραγούδια (ποὺ κυκλοφοροῦν ἀνωνύμως).
Ἄν, πάλι, πρόκειται νὰ ἀφήσουμε τοὺς θεολογικοὺς ὅρους ἀνέπαφους (ὅπως διατείνονται κάποιοι συντηρητικότεροι), τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐπεμβάσεως θὰ εἶναι ὁ ψιλὸς κλιτικὸς ἐκδημοτικισμός τους καὶ ἡ συντακτικὴ ἁπλοποίηση τῆς προτάσεως. Δηλαδή, χωρὶς νὰ βοηθοῦμε οὐσιαστικὰ στὴν κατανόηση τοῦ κειμένου, ἐξοστρακίζουμε ἀπὸ τὴ λειτουργικὴ χρήση τὴν ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ γλώσσα, μὲ ὅλες τὶς βαρύτατες συνέπειες ποὺ αὐτὸ συνεπάγεται.
Ἀντί, λοιπόν, νὰ προσπαθοῦμε νὰ “διευκολύνουμε” τοὺς νέους, κατεβάζοντας τὸ ὑψηλὸ γλωσσικὸ ἐπίπεδο τῆς Λατρείας, εἶναι προτιμότερο νὰ τοὺς βοηθήσουμε ὥστε μὲ ἐλάχιστο κόπο νὰ μποροῦν νὰ κατανοοῦν τὴ γλώσσα τοῦ πρωτοτύπου, ἀναβαθμίζοντας ἔτσι καὶ τὸ γλωσσικό τους ἐπίπεδο. Ὅσοι αἰσθάνονται δυσκολία στὴ γλωσσικὴ κατανόηση τῆς Θείας Λειτουργίας -ἡ ὁποία θεωρεῖται καὶ εἶναι τὸ κέντρο τῆς ζωῆς μας- ἂς ἀφιερώσουν λίγο χρόνο ἰδιωτικὰ στὴ μελέτη της, δηλαδὴ τὴ μετάφραση καὶ ἑρμηνεία της, καὶ ἂς παραμείνη ἡ τέλεσή της στοὺς Ναοὺς ὡς ἔχει, στὴν παραδεδομένη γλωσσικὴ μορφή.
Τὸ Ἑλληνόπουλο, πέρα ἀπὸ τὴ γνώση τῆς νεοελληνικῆς, θὰ πρέπη νὰ ἐξοικειωθῆ στὴν κατανόηση (ὄχι βέβαια στὴν πλήρη ἐκμάθηση) καὶ παλαιοτέρων μορφῶν τῆς ἑνιαίας ἑλληνικῆς γλώσσας. Εἶναι ἀπαράδεκτο, νὰ μὴν εἶναι σὲ θέση νὰ κατανοήση, καὶ ὡς ἐκ τούτου νὰ ἀποστρέφεται, τὸ Εὐαγγέλιο, τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, τὸν Παπαδιαμάντη, κλπ. Τοῦτο πρέπει νὰ μᾶς προβληματίζη ὅλους, καὶ νὰ ἀποτελῆ μέριμνα τῆς πολιτείας ἀλλὰ καὶ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐδῶ θὰ θέλαμε νὰ ἐπισημάνουμε πολὺ ἐπιγραμματικά: α) ὅτι ἡ λειτουργικὴ γλῶσσα δὲν εἶναι ἡ καθ᾽ αὑτὸ ἀρχαία ἑλληνικὴ γλώσσα ἀλλὰ ἁπλούστερη μορφή της, πλησιέστερη στὴ νεοελληνική, καὶ β) ὅτι γιὰ τὴν κατανόησή της δὲν χρειάζονται σπουδὲς φιλολογίας. Ἀρκεῖ ὁ συχνὸς ἐκκλησιασμὸς μὲ λίγο ἐνδιαφέρον καὶ προσοχή. Ἡ συνεχῶς ἐπαναλαμβανόμενη μορφή της, μάλιστα, εἶναι ἕνα ἐπιπλέον στοιχεῖο ποὺ διευκολύνει τὴν κατανόησή της.
Ἡ ἐξοικείωση μὲ τὴ λειτουργικὴ γλώσσα (ὅπως καὶ μὲ κάθε ἀντικείμενο μαθήσεως) ἀπαιτεῖ τὴ συνεχῆ τριβὴ μὲ αὐτήν. Ὅπως ἔχει λεχθῆ πολὺ σωστά, ὁ ἀραιὸς ἐκκλησιασμὸς δὲν ὀφείλεται στὸ “ἀκατανόητον” τῆς λειτουργικῆς γλώσσης, ἀλλὰ ἀντίστροφα: δὲν κατανοοῦμε τὴ λειτουργικὴ γλῶσσα ἐπειδὴ δὲν ἐκκλησιαζόμαστε. Αὐτὴ εἶναι ἡ πικρὴ ἀλήθεια, καὶ μάταια προσπαθοῦμε νὰ θεραπεύσουμε ἕνα κακὸ μὲ λανθασμένη διάγνωση καὶ μὲ ἀκόμη πιὸ λανθασμένη θεραπεία. Θὰ ἑλκύσουμε τοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας νέους, ὅταν τοὺς πλησιάσουμε μὲ πραγματικὴ ἀγάπη, καὶ ὄχι ὅταν ἀλλοιώσουμε τὴν γλώσσα τῆς θείας Λατρείας. Κάτι τέτοιο προσπάθησε νὰ κάνη καὶ ἡ Ἀγγλικανικὴ ἐκκλησία καὶ πέτυχε ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο (Βλ. Γέροντος Σωφρονίου, Ὀψόμεθα τὸν Θεόν, σελ. 375).
Ὅσο γιὰ τοὺς ἐκκλησιαζόμενους πιστούς, ἀρκεῖ τὸ ἐμπνευσμένο κήρυγμα τοῦ Ἱερέως στὴν θεία Λειτουργία. Διότι ὅταν ὁ ἄνθρωπος πιστεύει καὶ ἔχει ζῆλο καὶ καλὴ διάθεση, ἀκόμη καὶ ἀγράμματος νὰ εἶναι, ὁ Θεὸς θὰ τὸν φωτίση καὶ θὰ τὸν ὁδηγήση στὴν βίωση