Ο εν άγίοις πατήρ ημών Μάλχος γεννήθηκε κοντά στην πόλη Νινευΐ της Μεσοποταμίας, από Σύρους γονείς, πού είχαν μεταναστεύσει εκεί. "Εζησε στον 4ο αιώνα, όπως φαίνεται, αφού διηγήθηκε τη ζωή του στον "Αγιο Ιερώνυμο, ό οποίος καί την διέσωσε ως εμάς.
"Οταν μεγάλωσε ό Μάλχος, οι γονείς του θέλησαν να τον παντρέψουν. "Ομως ό ευσεβής νέος είχε αποφασίσει να αφιερώσει τη ζωή του στον Χριστό ολοκληρωτικά. "Ετσι λοιπόν,για να αποφύγει τις συνεχείς πιέσεις των γονιών του, διέφυγε μία ήμερα και κατέφυγε σε ένα μοναστήρι πού βρισκόταν σε άλλη περιοχή, μακριά από τη Νινευΐ.
Έτσι πέρασαν μερικά χρόνια ασκήσεως και προσευχής στο μοναστήρι. Ό πατέρας του Μάλχου είχε πια πεθάνει, όταν πειρασμός κατέλαβε το μυαλό του νέου ασκητού. Έντονα ό λογισμός του υπέβαλε να γυρίσει πίσω στη Νινευΐ καί αφού παρηγορήσει τη μητέρα του καί τους συγγενείς του και τακτοποιήσει και τις άλλες οικογενειακές εκκρεμείς υποθέσεις τους, να ξαναγυρίσει πίσω στο μοναστήρι για να συνεχίσει την άσκηση του. Αυτό βέβαια ήταν μία παγίδα του πονηρού για να τον βγάλει έξω από το μοναστήρι και να τον καταβροχθίσει ανυπεράσπιστο. Ό γέροντας του, του εξήγησε πώς έχουν τα πράγματα καί δεν του έδωσε ευλογία να φύγει, όμως αυτός τον παράκουσε και υπάκουσε στον λογισμό του. Ξεκίνησε λοιπόν για την πατρίδα του.
Στόν δρόμο "Αραβες ληστές επιτέθηκαν στο καραβάνι και άρπαξαν τα μεταφερόμενα εμπορεύματα. Τους ταξιδιώτες τους πήραν κι αυτούς αιχμαλώ¬ους για να τους πουλήσουν σε σκλαβοπάζαρο. Ό Μάλχος πουλήθηκε σκλάβος μαζί με μία συνταξιδιώτισσά του σε κάποιον πλούσιο. Ό κύριος του όμως ήθελε με τη βία να παντρέψει τον Μάλχο με τη νεαρή δούλη που είχε αγοράσει. Ό Μάλχος, οντάς μοναχός, δεν ήθελε φυσικά να καταπατήσει τις υποσχέσεις του και αρνιόταν να νυμφευθεί. Ό αφέντης του όμως του ξεκαθάρισε τα πράγματα: «'Ή παίρνεις γυναίκα σου τη δούλη ή θα σε σκοτώσω με τα ϊδια μου τα χέρια». Μεγάλη θλίψη κατέλαβε τον Μάλχο. "Εβλεπε το αδιέξοδο στο όποιο τον οδήγησε ή ανυπακοή του και φτάνοντας σε απόγνωση, το μυαλό του άγγιξε με φρίκη την ιδέα της αυτοκτονίας. "Ομως ό Θεός τον λυπήθηκε και έδωσε λύση στον φοβερό του πειρασμό. Ή νεαρή δούλη, που ήταν κι αυτή ευσεβής και έμαθε τί γινόταν στην ψυχή του νέου μοναχού, δέχτηκε να λάβει μέρος σε ένα παιχνίδι. Προσποιήθηκαν και οι δύο ότι δέχονται να ενωθούν σε ζευγάρι. "Ομως υποσχέθηκαν ό ένας στον άλλο να ζήσουν εν άγνεία, έναν λευκό γάμο, για την αγάπη του Χρίστου. Τα σώματα τους θα παρέμεναν χωρισμένα, ενώ οι ψυχές τους θα ενώνονταν δια της εν Χριστώ αγάπης. Οι κύριοι τους θα νόμιζαν λοιπόν δτι ήταν πραγματικό ανδρόγυνο και όλοι θα είχαν οικονομηθεί.
Κάποια ζεστή και ηλιόλουστη ημέρα. ό Μάλχος και ή υποτιθέμενη γυναίκα του περπατούσαν στην έρημο. Ό Μάλχος θυμόταν με νοσταλγία και δάκρυα στα μάτια το μοναστήρι του και τον γέροντα του. Βλέποντας μάλιστα μια μυρμηγκοφωλιά, θαύμαζε την αέναη δραστηριότητα των μυρμηγκιών, τη συνεργασία τους και την από κοινού ζωή τους για το καλό όλων τους. Σύγκρινε, άθελα του, τη ζωή των εντόμων αυτών με τη ζωή του μοναστηριού, πού άλλοίμονο, τόσο επιπόλαια είχε χάσει από τα χέρια του. Θυμόταν ότι όταν ζούσε στο μοναστήρι όλα τα πράγματα ήταν κοινά για όλους, τίποτα δεν άνηκε χωριστά σε έναν μοναχό, άλλα όλοι εργάζονταν και πρόσφεραν τα πάντα στους πάντες χωρίς διάκριση. "Ολα αυτά αφού τα συζήτησαν με την υποθετική σύζυγο του αποφάσισαν να κάνουν μαζί την απόδραση τους. "Αρχισαν λοιπόν να περπατούν βιαστικά προς την κατεύθυνση του μοναστηριού. "Ομως, δυστυχώς, διαπίστωσαν σε λίγη ώρα ότι δύο αρματωμένοι άνδρες τους ακολούθησαν με τις καμήλες τους για να τους συλλάβουν. Το ζευγάρι επιτάχυνε το βήμα του καί, ω του θαύματος, βρέθηκε μπροστά στο άνοιγμα μιας σπηλιάς, στην οποία χώθηκε μέσα. Ή σπηλιά ήταν σκοτεινή, άλλ' αυτοί προχωρούσαν. Οι αρματωμένοι τους ακολουθούσαν φωνάζοντας: «Βγείτε έξω πανάθλιοι, να σας σκοτώσουμε αμέσως». "Ομως ό Χριστός και πάλι δεν άφησε ανυπεράσπιστους τους δούλους του. Ξάφνου πετάχτηκε μέσα από το σκοτεινό βάθος του σπηλαίου μία άγρια λέαινα πού είχε εκεί την φωλιά της. Βγήκε έξω καί αφού θανάτωσε τον έναν άνδρα, κυνήγησε ως μακριά στην έρημο τον έντρομο σύντροφο του απαλλάσσοντας θαυματουργικά τον Μάλχο και τη γυναίκα από τον φοβερό κίνδυνο.
Έτσι γλύτωσε για μία φορά ακόμη ό Μάλχος. Πήγε πρώτα και εμπιστεύθηκε την κόρη σ' ένα γυναικείο μοναστήρι, ενώ ξαναγύρισε κι αυτός στη μονή της μετανοίας του για να μην την εγκαταλείψει ως τα βαθιά γεράματα του, από οπού και έφυγε οριστικά για τις ουράνιες Μονές. Ή μνήμη του τιμάται στίς 24 Νοεμβρίου.
"Οταν μεγάλωσε ό Μάλχος, οι γονείς του θέλησαν να τον παντρέψουν. "Ομως ό ευσεβής νέος είχε αποφασίσει να αφιερώσει τη ζωή του στον Χριστό ολοκληρωτικά. "Ετσι λοιπόν,για να αποφύγει τις συνεχείς πιέσεις των γονιών του, διέφυγε μία ήμερα και κατέφυγε σε ένα μοναστήρι πού βρισκόταν σε άλλη περιοχή, μακριά από τη Νινευΐ.
Έτσι πέρασαν μερικά χρόνια ασκήσεως και προσευχής στο μοναστήρι. Ό πατέρας του Μάλχου είχε πια πεθάνει, όταν πειρασμός κατέλαβε το μυαλό του νέου ασκητού. Έντονα ό λογισμός του υπέβαλε να γυρίσει πίσω στη Νινευΐ καί αφού παρηγορήσει τη μητέρα του καί τους συγγενείς του και τακτοποιήσει και τις άλλες οικογενειακές εκκρεμείς υποθέσεις τους, να ξαναγυρίσει πίσω στο μοναστήρι για να συνεχίσει την άσκηση του. Αυτό βέβαια ήταν μία παγίδα του πονηρού για να τον βγάλει έξω από το μοναστήρι και να τον καταβροχθίσει ανυπεράσπιστο. Ό γέροντας του, του εξήγησε πώς έχουν τα πράγματα καί δεν του έδωσε ευλογία να φύγει, όμως αυτός τον παράκουσε και υπάκουσε στον λογισμό του. Ξεκίνησε λοιπόν για την πατρίδα του.
Στόν δρόμο "Αραβες ληστές επιτέθηκαν στο καραβάνι και άρπαξαν τα μεταφερόμενα εμπορεύματα. Τους ταξιδιώτες τους πήραν κι αυτούς αιχμαλώ¬ους για να τους πουλήσουν σε σκλαβοπάζαρο. Ό Μάλχος πουλήθηκε σκλάβος μαζί με μία συνταξιδιώτισσά του σε κάποιον πλούσιο. Ό κύριος του όμως ήθελε με τη βία να παντρέψει τον Μάλχο με τη νεαρή δούλη που είχε αγοράσει. Ό Μάλχος, οντάς μοναχός, δεν ήθελε φυσικά να καταπατήσει τις υποσχέσεις του και αρνιόταν να νυμφευθεί. Ό αφέντης του όμως του ξεκαθάρισε τα πράγματα: «'Ή παίρνεις γυναίκα σου τη δούλη ή θα σε σκοτώσω με τα ϊδια μου τα χέρια». Μεγάλη θλίψη κατέλαβε τον Μάλχο. "Εβλεπε το αδιέξοδο στο όποιο τον οδήγησε ή ανυπακοή του και φτάνοντας σε απόγνωση, το μυαλό του άγγιξε με φρίκη την ιδέα της αυτοκτονίας. "Ομως ό Θεός τον λυπήθηκε και έδωσε λύση στον φοβερό του πειρασμό. Ή νεαρή δούλη, που ήταν κι αυτή ευσεβής και έμαθε τί γινόταν στην ψυχή του νέου μοναχού, δέχτηκε να λάβει μέρος σε ένα παιχνίδι. Προσποιήθηκαν και οι δύο ότι δέχονται να ενωθούν σε ζευγάρι. "Ομως υποσχέθηκαν ό ένας στον άλλο να ζήσουν εν άγνεία, έναν λευκό γάμο, για την αγάπη του Χρίστου. Τα σώματα τους θα παρέμεναν χωρισμένα, ενώ οι ψυχές τους θα ενώνονταν δια της εν Χριστώ αγάπης. Οι κύριοι τους θα νόμιζαν λοιπόν δτι ήταν πραγματικό ανδρόγυνο και όλοι θα είχαν οικονομηθεί.
Κάποια ζεστή και ηλιόλουστη ημέρα. ό Μάλχος και ή υποτιθέμενη γυναίκα του περπατούσαν στην έρημο. Ό Μάλχος θυμόταν με νοσταλγία και δάκρυα στα μάτια το μοναστήρι του και τον γέροντα του. Βλέποντας μάλιστα μια μυρμηγκοφωλιά, θαύμαζε την αέναη δραστηριότητα των μυρμηγκιών, τη συνεργασία τους και την από κοινού ζωή τους για το καλό όλων τους. Σύγκρινε, άθελα του, τη ζωή των εντόμων αυτών με τη ζωή του μοναστηριού, πού άλλοίμονο, τόσο επιπόλαια είχε χάσει από τα χέρια του. Θυμόταν ότι όταν ζούσε στο μοναστήρι όλα τα πράγματα ήταν κοινά για όλους, τίποτα δεν άνηκε χωριστά σε έναν μοναχό, άλλα όλοι εργάζονταν και πρόσφεραν τα πάντα στους πάντες χωρίς διάκριση. "Ολα αυτά αφού τα συζήτησαν με την υποθετική σύζυγο του αποφάσισαν να κάνουν μαζί την απόδραση τους. "Αρχισαν λοιπόν να περπατούν βιαστικά προς την κατεύθυνση του μοναστηριού. "Ομως, δυστυχώς, διαπίστωσαν σε λίγη ώρα ότι δύο αρματωμένοι άνδρες τους ακολούθησαν με τις καμήλες τους για να τους συλλάβουν. Το ζευγάρι επιτάχυνε το βήμα του καί, ω του θαύματος, βρέθηκε μπροστά στο άνοιγμα μιας σπηλιάς, στην οποία χώθηκε μέσα. Ή σπηλιά ήταν σκοτεινή, άλλ' αυτοί προχωρούσαν. Οι αρματωμένοι τους ακολουθούσαν φωνάζοντας: «Βγείτε έξω πανάθλιοι, να σας σκοτώσουμε αμέσως». "Ομως ό Χριστός και πάλι δεν άφησε ανυπεράσπιστους τους δούλους του. Ξάφνου πετάχτηκε μέσα από το σκοτεινό βάθος του σπηλαίου μία άγρια λέαινα πού είχε εκεί την φωλιά της. Βγήκε έξω καί αφού θανάτωσε τον έναν άνδρα, κυνήγησε ως μακριά στην έρημο τον έντρομο σύντροφο του απαλλάσσοντας θαυματουργικά τον Μάλχο και τη γυναίκα από τον φοβερό κίνδυνο.
Έτσι γλύτωσε για μία φορά ακόμη ό Μάλχος. Πήγε πρώτα και εμπιστεύθηκε την κόρη σ' ένα γυναικείο μοναστήρι, ενώ ξαναγύρισε κι αυτός στη μονή της μετανοίας του για να μην την εγκαταλείψει ως τα βαθιά γεράματα του, από οπού και έφυγε οριστικά για τις ουράνιες Μονές. Ή μνήμη του τιμάται στίς 24 Νοεμβρίου.
πηγή-Το βιβλίο του κ.Γεωργίου Πιπεράκι:«Ο Χριστός στην Ασία»
Aς Πρεσβεύει για Όλους τους Ανθρώπους που είναι Κάτω από Άθλια Δικτακτορικά Καθεστώτα!
ΑπάντησηΔιαγραφή