Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010

Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ-''Εκ πολλής συνουσίας(συναναστροφής)περί το πράγμα αυτό και του συζήν''

Πώς μπορούμε να διεισδύσουμε στην ουσία του Χριστιανισμού; Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε ιό βαθύτερο σωτηριολογικό περιεχόμενο του και κυρίως να το οικειοποιηθούμε καθιστώντας το προσωπικό μας κτήμα; Πώς μπορούμε να μετουσιώσουμε σέ^τροσωπική μας βίωση τίς αλήθειες πού διεκήρυξαν οι Απόστολοι καί οί Πατέρες της Εκκλησίας; Πώς μπορούμε να συμμετάσχουμε στην αιώνια ζωή του προανάρχου Λόγου, ό οποίος ένηθρώπισε καί έφανερώθη εν σαρκί για τη δική μας σωτηρία; Ή απάντηση σ' αυτά τα ερωτήματα νομίζω ότι μπορεί να συνοψισθεί στην επάξια καί καρποφόρο συμμετοχή μας στη 0. Λειτουργία. Βεβαίως καί ή κατ' ιδίαν προσευχή καί ή εργασία των εντολών του Χριστού καί ή άσκηση των αρετών είναι απαραίτητες προϋποθέσεις καί όροι sine qua non της εν Θεώ ζωής, όμως επιστέγασμα, επισφράγιση καί τελείωση όλων αυτών είναι ή επάξια συμμετοχή μας στο Ποτήριον της Ζωής.


Όλες οί άρετές,όλη ή άσκηοη, όλες οί κακοπάθειεςκαι οί θυσίες της εν Χριστώ ζωης οδηγρύν έκεϊ ακριβώς, στο Πασχάλιο Δείπνο καί στη μετάληψη του Κυριακού Σώματος. Πέραν τούτου δεν μπορούμε να προχωρήσουμε, λέγει ό άγιος Νικόλαος ό Καβάσιλας. Το Πασχάλιο Δείπνο αποτελεί το τέρμα καί τον έσχατο σκοπό όλης της χριστιανικής ζωής μας. "Αν μας επιτρέπεται να χρησιμοποιήσουμε αριστοτελική φρασεολογία θα λέγαμε ότι είναι το τέλος (= ό σκοπός) «ου μεν ένεκα πάντα, τούτο δε ούδενός ένεκσ».

Ή συμμετοχή μας στη Θ. Λειτουργία πρέπει να είναι όλοσώματη καί ολόψυχη. Κανένα μέρος της υπάρξεως μας δεν πρέπει να μένει αμέτοχο στη Λειτουργία της Ζωής, επομένως καί ή διάνοια μας, ή λογική μας. "Αλλωστε η Λατρεία πού προσφέρουμε στο Θεό - ή μάλλον πού μας προσφέρει ό Θεός, καθότι ό Χριστός, ό μέγας Άρχιερεύς είναι ο προσφέρων



καί ό προσφερόμενος - είναι λογική λατρεία. Έτσι λοιπόν καί ή διάνοια πρέπει να έχει (καί να επανακτήσει) τα απαράβατα δικαιώματα της, όπως ισχυρίζεται, απολύτως δικαιολογημένα καί εύστοχα, ένας διακεκριμένος ιερεύς, υποστηρικτής της Λειτουργικής μεταρρυθμίσεως.

Προτού προχωρήσω παρακάτω, οφείλω μία, άκρως απαραίτητη, διευκρίνηση στο φίλο αναγνώστη; δεν πρέπει να υποτιμούμε τη διάνοια, δεν πρέπει όμως καί να την άπολυτοποιούμε, Ή διάνοια δεν είναι γνωστικό όργανο θεογνωσίας. Γνωστική δύναμη θεογνωσίας είναι ό νους. Οί γνωστικές δυνάμεις της ψυχής κατά τους Πατέρες, ιεραρχικά καταγραφομένες, είναι ό νους, ή διάνοια (= λογική), ή δόξα (= γνώμη), ή φαντασία καί οί αισθήσεις.

