Ἡ ἱστορία τοῦ Μικρασιατικοῦ ἑλληνισμοῦ μοιάζει μέ τά παθήματα τοῦ Προμηθέα Δεσμώτη. Πάντα ἐκεῖ ἀσάλευτη καί ἀλυσοδεμένη στούς θρυλικούς βράχους τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς ὑπομένει τό φριχτό μαρτύριο τῆς πρόσκαιρης σιωπῆς ἐνωτιζόμενη τήν φωνή τῶν Προφητῶν τῆς Ρωμηοσύνης τῶν αἰώνων τῶν ἀλλοτινῶν γιά τά ἐπινίκια τῶν ἐπερχομένων ἡμερῶν. Οἱ χιλιετίες τοῦ ἑλληνισμοῦ, οἱ αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ, τά μεγαλειώδη θέατρα καί τά μεγαλοπρεπῆ στάδια τοῦ ἀρχαίου κόσμου, τά σεβάσματα τῶν θεῶν τοῦ καιροῦ τῆς ἀγνωσίας, οἱ ναοί τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στούς χρόνους τῆς Ἀποκαλύψεως καί τῆς Χάριτος, τά μοναστικά καθιδρύματα τῆς Ὀρθόδοξης πνευματικότητος καί τοῦ ὑψηλοῦ πολιτισμοῦ τῆς ὑπερχιλιετοῦς αὐτοκρατορίας τῆς Ρωμανίας, ἡ ἀξιοθαύμαστη ἀπαντοχή τοῦ εὐσεβοῦς Γένους μας στούς σκοτεινούς χρόνους τῆς σκλαβιᾶς, ἡ βίαιη καί ἀπάνθρωπη ἐκδίωξη τῶν ἑλλήνων ἀπό τίς πανάρχαιες ἐστίες τους ἀπό τόν Ἀνατολίτη κατακτητή μέ τήν καταφανή συνενοχή τῶν Χριστιανῶν συμμάχων μας τῆς Εὐρώπης ἀποτελοῦν ἀνδιαμφισβήτητες μαρτυρίες καί μεμαρτυρημένα μαρτύρια γιά τόν Προμηθέα Δεσμώτη ἑλληνισμό τῆς Μικρασίας. Γόνος τούτης τῆς πονεμένης γῆς τῆς Ἰωνίας ἦταν καί ὁ μικρός Γιαννάκης, ὁ μετέπειτα γνωστός στήν ὑπ’ οὐρανόν Γέροντας Θεοδόσιος τῆς Βηθανίας, ὁ ὁποῖος μετά παρησσίας πολλῆς, θά ‘λεγε σέ ὁρισμένους σύγχρονους βλάσφημους μινίστρους καί ἀδίστακτους παραχαράκτες τῆς ἱστορίας τοῦ Μικρασιατικοῦ ἑλληνισμοῦ γιά τήν ἠγαπημένη του Σμύρνη χρησιμοποιώντας τά λόγια τοῦ ποιητοῦ: « Ἤθελα, πρίν μές στ’ ἄπειρο σιωπήσω στό αἰώνιο φῶς δύο στίχων νά σέ κλείσω. Κί ὅταν οἱ αἰῶνες πού ἔρχονται ἀλλοιοῦν καί μηδενίζουν τά ὅσα βλέπεις μπρός σου, φύλακες μπρός στόν ἥλιο νά φρουροῦν δύο στίχοι μου τόν τάφο τό δικό σου». Τόν Αὔγουστο τοῦ 1922 τό ὅμορφο λιμάνι τῆς ἑλληνίδος Σμύρνης ἀπό πύλη ἐμπορίου καί ἀναψυχῆς τῆς Μικρασίας μεταποιήθηκε σέ θύρα θανάτου φοβεροῦ τῶν ἑλλήνων Μικρασιατῶν. Πορφύρωσαν τά ὕδατα τοῦ ἔνδοξου λιμένα καί ἔγιναν σάβανο ἐρυθρό γιά τά ματωμένα σώματα τῶν ἑλλήνων χριστιανῶν πού προσμένουν ἀπό τότε τήν κοινή ἀνάσταση.
Στίς 7 Ἰανουαρίου τοῦ 1913 γιά ἄλλη μιά φορά οἱ καμπάνες τῆς ὑπ’ οὐρανόν Ὀρθοδοξίας ἀνεγγέλλουν τήν Σύναξη τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Καί ἐκεῖ στήν γῆ τῆς Ἰωνίας καί στό θρυλικό προάστειο τῆς Σμύρνης, τόν Μπουρνόβα, ἐκείνη τήν ἅγια ἡμέρα ἀντικρύζει τό φῶς τοῦ ἡλίου τό δεύτερο ἀπό τά τρία τέκνα τοῦ Κωνσταντίνου καί τῆς Ἀγγελικῆς Μάκου, ὁ ἐπονομασθείς, κατά τήν βάπτισή του, Ἰωάννης. Καί ἡ ἡμέρα τῆς γεννήσεώς του καθῶς καί τό ὄνομα πού ἔλαβε δέν ἦταν τυχαία ἀφοῦ ὁ Μέγας Ἡγήτωρ τοῦ μοναχικοῦ Τάγματος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ Τίμιος Πρόδρομος, θά τόν καλέσει, ὅταν ὁ χρόνος πληρωθεῖ, πρός συνάντησή του στήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου. Κατά τήν ὥρα τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος τοῦ μικροῦ Ἰωάννου σχηματίσθηκε μέσα στήν κολυμβήθρα μέ τό ἡγιασμένο ἔλαιο τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Τό ἴδιο σημεῖο εἶδαν οἱ ἐκκλησιαζόμενοι στήν πλάτη τοῦ νεοφώτιστου, ὅταν ὁ ἱερέας παρέδωσε τό παιδί στά χέρια τῆς ἀναδόχου. Ἦταν λοιπόν ὁλοφάνερο ὅτι καί γιά τόν μικρό Ἰωάννη ἴσχυε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πρός τόν θρηνητικότερο τῶν Προφητῶν Ἱερεμία: « Πρό τοῦ με πλάσαι σε ἐν κοιλίᾳ ἐπίσταμαί σε καί πρό τοῦ σε ἐξελθεῖν ἐκ μῆτρας ἠγίακά σε, προφήτην εἰς ἔθνη τέθεικά σε». Ἡ εὐλαβέστατη μητέρα του, Ἀγγελική, καί ὁ ταπεινός λευΐτης τοῦ Μπουρνόβα, π. Δημήτριος, ἦταν οἱ πρώτοι του μυσταγωγοί στήν κατά Χριστόν ζωή καί πολιτεία. Τά ἀντηχήματα τῶν μικρασιατικῶν αἰώνων, τῶν πεπληρωμένων φέγγος ἑλληνορθόδοξο, τ’ ἄκουσε ὁ μικρός Ἰωάννης στίς λιθόστροτες αὐλές τῆς ὁμορφοκκλησιᾶς τοῦ Μπουρνόβα. Καί μέ τήν μελωδική φωνή πού ὁ Δημιουργός τοῦ χάρισε, ἔμαθε νά μελωδεῖ σέ ὕφος μελιχρό καί μελλίρυτο τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ τῶν Πατέρων του. Ὅμως ὁ μικρός Σμυρνιός, Ἰωάννης πρόκειται νά ὑπηρετήσει τόν Δεσπότη Χριστό ἀπό ὄρους ὑψηλοῦ. Διά τοῦτο καί οἱ δοκιμασίες του θά ἦταν ἀνάλογες τῆς ἐπερχομένης μεγαλειώδους διακονίας του, γιά νά εὑρεθεῖ δόκιμος καί ἀντάξιος. Σέ ἡλικία πέντε ἐτῶν πεθαίνει ἡ ἠγαπημένη μητέρα του, Ἀγγελική, καί μετά ἀπό λίγο καιρό καί ὁ ἀκούραστος προστάτης τῆς οἰκογενείας του, ὁ πατέρας του, Κωνσταντίνος. Τά τρία ὀρφανά τά ἀναλαμβάνει πλέον ἡ ἀδελφή τοῦ πατέρα του, Ἀγγελική, ἡ ὁποία μέ περισσή ἀγάπη τά φροντίζει. Ὅμως στά τέλη τοῦ Αὐγούστου τοῦ 1922 ἀπό τά ὕψη τοῦ ὄρους Πάγου ἐσάλπισε ὁ ἄγγελος τῆς καλλίστης Σμύρνης καί μιά βοή θανάτου ἀπλώθηκε ὑπεράνω τῆς ἔνδοξης πόλεως πού ὁ Συναξαριστής τῶν ἐσχάτων ἔμελλε νά τήν ἀποκαλέσει καί πόλη μαρτυρική. Τότε ἦταν πού ἄκουσαν καί πάλι ὁ λαός καί ὁ μαρτυρικός ἐκεῖνος ἐπίσκοπος Σμύρνης, ἅγιος Χρυσόστομος, τόν λόγο τῆς Ἀποκαλύψεως ὡς φωνή ὑδάτων πολλῶν νά κατέρχεται ἀπό τοῦ ὄρους:«Μηδέν φοβοῦ ἅ μέλεις παθεῖν. Ἰδού δή μέλλει βαλεῖν ὁ διάβολος ἐξ ὑμῶν εἰς φυλακήν, ἵνα πειρασθῆτε καί ἔξετε θλῖψιν ἡμέρας δέκα. Γίνου πιστός ἄχρι θανάτου καί δώσω σοι τόν στέφανον τῆς ζωῆς». Ἡ μεγάλη ἁμαρτία τοῦ Γένους μας, ἡ διχόνοια καί ἡ ἀπροκάλυπτη προδοσία τῶν δήθεν συμμάχων μας τῆς χριστιανικῆς Εὐρώπης παρέδωσαν τήν ἐξάκουστη Μικρασία στό κεμαλικό ἀσκέρι τοῦ θανάτου, τῆς βαρβαρότητας καί τοῦ ὀλέθρου. Στήν ἀντάρα τῆς καταστροφῆς προλαβαίνει ὁ μικρός Ἰωάννης καί ἐπιβιβάζεται σ΄ ἕνα πλοῖο τό ὁποῖο τόν παίρνει γιά πάντα μακρυά ἀπό τήν γενέθλιο γῆ τῆς Ἰωνίας. Ἔτσι πλέον πορεύεται ἄρμενος καί ποντοπόρος στό ἑλληνικό ἀρχιπέλαγος καί στήν θάλασσα τῆς προσφυγιᾶς, ἔχοντας ὁδηγό καί συνοδίτη τόν ἀφέντη Χριστό καί τήν Κυρά τήν Παναγιά. Τό καράβι ἀφήνει τούς πρόσφυγες στόν Πειραιᾶ καί ὁ μικρός Ἰωάννης μαζί μέ τήν θεία του, Ἀγγελική, καταλύουν σ’ ἕνα ἐργαστάσιο στήν ὁδό Πατησίων, κοντά στό Ἱ. Ναό τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ. Τοῦτος ὁ ἱερός ναός μαζί μέ τίς ἱερές Μονές Ἁγ. Εἰρήνης Χρυσοβαλάντου Λυκόβρυσης καί Παναγίας Κερατέας ἔγιναν τά ἀσφαλῆ καταφύγιά του στούς δύσκολους χρόνους τῆς ὀρφάνιας καί τῆς προσφυγιᾶς. Σ’ αὐτές τίς αὐλές τοῦ Κυρίου αὔξησε τά τάλαντα τοῦ Θεοῦ ὁ Ἰωάννης καί ἀκόμα περισσότερο ἔμαθε νά εἶναι φιλόθεος, φιλάγιος, φιλάνθρωπος, φιλακόλουθος καί ἀσκητικός. Παράλληλα φοίτησε στό δημοτικό σχολεῖο χωρίς νά παραλείπει τήν μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν βίων τῶν ἁγίων. Ἐκεῖνος ὅμως ὁ βίος πού τόν συγκλόνισε ἰδιαίτερα ἦταν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου. Καί ἡ ἀγνή ψυχή του ἄκουσε τούς ἠδύλαλους φθόγγους τῆς θαυμαστῆς βιοτῆς τοῦ Καλυβίτου ἀσκητοῦ καί θέλησε νά τόν ἀκολουθήσει. Τότε ἡ οὐράνια ἔλξη μετεβλήθη σέ πύρινη προσευχή πού μεταποιήθηκε σέ πυρίμαχη ἀπόφαση ἐξόδου ἀπό τόν κόσμο καί εἰσόδου στό μέγα στάδιο τῆς μοναχικῆς ζωῆς καί πολιτείας. Στό σεργιάνι του στούς μοναστικούς τόπους τῆς Ἀττικῆς εἶχε ἀκούσει γιά τήν ὁσία βιοτή καί τό προορατικό χάρισμα τοῦ Ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγ. Μάρκου Χίου, γέροντος Γαβριήλ. Ἔτσι σέ ἡλικία 13 ἐτῶν καί χωρίς νά ἀνακοινώσει τίποτε στήν θεία του, Ἀγγελική, καταπλέει στό λιμάνι τῆς Χίου καί μετά τίς σχετικές πληροφορίες καί ἐξηγήσεις ἐντάσσεται ὡς δόκιμος στό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Μάρκου, ὅπου παραμένει γιά τρεῖς μῆνες ἐν ὑπακοῇ καί προθυμίᾳ πολλῇ. Ὅμως μετά τήν παρέλευση τοῦ χρόνου αὐτοῦ ὁ Γέροντας Γαβριήλ καλεῖ τόν Ἰωάννη καί τοῦ ἀνακοινώνει ὅτι ἀπό Θεοῦ ἔλαβε τήν πληροφορία ὅτι ὁ τόπος τῆς μοναχικῆς του ἀσκήσεως καί βιοτῆς δέν εἶναι ἡ Χίος ἀλλά ἡ Ἁγία Γῆ τῆς Παλαιστίνης. Ἔτσι ὁ Ἰωάννης ἐπιστρέφει καί πάλι στήν Ἀθῆνα ὅπου μέχρι τά 18 του ἔτη συνεχίζει νά περιέρχεται ὡς ἔλαφος διψῶσα τά πνευματικά καταφύγια τῆς Ἀττικῆς ἐργαζόμενος παράλληλα καί ἀναμένοντας τό πλήρωμα τοῦ χρόνου. Προσφιλής του προορισμός ἦταν ἡ Ἐξαρχία τοῦ Παναγίου Τάφου στήν Πλάκα. Εἶχε καταθέσει τόν πόθο του στόν Ἔξαρχο τοῦ Παναγίου Τάφου, Ἀρχιμ. Βενέδικτο, τόν μετέπειτα Πατριάρχη Ἱεροσολύμων καί ἐκεῖνος διά τοῦ εὑρισκομένου στήν Ἀθήνα Ἡγουμένου τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου, π. Θεοδοσίου, καί τοῦ κ. Ἰωάννου Μυρσιάδη μετέπειτα Ἐπισκόπου Ναζαρέτ, Ἰσιδώρου, τοῦ ἐξασφάλισε τήν ἄδεια παραμονῆς ἀπό τήν Ἀγγλική Διοίκηση τῆς Παλαιστίνης. Ἔτσι λοιπόν τό 1932 μέ τήν συνοδεία τοῦ Ἀρχιμ. Εὐγενίου καί τοῦ κ. Μυρσιάδη καί σέ ἡλικία 18 ἐτῶν κατέρχεται στήν Ἁγία Γῆ τῆς Παλαιστίνης καταπλέοντας στό λιμάνι τῆς Γιάφφας. Στίς 4 Αὐγούστου 1932 ἔνδακρυς εἰσέρχεται στήν Ἁγία Πόλη Ἱερουσαλήμ. Μετά ἀπό παραμονή τριῶν ἡμερῶν στό Πατριαρχικό Μοναστήρι τῶν Ἁγ. Κωνσταντίνου καί Ἑλένης εἰσέρχεται στό Πατριαρχικό Γραφεῖο ὅπου συναντᾶται μέ τόν Τοποτηρητή τοῦ χηρεύοντος Πατριαρχικοῦ Θρόνου τῶν Ἱεροσολύμων Ἀρχιεπίσκοπο Πτολεμαῒδος, Κελαδίωνα. Μέ ἁπλότητα ὁ Ἰωάννης καταθέτει τήν ἐπιθυμία του στόν Τοποτηρητή καί ἐκεῖνος πατρικῶς τοῦ περιγράφει τίς δυσκολίες καί τούς πειρασμούς τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Ὁ Ἰωάννης διαβεβαιώνει τόν Τοποτηρητή ὅτι γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἔτοιμος νά τά ὑπομείνει ὅλα καί ἐκεῖνος τοῦ δίδει τήν εὐχή του καί τόν ἀποστέλει ὡς δόκιμο μοναχό στό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γερασίμου τοῦ Ἰορδανίτη. Ἔτσι ὁ Ἰωάννης «ἀγαλλομένῳ ποδί» στίς 7 Αὐγούστου 1932 εἰσέρχεται στήν ἱερή Μάνδρα τοῦ Ἀββᾶ Γερασίμου ὅπου ἡ Ἀδελφότης τόν περιβάλλει μέ περισσή ἀγάπη καί φροντίδα. Τοῦ ἀναθέτουν τά διακονήματα τῆς σίτησης δύο ἁγίων ἀσκητῶν πού ἀσκοῦνταν στήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου καί τοῦ κανδηλανάπτου τοῦ Καθολικοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς. Ἡ προθυμία καί ἡ ὑπακοή του ἦταν αὐτές πού ὁδήγησαν τήν Ἀδελφότητα στήν ἀπόφαση τῆς ρασοφορίας τοῦ Ἰωάννου στίς 26 Ὀκτωβρίου 1933 κατά τήν Ἀγρυπνία τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου. Ἀπό τότε ὁ ρασοφόρος Ἰωάννης ἀκόμη περισσότερο ἀναλώνεται σέ κόπους ἀσκητικούς, σέ προσευχές παννύχιες καί δεήσεις ἐκτενεῖς. Οἱ πειρασμοί πληθαίνουν μά ἐκεῖνος ὑπό τήν κραταιά προστασία τῆς ὑπακοῆς πρός τόν Καθηγούμενο καί τήν Ἀδελφότητα ἀνεβαίνει διαρκῶς τήν κλίμακα τῶν ἐνθέων ἀρετῶν. Ὅμως ἡ ὑγρασία τῆς περιοχῆς πλήττει τήν ἀσθενική κράση τοῦ ρασοφόρου Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος κατόπιν εἰσηγήσεως τοῦ Καθηγουμένου καί εὐλογίας τοῦ Τοποτηρητοῦ τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου μετατίθεται στόν Πανίερο Ναό τῆς Ἀναστάσεως καί ἐντάσεται στήν συνοδεία τοῦ Σκευοφύλακα, Γέροντος Κυριακοῦ. Έκεῖ ἀναλαμβάνει τό διακόνημα τοῦ κανδηλανάπτου καί τοῦ φύλακα τοῦ Παναγίου Τάφου. Ἤδη τόν σεπτό Θρόνο τῆς Ἁγίας Πόλεως τῶν Ἱεροσολύμων κλεῒζει ὁ Πατριάρχης Τιμόθεος ὁ Α´ ὁ ὁποῖος γνωρίζει τήν ἀρετή τοῦ ρασοφόρου Ἰωάννου καί ἀποφασίζει τήν μοναχική του κουρά τήν ὁποία τελεῖ ὁ ἴδιος στίς 24 Αὐγούστου 1937 καί τοῦ δίδει τό ὄνομα Θεοδόσιος. Στίς 3 Μαρτίου 1941 ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀσκάλωνος, Βασίλειος, κατόπιν ἐντολῆς τοῦ Πατριάρχου, χειροτονεῖ τόν π.Θεοδόσιο στόν Πανάγιο Τάφο Διάκονο καί στίς 26 Ὀκτωβρίου Πρεσβύτερο. Ὁ Πατριάρχης Τιμόθεος ἀγαποῦσε ἰδιαιτέρως τόν π. Θεοδόσιο γιά τήν ἀρετή του καί τήν ἀφοσίωσή του στά Πανάγια Προσκυνήματα, γι’ αὐτό καί τόν τοποθετοῦσε ὡς μέλος τῆς συνοδείας του σέ ποιμαντικές περιοδείες καί ἐκκλησιαστικές ἀποστολές. Ὅταν κατά τήν διάρκεια τοῦ δευτέρου παγκοσμίου πολέμου ἡ ἐξόριστη κυβέρνηση τῆς Ἑλλάδος ὑπό τόν Βασιλέα Γεώργιο καί ἑλληνικά στρατεύματα βρέθηκαν στήν Μέση Ἀνατολή ὁ π. Θεοδόσιος, κατόπιν ἐντολῆς τοῦ Πατριάρχου, ἀναλαμβάνει μετά προθυμίας καί ἐπιτελεῖ μετά θερμοῦ ζήλου τά καθήκοντα τοῦ στρατιωτικοῦ ἱερέως θεραπεύοντας τίς πνευματικές ἀνάγκες τῶν στρατιωτῶν. Δέν παύει παράλληλα νά ἐπιτελεῖ τά ἐφημεριακά του καθήκοντα στόν Πανίερο Ναό τῆς Ἀναστάσεως. Στίς 28 Ἰουλίου τοῦ 1946 λαμβάνει τό Μέγα καί Ἀγγελικό Σχῆμα στήν ἐξάκουστη Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα καί στήν συνέχειᾳ κατόπιν ἐντολῆς τοῦ Πατριαρχείου διορίζεται Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίων Λαζάρου, Μάρθας καί Μαρίας τῆς Βηθανίας. Τό Μοναστήρι τότε ἦταν μικρό καί ἐγκαταλελειμμένο. Ὅμως ἡ Θεία Πρόνοια ἐπεφύλαξε στόν Γέροντα Θεοδόσιο νά ἀναδειχθεῖ ὁ νέος κτίτορας τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ Καθιδρύματος τῆς Ἁγίας Γῆς καί ὁ συνετός ἡγήτορας τοῦ νεοθαλοῦς αὐτοῦ πνευματικοῦ Παραδείσου τῶν ἀφιερωμένων εἰς τόν Χριστόν παρθένων. Σέ σύντομο χρονικό διάστημα ἀνεγείρεται ἡ πτέρυγα τῶν κελλιῶν, ὁ ξενῶνας καί τό καμπαναριό. Καλλωπίζεται τό Καθολικό τῆς Μονῆς, στό ὁποῖο βρίσκεται ἡ πέτρα πού κατά τήν παράδοση ἐκάθισε ὁ Κύριος γιά νά ξεκουραστεῖ ἐρχόμενος νά ἀναστήσει τόν νεκρό Λάζαρο. Ἐπίσης ὁ Γέροντας φρόντισε καί γιά τήν συντήρηση τοῦ τάφου τοῦ Ἁγίου Λαζάρου πάνω ἀπό τόν ὁποῖο ἔχτισε διώροφο Ναό πρός τιμήν τῆς Παναγίας τῆς Μυρτιδιώτισσας καί τοῦ Ἁγίου Λαζάρου. Σημαντική ἦταν καί ἡ γνωριμία τοῦ Γέροντος Θεοδοσίου μέ τόν Βασιλιά τῆς Ἰορδανίας Ἀβδουλάχ τόν Α,´ ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε σέ μία τελετή στά Ἱεροσόλυμα τό 1938. Ὁ Βασιλιάς ἐντυπωσιάσθηκε ἀπό τήν σύνεση, τήν εὐστροφία καί τήν ἀνωτερότητα τοῦ Γέροντος Θεοδοσίου καί ἔκτοτε τούς συνέδεσε μιά ἱσχυρή φιλία. Ὁ Ἀβδουλάχ ἀποζητοῦσε τήν ἐπικοινωνία μέ τόν Γέροντα καί πάντοτε εὕρισκε εὐκαιρίες νά τόν συναντᾶ. Ἔτσι καί ἔγινε καί στίς 20 Ἰουλίου τοῦ 1951. Ὁ Ἰορδανός Μονάρχης ζήτησε ἀπό τόν Γέροντα νά τόν συνοδεύσει στό Τέμενος τοῦ Ὀμάρ καί ἐκεῖνος παρ’ ὅλη την δυσκολία του ὡς πρός τόν τόπο προορισμοῦ τόν ἀκολούθησε. Στήν συνοδεία τοῦ Βασιλιᾶ ἦταν καί ὁ ἐγγονός του, ὁ μετέπειτα Βασιλιάς τῆς Ἰορδανίας, Χουσεῒν. Κατά τήν ὥρα ὅμως που εἰσέρχονταν ὁ Βασιλιάς στό Τέμενος δέχεται δολοφονική ἐπίθεση καί πέφτει νεκρός στά χέρια τῶν φρουρῶν του. Ἀμέσως ὁ Γέροντας Θεοδόσιος ἀντιλαμβάνεται ὅτι στόχος θά γίνει καί ὁ ἐγγονός τοῦ Βασιλιᾶ, ὁ μικρός Χουσεῒν, τόν ὁποίο ἀρπάζει στά χέρια του καί τόν φυγαδεύει μακρυά ἀπό τό Τέμενος σέ ἀσφαλές μέρος. Ξυπόλυτος καθώς ἦταν τρέχει στόν Πανίερο Ναό τῆς Ἀναστάσεως καί εἰδοποιεῖ νά κλείσουν τίς μεγάλες θύρες τοῦ Ναοῦ. Στήν συνέχεια ὁδεύει στό Πατριαρχεῖο, ἐνημερώνει τόν Πατριάρχη καί ἐντός ὁλίγου οἱ καμπάνες σημαίνουν προκειμένου οἱ Ἐκκλησίες καί τά Μοναστήρια νά κλείσουν τίς θύρες. Ἀπό τό μεγάλο Τέμενος τοῦ Ὀμάρ ὁ μουσουλμανικός ὄχλος ξεχύθηκε στούς δρόμους τῆς Ἁγίας Πόλεως καταστρέφοντας ὅ,τι εὕρισκε μπροστά του. Ἕνα ἄλλο σημαντικό γεγονός στήν ζωή τοῦ Γέροντος Θεοδοσίου ἦταν ἡ συμμετοχή του στήν ἐπίσημη ἀντιπροσωπεία τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ἡ ὁποία παρέλαβε, μετά ἀπό σχετικές διαβουλεύσεις μέ τό Βατικανό, τό ἄφθορο λείψανο τοῦ ὁσίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου καί τό μετέφερε στήν ὁμώνυμη Λαύρα του στήν γῆ τῆς Παλαιστίνης. Ἡ ἀντιπροσωπεία κατέφθασε στήν Βενετία τό 1965 καί μετέφερε μαζί της ὀρθόδοξα ἄμφια γιά νά ἀντικαταστήσει τά λατινικά μέ τά ὁποία οἱ Λατίνοι εἶχαν ἐνδύσει τόν ὅσιο Σάββα. Στή θέα τοῦ σκηνώματος τοῦ ὁσίου μέ τά ἄμφια αὐτά ὁ Γέροντας λυπήθηκε σφόδρα καί προσευχόμενος ἐσωτερικά ἀναρωτήθηκε πώς θά ἀνοίξουν τά χέρια τοῦ ὁσίου τά ὁποία ἦταν σταυρωειδῶς τοποθετημένα ἐπί τοῦ στήθους χωρίς νά προξενήσουν καταστροφή στό τίμιο λείψανο. Καί ὥ τοῦ θαύματος ἀμέσως ὁ ὅσιος Σάββας ἀνοίγει τά χέρια του καί ἀπό τό συγκλονιστικό γεγονός πέφτει λιπόθυμος ὁ Γέροντας. Κατόπιν ὁ Γέροντας Θεοδόσιος καί ὁ Καθηγούμενος τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Σάββα, Γέροντας Σεραφείμ, ἐνέδυσαν τό σκῆνος τοῦ ὁσίου μέ τά ὀρθόδοξα ἄμφια καί οἱ Λατίνοι τό τοποθέτησαν μέ τιμές σέ μία γόνδολα γιά νά περάσει γιά τελευταία φορά ἀπό τά κανάλια τῆς Βενετίας. Τότε τά περιστέρια τῆς πλατείας τοῦ Ἁγίου Μάρκου σάν νά ἦταν καθοδηγούμενα σηκώθηκαν εὐθύς καί πέρασαν τιμητικά τό ἕνα πίσω ἀπό τό ἄλλο πάνω ἀπό τήν γόνδολα πού μετέφερε τό ἡγιασμένο λείψανο τοῦ Ἁγίου Σάββα. Ὅσο ὁ Γέροντας ξανοίγονταν στό μέγα πέλαγος τῆς ἐνθέου ταπεινώσεως. τόσο ὁ Κύριος τόν ἀνεδείκνυε ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων. Ἐπανειλλημμένως ὁ Βασιλικός Οἶκος τῆς Ἰορδανίας τίμησε μέ ὑψηλά παράσημα τόν Γέροντα γιά τήν γενναία διάσωση τοῦ Βασιλιᾶ Χουσεῒν. Τό Πατριαρχεῖο τόν προήγαγε κατά σειρά σέ Πρωτοσύγκελλο καί Ἀρχιμανδρίτη καί στήν συνέχεια τόν διόρισε μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τῆς Σχολικῆς Ἐφορίας καί τῆς ἐπιτροπῆς ἐπιθεωρήσεως τῶν ἡγουμενειῶν καί Ἐκκλησιῶν. Μέ συστολή, ταπείνωση, ἀλλά καί εὐχαριστία ἀρνήθηκε τήν πρόταση πού τοῦ ἔκανε ὁ Πατριάρχης Διόδωρος καί ἡ περί Αὐτόν Ἱερά Σύνοδος γιά προαγωγή του σέ Ἀρχιερέα. Ὀνομάσθηκε ὅμως παρά τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Μέγας τοῦ Θρόνου καί Μιτροφόρος γιά τήν τεράστια προσφορά του στήν Σιωνίτιδα Ἐκκλησία. Ὅμως ἡ ὥρα τῆς ἐξόδου τοῦ Γέροντος Θεοδοσίου ἀπό τά γήινα καί φθαρτά πρός τά οὐράνια καί ἄφθιτα πλησίαζε. Στίς 9 Δεκεμβρίου τοῦ 1990 ὁ Γέροντας παθαίνει ἀνακοπή τῆς καρδιᾶς στήν αὐλή τῆς Μονῆς. Σέ λίγο ὅμως ἐπανῆλθε καί διηγεῖται ὅτι εἶδε ἕναν ἐπίσκοπο συνοδευόμενο ἀπό δύο φωτεινές γυναῖκες πού σίγουρα ἦταν ὁ Ἅγιος Λάζαρος καί οἱ ἀδελφές του Μάρθα καί Μαρία. Στίς 27 Αὐγούστου 1991 ὁ Γέροντας γιά δεύτερη φορά παθαίνει σοβαρό καρδιακό ἐπεισόδιο καί ἐνώ τόν μετέφεραν στό νοσοκομεῖο στήν Γεθσημανῆ κατέναντι τοῦ τάφου τῆς Κυρίας Θεοτόκου, ὁ Γέροντας Θεοδόσιος παρέδωσε τήν μακαρία του ψυχή εἰς χεῖρας Θεοῦ.
Ἔτσι λοιπόν ὁ μακαριστός Γέροντας Θεοδόσιος πορεύθηκε τήν ὁδό τῶν ἁγίων ἀπό τότε πού ἦταν μικρό παιδί στήν πονεμένη γῆ τῆς Ἰωνίας καί ἡ καθαρή του καρδιά ἀφουγκράσθηκε τούς ὁρισμούς τοῦ Θεοῦ γιά τά ἐπερχόμενα. Ἀνάλαβε μετά προθυμίας τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου, ὑπέμεινε μετά καρτερίας τους πειρασμούς καί τίς θλίψεις, ἀσκήθηκε μετά ζήλου στήν ἀδιάκριτη ὑπακοή, συμφιλιώθηκε μέ τόν Κύριο διά τῆς ἁγίας μετανοίας, ἀνέβηκε σεμνοπρεπῶς τήν νοητή κλίμακα τῶν ἐνθέων ἀρετῶν, ἐνεδύθηκε τήν ὑψοποιό ταπείνωση, φίμωσε τά θράση τῶν παθῶν μέ τήν ὀξεία μάχαιρα τῆς μακαρίας ἀοργησίας. Ὡς γνήσιος μιμητής τῆς ὀρθοδόξου πολιτείας τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας πορεύθηκε στούς θεοσεβεῖς βηματισμούς τους στηλιτεύοντας τίς κακοδοξίες τῆς αἰρετικῆς Δύσης, συνιστώντας προσοχή καί ἐγρήγορση προσφέροντας ὅμως ἀδιακρίτως τήν ὑλική καί πνευματική του συνδρομή σ’ ὅλους ἐκείνους τούς χριστιανούς, μουσουλμάνους καί ἐβραίους πού θά κατέφευγαν στά φιλάνθρωπα αἰσθήματά του. Ὁ Γέροντας ἦταν ἀληθῶς ποταμός φιλανθρωπίας καί κρήνη ἐλέους πρός πάντας ἀνεξαιρέτως.Ἐκείνο ὅμως πού κατέφλεγε τήν καθαρά του καρδία ἦταν ἡ ἐπάνδρωση τῶν Παναγίων Προσκυνημάτων καί ἡ ἀκώλυτως συνέχιση τῆς διακονίας τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν Γένους στούς τόπους οὕ ἔστησαν οἱ πανάχραντοι πόδες τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐπιθυμοῦσε σφόδρα οἱ εἰρηνοποιοί ἀκροφύλακες τοῦ Παναγίου Τάφου καί μυστικοί θεωροί τοῦ Μεγάλου Μυστηρίου τῆς σωτηρίας τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων νά αὐξάνονται ἀριθμητικά καί νά ἀνέρχονται πνευματικά.
Σάν τό φῶς τῆς ἀστραπῆς λοιπόν ἐξήστραψε ὁ ὁσιακός βίος τοῦ Γέροντος Θεοδοσίου στό μέγα κλίτος τοῦ παλαιφάτου ἑλληνορθοδόξου Πατριαρχείου τῶν Ἱεροσολύμων καί τώρα ἀπό τά οὐράνια σκηνώματα «ἔνθα ὁ τῶν ἑορταζόντων ἦχος ὁ ἀκατάπαυστος καί ἡ ἀπέραντος ἡδονή τῶν καθορώντων τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου τό κάλλος τό ἄρρητον» θά ἱκετεύει ὑπέρ ἐνισχύσεως καί διαφυλάξεως τοῦ Πατριάρχου καί τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος καί ὑπέρ τῆς ἀκυμάντου πορείας τοῦ ἑλληνορθοδόξου Πατριαρχείου τῶν Ἱεροσολύμων, γιά νά βεβαιώνει μέχρι τερμάτων αἰῶνος τούς ἐγγύς καί τούς μακράν ὅτι « Χριστός γάρ ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο. Αὐτῷ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Αρχ.Ιερεμία Γεωργαλή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου