Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο

H φράση του Ντοστογιέφσκι ουδόλως ταιριάζει με την εποχή μας. Όλοένα καί πιο πλαστική καί τυποποιημένη, ή ομορφιά χάνεται τόσο από τον έσω άνθρωπο όσο καί από τον κόσμο μας. Ή εικόνα της μεγαλούπολης, με τα αυτοκίνητα καί τους αγχωμένους άνθρώπους να προσπαθούν να μην σταματήσουν στον κόκκινο σηματοδότη καί τους όγκους από μπετόν ολοένα καί πιο ακαλαίσθητους, ό κατακλυσμός της τηλεόρασης από εικόνες, όπου ωραίο θεωρείται ό,τι πιο άχρωμο καί απρόσωπο, ό,τι καταναλώνεται καί όχι ό,τι μιλά στην καρδιά μας, αλλά καί ή συνήθεια μας να θεωρούμε ωραίο το πρακτικό, το γρήγορο, το πρόχειρο, από φαγητό μέχρι αισθήματα, μαρτυρούν έναν κόσμο πού έχει θέσει την ομορφιά στο περιθώριο.
Το χειρότερο είναι ότι έχουμε προσανατολίσει το ενδιαφέρον μας για το περιβάλλον μόνο σε ό,τι άφορα την οικολογική του διάσταση. Καί ή ακαλαισθησία; Συνηθίζουμε να ζούμε σέ χώρους πού δεν έχουν προσωπικό στοιχείο, αλλά διακοσμούνται κατ' έπιταγήν της εποχής. Δεν μας ενοχλεί το να πετούμε τα αποτσίγαρα στους δρόμους, καί μάλιστα με το αυτοκίνητο εν κινήσει.
Δεν μας ενοχλεί να διαβάζουμε μυθιστορήματα πού προσβάλλουν καί τη νοημοσύνη μας, αλλά καί την αισθητική μας, μόνο καί μόνο επειδή κάποιοι κριτικοί ή το σύστημα των best sellers έχουν επιλέξει να μας τα επιβάλουν. Δεν μας ενοχλεί ή φωτορύπανση πού δεν μας αφήνει να δούμε τον ουρανό καί να ταξιδέψουμε στις γωνιές του σύμπαντος καί των άστρων.
Το κακό επεκτείνεται ακόμη καί στις θρησκευτικές συνήθειες. Ηχεία καί μικρόφωνα σε υψηλή ένταση, ηλεκτρικά φώτα πού δεν αφήνουν περιθώριο κατάνυξης, τυποποιημένες αγιογραφίες, συναισθηματικά κηρύγματα με πολλά γλωσσικά λάθη, κεριά με πολλή παραφίνη για λόγους οικονομίας, πρόσωπα γερασμένα από το συμβιβασμό, λίγη χαρά καί πολλά «πρέπει», άγνωστες μορφές στους ναούς μας, χωρίς ευκαιρία κοινωνίας. Γνώμονας ή ποσότητα καί όχι ή σχέση με Θεό καί ανθρώπους.
Καί όλα αυτά να πηγάζουν από την αμαύρωση της εικόνας του Θεού στην ύπαρξη του καθενός.
Διότι ή αμαρτία δεν είναι τίποτε άλλο παρά πνευματική ακαλαισθησία, πού καθιστά τον άνθρωπο δούλο των παθών του, τον βολεύει στη νοοτροπία του να ζεί με κέντρο καί γνώμονα μόνο τον εαυτό του καί τίς επιθυμίες του, του να κλείνει τ' αυτιά του στη φωνή της μετανοίας, αλλά καί να επιλέγει ό,τι πομπώδες καί εντυπωσιακό για να ξεχωρίσει, τόσο ό ϊδιος όσο καί τα έργα του.
Γι' αυτό καί οι Πατέρες μας μίλησαν, βίωσαν καί έγραψαν τη Φιλοκαλία, γιατί ήξεραν πώς όταν ό άνθρωπος αγωνιστεί εναντίον της αμαρτίας, θα αφήσει στην ύπαρξη του χώρο για το Θεό, πού είναι ό Ίδιος Αύτοκάλλος.

Χρειάζεται, λοιπόν, πνευματική παιδεία καί αγώνας για να αποκτήσουμε καλαισθησία. Να μάθουμε να εκτιμούμε κάθε τί το μικρό ή το μεγάλο πού είναι όμορφο. Να δοξάζουμε το Θεό καί να Τον ευχαριστούμε για το ότι μας έδωσε την ευκαιρία να ζούμε σ' έναν κόσμο πού φανερώνει τον Ίδιο στα απλά καί τα σύνθετα φαινόμενα του.
Να προσλάβουμε το χρόνο ως αφορμή να βρούμε τα εσώτερα νήματα πού κινούν τη ζωή, να χαρούμε με τη φωνή της συνείδησης μας πού μας υπενθυμίζει την παρουσία του Θεού, να αρνηθούμε την παράδοση στην αμαρτία καί να βρούμε στις ευλογημένες εκείνες συνήθειες πού λέγονται προσευχή, νηστεία, Θεία Λειτουργία, ελεημοσύνη, τη χαμένη αρχοντιά της φιλοκαλίας.
Να δούμε τον άλλον κατά πρόσωπον, γιατί εκεί αποτυπώνεται ή καρδιά του, καί όχι με τη συμφεροντολογική ή ηδονιστική οπτική, πού κρύβει την οποία ομορφιά του. Να συμφιλιωθούμε με την εργασία, τη σπουδή, τη μάθηση, για να αγαπήσουμε ό,τι όμορφο μας προσφέρουν.
Να μη δεχτούμε τη νίκη πού δεν έχει ομορφιά, αλλά να προτιμήσουμε τον αγώνα αφήνοντας στα χέρια του Θεοϋ το αποτέλεσμα.
Ή παιδεία αυτή συνήθως δεν διδάσκεται στο σχολείο. Θέλει υπακοή στα προστάγματα του Θεοϋ καί μάθηση των δικαιωμάτων Του. Θέλει μία ή πολλές στάσεις στον καθημερινό αγώνα για να ακούσουμε της φωνής Του. Θέλει να βλέπουμε σε κάθε τί το όποιο δημιουργούμε το σπέρμα των χαρισμάτων πού Αυτός μας έδωσε. Καί δεν θα μπορούμε τότε να είμαστε ακαλαίσθητοι καί μισόκαλοι, γιατί κάθε δραστηριότητα μας θα ξεκινά με το σημείο του Σταυροϋ, θα πηγάζει από την ευλογία της πίστης, θα μαρτυρεί την αντίσταση σε ό,τι πρόχειρο καί παροδικό.
Ή ομορφιά μπορεί να σώσει τον κόσμο. «Ό ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς» μας δίδαξε ότι όταν χαιρόμαστε τη ζωή μας γιατί είναι δικό Του δώρο, όταν ζητούμε τη βασιλεία καί τη δικαιοσύνη μέσα από τη σχέση μας μαζί Του, όταν βιώνουμε την πρόνοια του Θεού στα κρίνα καί τα άνθη του αγρού, στον κόκκο του σιναπιού, αλλά καί στη ζωή των πετεινών του ουρανού, αποκτούμε την ομορφιά της δοξολογίας καί της ελπίδας. Νικούμε το «μισόκαλο» διάβολο καί δεν ανεχόμαστε καμία κίνηση πού καταστρέφει τη φιλοκαλία.
Οϋτε εντός μας ούτε εκτός μας, Καί τότε μπορούμε να εκτιμήσουμε την αγάπη, αλλά καί να βρούμε νόημα στη ζωή μας.
πρωτοπρεσβύτερου ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗ ΜΟΥΡΤΖΑΝΟΥ

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Το θαύμα του Αγ.Αντρέα(Νοέμβριος 1898)

Το λογοτεχνικό αυτό ναυτικό διήγημα του Πέτρου Δ.Αργύρη είναι παρμένο από την πραγματικότητα.Συνέβη στα τέλη τον περα­σμένου αιώνα. Την αλήθεια της όλης υπόθεσης την μαρτυρεί το ΑΣΗΜΕΝΙΟ καράβι πού κρέμεται στην εκκλησία του Αγίου Ανδρέα στίς Σπέτσες.(φώτο)