Ό νους - πού σημειωτέον ταυτίζεται με την καρδιά - δέχεται, αφού καθαρθεί από τα ψεκτά πάθη, τη θεία έλλαμψη καί ή διάνοια την μορφοποεΐ σε λογικές προτάσεις καί την κοινοποιεί εϊτε γραπτώς εϊτε προφορικώς. Ουδόλως έργο της διάνοιας είναι ή κατάληψη των θείων μυστηρίων καί ή απόκτηση της ύπερφυοϋς θείας γνώσεως. Μετα την πτώση ό νους σκοτίζεται καί_ή διάνοια, σφετεριζόμενη το έργο του απονεκρωμένου νου, αποβαίνει το μοναδικό όργανο -επικουρούμενη από τη φαντασία - θεογνωσίας, κοσμογνωσίας καί άνθρωπογνωσίας. Τούτο είναι το βαθύτερο δράμα του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, εϊτε ουμανιστικού είτε τεχνοκρατικού. Γιατί τα γράφω αυτά καί τί σχέση έχουν με το θέμα μας;

Για να τονίσω ότι ή διανοητική κατανόηση της Θ. Λειτουργίας, επιθυμητή βέβαια καί καθόλου αμελητέα, ουδόλως μπορεί να αντικαταστήσει την «καρδιακή» - «νοερά» κατανόηση της Θ. Λειτουργίας. Το πρώτιστο ζητούμενο είναι ή συμμετοχή μας στη θεία ζωή καί ή μέθεξη της θείας άκτίστου Χάριτος καί όχι ό ψιλός διανοητικός στοχασμός περί του θείου. «Έτερον το λέγειν τι περί Θεού, ώ φιλόσοφε, έτερον το συγγίγνεοθαι Θεώ", λέγει ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς, απευθυνόμενος στον Βαρλαάμ. Και άλλου λέγει πάλι ότι οι ορθόδοξοι μοναχοί πάσχουν τα θεία καί δεν διανοούνται απλώς αυτά, τοποθετώντας στη σωστή τους θέση τους σκοπούς της ορθοδόξου αγωγής. Επομένως το πρώτιστο ζητούμενο στη Λειτουργική αγωγή, νοούμενης όρθοδόξως και όχι βαρλααμικώς δεν είναι ή γλωσσική - διανοητική κατάληψη της θείας Λατρείας αλλά ή βιωματική μέθεξη του πιστού σ' αυτήν.


Μετά την απαραίτητη αυτή διευκρίνηση επανερχόμενοι στο θέμα μας τονίζουμε ότι για τη διανοητική κατανόηση της θείας Λατρείας αναγκαία προϋπόθεση είναι ή γλωσσική προσπέλαση της, άφοϋ γλώσσα καί σκέψη συνυφαίνονται άρρήκτως. Ή γλώσσα της θ. Λατρείας πρέπει να είναι προσιτή στο σύγχρονο πιστό καί ταυτόχρονα απολύτως συμβατή με τον λογικό καί ιερό χαρακτήρα της. Ποια γλώσσα λοιπόν πληροί τις ανωτέρω τρεις προϋποθέσεις (την προσιτότητα, τη λογικότητα καί την ιερότη¬α) καλύτερα, ή παραδεδομένη - άρχαιότροπη ή μία μεταγλωττισμένη στη νεοελληνική; Στό ερώτημα αυτό ή απάντηση δεν είναι τόσο εύκολη όσο φαντάζει εκ πρώτης όψεως (ή «προφανής» απάντηση θα ήταν ότι ή μεταγλωττισμένη νεοελληνική γλώσσα πληροί επαρκέστερα τις ανωτέρω τρεις προϋποθέ¬σεις).

Πρώτον ή αρχαία Ελληνική έχει λογικότερη δομή, ενώ ή νεοελληνική ψυχολογικότερη δομή (Ιωάννης Κακριδής), άρα ή ως έχει άρχαιόμορφη Λειτουργική γλώοσα προσιδιάζει περισ¬ότερο στο λογικό χαρακτήρα της Χριστιανικής Λατρείας.


Δεύτερον έγγενώς ή νεοελληνική αδυνατεί να αποδώσει όλες τίς λεπτές σημασιολογικές αποχρώσεις της πρω¬ότυπης γλώσσας.


