Πώς έζησαν την πρώτη Θεία Λειτουργία και την πρώτη Ανάσταση, μετά από 25 χρόνια απαγόρευσης του θρησκεύειν!
Ο αείμνηστος εν ιερομονάχοις π. Κοσμάς - κατά κόσμον Κλέαρχος- Παπασάββας, τελών την θεία λειτουργία σε ερείπια ναού της Παναγιάς, που πρόχειρα είχε επαναδιαμορφωθεί σε εκκλησία, αφού το καθεστώς Χότζα τον είχε μετατρέψει σε "κέντρο πολιτισμού" για χορούς, τραγούδια και κομματικές συνεδριάσεις.
...Τό Πάσχα τού 1992, τό καθεστώς έχει πιά καταρρεύσει καί γιά πρώτη φορά υπάρχει ελευθερία τέλεσης τών ακολουθιών τής Μεγάλης Εβδομάδας καί τής Αναστάσεως. Βεβαίως η έλλειψη ιερέων είναι τεράστια, καθώς οι λίγοι κληρικοί δέν επαρκούν γιά νά καλύψουν τίς ανάγκες, ενώ καί από τήν Ελλάδα είναι δύσκολο νά έλθει βοήθεια, καθώς όλοι οι ιερείς είναι υπεραπαραίτητοι στίς ενορίες τους.
Τό ζήτημα αυτό απασχολεί έντονα τόν Μητροπολίτη Κονίτσης ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟ πού δέν μπορεί νά ησυχάσει στή σκέψη ότι οι αδελφοί μας θά μείνουν αλειτούργητοι καί εκείνο τό ΠΑΣΧΑ. Ο ίδιος δέν μπορεί νά πάει άν καί τό ποθεί, καθώς είναι persona non grata γιά τήν Αλβανία. Η αγάπη του όμως γιά τούς Βορειοηπειρώτες τόν ωθεί νά παρακαλέσει τούς ιερείς τής Μητροπόλεώς του νά κάνουν μιά μεγάλη θυσία. Νά αφήσουν αυτό το Πάσχα, τά χωριά καί τίς οικογένειές τους γιά νά μεταδώσουν τό Άγιο Φώς καί τό χαρμόσυνο μήνυμα τής Αναστάσεως στά αδέλφια μας, στήν άλλη πλευρά τών συνόρων.
Μετά από συνεννόηση, 20 ιερείς (περίπου οι μισοί της Μητροπόλεως), ετοιμάζονται νά κάνουν Ανάσταση στή Βόρειο Ήπειρο. Ανάμεσά τους ο π. Κοσμάς, ηγούμενος τώρα τής Μονής Στομίου, ο π. Διονύσιος Τάτσης, ο π. Χριστόδουλος, ο π. Νικόλαος, ο π. Αθανάσιος, ο π. Κωνσταντίνος, κ.α. Μαζί τους καί κάποια μέλη τής ΣΦΕΒΑ πού είμαστε τότε στήν Κόνιτσα, γιά νά τούς συνοδεύσουμε ως ψάλτες καί νεωκόροι (κάτι απόλυτα αναγκαίο όπως φάνηκε στήν συνέχεια).
Στίς 2 τό μεσημέρι τού Μεγάλου Σαββάτου, συγκεντρωνόμαστε στά σύνορα τής Κακαβιάς, όλη η ομάδα, περίπου 32 ατόμα , κληρικοί καί λαϊκοί. Ο π. Κοσμάς μεταβαίνει στό Αργυρόκαστρο γιά νά πάρει τήν τυπική άδεια από τόν εκπρόσωπο τού Εξάρχου. Στά σύνορα επικρατεί χαμός. Κλούβες τής αστυνομίας απελαύνουν φυγάδες, ενώ εκατοντάδες περιμένουν νά μπούν στή χώρα μας. Οι αστυνομικοί καί οι στρατιώτες είναι σέ υπερένταση μέ τά όπλα προτεταμένα. Ωστόσο μαθαίνοντας τόν σκοπό τής εξόδου μας, μάς αφήνουν χωρίς πολλές διατυπώσεις. Πιό δύσκολα τά πράγματα στήν αλβανική πλευρά όπου μάς καθυστερούν αρκετά μέχρι νά επιτρέψουν νά μπούμε μέ ομαδική κατάσταση, καθώς σχεδόν κανείς μας δέν είχε διαβατήριο. Παρά τή δυσκολία, φιλοδωρούμε μέ λαμπάδες καί τσουρέκια τούς Αλβανούς φρουρούς πού τά δέχονται μέ έκπληξη.
Περίπου στίς 3.30 εισερχόμαστε στά αγιασμένα εδάφη τής Βορείου Ηπείρου. Γιά τούς περισσότερους από μάς επρόκειτο γιά τήν πραγματοποίηση ενός πόθου, ενός ονείρου γιά τό οποίο αγωνιζόμασταν πάνω από 10 χρόνια. Νά επισκεφτούμε ως προσκυνητές, εδάφη ελληνικά στά οποία ζούσαν αδελφοί βασανισμένοι, πονεμένοι, αδικημένοι. Η πραγματικότητα πού αντικρίζαμε ξεπερνούσε καί τήν πιό σκληρή φαντασία. Ένας ολόκληρος λαός βρισκόταν 50 χρόνια πίσω. Μέ τόν μουντό καί βροχερό καιρό πού σκέπαζε τόν κάμπο τής Δρόπολης ήταν σάν νά βλέπαμε ασπρόμαυρη ταινία τής δεκαετίας τού 1940 καί ο χρόνος νά είχε σταματήσει εκεί. Τά πρόσωπα τών ανθρώπων, γέρων καί νέων, σκαμμένα από τήν ταλαιπωρία, φοβισμένα καί αγριεμένα. Οι δρόμοι κατεστραμένοι, καρόδρομοι μέ 2,5-3 μέτρα πλάτος πού δέν χωρούσε νά περάσουν 2 αμάξια μαζί, άν καί σέ όλη τή διαδρομή δέν αντικρίσαμε πάνω από 10 αμάξια, καί αυτά κινέζικα καί ρώσικα πεπαλαιωμένα.
Τά ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα υπήρχαν ακόμη σέ ορισμένα σημεία, ενώ μείναμε μέ τό στόμα ανοιχτό, αντικρίζοντας τά εκατοντάδες πολυβολεία, μισητό σύμβολο τής παράνοιας τού καθεστώτος.
Σέ συνεννόηση μέ τά μέλη τής Ομόνοιας μοιραζόμαστε στά διάφορα χωριά καί 5-5 μαζί μέ τίς βαλίτσες μέ τά άμφια καί τά ιερά σκεύη, στριμωχνόμαστε στά λίγα διαθέσιμα αυτοκίνητα. Μέ τόν π. Αθανάσιο αποβιβαζόμαστε στό χωριό Τεριαχάτι, 25 λ. από τά σύνορα, όπου ήδη έχει γίνει η ειδοποίηση : «Θά έχουμε ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ τό βράδυ!».