Ήταν ξημέρωμα του Άγιαντρέα 30 Νοεμβρίου του 1898
Τα περισσότερα σπίτια του νησιού τα φώτιζε ένα μικρό λυχνάρι ή κάποια λάμπα πετρελαίου. Οί νοικοκυρές ετοιμάζονταν για την εκκλησία μόλις ή πρώτη καμπάνα του Άγιαντρέα αντήχησε χαρμόσυνα.
Έξω έκανε τσουχτερό κρύο καί μόλις είχε σταματήσει ή θύελλα πού σάρωσε τα πάντα χθες βράδυ.
Ήταν 8 περίπου ή ώρα κι ή εκκλησία ήταν πλημμυρισμένη από κόσμο, παρά το τσουχτερό κρύο. Την ώρα 'κείνη έβγαζε ό παπάς τα "Αγια, όταν όλων τα μάτια στράφηκαν προς την πόρτα.
Ένα τσούρμο από γενειοφόρους, κακοντυμένους, μουσκεμένους καί καταματωμένους από τίς λαβωματιές μπήκε μέσα στην εκκλησία με επικεφαλής τον καπετάνιο. Πλησίασαν στην εικόνα του Άγιαντρέα καί γονάτισαν όλοι. Σέ μια στιγμή καί ό παπάς σταμάτησε την ψαλμωδία βλέποντας τους.
Μπροστά, πρώτος γονάτισε ό καπετάνιος καί μετά όλοι ναύτες.
Τα πρόσωπα τους φαίνονταν άγρια, παγωμένα καί χλωμά. Ή αλμύρα της θάλασσας καί κάποια μεγάλη ίσως αγωνία είχε χαράξει στα μέτωπα τους βαθειές ρυτίδες. Τα μαλλιά τους ήσαν κολλημένα στο κεφάλι τους ανακατεμένα με αίμα από τίς πληγές τους. Τα ρούχα τους ήσαν σχεδόν κουρελιασμένα καί διέκρινες από τίς τρύπες των παντελονιών καί πουκαμίσων τραύματα πού πάνω τους είχε ξεραθεί το αίμα.
Ό καπετάνιος, άφού σταυροκοπήθηκε κι ακούμπησε το κεφάλι του ως το δάπεδο, κάρφωσε τα μάτια του στο εικόνισμα του Αγίου. Γέμισαν τα μάτια του δάκρυα κι έτρεμε σύγκορμος. Έβαλε με γρήγορη κίνηση το χέρι του στον κόρφο κι έβγαλε ένα πουγγί τόσο γεμάτο πού πήγαινε να σπάσει από τα φλουριά καί τ' απόθεσε στην εικόνα του Άγιαντρέα. Μετά έκαναν κι οι ναύτες το ίδιο γονατίζοντας κι άσπάζοντας την εικόνα με ευλάβεια.
Άφοϋ ό παπάς είπε το «μετά φόβου Θεού, Πίστεως καί Αγάπης προσέλθετε πλησίασε ό καπετάνιος με όλους τους ναύτες και με βροντερή φωνή είπε στόν παππά:
—Να μας κοινωνήσεις ούλους παππά μου, κι ας μη νηστέψαμε ποτές μας.
Ό Παπαγιώργης κοίταξε στα μάτια τον καπετάνιο καί του είπε:
— Ασθενής και οδοιπόρος άμαρτίαν ουκ έχει τέκνον μου, καί του πρότεινε την Άγίαν Κοινωνίαν.
— Μεταλαμβάνει ό δούλος του Θεοϋ...
— Καπταν-Γιάννης, λέει εκείνος.
—Ιωάννης, λέει ό παπάς καί τον μεταλαμβάνει. Εις το όνομα του Πατρός καί του Υίοΰ καί του Αγίου Πνεύματος.
Μετά έκανε το ίδιο καί στους ναύτες, οί όποιοι άσπάσθησαν με ευλάβεια το "Αγιο δισκοπότηρο καί το χέρι του παπά.
Μόλις ήρθε ή ώρα να δώσει ό παπάς το αντίδωρο καί τον πλησίασε ό καπετάνιος, του λέει ό παπάς:
— Καπετάνιο, θα μούδινες μεγάλη χαρά να 'ρχόσουνα με τ' ασκέρι σου στο σπίτι μου να σας πρόσφερα ένα καφέ. Γιορτάζω σήμερα.
—Ευχαριστώ παπά μου. Θάρθω μετά χαράς γιατ' έχουμε να δούμε τα σπίτια μας 15 μήνους τώρα.
Σέ λίγο ξεκίνησαν όλοι για το σπίτι του παπά πού γέμισε κόσμο και τους περιποιόταν ή παπαδιά. Επάνω στη συζήτηση άρχισε ό καπετάνιος να εξιστορεί πώς το καράβι του βρέθηκε στο νησί.
«Ξεκινήσαμε από τη Μάλτα φίλοι μου εδώ καί 35 μέρες. Μας βρήκαν στο δρόμο μεγάλες κακοκαιρίες. Το καράβι μου 40 μέτρα με δυο άλμπουρα έγινε πολλές βολές καρυδότσουφλο στα άγρια κύματα, αλλά τοϋτο πού μας συνέβηκε τρεις μέρες παί τρεις νύχτες δεν το ματασυνάντησα ποτές μου. Τα κύματα σκεπάζανε καί τ' άλμπουρα ακόμη. Σέ μια στιγμή ένα πελώριο κύμα έκοψε σαν αγγούρι το ένα άλμπουρο ακόμη καί το κατάπιε ή θάλασσα. Ένα άλλο ξερίζωσε το ταμπούκιο, λες κι ήταν μαργαρίτα μέσα στη γλάστρα. Τα κύματα μας χτυπούσαν σαν μπάλλες πότε δεξιά καί πότε ζερβιά να κρατήσουν το καράβι, άλλοι κουρελιασμένοι κι άλλοι τραυματισμένοι, να βογγάνε καί πότε να παρακαλάνε την Παναγία καί τον "Αγιο-Νικόλα να μας σώσει.
Οταν πια ψες το βράδυ είχε πέσει το σκοτάδι πού τόσκιζαν αστραπές καί κεραυνοί κι ό μανιασμένος αγέρας σφύριζε στα σκοινιά λες κι ήτανε σειρήνες, δεν βλέπαμε ούτε τη μύτη μας.
«Κουράγιο παληκάρια μου, τους φώναζα, κουράγιο ν' αντέξουμε. Μπόρα είναι καί θα περάσει. Κράταγα τη λαγουδέρα όσο γερά μπόραγα. Ή στη θάλασσα ήμασταν ή στό καράβι ήταν το ίδιο πράμα. Το καράβι άρχισε να κάνει νερά. Μια τρύπα άνοιξε στα δεξιά. Βοήθα "Αγιε Νικόλα! φώναξα με απελπισία.
Σέ μια στιγμή, ένα πελώριο κύμα μ' άρπαξε καί με σφύνωσε σε μια γωνιά. Σπάσανε τα πλευρά μου καί μόλις μπόρεσα να διακρίνω με μια δυνατή αστραπή κάποιον καλόγηρο, έτσι σαν κι εσένα παππαγιώργη με μαύρο ράσο να κρατάει το τιμόνι μου. Δεν θυμάμαι τίποτις άλλο παππά μου. 'Αλλά ό καλόγηρος κείνος ήταν ό ίδιος με τον Άγιαντρέα πού σήμερις έχουμε τη χάρη του.
Μετά άρχισε να διηγείται κάποιος μεσήληκας ναύτης.
«Μετά παπά μου ακούσαμε μέσα στην αντάρα εκείνη τη φωνή του καπετάνιου να μας λέει:
—Φούντο. Φούντο παιδιάαα...
Κανείς δεν αποκρίθηκε. Μόνο μονολογήσαμε: Τρελλάθηκε ό καπετάνιος! Καί του φωνάξαμε μετά:
—Τρελλάθηκες καπετάνιο; Που να φουντάρουμε στο πέλαγο;
— Φούντο την μπροστινή δεξιά καί τη ζερβιά πίσω, ξαναφώναξε.
Υπακούσαμε καί φουντάραμε.
Μια σιγή απλώθηκε γύρω λες κι είχαν καλμάρει τα πάντα θάμα θάγινε σιλογιστήκαμε.
Καπετάνιο, καπετάνιο, φωνάζαμε καί ψάχναμε να τον βρούμε στα συντρίμια. Πουθενά ό καπετάνιος. Καί τέλος ψάχνοντας τον βρήκαμε σφηνωμένο σε κάτι σανίδια. Σάν συνήλθε δεν θυμόταν τίποτις.
Ό παπάς σταυροκοπιέται καί τους λέει:
— Ό "Αγιος Αντρέας σας έσωσε παιδιά μου.
Κι έσεϊς πούσαστε νύχτα μέρα στη θάλασσα μέσα σε τόσους κινδύνους πρέπει νάχετε μέσα σας το Χριστό.
Αναστέναξε βαθειά ό καπετάνιος, κι αφού ρούφιξε τον σπιτικό καφέ, άναψε το τσιμπούκι του καί συνέχισε:
«Με πήρανε πού λες παππά μου καί με ξάπλωσε στην κουβέρτα. Φως δεν είχαμε, μαύρο σκοτάδι καί περιμέναμε να ξημερώσει ό Θεός τη μέρα, γιατί φανταστήκαμε ότι βρισκόμασταν σε κάποιο λιμάνι.
"Οταν λοιπόν χάραξε καί διακρίναμε τα άσπρα σπίτια του νησιού σας, πέρασε κάποιο καλόπαιδο στην παραλία καί αφού τον ρώτηξα ποιο μέρος είναι τοϋτο μας είπε ότι είναι οι Σπέτσες κι ότι σήμερις είναι του Άγιαντρέα. Γιατί 'τανε κείνος πού μ' άρπαξε το τιμόνι κι έδινε εντολές στους ναύτες μου.
Εμείς φύγαμε από τη Μάλτα καί πήγαμε στην Κρήτη καί, μετά στη πατρίδα τη Χίο.!Αλλά ποιος να το φανταζότανε ότι ό καιρός, ό Άγιος θα μας έβγαζε στο νησί σας.
Με τα φλουριά π' άφησα στην εικόνα του Αγίου, βόηθα τα ορφανά, τίς χήρες καί τους φτωχούς. Ήταν όλοι οί ναύλοι 15 μηνών. Λεφτά ξανακάνω, αλλά τη ζωή μου καί των ναυτών μου ποτέ.
Θα ξανάρθω στο νησί σας καί θα κρεμάσω στη χάρη του ένα ασημένιο καράβι, όμοιο με το δικό μου.
Άφοΰ ό παπάς τους σταύρωσε, σαν όλοι σηκώθηκαν να φύγουν, τους ευχήθηκε καλά ταξείδια, κι έφυγαν πορευόμενοι προς το πλοίο να συνεχίσουν εκεί πού ή μοίρα τους είχε τάξει.


πηγή-περιοδικό''Νεανικοί Προβληματισμοί''
Ιουλιος-Αύγουστος 1997
http://www.orthodoxigynaika.blogspot.com/

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Η ΣΠΗΛΙΆ ΤΟΥ ΑΓ.ΑΝΔΡΕΑ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΣΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ

O Άγιος απόστολος Ανδρέας,ο οποίος εκχριστιάνισε τη Ρουμανία είναι ο πολιούχος και προστάτης άγιος ολόκληρης της Ρουμανίας.Κατά την παραμονή του στη ρουμανική γη ένα μεγάλο μέρος το πέρασε σε μια σπηλιά που βρίσκεται κοντά στην πόλη Κωνστάντσα της Ν.Α.Ρουμανίας η οποία τώρα είναι τόπος προσκυνήματος.Κοντά στη «Σπηλιά του Αγ.Ανδρέα» βρίσκονται 9 πηγές όπου σύμφωνα με την παράδοση έκανε τις πρώτες βαπτίσεις.Σκαμμένη μέσα σ''έναν βράχο σήμερα έχει τη μορφή ενός ναού.Στα 200 μέτρα απόσταση έχουν βρεθεί τα ίχνη αρχαίων κελλιών σκαμμένων μέσα σε βράχους.
Μετά από μακρά περίοδο ερημώσεως,στις αρχές του 20ου αιώνα,ένας δικηγόρος ο οποίος ταξίδευε στα μέρη εκείνα είδε επαναλαμβανόμενα όνειρα που του έδειχναν το μέρος όπου βρίσκεται η σπηλιά.Έτσι ανακαλύφθηκε ο πρώτος χριστιανικός ναός της ρουμανικής γης.
Μετά το 1990 χτίστηκε κοντά στη σπηλιά ένας μεγάλος ναός και εγκαταστάθηκε μια μοναστική αδελφότητα,ενω πρόσφατα χτίστηκε άλλος ένας ναός προς τιμήν της Αγίας Σκέπης

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

ΠΡΟΣΕΥΧΗ-...συνουσία και ένωσις του ανθρώπου με το Θεό...(Αγ.Ιωάννης Σιναίτης)