Τρίτον ή εν μεταφράσει νεοελληνική πιθανόν - πιθανότατα, σχεδόν σίγουρα -θα διαταράξει τη θεραπευτική της φα¬τασίας, φωτιστική του νου, ενισχυτική της λογικής καί όμαλοποιητική του συναισθήματος λειτουργία της παραδεδομένης Λειτουργικής γλώσσας (βεβαίως






αναγνωρίζω ότι τούτο θα αρθεί αν την μεταγλώττιση επιτελέσουν εξίσου πεφωτισμένοι με τον Μ. Βασίλειο καί ί. Χρυσόστομο νόες...).


Τέταρτον λόγω του επιλεκτικού -λόγω της ερμηνείας - χαρακτήρα πού αναγκαστικά θα έχει κάθε μεταφραστική απόπειρα θα μειωθεί δραματικά το «σημαντικό» εύρος καί βάθος της πρωτότυπης Λειτουργικής γλώσσας, συρρικνώνοντας έτσι τη δηλωτική των νοημάτων δύναμη της.


Πέμπτον ή μετάφραση μοιραία θα αποδυναμώσει το κάλλος της πρωτότυπης γλώσσας, αποδυναμώνοντας την αισθητική απόλαυση της.


Έκτον ή μεταγλώττιση θα μας απομακρύνει από το Αποστολικό- πατερικό πολιτισμικό «παράδειγμα», άφοϋ ή γλώσσα όχι απλώς εκφράζει, αλλά καί διαμορφώνει τον τρόπο σκέψεως εκάστου ατόμου, λαού, γλωσσικής κοινότητος.


Έβδομον θα μας αποκόψει οριστικά από τους πιστούς των παρελθοντικών γενεών, από τη λατρευτική συνέχεια των Αποστόλων, Μαρτύρων, Πατέρων, Νεομαρτύρων, ασκητών, μοναχών πού έλάτρευσαν τον Θεό στην ϊδια ακριβώς γλώσσα.


Όγδοον θα διχάσει τραγικά το πλήρωμα της Εκκλησίας, άφοϋ σε άλλη γλώσσα θα λατρεύουν το Θεό οι λαϊκοί καί σε άλλη οι μοναχοί (ό διακεκριμένος καί καταξιωμένος ιερεύς πού πρωτοπορεί στη μεταγλώττιση πρότεινε τα Μοναστήρια να διατηρήσουν την ισχύουσα άρχαιότροπη γλώσσα, ενώ οι ενορίες να χρησιμοποιούν μεταγλωττισμένη νεοελληνική γλώσσα στη Θ. Λειτουργία -βεβαίως καί σ' αυτή την περίπτωση οι λαϊκοί άλλη γλώσσα θα ακούν στον Όρθρο καί τον Εσπερινό καί άλλη στη Θ. Λειτουργία...).


Ένατον θα μειωθεί ή παιδαγωγική διάσταση του Λειτουργικού λόγου, αδικώντας έτσι κατ' ούσίαν τους νέους, άφοϋ τους στερεί την ευεργετική επίδραση καί γονιμοποιό επαφή μ' ένα άφθαστου κάλλους, πλούτου καί τελειότητος γλωσσικό όργανο καί τέλος θα






υποστεί βαρύ πλήγμα ή ίεροπρέπεια της Λειτουργικής γλώσσας, άφοϋ ή καθημερινή γλώσσα δεν προσιδιάζει σε επίσημη, λατρευτική χρήση, καταρρακώνοντας το κύρος της. (Όλα τα ανωτέρω αναλύω εν έκτάσει καί κατά δύναμιν τεκμηριωμένα στο προσφάτως κυκλοφορηθέν βιβλίο μου Ή Λειτουργική γλώσσα. Δοκίμια προβληματισμού).

Τώρα στο θέμα της γλωσσικής προσιτότητος ή υπεροχή της νεοελληνικής είναι αδιαμφισβήτητη. Πράγματι ό σύγχρονος πιστός καλύτερα κατανοεί τη σύγχρονη γλώσσα παρά την άρχαιόμορφη. Όμως καί ή παραδεδομένη άρχαιόμορφη Λειτουργική γλώσσα δεν είναι γλωσσικά απρόσιτη από το σύγχρονο πιστό. Ή Ελληνική γλώσσα είναι μία καί αδιάσπαστη, έτσι ώστε γνωρίζοντας καλά μία μορφή της ένας χρήστης της χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία μπορεί να γνωρίζει καί τίς άλλες μορφές της.

Ό επιφανής "Αγγλος ελληνιστής Robert Browning έχει γράψει χαρακτηριστικά ότι «δεν είναι υπερβολικό να τονίσουμε παρά πολύ το γεγονός ότι τα Ελληνικά δεν είναι μια σειρά από ξεχωριστές γλώσσες, αλλά μία γλώσσα. "Αν κάποιος θέλει να μάθει Ελληνικά δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν θα αρχίσει από τον Όμηρο, τον Πλάτωνα, την Καινή Διαθήκη, το έπος του Διγενή Ακρίτα ή τον Καζαντζάκη. Από τη στιγμή πού ό σπουδαστής έχει γερές βάσεις σε μία φάση της γλώσσας, ή προσπάθεια πού απαιτείται για να καταπιαστεί με παλιότερους ή μεταγενέστερους γλωσσικούς σταθμούς δεν είναι μεγάλη»1.

Καί ό καθηγητής Γεώργιος Μπαμπινιώτης γράφει: «Έτσι, ή ελληνική γλώσσα έχει υποστεί αρκετές μεταβολές στη δομή της. Ωστόσο, όπως εξηγήσαμε ήδη, οι μεταβολές αυτές δεν ήταν τόοες καί τέτοιες ώστε να αλλοιώσουν τη δομική φυσιογνωμία της Ελληνικής σε τέτοιο βαθμό, πού ό νέος Έλληνας, λ.χ., να αδυνατεί να πλησιάσει καί να κατανοήσει, περισσότερο ή λιγότερο, ένα πεζό κείμενο του Ξενοφώντος ή του Πλάτωνος με μικρή προσπάθεια  καί κατάλληλη καθοδήγηση»2. "Αν ισχύει - καί βεβαίως Ισχύει - αυτή ή γνώμη του διαπρεπούς καθηγητού για τα κλασικά κείμενα, κατά μείζονα λόγο ισχύει για τα Λειτουργικά και Πατερικά κείμενα, πού είναι γραμμένα σε απλούστερη γλώσσα. Άλλωστε κατά τον εμβριθή "Αγγλο ελληνιστή George Thomson στο βιβλίο του Ή Ελληνική γλώσσα. Αρχαία και νέα, Β' έκδοση, έκδ. Κέδρος, Αθήνα 1989, το όποιο σημειωτέον έγραψε απευθείας στα Νέα Ελληνικά «ή Ελληνιστική κοινή βρίσκεται πιο κοντά οτή σημερινή δημοτική παρά στη γλώσσα των ομηρικών επών» (σελ. 91). Έτσι χωρίς μεγάλη και ιδιαίτερη προσπάθεια ή Λειτουργική γλώσσα (μπορεί να) είναι γλωσσικά προσιτή στο σύγχρονο πιστό. Να είναι εντελώς σίγουροι οί οπαδοί της μεταγλωττίσεως - τους διαβεβαιώνω γι' αυτό εν πάση ειλικρινείς- ότι εάν ή Λειτουργική γλώσσα ήταν όντως γλωσσικά απρόσιτη, άνυπερβλήτως ακατανόητη και ή εξοικείωση μ' αυτήν απαιτούσε την καταβολή τεράστιου και υπέρμετρου μόχθου από τον σημερινό πιστό, πρώτος εγώ θα ύπεστήριζα την γλωσσική απλοποίηση της!


Είναι όντως κρίμα να απολέσουμε ένα τέτοιας τελειότητας (π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ) και άφθαστου κάλλους γλωσσικό όργανο λόγω ραστώνης καί αβελτηρίας. Τουναντίον τα οφέλη πού θα προκύψουν από την εξοικείωση μ' αυτήν θα είναι πολλαπλά: πνευματικά, διανοητικά, γλωσσικά, αισθητικά κ.λπ.

Τώρα πώς επιτυγχάνεται ή εξοικείωση με τη Λειτουργική γλώσσα; Πρωτίστως καί κυρίως με τον συχνό Εκκλησιασμό καί τη συνεχή τριβή καί επαφή με τη Λειτουργική γλώσσα. «Εκ πολλής συνουσίας (= συναναστροφής) περί το πράγμα αυτό και του συζήν»3, όπως έλεγε ό Πλάτων επέρχεται ή εξοικείωση, κατάληψη καί εντελής κατοχή οιουδήποτε αντικειμένου του επιστητού ή εν γένει ή επίτευξη οιασδήποτε επιδιώξεως.

Καί ό Αριστοτέλης λέγει ότι "ποιούντες μανθάνομεν»: «"Α γαρ δει ράβοντας ποιεΐν, ταύτα ποιούντες μαθάνομεν, οίον οίκοδομούντες οικοδόμοι γίνονται καί κιθαρίζοντες κιθαρισταί' ούτω δη καί τα μεν δίκαια πράττοντες δίκαιοι γινόμεθα, τα δε σώφρονα σώφρονες, τα δ' ανδρεία ανδρείοι», Μετάφραση (Σπ. Μαγγίνα): «Διότι όσα πρέπει να κατασκευάζωμεν, όταν τα μάθωμεν,



αυτά τα μανθάνομεν, εάν τα κατασκευάζωμεν όπως επί παραδείγματι γίνονται μερικοί άνθρωποι οικοδόμοι, εάν κατασκευάζουν οικίας, καί γίνονται κιθαρίστα! εάν παίζουν κιθάραν κατά τον ϊδιον λοιπόν τρόπον καί όταν πράττωμεν δικαίας πράξεις, γινόμεθα δίκαιοι, όταν δε σώφρονα έργα, γινόμεθα σώφρονες, καί όταν πράπωμεν ανδρεία έργα, γινόμεθα ανδρείοι»5. "Αλλωστε καί ή σύγχρονη Παιδαγωγική διατείνεται ότι μαθαίνουμε κάτι επιτελώντας το συχνά.

Είναι το λεγόμενο learning by doing του Dewey Επιπλέον καί οί Πατέρες τονίζουν ότι σε όσα χρονίζει ό νους, σ' αυτά πλατύνεταί, ήδύνεται καί εξοικειώνεται. Είναι εμπειρικά διαπιστωμένο ότι όσοι πιστοί, ασχέτως ηλικίας καί μορφωτικού επιπέδου, εκκλησιάζονται συχνά (καί όταν λέμε συχνά εννοούμε τουλάχιστον τον Εσπερινό του Σαββάτου, τον Όρθρο, ή μέρος του Όρθρου, καί ολόκληρη την Κυριακάτικη Θ. Λειτουργία, αλλά καί συχνότερα - γιατί όχι; -αγρυπνίες τελούνται πολλές...) δεν έχουν σοβαρό πρόβλημα κατανοήσεως της Λειτουργικής ιερολογίας καί ιερουργίας. Προβλήματα κατανοήσεως έχουν οί αραιά καί σποράδην εκκλησίαζόμενοι.

Δεύτερον, πολύ θα βοηθήσει στην κατανόηση της Θ. Λειτουργίας εάν μελετήσουμε ορισμένα βιβλία ερμηνευτικά αυτής. 'Εγώ θα είχα να προτείνω τα εξής βιβλία: α) Εις την θείαν Λειτουργίαντού αγίου Νικολάου του Καβάσιλα, β) Ιερομόναχου Γρηγορίου, Ή Θεία Ευχαριστία καί ή Θεία Κοινωνία, Ιερόν Κουτλουμουσιανόν Κελλίον "Αγιος Ιωάννης ό Θεολόγος, "Αγιον Όρος, γ) του ιδίου, Σχολια στη Θεία Λειτουργία, δ) Ανδρέα Θεοδώρου, «Τα σα εκ των σων», Ερμηνευτικό σχόλιο στη Θεία Λειτουργία, Αποστολική Διακονία - το βιβλίο αυτό περιέχει καί πολύ καλή καί πιστή μετάφραση της ιερολογίας της Θείας Λειτουργίας, ε) Αλεξάνδρου Σμέμαν, Ευχαριστία, Ακρίτας, στ) Π. Ν. Τρεμπέλα, Από την Όρθόδοξον Λατρείαν μας, έκδ. Σωτήρ, ζ) Μητροπολίτου Κοζάνης Διονυσίου Α. Ψαριανοϋ, Ή Θεία Λειτουργία, Αποστολική Διακονία, η) Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου (Ζηζίούλα), Ευχαριστίας Έξαμπλάριον, έκδ. Εύεργέτις, Ιερά 'Ανδρώα Κοινοβιακή Μονή 'Αγ. Παρασκευής Μαζίου Μεγάρων και φυσικά



άλλα συναφή. Όσο για τα Ευαγγελικά καί Αποστολικά αναγνώσματα υπάρχουν πολλές, έγκυρες καί έγκριτες μεταφράσεις καί ερμηνείες της Καινής Διαθήκης. Μπορεί (καί οφείλει) ό πιστός να αφιερώνει ελάχιστο χρόνο το βράδυ ή το απόγευμα του Σαββάτου για να μελετά το Αποστολικό καί Ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής. "Αλλωστε υποτίθεται ότι ό πιστός μελετά επί καθημερινής βάσεως την Καινή Διαθήκη (αλλά καί την Παλαιά Διαθήκη - γιατί όχι;), τον Λόγο του Θεού πού τρέφει πνευματικά την ψυχή του.

Μα καλά, θα πεί κανείς, πρέπει να διαβάσω όλα αυτά τα βιβλία, για να κατανοήσω την Θ. Λειτουργία; Πρώτον, αν δεν μπορεί να τα διαβάσει όλα, ας διαβάσει δύο - τρία από αυτά, έξάπαντος βέβαια την Κ. Διαθήκη καί όχι μία, αλλά πολλάκις καί πλειστάκις. Δεύτερον καί κυριότερον, αυτά τα ερμηνευτικά βιβλία της Θ. Λειτουργίας, ή έστω ορισμένα εξ αυτών, ό πιστός οφείλει να τα διαβάσει ούτως ή άλλως, δηλαδή όχι μόνο αν τελείται ή Θ. Λειτουργία στην άρχαιόμορφη γλώσσα, αλλά καί στη μεταγλωττισμένη,

Το πρόβλημα της κατανοήσεως της Θ. Λειτουργίας είναι πρωτίστως ερμηνευτικό καί δευτερευόντως ψιλής γλωσσικής μεταγλωττίσεως. Ή μεταγλώττιση δεν λύνει το πρόβλημα της ερμηνευτικής προσπελάσεως της Θ. Λειτουργίας, απλά το μεταθέτει - καί όπως ταπεινά φρονώ εγώ, υπό συνθήκας καί όρους δυσμενέστερους.,.

Υποτίθεται ότι ή Θ. Λειτουργία είναι το κέντρο της ζωής ημών των Χριστιανών, καί όχι ένα πάρεργο ή μία δευτερευούσης σημασίας δραστηριότητα. Αξίζει λοιπόν τον κόπο να αφιερώνουμε λίγο χρόνο προετοιμασίας γι' αυτήν.

1.Robert Browning, Ή Ελληνική γλώσσα. Με¬

σαιωνική καί νέα, μετάφραση Μαρία Ν. Κο-

νομή, τέταρτη έκδοση, έκδ. Παπαδήμας, Αθή¬

να 2004, σελ. 9-10.

2. Γeωργιoυ Μπαμπινιώτη, Συνοπτικη Ιστορία

της Ελληνικής γλώσσης, Ε έκδοση, Αθήνα

2002, σελ. 11.

3. Πλάτωνος, Επιστολή Ζ', 341α".

4. Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια, 11033, 29.

5. Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια, εισαγωγή -

μετάφρασις - εισαγωγικά! σημειώσεις Σπ. Χ.

Μαγγίνα, έκδ. Ωφέλιμο βιβλίο, Αθήναι 1979,

σελ. 73.

του ΦΩΤΙΟΥ ΣΧΟΙΝΑ δρ.Φιλοσοφίας
πηγή-περιοδικό ''Πειραική Εκκλησία''

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου