Ειναι ο πνευματικός πατέρας των αυταδέλφων οσίων, των θαυμαστών Άψαράδων, Θεοφάνους καί Νεκταρίου, οι όποίοι έκτισαν το περίφημο μοναστήρι του Βαρλάαμ στην αγία λιθόπολη των Σταγών, στο πέτρινο δάσος των Μετεώρων. Αυτοί με την θεοκίνητη γραφίδα τους μας διεσωσαν καί το βίο, τίς αρετές καί τα θαυμάσια του μεγάλου αύτού ερημίτη της νήσου της γαλήνιας λίμνης των Ιωαννίνων.
Ό θαυμαστός ασκητής Σάββας, τον όποιο περιγράφουν ως «οσιον άνδρα, γηραιόν συνέσει καί ηλικία και πάση κεκοσμημένον αρετή», υπήρξε όχι μόνο συνώνυμος του «ήγιασμένου» έρημίτου της Ιουδαίας, αλλά καί κατά πάντα εφάμιλλος των κατορθωμάτων του. Αυτό αποδεικνύουν καί τα επακολουθήσαντα την κοίμηση του θαυμαστά σημεία τα βεβαιούντα την δόξα που τον περίμενε στους ουρανούς, δόξα πού περιβάλλει όλους αυτούς πού με την όσιακή τους βιοτή εύαρέστησαν στον Θεό μας.
Ό όσιος Σάββας υπήρξε γόνος αρχοντικής οικογενείας. Ή ευγένεια της καταγωγής του μεταποιήθηκε σε ευγένεια ήθους,σε ευγένεια ψυχής,καί ό πλούτος των υλικών αγαθών του σε πλοϋτο αγάπης προς την «ένυπόστατη αγάπη», τον Θεάνθρωπο Ίησού, καί συμπαθείας προς τους πτωχούς καί τους πένητες. Σέ νεαρή ηλικία ο θείος ερωτάς, πού κατέτρωγε τα σωθικά του,τον απομάκρυνε από τίς πατρικές ανέσεις, για να τον αναδείξει ταπεινό καί πτωχό ερημίτη της νήσου των Ιωαννίνων. Το μικρό μοναστηράκι του Τιμίου Προδρόμου έγινε ή ασκητική του παλαίστρα, οπού παλαιψε με τίς αρχές καί τίς εξουσίες, με «τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου» (Εφ.στ' 12) μιμούμενος τους αγώνες του ισάγγελου πολιστή του Ιορδάνη καί αφέντη του μοναστηρίου του. Δεν κατόρθωσε ποτέ να αποκτήσει δεύτερο ράσο καί δεύτερο ζευγάρι υποδημάτων, άφού στο αντίκρισμα του κάθε αδελφού, στο πρόσωπο του οποίου έβλεπε τον Ίδιο τον Κύριο, καί μάλιστα μυστικά να του ψιθυρίζει; «τω αΐτουντί σε δίδου» (Ματθ. ε' 42), έδινε με χαρά καί προθυμία ό,τι είχε στο έρημητήριό του, τρόφιμα καί ενδύματα. Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι δεν περίμενε ό όσιος ασκητής να του ζητήσουν, για να δώσει, αλλά προέτρεχε στην αγάπη καί, μόλις αντιλαμβανόταν την ανάγκη, έδιδε χωρίς να του ζητηθεί διεγειρόμενος πάντοτε «εϊς παροξυσμόν άγάπης καί καλών έργων» (Εβρ. ι' 24)."Εφερνε συχνά στα χείλη του τα λόγια του ταπεινού Ναζωραίου, όπως μας τα μεταφερει ό πολύς Ιωάννης ό Χρυσόστομος; «Εγώ είμαι πατέρας σου, εγώ αδελφός σου, εγώ νυμφίος της ψυχής σου, εγώ ή καταφυγή σου, εγώ το ένδυμα σου, εγώ ή τροφή σου, εγώ το στήριγμα σου. Εγώ έγινα πτωχός για σένα με την ενανθρώπηση μου, για σένα έγινα ζητιάνος, για σένα ανέβηκα στο σταυρό,για σένα κατέβηκα στον τάφο,για σένα παρακαλώ στον ουρανό τον Πατέρα μου» (Ομιλ. εις Ματθ. οστ', 5).
Ποτέ δεν κατέκρινε κανένα, ακολουθώντας, το της Γραφής: «Μη κρίνετε,ίνα μη κριθητε» (Ματθ. ζ' 1). Ή ταπεινοφροσύνη του υπήρξε υποδειγματική καί σ' αυτήν επάνω, ως σε θεμέλιο γερό, στήριξε την πνευματική του οικοδομή καί τελείωση. Γι' αυτό καί ή ασκητική του αγωγή είχε εμφανή τα χαρακτηριστικά της θείας επενέργειας, άφού ό Κύριος «ταπεινοίς δίδωσι χάριν» (Ιακ. δ' 6). Ή εϊδηση του θανάτου έκανε σύντομα το γύρο των μοναστηριών του νησιού καί αυτών των Ιωαννίνων. Σε λίγο πλήθη προσκυνητών, ιερέων καί λαϊκών,έφθαναν στο νησί, για να ασπασθούν το ιερό σκήνωμα του οσίου Σάββα καί όλοι ζητούσαν να πάρουν κάτι από τα ενδύματα του για ευλογία καί αγιασμό. Αυτά τα ράκη αμέσως άρχισαν να θαυματουργούν καί στο άγγιγμα τους οί άρρωστοι εύρισκαν θεραπεία ."Ετσι δόξασε ό Κύριος, ό όποιος μας είπε «τους δοξάζοντας με δοξάσω» (Α' Βασιλ. 2, 30), τον όσιο Του ασκητή Σάββα
Ό θαυμαστός ασκητής Σάββας, τον όποιο περιγράφουν ως «οσιον άνδρα, γηραιόν συνέσει καί ηλικία και πάση κεκοσμημένον αρετή», υπήρξε όχι μόνο συνώνυμος του «ήγιασμένου» έρημίτου της Ιουδαίας, αλλά καί κατά πάντα εφάμιλλος των κατορθωμάτων του. Αυτό αποδεικνύουν καί τα επακολουθήσαντα την κοίμηση του θαυμαστά σημεία τα βεβαιούντα την δόξα που τον περίμενε στους ουρανούς, δόξα πού περιβάλλει όλους αυτούς πού με την όσιακή τους βιοτή εύαρέστησαν στον Θεό μας.
Ό όσιος Σάββας υπήρξε γόνος αρχοντικής οικογενείας. Ή ευγένεια της καταγωγής του μεταποιήθηκε σε ευγένεια ήθους,σε ευγένεια ψυχής,καί ό πλούτος των υλικών αγαθών του σε πλοϋτο αγάπης προς την «ένυπόστατη αγάπη», τον Θεάνθρωπο Ίησού, καί συμπαθείας προς τους πτωχούς καί τους πένητες. Σέ νεαρή ηλικία ο θείος ερωτάς, πού κατέτρωγε τα σωθικά του,τον απομάκρυνε από τίς πατρικές ανέσεις, για να τον αναδείξει ταπεινό καί πτωχό ερημίτη της νήσου των Ιωαννίνων. Το μικρό μοναστηράκι του Τιμίου Προδρόμου έγινε ή ασκητική του παλαίστρα, οπού παλαιψε με τίς αρχές καί τίς εξουσίες, με «τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου» (Εφ.στ' 12) μιμούμενος τους αγώνες του ισάγγελου πολιστή του Ιορδάνη καί αφέντη του μοναστηρίου του. Δεν κατόρθωσε ποτέ να αποκτήσει δεύτερο ράσο καί δεύτερο ζευγάρι υποδημάτων, άφού στο αντίκρισμα του κάθε αδελφού, στο πρόσωπο του οποίου έβλεπε τον Ίδιο τον Κύριο, καί μάλιστα μυστικά να του ψιθυρίζει; «τω αΐτουντί σε δίδου» (Ματθ. ε' 42), έδινε με χαρά καί προθυμία ό,τι είχε στο έρημητήριό του, τρόφιμα καί ενδύματα. Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι δεν περίμενε ό όσιος ασκητής να του ζητήσουν, για να δώσει, αλλά προέτρεχε στην αγάπη καί, μόλις αντιλαμβανόταν την ανάγκη, έδιδε χωρίς να του ζητηθεί διεγειρόμενος πάντοτε «εϊς παροξυσμόν άγάπης καί καλών έργων» (Εβρ. ι' 24)."Εφερνε συχνά στα χείλη του τα λόγια του ταπεινού Ναζωραίου, όπως μας τα μεταφερει ό πολύς Ιωάννης ό Χρυσόστομος; «Εγώ είμαι πατέρας σου, εγώ αδελφός σου, εγώ νυμφίος της ψυχής σου, εγώ ή καταφυγή σου, εγώ το ένδυμα σου, εγώ ή τροφή σου, εγώ το στήριγμα σου. Εγώ έγινα πτωχός για σένα με την ενανθρώπηση μου, για σένα έγινα ζητιάνος, για σένα ανέβηκα στο σταυρό,για σένα κατέβηκα στον τάφο,για σένα παρακαλώ στον ουρανό τον Πατέρα μου» (Ομιλ. εις Ματθ. οστ', 5).
Ποτέ δεν κατέκρινε κανένα, ακολουθώντας, το της Γραφής: «Μη κρίνετε,ίνα μη κριθητε» (Ματθ. ζ' 1). Ή ταπεινοφροσύνη του υπήρξε υποδειγματική καί σ' αυτήν επάνω, ως σε θεμέλιο γερό, στήριξε την πνευματική του οικοδομή καί τελείωση. Γι' αυτό καί ή ασκητική του αγωγή είχε εμφανή τα χαρακτηριστικά της θείας επενέργειας, άφού ό Κύριος «ταπεινοίς δίδωσι χάριν» (Ιακ. δ' 6). Ή εϊδηση του θανάτου έκανε σύντομα το γύρο των μοναστηριών του νησιού καί αυτών των Ιωαννίνων. Σε λίγο πλήθη προσκυνητών, ιερέων καί λαϊκών,έφθαναν στο νησί, για να ασπασθούν το ιερό σκήνωμα του οσίου Σάββα καί όλοι ζητούσαν να πάρουν κάτι από τα ενδύματα του για ευλογία καί αγιασμό. Αυτά τα ράκη αμέσως άρχισαν να θαυματουργούν καί στο άγγιγμα τους οί άρρωστοι εύρισκαν θεραπεία ."Ετσι δόξασε ό Κύριος, ό όποιος μας είπε «τους δοξάζοντας με δοξάσω» (Α' Βασιλ. 2, 30), τον όσιο Του ασκητή Σάββα
Δρ.Χαραλάμπους Μ.Μπούσια-Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας
Υπέροχο.
ΑπάντησηΔιαγραφή