Τί είναι προσευχή;
Ό άγιος Ιωάννης, ο συγγραφεύς της «Κλίμακος», μας δίδει την άπάντηση: «Ή προσευχή, ως προς την ποιότητα της είναι συνουσία και ενωσις του ανθρώπου με τον Θεόν, καί ως προς την ενέργεια της, σύστασις καί διατήρησις του κόσμου, συμφιλίωσις με τον Θεόν, μητέρα των δακρύων, καθώς επίσης καί θυγατέρα, συγχώρησις των αμαρτημάτων, γέφυρα πού σώζει από τους πειρασμούς, τοίχος πού μας προστατεύει από τις θλίψεις, συντριβή των πολέμων, έργο των Αγγέλων, τροφή όλων των ασωμάτων, ή μέλλουσα ευφροσύνη, εργασία πού δέν τελειώνει, πηγή των αρετών, πρόξενος τών χαρισμάτων, αφανής πρόοδος, τροφή της ψυχής, φωτισμός του νου, πέλεκυς πού κτυπά την άπόγνωση, άπόδειξις της ελπίδος, διάλυσις της λύπης, πλούτος των μοναχών, θησαυρός των ήσυχαστών, μείωση του θυμού, καθρέπτης της πνευματικής προόδου, φανέρωση των μέτρων [πού έχουμε φθάσει], δήλωση της πνευματικής καταστάσεως, άποκάλυψη των μελλοντικών πραγμάτων, σημάδι της πνευματικής δόξης πού έχει κανείς. Ή προσευχή είναι γι' αυτόν πού προσεύχεται πραγματικά, δικαστήριο καί κριτήριο καί βήμα του Κυρίου, πρίν από το μελλοντικό βήμα» (Λόγος ΚΗ', Περί Προσευχής, έκδ. Ί. Μονής Παρακλήτου, 1978).

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ ΤΟΥ ΤΥΡΝΟΒΟ-Ένας μεγάλος άγιος της Βουλγαρικής Εκκλησίας(+27 Νοεμβρίου)

O όσιος Θεοδόσιος (βουλγαρικής καταγωγής) έζησε στα τέλη του 13ου αιώνος στην περιοχή του Τυρνόβου. Υπήρξε μια μεγάλη εκκλησιαστική μορφή της εποχής του. Είναι εκείνος πού πρώτος έφερε στη Βουλγαρία τη διδασκαλία του οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου και το ορθόδοξο ασκητικό ήθος του Αγίου Όρους.

Ο ισχυρός πόθος του να αφιερωθεί στον Θεό από τη νεανική του ηλικία τον έκανε να απαρνηθεί τα εγκόσμια, πατρίδα, περιουσία και συγγενείς, και να πορευθεί στη Μονή του Αγίου Νικολάου του Άρτσάρ (περιοχή Βιδυνίου). Έκεί απορροφήθηκε από τη μελέτη των Αγίων Γραφών. Αποστήθισε το Ψαλτήριο και προσευχόταν απερίσπαστα καλλιεργώντας τις αρετές της νηστείας, της ταπεινοφροσύνης και της υπακοής. Όταν έκοιμήθη ό πνευματικός του καθοδηγός Ίώβ, αναχώρησε για την Ιερά Μονή της Θεοτόκου της Οδηγήτριας στο Τύρνοβο. Έκεΐ μέσα στην ησυχία των δασών του Σλίβεν με μια ομάδα ασκητών μοναχών απολάμβανε την παρουσία του Θεού και ζοΰσε πλημμυρισμένος από τη θεία Χάρη του.
Συντομα όμως αναχώρησε για τη Μονή της Θεοτόκου Έπικέρνους αναζητώντας νέο πνευματικό οδηγό. Ό Κύριος ικανοποίησε τον βαθύ πόθο του δούλου του.Έκεί στα σύνορα της Βουλγαρίας με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατέφθασε τότε από το Άγιον "Ορος ό μεγάλος ασκητής και όσιος, ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης με συνοδεία μαθητών. Οι ληστρικές επιδρομές Σαρακηνών πειρατών είχαν καταστήσει το Άγιον Όρος την εποχή εκείνη δύσκολο τόπο ασκήσεως.Συνάντησε λοιπόν ό όσιος Θεοδόσιος τον όσιο Γρηγόριο καί συνέβη, όπως λέει ό βιογράφος του, να έλκυσθεί από αυτόν τόσο ισχυρά «όπως ό σίδηρος έλκεται από τον μαγνήτη».

Ό Θεοδόσιος ανακάλυψε στο πρόσωπο του οσίου Γρηγορίου πνευματικό θησαυρό. Αφοσιώθηκε στο νέο του γέροντα απορροφώντας με δίψα το ασκητικό του ήθος αλλά και τις σοφές διδαχές του. Σύντομα ό Θεοδόσιος αναδείχθηκε πρότυπο μονάχου, έγινε «υπόδειγμα υπακοής καϊ ζηλωτής νοεράς προσευχής». Στή συνοδεία αυτή γνώρισε και συνεδέθη με πνευματική φιλία και με τον όσιο Ρωμύλο. Δυστυχώς όμως ό Θεοδόσιος δεν απόλαυσε για πολύ τη χαρά του Κοινοβίου, γιατί ό όσιος Γρηγόριος έκοιμήθη. Οι μοναχοί προέκριναν για νέο ηγούμενο τον όσιο και ευλαβή Θεοδόσιο. 

Αυτός όμως έντονα αρνήθηκε και αναχώρησε αμέσως με τον συμμοναστή του Ρωμύλο για την περιοχή του Σλίβεν και τον Αθωνα για μελέτη των έργων των αγίων Πατέρων. Επειδή όμως οί πειρατείες δεν είχαν κοπάσει, σύντομα αναχώρησε και από εδώ. Και μετά από επίπονη περιοδεία (Θεσσαλονίκη - Βέροια - Κωνσταντινούπολη - Παρορια, Σλίβεν) κατέληξε στο όρος Κελιφάρεβο (κοντά στο σημερινό Μπουργκάς στη Μαύρη θάλασσα). Εκεί με τη συνδρομή του Βούλγαρου βασιλιά Ιωάννη Αλεξάνδρου (1331-1371), πού αγαπούσε και θαύμαζε πολύ τον Μοναχισμό και τον βυζαντινό πολιτισμό, έκτισε Μονή.

Το ιερό αυτό συγκρότημα από 50 περίπου μοναχούς πού διηύθυνε ό Θεοδόσιος θεμελιώθηκε στις πνευματικές αυστηρές βάσεις της ασκητικής διδασκαλίας του οσίου Γρηγορίου. Υπήρξε φάρος της Ορθοδοξίας πού εξέπεμπε το φως του γνήσιου ήσυχασμού σ' όλη τη Βουλγαρία και έξω από τα σύνορα της. Έκεϊ οί μοναχοί «αντέγραφαν χειρόγραφα και μετέφραζαν στα Σλαβονικά έργα μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας» μεταγγίζοντας στη χώρα τους την αγιοπνευματικη εμπειρία της Ορθοδοξίας. Σ' αυτή τη Μονή έφθαναν μαθητές από τη Σερβία, Ουγγαρία και Βλαχία για να φωτισθούν και να ακούσουν την ορθόδοξη διδασκαλία. Ή Μονή υπήρξε ακόμη και κέντρο άντιαιρετικό πού αντιμετώπιζε με σθένος τους οπαδούς των αιρετικών Βαρλαάμ και Ακίνδυνου, τους Βογομίλους και Ίουδάίζοντες.
Οι Άγιοι Θεοδόσιος του Τύρνόβου και Ιωάννης της Ρίλας(Τοιχογραφία Μονή Καπίνοβο)
Μεγάλη υπήρξε ή συμβολή του οσίου Θεοδοσίου και στη Σύνοδο της Βουλγαρίας του 1359, πού συγκλήθηκε για θέματα αιρέσεων. Ό ίδιος ό Όσιος προήδρευσε σ' αυτήν και με τη δυναμική του συμβολή χάρισε νίκη στην Ορθοδοξία. "Ομως επιδρομές αλλοθρήσκων ανάγκασαν τον Θεοδόσιο να αναχωρήσει από το Μοναστήρι. Αποσύρεται λοιπόν σε απρόσιτο σπήλαιο, όπου έζησε έκεί τρία χρόνια με αυστηρότερη άσκηση.Ασθένεια όμως βαριά τον καθήλωσε επί είκοσι μήνες. Αγόγγυστα ύπέμενε τη νέα δοκιμασία ευρισκόμενος πάντα ξαπλωμένος με αχώριστο σύντροφο τη νοερά προσευχή και την ιερά μελέτη.

"Επιθυμούσε όμως πολύ πριν πεθάνει να επισκεφθεί τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κάλλιστο τον Α', παλαιό φίλο και συμμαθητή του. Έφθασε λοιπόν στην Κωνσταντινούπολη και του υπέβαλε ευλαβικά τη «μετάνοια» του. Ζήτησε την ευλογία του και συζήτησε μαζί του με εγκαρδιότητα όχι μόνο θέματα πνευματικής ζωής αλλά και για προβλήματα της "Εκκλησίας της Βουλγαρίας. Μέχρι το τέλος της ζωής του ό μακάριος όσιος Θεοδόσιος παρέμεινε στη Βασιλεύουσα στην Ιερά Μονή του Άγιου Μάμαντος.

Προαισθανόμενος το τέλος του κάλεσε γύρω του τους μαθητές του αφήνοντας τους τις τελευταίες του υποθήκες. Τους είπε: «Να είστε αυστηροί στα δόγματα, να μένετε προσηλωμένοι στο Θεό, να προσεύχεσθε, να άγνίζετε τα συναισθήματα σας και να εύαρεστείτε στον πανάγιο Θεό με τον αγώνα σας».

Οί μαθητές ασπάστηκαν με δάκρυα τα χέρια και τα πόδια του άγιου καθοδηγού τους. Και άφοΰ ό Όσιος άπήγγειλε το «Πιστεύω» και μετέλαβε με κατάνυξη τα Άχραντα Μυστήρια, παραδόθηκε σε έκσταση βλέποντας γύρω του φωτοειδεϊς Αγγέλους. Και με ειρηνικό μειδίαμα στα χείλη κλείνοντας τα βλέφαρα του παρέδωσε την ψυχή του στον Δημιουργό του, τον Κύριο και Θεό μας, στις 27 Νοεμβρίου του 1363. Τότε γέμισε το κελλί του από μια άρρητη ευωδιά.
'Ο Κύριος δόξασε τον δούλο του και πιστό του μαθητή Θεοδόσιο. Ή κηδεία του έγινε στην Κωνσταντινούπολη με μεγαλοπρέπεια με την παρουσία του Πατριάρχου και τής'Ιεράς Συνόδου. Το έργο του οσίου Θεοδοσίου δεν έσβησε. Δικά του πνευματικά αναστήματα εϊναι ό άγιος Κυπριανός Κιέβου (16/9) και ό άγιος Ευθύμιος Πατριάρχης Τυρνόβου(20/1).

Το αγνό, γνήσιο και αυθεντικό ήθος και δόγμα της "Ορθοδοξίας μας, πού μας χάρισε ό πανάγιος Θεός, ας το απολαμβάνουμε. Και ας το μεταλαμπαδεύουμε γύρω μας με καύχηση εν Κυρίω και με συναίσθηση ευθύνης όπως ό όσιος Θεοδόσιος ό εν Τυρνόβω.

πηγή-περιοδικό ''ΣΩΤΗΡ''

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ ΛΟΥΚΑ-Ο πλούσιος νέος

Υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι τηρούν τις εντολές του  Θεού, έχοντες την αυτοσυνειδησία του δούλου, φοβούμενοι την κόλαση που συνεπάγεται ή παρακοή.

"Αλλοι υπακούουν στο θέλημα του Κυρίου, στοχεύοντας στην αντιπαροχή και γι' αυτό πολύ εύστοχα στην εκκλησιαστική γλώσσα ονομάζονται «μισθωτοί». Και οι μεν και οι δε έχουν μια νομική αντίληψη για τη σχέση τους με το Θεό και ή συμμόρφωση τους στίς απαιτήσεις του Ευαγγελίου τους καλλιεργεί τον εγωισμό και δημιουργεί αίσθημα αύτοδικαίωσης, το όποιο, σε τελευταία ανάλυση, κενώνει τη σταυρική θυσία και δωρεά του Θεανθρώπου.
Φυσικά δεν λείπουν, ευτυχώς, κι' εκείνοι πού ασκούν την αρετή και εφαρμόζουν όσα Εκείνος εντέλλεται, μόνο και μόνο επειδή τον αγαπούν και επιθυμούν να έχουν κοινωνία μαζί Του. Αναμφισβήτητα είναι μακάριοι και ελεύθεροι εν Χριστώ. Σχολιάζοντας ό ιερός Χρυσόστομος λέει: «έπρεπε να πονούμε όχι όταν κολαζώμεθα, άλλ' όταν άμαρτάνωμεν... Διότι το να προσκρουης στο Θεό είναι χαλαπώτερο από την οποιαδήποτε κόλαση. Επειδή όμως δεν τον αγαπούμε, δεν μπορούμε να καταλάβουμε το μέγεθος αυτής της τιμωρίας. Και γι' αυτό περισσότερο όδύρομαι και θρηνώ. Γιατί και τί δεν έκαμε ό Θεός, ώστε να άγαπηθή από μας; Τι δεν έπενόησε; Τι είναι εκείνο που παρέλειψε;».
'Ο πλούσιος του ευαγγελικού αναγνώσματος της ημέρας, φαίνεται ότι δεν ανήκει σ' αύτη την ευλογημένη παρεμβολή των φιλούντων τον Χριστό.
Ή καρδιά του είναι κλειστή, βουτηγμένη στην αγωνία της, στον προβληματισμό της, στην ερημιά της. "Ισως είναι και άδεια, κολλημένη στον ίξό των υλικών, αδύναμη να προσφερθή, να προσφέρη και να μοιράση.
Κι' όμως διατείνεται ότι επιθυμεί να άκολουθήση Αυτόν, ό όποιος, όντας πλούσιος, έπτώχευσε, ώστε με τη δική του πτώχεια να πλουτήσουμε εμείς και πράττει τα αρεστά στον Πατέρα του πάντοτε, επειδή τον αγαπά. Αυτόν, πού ευρίσκεται σέ μειονεκτικότερη θέση από τις αλωπεκές και τα πετεινά του ουρανού, αφού δεν έχει πού να κλίνη την κεφαλή Του!...
Υπάρχουν, ωστόσο, και κάποιοι, πού «νίκησαν το Θεό» και συγχωρέθηκαν για τις πολλές αμαρτίες τους, επειδή ήγάπησαν πολύ!
Τελικά φαίνεται ότι μόνον όσοι διαθέτουν ΚΑΡΔΙΑ μπορούν να οωθούν!

Αρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου Τριανταφύλλου

Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010

ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΚΑΙ ΥΠΑΤΙΑ

Της Αγίας Αικατερίνης σήμερα και εορτάζουν όχι μόνο οι γυναίκες που φέρουν το όνομα της, αλλά και όλος ο χριστιανικός κόσμος.

Κατά το Συναξάρι η Αγία Αικατερίνη γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια και ήταν θυγατέρα του Κώνστα ή Κέστου. Σύμφωνα με το Συναξάρι υπήρξε «παρθένος περικαλλής, σωφρονεστάτη και ένδοξος πλούτω και γένει και παιδεία• λόγω του σταθερού της φρονήματος κίνησε την εμπαθή και ακόλαστη ψυχή του τυράννου- δια δε της ευγλωττίας της εξουδετέρωσε τους σοφούς που ήρθαν σε διαλογική αντιπαράθεση μαζί της». Μαρτύρησε σης 25 Νοεμβρίου του 305, επί αυτοκράτορας Διοκλητιανού. Από ορισμένους ιστορικούς γίνεται μία σκόπιμη σύγχυση της χριστιανής μάρτυρος Αγίας Αικατερίνης με την ειδωλολάτρισσα φιλόσοφο Υπατία. Και υπάρχει η τάση να γίνει μία εξισορρόπηση μεταξύ των θανάτων τους, αφού και η Υπατία πέθανε μαρτυρικά από εξαγριωμένους χριστιανούς 110 χρόνια μετά,το 415. Οι χριστιανοί δεν αμνηστεύουν ούτε δικαιολογούν βιαιοπραγίες και δολοφονίες, εν ονόματι οποιασδήποτε δικαιολογίας. Ομως από την άλλη δεν πρέπει να λέγονται και να γράφονται ανακρίβειες. Ο Αγιος Αθανάσιος, Πατριάρχης Αλεξανδρείας και εκ των σημαντικότερων Πατέρων της Εκκλησίας μας ουδεμία σχέση είχε με την Υπατία. Εκείνος εκοιμήθη το 373 και η Υπατία γεννήθηκε το 370. Δεύτερον ο Αγιος Κύριλλος, Πατριάρχης Αλεξανδρείας και εκ των σημαντικών πατέρων της Εκκλησίας, επί των ημερών του οποίου εγένετο η δολοφονία της Υπατίας, από πουθενά δεν αποδεικνύεται ότι παρακίνησε φανατικούς μοναχούς να τη δολοφονήσουν. Πουθενά δεν αναφέρει τέτοιο πράγμα ο σύγχρονος της Υπατίας ιστορικός Σωκράτης ο σχολαστικός. Εκείνο που αναφέρει είναι το επεισόδιο της δολοφονίας της και το σχόλιο ότι αυτή «προσήψε στον Κύριλλο ψόγο», αφού επί των ημερών του συνέβη. Μάλιστα ο πατρολόγος Παν. Κ. Χρήστου σημειώνει σπι θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια ότι εάν είχε πράγματι ο Κύριλλος συστήσει τη δολοφονία της Υπατίας τότε θα ήταν αυτό γνωστό στους Αλεξανδρινούς και θα το χρησιμοποιούσαν σε βάρος του οι αιρετικοί Νεστοριανοί, που ήσαν θανάσιμοι αντίπαλοι του. Και φυσικά ο Κύριλλος δεν ήταν ανιψιός του Μεγάλου Αθανασίου, αλλά του προκατόχου του Θεοφίλου.

Πρέπα επίσης να εξετάζονται και οι περιστάσεις υπό τις οποίες έγιναν οι βιαιότητες. Στο συγκεκριμένο ζήτημα των θλιβερών επεισο¬δίων του 415, που προκάλεσαν τη δολοφονία τη$ Υπατίας, νωρίτερα υπήρξε μεγάλη ένταση στην Αλεξάνδρεια. Στο θέατρο της πόλης βρισκόταν ο έπαρχος Ορέστης όταν Ιουδαίοι είδαν μεταξύ των θεατών χριστιανούς και ερεθίσθηκαν. Επιασαν το γραμματέα του Πατριάρχου Κυρίλλου Ιέρακα και με την κατηγορία ότι προτίθεται να διέγειρει τα πλήθη τον παρέδωσαν στον Ορέστη που έδωσε εντολή να μαστιγωθεί. Ο Κύριλλος αντέδρασε έντονα και επικεφαλής διαδήλωσης κατευθύνθηκε εναντίον της γειτονιάς των Ιουδαίων, όπου δεν απέτρεψε τη διαρπαγή της περιουσίας τους. Ο Ορέστης συνέλαβε τότε μοναχό με την κατηγορία ότι επιχείρησε να τον λιθοβολήσει και αφού διέταξε να βασανιστεί τον άφησε να πεθάνει. Ο Κύριλλος από την πλευρά του έδωσε εντολή να αποδοθούν στον εκτελεσθέντα μοναχό τιμές μάρτυρος.

Η Υπατία, διάσημη φιλόσοφος και μαθηματικός και φίλη του Ορέστη, της οποίας η μόρφωση και η σεμνότητα προκαλούσαν γενικό σεβασμό οτην Αλεξάνδρεια, θεωρήθηκε ότι επειδή ήταν ειδωλολάτρης, αυτή προκάλεσε την ένταση στις σχέσεις μεταξύ Επαρχου και Πατριάρχου και αυτό οδήγησε στην άγρια δολοφονία της από φανατικούς χριστιανούς. Τέλος από πουθενά δεν αποδεικνύεται ότι οι χριστιανοί επίτηδες προκάλεσαν σύγχυση μεταξύ της βιογραφίας της Αγίας Αικατερίνης και αυτής της Υπατίας, όπως υποστηρίζουν εκ λόγων σκοπιμότητας ορισμένοι ιστορικοί.

Γ.Ν.Παπαθανασόπουλου
''Τύπος της Κυριακής''25-11-2001

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ-ΑΠΑΤΕΣ ΚΑΙ ΥΠΑΤΙΑ
Η Αγ.Αικατερίνη,η Υπατία και η κινηματογραφική ταινία ''AGORA''
Ο Μιχ.Καλόπουλος και ο Άγιος Κύριλλος
Η Υπατία,ο Άγ.Κύριλλος Αλεξανδρείας και η χολυγουντιανή παραγωγή αθειστή σκηνοθέτη(διαβάστε και τα σχόλια)

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

ΑΓΙΟΣ ΜΑΛΧΟΣ Ο ΙΡΑΚΙΝΟΣ(+24 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ)

Ο εν άγίοις πατήρ ημών Μάλχος γεννήθηκε κοντά στην πόλη Νινευΐ της Μεσοποταμίας, από Σύρους γονείς, πού είχαν μεταναστεύσει εκεί. "Εζησε στον 4ο αιώνα, όπως φαίνεται, αφού διηγήθηκε τη ζωή του στον "Αγιο Ιερώνυμο, ό οποίος καί την διέσωσε ως εμάς.
"Οταν μεγάλωσε ό Μάλχος, οι γονείς του θέλησαν να τον παντρέψουν. "Ομως ό ευσεβής νέος είχε αποφασίσει να αφιερώσει τη ζωή του στον Χριστό ολοκληρωτικά. "Ετσι λοιπόν,για να αποφύγει τις συνεχείς πιέσεις των γονιών του, διέφυγε μία ήμερα και κατέφυγε σε ένα μοναστήρι πού βρισκόταν σε άλλη περιοχή, μακριά από τη Νινευΐ.
Έτσι πέρασαν μερικά χρόνια ασκήσεως και προσευχής στο μοναστήρι. Ό πατέρας του Μάλχου είχε πια πεθάνει, όταν πειρασμός κατέλαβε το μυαλό του νέου ασκητού. Έντονα ό λογισμός του υπέβαλε να γυρίσει πίσω στη Νινευΐ καί αφού παρηγορήσει τη μητέρα του καί τους συγγενείς του και τακτοποιήσει και τις άλλες οικογενειακές εκκρεμείς υποθέσεις τους, να ξαναγυρίσει πίσω στο μοναστήρι για να συνεχίσει την άσκηση του. Αυτό βέβαια ήταν μία παγίδα του πονηρού για να τον βγάλει έξω από το μοναστήρι και να τον καταβροχθίσει ανυπεράσπιστο. Ό γέροντας του, του εξήγησε πώς έχουν τα πράγματα καί δεν του έδωσε ευλογία να φύγει, όμως αυτός τον παράκουσε και υπάκουσε στον λογισμό του. Ξεκίνησε λοιπόν για την πατρίδα του.
Στόν δρόμο "Αραβες ληστές επιτέθηκαν στο καραβάνι και άρπαξαν τα μεταφερόμενα εμπορεύματα. Τους ταξιδιώτες τους πήραν κι αυτούς αιχμαλώ¬ους για να τους πουλήσουν σε σκλαβοπάζαρο. Ό Μάλχος πουλήθηκε σκλάβος μαζί με μία συνταξιδιώτισσά του σε κάποιον πλούσιο. Ό κύριος του όμως ήθελε με τη βία να παντρέψει τον Μάλχο με τη νεαρή δούλη που είχε αγοράσει. Ό Μάλχος, οντάς μοναχός, δεν ήθελε φυσικά να καταπατήσει τις υποσχέσεις του και αρνιόταν να νυμφευθεί. Ό αφέντης του όμως του ξεκαθάρισε τα πράγματα: «'Ή παίρνεις γυναίκα σου τη δούλη ή θα σε σκοτώσω με τα ϊδια μου τα χέρια». Μεγάλη θλίψη κατέλαβε τον Μάλχο. "Εβλεπε το αδιέξοδο στο όποιο τον οδήγησε ή ανυπακοή του και φτάνοντας σε απόγνωση, το μυαλό του άγγιξε με φρίκη την ιδέα της αυτοκτονίας. "Ομως ό Θεός τον λυπήθηκε και έδωσε λύση στον φοβερό του πειρασμό. Ή νεαρή δούλη, που ήταν κι αυτή ευσεβής και έμαθε τί γινόταν στην ψυχή του νέου μοναχού, δέχτηκε να λάβει μέρος σε ένα παιχνίδι. Προσποιήθηκαν και οι δύο ότι δέχονται να ενωθούν σε ζευγάρι. "Ομως υποσχέθηκαν ό ένας στον άλλο να ζήσουν εν άγνεία, έναν λευκό γάμο, για την αγάπη του Χρίστου. Τα σώματα τους θα παρέμεναν χωρισμένα, ενώ οι ψυχές τους θα ενώνονταν δια της εν Χριστώ αγάπης. Οι κύριοι τους θα νόμιζαν λοιπόν δτι ήταν πραγματικό ανδρόγυνο και όλοι θα είχαν οικονομηθεί.
Κάποια ζεστή και ηλιόλουστη ημέρα. ό Μάλχος και ή υποτιθέμενη γυναίκα του περπατούσαν στην έρημο. Ό Μάλχος θυμόταν με νοσταλγία και δάκρυα στα μάτια το μοναστήρι του και τον γέροντα του. Βλέποντας μάλιστα μια μυρμηγκοφωλιά, θαύμαζε την αέναη δραστηριότητα των μυρμηγκιών, τη συνεργασία τους και την από κοινού ζωή τους για το καλό όλων τους. Σύγκρινε, άθελα του, τη ζωή των εντόμων αυτών με τη ζωή του μοναστηριού, πού άλλοίμονο, τόσο επιπόλαια είχε χάσει από τα χέρια του. Θυμόταν ότι όταν ζούσε στο μοναστήρι όλα τα πράγματα ήταν κοινά για όλους, τίποτα δεν άνηκε χωριστά σε έναν μοναχό, άλλα όλοι εργάζονταν και πρόσφεραν τα πάντα στους πάντες χωρίς διάκριση. "Ολα αυτά αφού τα συζήτησαν με την υποθετική σύζυγο του αποφάσισαν να κάνουν μαζί την απόδραση τους. "Αρχισαν λοιπόν να περπατούν βιαστικά προς την κατεύθυνση του μοναστηριού. "Ομως, δυστυχώς, διαπίστωσαν σε λίγη ώρα ότι δύο αρματωμένοι άνδρες τους ακολούθησαν με τις καμήλες τους για να τους συλλάβουν. Το ζευγάρι επιτάχυνε το βήμα του καί, ω του θαύματος, βρέθηκε μπροστά στο άνοιγμα μιας σπηλιάς, στην οποία χώθηκε μέσα. Ή σπηλιά ήταν σκοτεινή, άλλ' αυτοί προχωρούσαν. Οι αρματωμένοι τους ακολουθούσαν φωνάζοντας: «Βγείτε έξω πανάθλιοι, να σας σκοτώσουμε αμέσως». "Ομως ό Χριστός και πάλι δεν άφησε ανυπεράσπιστους τους δούλους του. Ξάφνου πετάχτηκε μέσα από το σκοτεινό βάθος του σπηλαίου μία άγρια λέαινα πού είχε εκεί την φωλιά της. Βγήκε έξω καί αφού θανάτωσε τον έναν άνδρα, κυνήγησε ως μακριά στην έρημο τον έντρομο σύντροφο του απαλλάσσοντας θαυματουργικά τον Μάλχο και τη γυναίκα από τον φοβερό κίνδυνο.
Έτσι γλύτωσε για μία φορά ακόμη ό Μάλχος. Πήγε πρώτα και εμπιστεύθηκε την κόρη σ' ένα γυναικείο μοναστήρι, ενώ ξαναγύρισε κι αυτός στη μονή της μετανοίας του για να μην την εγκαταλείψει ως τα βαθιά γεράματα του, από οπού και έφυγε οριστικά για τις ουράνιες Μονές. Ή μνήμη του τιμάται στίς 24 Νοεμβρίου.

πηγή-Το βιβλίο του κ.Γεωργίου Πιπεράκι:«Ο Χριστός στην Ασία»

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

Προσκυνητής στην Λαύρα του Αγ.Αλεξάνδρου Νιέφσκι(+23 Νοεμβρίου)

Ο Αλέξανδρος Γιαροσλάβιτς «Νιέφσκι» (1220 - 1263 μ.Χ.) είναι μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της μεσαιωνικής Ρωσίας και άγιος της Ρωσικής Εκκλησίας. Υπήρξε ηγέτης της Δημοκρατίας του Νόβγκοροντ και κατόπιν ολόκληρης της Ρωσίας σε μια πολύ δύσκολη περίοδο για τον ανατολικό σλαβικό κόσμο.

Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε στο Περεσλάβλ (νυν Περεσλάβλ-Ζαλέσκι του Γιαροσλάβλ) στις 30 Μαΐου 1220 μ.Χ. Ήταν ο τέταρτος γιος του Γιαροσλάβ Βζέβολοντοβιτς, ρουρικίδα διαδόχου του θρόνου και μετέπειτα Μεγάλου Πρίγκιπα του Βλαντίμιρ. Βλέποντας ότι δεν είχε πιθανότητες να φορέσει το στέμμα του Βλαντίμιρ, σε ηλικία μόλις 16 ετών αποδέχθηκε την πρόταση της Φεουδαλικής Δημοκρατίας του Νόβγκοροντ να αναλάβει Δούκας της και άφησε την πατρίδα του για να εγκατασταθεί στο Νόβγκοροντ, σε μια συγκυρία που δεν ήταν καθόλου ευνοϊκή:
1) Η Εμπορική Οδός Βαράγγων - Ελλήνων που έφερνε πλούτο είχε σταματήσει.
2) Σχεδόν όλο το Κράτος των Ρως εκτός από το Νόβγκοροντ είχε μόλις καταλυθεί από τους Τατάρους της Χρυσής Ορδής και διασπασθεί σε δεκάδες μικρά πριγκιπάτα, τα περισσότερα ελεγχόμενα διά φόρου υποτέλειας.
3) Δύο δυνάμεις από τα δυτικά εποφθαλμιούσαν τα εδάφη του Νόβγκοροντ: οι Σουηδοί που επιθυμούσαν να ανασυστήσουν τις ποτάμιες εμπορικές οδούς από τη Βαλτική έως τη Μαύρη Θάλασσα, και οι γερμανοί Τεύτονες Ιππότες που ήδη ήλεγχαν τη Λιβονία (νυν Εσθονία και Λετονία).
Ο νεαρός δούκας κλήθηκε πολύ γρήγορα να αποδείξει τις ικανότητές του. Το 1240 μ.Χ. ο σουηδικός στρατός εισέβαλε στην Ίνγκρια με στόχο να αποκτήσει τον έλεγχο του Νέβα και της Λάντογκα, ώστε μακροπρόθεσμα να χρησιμοποιήσει την περιοχή ως ορμητήριο για περαιτέρω επέκταση. Ο Αλέξανδρος κινήθηκε ταχύτατα με ένα μικρό στράτευμα, θέλοντας να φθάσει τους εισβολείς πριν μπουν στην οχυρωμένη Λάντογκα. Τους πρόλαβε τελικά στη συμβολή του Νέβα με τον Ιζόρα και τους επιτέθηκε αιφνιδιαστικά τη νύχτα (Μάχη του Νέβα, 15 Ιουλίου 1240 μ.Χ.). Οι Σουηδοί δεν πρόλαβαν καλά-καλά να βγουν από τα πλοία τους (ο Νέβας είναι πλωτός ποταμός) και ο Αλέξανδρος θριάμβευσε - έκτοτε έλαβε το προσωνύμιο Νιέφσκι (δηλαδή του Νέβα). Η νίκη αυτή είχε μεγάλη σημασία για το μέλλον του Νόβγκοροντ, αφού απέτρεψε μία ενδεχόμενη εκστρατεία μεγάλης κλίμακας των σουηδών στη ΒΔ Ρωσία τα επόμενα χρόνια.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, ο Αλέξανδρος μετά τη νίκη στο Νέβα διατάχθηκε να επιστρέψει στην πατρίδα του! Τα αίτια εντοπίζονται στο εξής: η πολιτική εξουσία στη Δημοκρατία του Νόβγκοροντ ασκούταν κυρίως από τους Βογιάρους (παραδοσιακή αριστοκρατία) και τη Βέτσε (λαϊκή συνέλευση). Από την άλλη ο Δούκας ήταν πρωτίστως στρατιωτικό αξίωμα, με αρμοδιότητες που οριοθετούνταν σαφώς από ειδικό συμβόλαιο που υπέγραφε όταν αναλάμβανε καθήκοντα. Όμως ο Αλέξανδρος είχε αποκτήσει τέτοια δημοφιλία που ήταν εύκολο να αρχίσει να συγκεντρώνει και πολιτική δύναμη, πράγμα που ενόχλησε τους βογιάρους και οδήγησε στην «απόλυσή» του. Τηρουμένων των αναλογιών, η ιστορία αυτή θυμίζει τον εξοστρακισμό της αρχαίας Αθήνας.
Τα λείψανα του Αγ.Αλεξάνδρου Νιέφσκι
 Ελάχιστο χρόνο αργότερα οι Τεύτονες Ιππότες της Λιβονίας άρχισαν να εκδηλώνουν έμπρακτα την επιθετικότητά τους. Αφού κατέλαβαν το Πσκοβ, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Δημοκρατίας, άρχισαν να πραγματοποιούν ληστρικές επιδρομές στα περίχωρα του Νόβγκοροντ. Ο Αλέξανδρος ανακλήθηκε από την ιδιότυπη εξορία του και επέστρεψε στην πόλη την άνοιξη του 1241 μ.Χ., αν και η πρώτη του αντίδραση ήταν αρνητική. Τους πρώτους μήνες αφοσιώθηκε στην αποκατάσταση του ελέγχου στις κοντινές περιοχές και μόνο όταν ένιωσε αρκετά προετοιμασμένος εξεστράτευσε δυτικά για να απελευθερώσει το Πσκοβ.

Η μάχη - κλειδί ήταν αυτή της λίμνης Πέιπους (ή Τσούντσκο-Πσκόβσκοε), στις 5 Απριλίου 1242 μ.Χ. Ο Αλέξανδρος ήταν επικεφαλής μιας δύναμης 4.000 - 5.000 πεζών. Οι τεύτονες (υπό τις διαταγές του Χέρμαν φον Μπουξχέβντεν) μαζί με τους Δανούς και Εσθονούς συμμάχους τους ήταν περίπου οι μισοί, αλλά από αυτούς οι χίλιοι ήταν ιππότες και έως τότε θεωρούνταν ανίκητοι.

 Γνωρίζοντας ότι δύσκολα θα μπορούσε να ανταπεξέλθει σε μάχη ενάντια στο σιδερόφρακτο ιππικό, ο Αλέξανδρος έκανε το εξής τέχνασμα: Παρέσυρε τους Τεύτονες στην παγωμένη επιφάνεια της λίμνης, όπου τα άλογα γλιστρούσαν και δε μπορούσαν να εκτελέσουν γρήγορους ελιγμούς! Η σύγκρουση έληξε με νίκη του στρατού του Νόβγκοροντ και έμεινε στην ιστορία ως Μάχη των Πάγων, η δε ήττα των τευτόνων σήμανε το τέλος της προσπάθειάς τους να επεκταθούν προς ανατολάς εις βάρος του Νόβγκοροντ.
Έχοντας εδραιώσει τη θέση του μετά την εκδίωξη των τευτόνων, ο Αλέξανδρος Νιέφσκι προσκλήθηκε από τον Πάπα Ρώμης να αναλάβει εκστρατεία κατά των αλλοθρήσκων Τατάρων της Χρυσής Ορδής. Η απάντησή του όμως ήταν αρνητική. Υπάρχουν διάφορες εικασίες για τα αίτια αυτής της επιλογής, όχι απαραίτητα αντίθετες μεταξύ τους:
1) Φοβόταν πως δε θα μπορούσε να νικήσει τους Τατάρους, που λίγα νωρίτερα είχαν φθάσει μέχρι τις πύλες της Βιέννης. Επιπλέον πρέπει να έχουμε υπ' όψιν μας ότι δεν ήταν παρά ο ηγέτης ενός μικρού κρατιδίου που απειλούνταν και από Σουηδούς - Γερμανούς, επομένως δε μπορούσε να έχει διαρκώς τρία μέτωπα ανοικτά.
2) Πίστευε ότι ο καθολικισμός αντιπροσώπευε μεγαλύτερη απειλή για το λαό του απ' ό,τι οι Τάταροι, που ενδιαφέρονταν μόνο για τη συλλογή φόρου υποτέλειας και δε νοιάζονταν να προσαρτήσουν τους υποτελείς τους ή να τους επιβάλουν άλλη θρησκεία. Εξάλλου ήταν ακόμα νωπές οι μνήμες της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204 μ.Χ.).
3) Εκτιμούσε ότι η ύπαρξη της Χρυσής Ορδής στα νότια ήταν ένα φόβητρο που απέτρεπε τους βογιάρους από το να αμφισβητήσουν ξανά την πολιτική ισχύ του, καθώς και τον απλό λαό από το να ζητά μεταρρυθμίσεις.
4) Προτιμούσε να εξευμενίζει τους Τατάρους διά της πληρωμής φόρου υποτέλειας αντί να τους εξαγριώνει. Με αυτόν τον τρόπο ήθελε να κρατήσει τις ρωσικές περιοχές ανέπαφες από τη μανία του ταταρικού στρατού, ελπίζοντας ότι στο μέλλον οι συνθήκες για διεκδίκηση πλήρους ανεξαρτησίας θα ήταν πιο ώριμες.
Η Λαύρα του Αγ.Αλεξάνδρου Νιέφσκι στην Αγ.Πετρούπολη
Ο Αλέξανδρος Νιέφσκι και ο αδελφός του Αντρέι έγιναν κύριοι ολόκληρης της Ρωσίας το 1248 μ.Χ. Ο Αλέξανδρος έλαβε τα δυτικά πριγκιπάτα γύρω από το Κίεβο (συν το Νόβγκοροντ που ήδη εξουσίαζε), ενώ ο Αντρέι τα ανατολικά με κέντρο το Βλαντίμιρ.
Ο θάνατος βρήκε τον Αλέξανδρο σε ηλικία μόλις 43 ετών καθώς επέστρεφε στο Βλαντίμιρ από το Σαράι, όπου θρυλλείται πως είχε πάει για να ζητήσει επιεική μεταχείριση για κάποια πριγκιπάτα που δεν ήθελαν να πληρώσουν φόρο υποτέλειας. Ταξίδευε ήδη σοβαρά άρρωστος όταν εξέπνευσε στην πόλη Γκοροντέτς του Βόλγα στις 14 Νοεμβρίου 1263 μ.Χ.
Λίγα μόλις χρόνια μετά το θάνατό του, στα τέλη του 13ου αιώνα, εμφανίσθηκε ένα χρονικό με τίτλο «Η ζωή του Αλέξανδρου Νιέφσκι». Σε αυτό περιγράφεται ως ο ιδανικός πρίγκιπας που πολεμούσε στην πρώτη γραμμή κατά των εχθρών και έσωσε τη Ρωσία.
Η Ρωσική Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο το 1547 μ.Χ.
Το 1703 μ.Χ. ο Μέγας Πέτρος ίδρυσε στο δέλτα του Νέβα την Αγία Πετρούπολη. Σε ένα σημείο της νέας πρωτεύουσας ίδρυσε τη Λαύρα του Αλέξανδρου Νιέφσκι και μετέφερε εκεί τα οστά του από το Βλαντίμιρ. Ως σήμερα η Λαύρα είναι η σημαντικότερη μονή της πόλης, ενώ στεγάζει και το νεκροταφείο των σπουδαιότερων προσωπικοτήτων της.
Το 1725 μ.Χ. η αυτοκράτειρα Αικατερίνη καθιέρωσε το παράσημο του Τάγματος του Αλέξανδρου Νιέφσκι. Με την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης το παράσημο καταργήθηκε, αλλά επανήλθε κατά το Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο για ανδραγαθήματα κατά των Γερμανών εισβολέων.
Τα λείψανα του Αγ.Αλεξάνδρου Νιέφσκι στις αρχές του 20ου αιώνα
Κατόπιν παράκλησης του Ιωσήφ Στάλιν, το 1938 μ.Χ. ο Σεργκέι Αϊζενστάιν γύρισε την κινηματογραφική ταινία Αλέξανδρος Νιέφσκι. Σκοπός ήταν η δημιουργία ενός έπους που θα τόνωνε το εθνικό συναίσθημα των σοβιετικών εν όψει της επαπειλούμενης ναζιστικής εισβολής στη Σοβιετική Ένωση, γι' αυτό και η ταινία περιορίσθηκε στα γεγονότα του 1241 - 1242 μ.Χ.
Το όνομά του δόθηκε σε πολλά πλοία τόσο στην τσαρική όσο και στη σοβιετική περίοδο. Ένα από αυτά, το ιστιοφόρο Αλέξανδρος Νιέφσκι, είχε λάβει μέρος στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου το 1827 μ.Χ. Συνεχίζοντας την παράδοση, το όνομά του πρόκειται να δοθεί σε ένα πυρηνοκίνητο υποβρύχιο που κατασκευάζεται στις μέρες μας (2008 μ.Χ.) για το ρωσικό Πολεμικό Ναυτικό.
Τέλος, σε δημοσκόπηση που διεξήγαγε το 2008 μ.Χ. η ρωσική κρατική τηλεόραση με συμμετοχή περίπου 50.000.000 ατόμων, ο Νιέφσκι ψηφίσθηκε ως ο σπουδαιότερος Ρώσος όλων των εποχών.
Σημείωση: Λέγεται πως ο Αλέξανδρος κατάφερε τον Σαρτάκ (γιο και διάδοχο του Μεγάλου Μπατού Χαν) να βαπτισθεί χριστιανός, αλλά δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις.


ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ...ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ(11-10/22-11-2010)

-Ο γέροντας Παίσιος μιλάει για τις εκτρώσεις
-Εύρεση της Τιμίας Ζώνης της Θεοτόκου στα Φηρά της Σαντορίνης το 1830
-Ο μακαριστός π.Δημήτριος Τζούμας-Ένας άλλος άνθρωπος
-Από τα στενά σοκάκια της αθείας,της ασωτίας και του πνευματισμού
-Η Νεομάρτυς Χρυσή(13 Οκτωβρίου)
-Το Ορθόδοξο Παρίσι
-Άνθρωποι και καταστάσεις του εσχάτου καιρού
-Ιρλανδία-Στα ίχνη του αρχαίου κέλτικου ορθόδοξου μοναχισμού
-Το συνεχές θαύμα του Αρχάγγελου Μιχαήλ στη Σύμη
-Μια φυλή κανίβαλων στην Ορθοδοξία
-Γεροντας Παίσιος-Ο μελαγχολικός πρέπει να «γαντζωθεί από τον Χριστό
-Το θαύμα του χώματος από την Οσία Ματρώνα
-Ο Γέρων Θεόδωρος και οι αγελάδες του
-Ιερομάρτυς Αλέξανδρος Παρούσνικωφ
-Πώς μπόρεσαν οι άγιοι μάρτυρες να υπομείνουν τόσον πόνο και τόση κακουχία
-Κηφηνείον «Η Ωραία Ελλάς»
-Ο μπαρμπα-Γιάννης που είδε την Παναγιά
-Πως αλλάζουν οι νοοτροπίες!
-Η εξομολόγηση του Χαρίλαου Φλωράκη στον π.Αθανάσιο Σιμωνοπετρίτη
-Το Πατριαρχικό Μοναστήρι της Αγ.Τριάδος(Βέλικο Τίρνοβο)
-Ο άγιος κυρ-Αντώνης του Άθωνα
-Άγιος Αρίστων.Ένας τοπικός άγιος της Πάφου
-Συγκλονιστικές εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας στους ήρωες του 1940
-Ο Άγιος Δημήτριος θαυματουργεί και στους Τούρκους!
-Ο παπάς του 1940
-Ο εμπρησμός της Κέρκυρας το 1943-Αφιέρωμα, Η Ταινία
-Αφιέρωμα στον Άγιο Γεώργιο Καρσλίδη
-Ο Γέροντας Θεοδόσιος ο ασκητής των Καρουλίων
-Ρωσικό Νεομαρτυρολόγιο
-Η λιτανεία του Πρωτοκύριακου στην Κέρκυρα
-Θαύματα του Αγίου νεομάρτυρος Γεωργίου του Νεαπολίτου
-Πρόσφατη μαρτυρία για Αγ.Αρσένιο Καππαδόκη
-Για τους αθειστές-π.Δημητρίου Ντούτκο
-Χριστέ μου,πού είσαι;Χριστέ μου πού είσαι;Το πρόβλημα της θεοδικίας
-Ιερά Σκήτη Μπορογόδιτσα
-Μικρός με διορατικό χάρισμα...
-Διάλεξη του Αλεξάνδρου Σολζενίτσιν
Οι άγιοι κυκλοφορούν ανάμεσά μας
-Η δύναμη του σαρανταλείτουργου
-«Τρίτος κόσμος»παντού
-Ο θάνατος των παιδιών και ο Θεός
-Η μεταστροφή ενός διάσημου αθέου
-Πως θέλετε να σας πιστεψουμε ότι αγαπάτε την ειρήνη,ενώ εσείς δεν αγαπάτε το Χριστό;
-Καθολικοί και ορθόδοξοι άγιοι:Μοιάζουν ή διαφέρουν;
-Η κρυφή σοβιετική ιστορία
-Το κράτος έχει ανάγκη την εκκλησία και όχι το αντίθετο
-Ο διάλογος ενός δωδεκάχρονου κοριτσιού με τον Όσιο Δαβίδ και το θαύμα του αγίου
-Αγία Κωνσταντίνα,η προστάτιδα της Πάφου
-Από τον αββά Ισαάκ στον Ντοστογιέφσκι
-Η ιστορία ενός μολυβιού
-Τα ''επώνυμα''θαύματα του Πανορμίτη
-Αγ.Νικολάου Βελιμίροβιτς-Επιστολή στον διάκονο Π.Ν.για τη δεισιδαιμονία των αθειστών
-Η δεύτερη μάνα

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Εκεί στη Βόρειο Εύβοια...[Γέροντας Ιάκωβος+21-11-1991]

Είχα την τύχη και τη μεγάλη ευλογία να γνωρίσω τον π. Ιάκωβο,το μακαριστό Γέροντα, από τα πρώτα κιόλας παιδικά μου χρόνια.

Εκεί στη Βόρεια Εύβοια, ανάμεσα στα χωριά Φαράκλα καί Στροφυλλιά, ήταν ό νερόμυλος του μπάρμπα Χρήστου, του παππού μου, πού απείχε άπ' τη Φαράκλα τουλάχιστο μια ώρα δρόμο.
Σ' αυτόν, λοιπόν, το μύλο ερχόταν τακτικά ό «Γιάκωβος» από τα πρώτα κιόλας χρόνια, πού ή οικογένεια του εγκαταστάθηκε στη Φαράκλα. Στήν αρχή με τη μητέρα του, την κυρά Θοδώρα, καί αργότερα σα μεγάλωσε μόνος του εϊτε με το ζώο είτε με τα πόδια φορτωμένος ό ίδιος το λιγοστό σιτάρι ή καλαμπόκι, για να το αλέσει.
"Αφηνε το «άλεσμα» καί περίμενε. Το καλοκαίρι στην αυλή, κάτω άπ' τη μουριά καί το χειμώνα μέσα στο σπίτι, δίπλα στο τζάκι.
Εκεί, δίπλα στο τζάκι ήταν το παράθυρο του δωματίου στην εσοχή του οποίου ό παππούς μου είχε στήσει τη μικρή βιβλιοθήκη του. Καμιά δεκαριά όλα κι όλα εκκλησιαστικά βιβλία χοντρά, μαύρα, πανόδετα με χρυσά γράμματα, ξεθωριασμένα από την πολυκαιρία.
Μερικά μάλιστα ήταν κολλημένα με άλευρόκολλα, μιας καί το αλεύρι περίσσευε στο μύλο.
Το Συνέκδημο, ή Οκτάηχος, ή Ιερά Σύνοψη καί το άλλο το μεγάλο «Ό Ιωάννης Δαμασκηνός».
Τα βιβλία αυτά αποτέλεσαν τα πρώτα αναγνώσματα του π. Ιακώβου, μόλις έμαθε τα πρώτα του γράμματα. «Ή βιβλιοθήκη» του παππού λειτούργησε σαν δανειστική βιβλιοθήκη. Έφερνε το ένα βιβλίο κι έπαιρνε το άλλο.
Μιλούσε με τον παππού καί αργότερα με τον πατέρα μου, τον κυρ-Βασίλη, για τις γιορτές, τις νηστείες καί για τους «πλάγιους ήχους».
Μια μέρα, ήταν στα μέσα Αυγούστου, ό Γιάκωβος ήρθε στο μύλο στενοχωρημένος.
- "Αχ! κυρ-Βασίλη μου, απόψε μας έκλεψαν τα καλαμπόκια άπ' το αλώνι, πού τα φυλάγαμε με τον αδελφό μου το Γιώργο. Μας πήρε ό ύπνος καί μας τα πήραν κι ό Γιώργος θύμωσε πολύ. Αυτός όμως πού τα πήρε, σίγουρα θα έχει μεγαλύτερη ανάγκη από εμάς, αλλά ό Γιώργος δεν το καταλαβαίνει αυτό.
Δεν τον στενοχώρησε το ότι τους πήραν τα καλαμπόκια, αλλά ό θυμός του αδελφού του.
Τόση ανεξικακία, τόση πραότητα, ηρεμία καί γαλήνη!
Ή λεπτή φωνή του ήταν τόσο γλυκιά καί μελωδική, πού σταματούσαμε το παιχνίδι με τ' αδέλφια μου, για να τον άκοϋμε να μιλάει. Καί τί ωραία πού πρόφερε το λάμδα καί το νί!
Αλλά καί τη μητέρα μου, την κυρία Ελένη, εκτιμούσε πολύ καί της εμπιστευόταν τους προβληματισμούς του, τις δυσκολίες του καί τον διακαή πόθο του για το υψηλό λειτούργημα του ιερέα, καθώς μάλιστα γνώριζε ότι καί ή ίδια καταγόταν από οικογένεια ιερέων πάππου προς πάππου.
Εκεί, λοιπόν, δίπλα στο τζάκι, μια χειμωνιάτικη μέρα κι ενώ περίμενε να γίνει «το άλεσμα» άκουσα τον π. Ιάκωβο να λέει με τη χαρακτηριστική μικρασιατική προφορά του:
- Κυρία Ελένη μου, από μικρό παιδί έβαζα το μαύρο μαντίλι της μητέρας μου στο κεφάλι μου, έπαιρνα καί το λιβανιστήρι καί νόμιζα ότι ήμουν ιερέας.
Τα λόγια αυτά καρφώθηκαν στο μυαλό μου καί είναι από τις πιο ανεξίτηλες μνήμες πού κουβαλάω μέσα μου.
Όταν τελικά πήγε στο Μοναστήρι του Όσιου Δαβίδ, αλλά λόγω του πολέμου πού του έστησαν, αναγκάστηκε να φύγει καί να επιστρέψει στη Φαράκλα,ή κυρία Ελένη τον ενθάρρυνε καί τον προέτρεψε έτσι απλοϊκά:

- «Γιάκωβε, μην το βάλεις κάτω,μην κάνεις πίσω, μην τα παρατήσεις τώρα πού έφτασες ως εκεί».
Μια τόση δα μικρή καί ασήμαντη προτροπή από μια ασήμαντη καί απλοϊκή γυναίκα σε μια τόσο μεγάλη θέληση, τόσο μεγάλη απόφαση, τόσο μεγάλη πίστη, αγάπη καί αφοσίωση στον Κύριο.
Καί ξαναγύρισε στο Μοναστήρι αποφασισμένος να μείνει καί ν' αγωνιστεί μ' όλες τους τις δυνάμεις.
Αργότερα, σε μια επίσκεψη μου στο Μοναστήρι, του είπα:
- »Πάτερ μου, να προσεύχεστε καί για μας».
- «Παναγιωτούλα μου, εμείς έχουμε περισσότερη ανάγκη από τις δικές σας προσευχές», μου είπε.
Το 1991, πήγα στο Μοναστήρι την παραμονή του Σωτήρος, 5 Αυγούστου, στον Εσπερινό.
Μπήκα στο Ναό, προσκύνησα καί πήγα να πάρω ευχή από τον π. Ιάκωβο. Του είπα ποια είμαι καί άρχισε να με ρωτάει τί κάνω καί τί κάνουν τα αδέλφια μου.
- «Μην τον κουράζετε», μου είπε κάποιος, πού στεκόταν δίπλα του,«γιατί είναι πολύ άρρωστος».
Σέ λίγο βγήκαμε έξω, στον περίβολο, για τη Λιτανεία καί όταν τελείωσε ό π. Ιάκωβος κρατώντας τα Ιερά Λείψανα του Όσιου Δαβίδ στάθηκε στη μέση, ακριβώς απέναντι από την είσοδο του Ναού για τη Δέηση καί την Αρτοκλασία.
Επί μία καί πλέον ώρα, ό Γέροντας, πού ήταν πολύ άρρωστος, στεκόταν εκεί ακίνητος, με το βλέμμα καρφωμένο απέναντι, σα να μην ήταν εκεί, σα να βρισκόταν ψηλά σε άλλο κόσμο.
Ή όψη του ήταν φωτεινή καί απόκοσμη.
Τώρα πια δεν ήταν το μικρό παιδάκι με το μαύρο μαντίλι στο κεφάλι.
Τώρα ήταν δίπλα στον Όσιο Δαβίδ καί τον "Αγιο Ιωάννη το Ρώσο, πού τόσο αγαπούσε.
Ήταν ή τελευταία φορά πού αντίκριζα τη γαλήνια μορφή του.
Στίς 21 Νοεμβρίου, του ϊδιου έτους,ήσυχα, σαν πουλάκι, παρέδωσε το πνεύμα του.
της Παναγιώτας Κοσμά-εκπαιδευτικού
''ΠΕΙΡΑΙΚΉ ΕΚΚΛΗΣΊΑ''Οκτ.2007

Η τελευταία μέρα του Γέροντα Ιακώβου(+21-11-1991)

 Ο μακαριστός γέροντας Ιάκωβος αγρύπνησε αποβραδίς με προσευχή. Μα ο εξουθενωμένος δε λησμόνησε και τους πονεμένους. Διάβασε τα τελευταία γράμματα και απάντησε περίπου σε δεκαπέντε. Παρηγόρησε, συμβούλεψε κατά περίπτωση. 
21 του Νοέμβρη. Ξημερώνοντας θα γιόρταζε τα Εισόδια της Θεοτόκου. Ετοιμαζόταν όλη τη νύχτα, θα κατέβαινε. Κανονικά δε θα ‘πρεπε, μα το ήθελε πολύ. Τόσο πολύ που τίποτα δεν μπορούσε να τον αποκλείσει από την τελευταία του θεία Κοινωνία. Με κόπο κατέβηκε, σκοτάδι ακόμα, στην Ακολουθία. 
Μερικοί μοναχοί πρόσεξαν μιαν άλλη διάθεση στο πρόσωπο του Γέροντα. Ιλαρότητα υπέρμετρη, αγάπη ξεχείλιζε ολόκληρος, το αγγελικό του χαμόγελο ατέλειωτο. Έγινε η Ακολουθία. Έψαλε γονατιστός τόσο άνετα και αναστάσιμα, λες και δεν ήταν άρρωστος.
Η θεία φωνή του γέμιζε το ναό, εξαίσια μελωδία, λες και ψέλνανε πολλοί άγγελοι μαζί.
Στις 10 η ώρα εξομολόγησε τον αγιορείτη διάκονο Γεννάδιο, στον οποίο ευχάριστα μα σταθερά είπε μεταξύ άλλων:
- Καλά που ήρθες, να είσαι που θα με αλλάξετε, μη φεύγεις.
Ο διάκος διαμαρτυρήθηκε με διάφορα λόγια για τα περί θανάτου του Γέροντα, μα εκείνος επέμενε.
 Τελειώνοντας την εξομολόγηση έδειχνε κουρασμένος, αλλά διατηρούσε χαρμόσυνη διάθεση. Σηκώθηκε, πήρε από το χέρι το διάκο και βγήκανε από το εκκλησάκι. Προχώρησαν, κατεβήκανε τα σκαλιά και μπήκανε στο ναό. Έκανε την προσευχή του, ασπάστηκε όλες τις εικόνες, ευχαρίστησε και δοξολόγησε. Μα πλέον ζούσε άλλες καταστάσεις. Μέσα του κι έξω του αυγαζόταν από θείο φως - γι' αυτό η ευφροσύνη και ιλαρότητα του προσώπου του.

Τη θαυμαστή κατάσταση τούτη αξιώθηκε να δει μόνο ένας μοναχός, ο Εφραίμ. Καθάριζε τα μανουάλια του ναού και είδε το μακαριστό Γέροντα να μπαίνει μεταμορφωμένος. Έλαμπε ολόκληρος και ακτινοβολούσε χαρά και αγαλλίαση. Στάθηκε ακίνητος και τον παρατηρούσε πλημμυρισμένος και ο ίδιος ο Εφραίμ από αγαλλίαση και έκπληξη.
Βγήκε από το ναό και με το διάκο φέρανε γύρω γύρω τη Μονή εσωτερικά. Έβλεπε όλους τους χώρους, όλους τους μοναχούς, τους ευλογούσε ειρηνικά και τους μετέδιδε αγαλλίαση, που διαχυνόταν άφθονη από το αγγελικό του πρόσωπο. Αφού τελείωσε ο γύρος αυτός, ήθελε να βγουν έξω από τη Μονή. Βγήκανε από τη νότια πόρτα. Προχώρησε σιγά σιγά δεξιά. Σταμάτησε στο εργαστήριο κι ευλόγησε με άπειρη αγάπη τους εκεί μοναχούς. Πάλι προς τα δεξιά, ενώ σταματούσε στα εκκλησάκια και σταυροκοπιότανε πολλές φορές. Ανέβηκε ακόμα ψηλότερα, βορειοδυτικά. Ζήτησε να τον βοηθήσει ο διάκος ν’ ανεβούνε ακόμα λίγο. Από κει το μοναστήρι φαινότανε όλο. Σαν από αεροπλάνο. Ήταν ωραίο, ανακαινισμένο, φροντισμένο...και το 'χε βρει ερείπιο, διαλυμένο, ξεχαρβαλωμένο και πολύ μικρότερο. Τώρα και ανακαινισμένο και γεμάτο με καλούς μοναχούς.
Το κοίταζε από κει ψηλά και δεν το χόρταινε. Το βλέμμα του είχε τόση αγάπη για το μοναστήρι.
- Έλα, παιδί μου. πάμε.
Γυρίσανε από την άλλη μεριά. Σχεδόν μεσημέρι.

 Κατάκοπος, μετά το μεσημέρι, αποσύρθηκε για λίγο στο κελί του. Έφτασε όμως ο π. Αλέξιος, που έπρεπε για πρώτη φορά να κάνει κηδεία. Νέος ιερέας και δεν ήξερε το τυπικό και πως ψάλλεται. Με υπομονή ο μακαριστός γέροντας του είπε πως θα κάνει τούτο, πως εκείνο. Κι έπιασε να του ψέλνει τροπάρια της νεκρώσιμης Ακολουθίας. Έψελνε και ο Αλέξιος, μα ο Γέροντας έψελνε πολύ ωραία. Έκπαγλα και χαιρότανε όλο και περισσότερο. Σε κάποια στιγμή ο Αλέξιος νόμισε ότι έμαθε να ψέλνει τη νεκρώσιμη Ακολουθία και ήθελε να φύγει, ευχαριστώντας και παίρνοντας την ευχή του Γέροντα. Εκείνος όμως επέμενε να την ψάλουνε όλη από την αρχή. Έτσι κι έγινε. Την ψάλανε ολόκληρη, και ο γέροντας ήτανε όλο χαρά κι ευφροσύνη.
Έφυγε μετά τις 2 η ώρα ο π. Αλέξιος κι έμεινε μόνος ο γέροντας. Στις 3.15 του χτύπησαν την πόρτα για καφέ και του είπαν ότι ήρθε η Γερασιμία. Κι ενώ δύσκολα δεχότανε στο κελί. είπε μόνος του:
-Να έρθει. Αυτό το παιδί έχει ανάγκη, πρέπει να το δω!
Αργότερα δέχτηκε τη Γερασιμία, για εξομολόγηση. Έβαλε το πετραχήλι του, έκατσε στην άκρη του κρεβατιού, βλέποντας τον Εσταυρωμένο, και άρχισε. Την άκουσε προσεχτικά, τη συμβούλεψε, της έδωσε κουράγιο...και ξαφνικά με αλλοιωμένη όψη της λέει:
-Εδώ, παιδί μου, είναι ο όσιος Δαβίδ...Και ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος...ψάλε το Απολυτίκιο τους...
-Παιδί μου, άνοιξε την πόρτα, ήρθαν οι πατέρες.
Πράγματι, έφταναν στην πόρτα οι πατέρες. Τη στιγμή που στράφηκε στην πόρτα η Γερασιμία, δοκίμασε ο γέροντας να σηκωθεί, να σταθεί στα πόδια του...Μα την ίδια στιγμή είπε «ζαλίζομαι, ζαλίζομαι...» κι έγειρε, χάνοντας την ευστάθεια του. Πρόλαβε η κοπέλα κι έπιασε λίγο το γέροντα και τον βοήθησε να μη χτυπήσει πολύ, πέφτοντας στο πάτωμα. Η αναπνοή του ήτανε πολύ δύσκολη και προσπαθούσε. Συγχρόνως έμπαιναν και οι πατέρες με πρώτο τον π. Ιλαρίωνα. Αμέσως σύγχυση, φόβος, πανικός, κλάματα...Γονάτισε δίπλα του ο π. Κύριλλος, πήρε να του τρίψει τα χέρια...άλλοι μοναχοί τρέξανε στον Άγιο Χαράλαμπο και κλαίγοντας κάνανε Παράκληση. Άλλος έτρεξε να τηλεφωνήσει σε γιατρό. Ο σφυγμός του μεγάλου ασκητή φάνηκε νηματοειδής, ανεπαίσθητος...Το πρόσωπο του πήρε λίγο κοκκινωπό χρώμα...έμεινε ήρεμο, χωρίς αγωνία...και μια στιγμή έκανε με τα σεπτά χείλη του ένα μικρό φύσημα...
Αυτό ήταν, σαν πουλάκι παρέδωσε το πνεύμα. Στις 4.17 το απόγευμα, ο μακαριστός γέροντας άφησε το φθαρτό κόσμο του πόνου. Μπήκε σε μακάρια μονή του Τριαδικού Θεού.

Ο ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ
Καθ. Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΚΡΙΤΑΣ