Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011

Πνευματικές αναβάσεις στη Μονή Καρακάλου

Άραγε τι να προσδοκούσαν τόσοι άνθρωποι, που άφησαν τις οικογένειές τους, τις εργασίες τους, τα προβλήματά τους και ήρθαν μέσα στο καταχείμωνο στο Άγιο Όρος; Τι ζητούσαν, τι περίμεναν να πάρουν από τους πνευματικούς Πατέρες; Ήρθαν μόνο και μόνο να συμμετάσχουν στο πανηγύρι της Ιεράς Μονής Καρακάλου και να τιμήσουν τον θαυματουργό άγιο Γεδεών; Ήρθαν να βρουν λύσεις στα αδιέξοδα της ζωής τους, να ακούσουν λόγια παρήγορα στον ανελέητο κατευθυνόμενο και καθημερινό πλέον βομβαρδισμό της ανασφάλειας; Ποιά δύναμη τους έσπρωξε στο Περιβόλι της Παναγιάς;
Νέοι, γέροι ακόμη και παιδιά που εκμεταλλεύτηκαν τις εορταστικές διακοπές από το σχολείο γονάτιζαν ευλαβικά μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς. Με μετάνοιες και με δάκρυα στα μάτια ασπάζονταν τα ιερά λείψανα, τους ανεκτίμητους θησαυρούς της ζωντανής και αληθινής τριαδικής πίστης. Αφουγκράζονταν με εμφανή κατάνυξη τους χαιρετισμούς που απηύθυναν κατά το δειλινό στην Ακολουθία του Αποδείπνου νεαροί ασκητές, μοναχοί. Το ικετευτικό, γαλήνιο και γοητευτικό βλέμμα της Μητέρας του Θεού σε προσκαλούσε σε ένα ακόμη ουράνιο ταξίδι. Το χαμόγελο Της έκρυβε την πρόσκληση και συνάμα πρόκληση για νέα πνευματικά σκιρτήματα χαράς και αγαλλίασης.
Η καρδιά μου δεν άντεξε. Λησμόνησε έγνοιες της ανίερης κοσμικής καθημερινότητας και έτρεξε στο άρμα του βυθισμένου σε σκέψεις νου μου για να ανακαλύψει απαντήσεις στα δεκάδες ερωτήματα που γεννήθηκαν. Ανασκουμπώθηκα στο στασίδι, έκλεισα τα μάτια και άρχισα με τα «χέρια» του νου να γαντζώνομαι στους απαλούς ύμνους και τις γλυκές μελωδίες των μοναχών.
Και ξαφνικά στην πρωτόγνωρη αυτή ψυχική ανάβαση ακούστηκε η φωνή ενός αγγέλου -κουβαλητή των ωδών και των ψαλμών προς τον ουρανό. «Πίστευε στο Θεό και Αυτός θα σου δώσει τη λύση που απεγνωσμένα ζητάς», τραγουδούσε χαρούμενα. Το αγγελικό φως που εξέπεμπε θάμπωσε προς στιγμή τα βουρκωμένα από την χαρά μάτια μου. Ένιωσα όμως, σαν χάδι τα φτερά να καθαρίζουν τα δάκρυα. Και τότε άρχισα να διακρίνω στον ορίζοντα με τα μάτια της ψυχής μία τεράστια κλίμακα (σκάλα). Ξεκινούσε από το Καθολικό της Μονής Καρακάλου και χανόταν μέσα στα ουράνια. Στο πλατύσκαλο της αφετηρίας της στεκόταν ντυμένος ως βασιλιάς ο Άγιος Γεδεών, ο τιμώμενος Άγιος. Δίπλα του, ολοφάνερα σαν να έβλεπες τοιχογραφία διέκρινες τον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, τον Άγιο Νικόδημο, τον Άγιο Σίμωνα και πολλούς άλλους Αγιορείτες αγωνιστές και αιώνιους καλλιεργητές του αγρού της Αγίας Θεοτόκου. Μία οικεία, γνώριμη μορφή, αυτή του γέροντα Παϊσίου με έγνεψε να μεταβώ κοντά του...
«Καλή ιεραποστολική χρονιά σ’ όλους» μου είπε χαρούμενος. Καλή χρονιά, απάντησα με εμφανή αμηχανία. Έσκυψα το πρόσωπο από ντροπή. Ένιωσα παρείσακτος μέσα σε τόσο λευκό-ντυμένους αγγέλους και λαμπερούς αγίους. Άρχισα να τρέμω από φόβο! Με την άκρη του ματιού διέκρινα τον Επίσκοπο Τριφυλίας Χρυσόστομο και τον γέροντα Φιλόθεο και τη συνοδεία του να πλησιάζουν τον Άγιο Γεδεών. Ήταν όλοι φορτωμένοι με μεγάλα σακιά. «Φέρνουν τα δώρα στον Άγιο οσιομάρτυρα» ψιθύρισε ο π. Παϊσιος.
Πλησίασαν τον Άγιο και εναπόθεσαν ευλαβικά στα τραυματισμένα από το φοβερό μαρτύριο πόδια του τριακόσια πενήντα και πλέον σακιά. Το καθένα από αυτά έγραφε και ένα όνομα. Ο π. Παϊσιος άπλωσε το χέρι του και σήκωσε ένα απ’ αυτά. «Αυτό είναι το δικό σου» είπε. «Μα, δεν έφερα κανένα σακί στο μοναστήρι» μονολόγησα και ασυνείδητα προσπάθησα να δω το περιεχόμενό του. Επιχειρώντας να το τραβήξω προς το μέρος μου, διαπίστωσα πως ήταν αδύνατο να το σηκώσω. Παραξενεύτηκα και με απορημένο βλέμμα κοίταξα προς τον γέροντα Φιλόθεο και την αδελφότητα. Αναρωτιόμουν με τι δύναμη κουβάλησαν στα πόδια του Αγίου Γεδεών τόσα βαριά και ασήκωτα σακιά.
Είδα τους Αγίους να ευλογούν τους μοναχούς, έναν προς έναν. Γεμάτος περιέργεια έχωσα το κεφάλι μου μέσα στο σάκο που έφερε το όνομά μου. Λάθη, αβλεψίες, πονηριές, κακίες και αγωνίες που εξομολογήθηκα στον γέροντα Φιλόθεο είχαν μετασχηματισθεί σε ασήκωτους ράβδους από μολύβι. Έφεραν όμως και το προσωπικό σημείωμα του πνευματικού που θα τα συνόδευε μέχρι τον Κύριο. Έπιαναν σχεδόν όλο τον πάτο του σάκου. Πάνω από αυτούς τους ράβδους βρισκόταν ένα δελτάριο που ανέγραφε τα αιτήματα της προσωπικής ικεσίας μου για αυτούς που με μισούν και γι’ αυτούς που μ’ αγαπούν, για τους πάσχοντες από ανίατες ασθένειες, για τους γείτονες, τους συνεργάτες μου στον εργασιακό χώρο, για τους άρχοντες του τόπου κ.ο.κ.. Ονομαστικά έναν προς έναν...
Γύρισα και με απορία είπα στο γέροντα Παϊσιο. «Καλέ μου γέροντα θα μπορέσει ο σάκος αυτός να φθάσει στον Κύριό μας; Χρειάζεται αρσιβαρίστα βαρέων βαρών για να τον ανεβάσει στην κορυφή της τεράστιας αυτής σκάλας. Και μάλιστα είναι δύσκολο αν όχι ακατόρθωτο να το πετύχει»; Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη σκέψη μου όταν άγγελος Κυρίου άρπαξε λες και ήταν πούπουλο το σάκο και τρέχοντας τον εξαφάνισε μέσα στον ουρανό. Κοίταξα προς τον τιμώμενο Άγιο Γεδεών. Τον είδα να σταυρώνει όλους τους σάκους, του Πέτρου, του Κωνσταντίνου, του Σπύρου, του Δημήτρη από την Αθήνα, του Θανάση και του Μάριου από την Κέρκυρα. Στη συνέχεια άγγελοι τους σήκωναν στα ουράνια ενώπιον του Κυρίου.
Αχ! Αναστέναξα. Πόσο θα ήθελα να τους ακολουθήσω στο ιεραποστολικό αυτό ταξίδι τους... Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη σκέψη μου όταν μία οικεία και γνώριμη φωνή, αυτή του καλού ιεραποστόλου Ιωσήφ της συνοδείας του Σαμουήλ μου είπε:
Καλέ μου σύνδουλε χαίρε εν Κυρίω Ιησού Χριστού. Να θυμάσαι πως ο ουρανός δεν θέλει τεμπέληδες, θέλει αγνούς και εργατικούς για το έργο που πρέπει να φανερώσουν στον κόσμο. Γι’ αυτό καλέ μου σύνδουλε και καλοί μου άνθρωποι πιστεύετε και ζητάτε από τον Κύριο την ειρήνη στην καρδιά σας. Να μάχεστε για την αγάπη. Να είστε όσο μπορείτε ελεήμονες στους φτωχούς. Αυτοί θα σας ανεβάσουν ψηλά, στον έβδομο ουρανό. Και επ’ ευκαιρία σας λέγω μία παραβολή του Κυρίου μας. Ρώτησαν κάποτε τον Κύριο, όταν ήταν ανάμεσα σε μας στη γη. Πως θα φθάσουμε Κύριε στον έβδομο ουρανό; Και Αυτός απάντησε με γλυκύτητα. Είναι πολύ απλό, όταν αφαιρέσεις τα αμαρτωλά σου βίτσια και προπαντός τον εγωισμό, πως τάχα κάποιος είσαι. Τότε πάρε ένα τσεκούρι και πήγαινε σε ένα δάσος. Βρες ένα χοντρό δέντρο και άρχισε να το πελεκάς, ώσπου να φθάσεις στο κέντρο. Με χαρά θα δεις πως η καρδιά του δέντρου που πελέκησες είναι κεχριμπάρι. Και αυτό γίνεται όταν πετάμε τους άσχημους πειρασμούς από πάνω μας. Αυτός είναι ο δρόμος. Και είναι εύκολος, χωρίς διόδια»...
Αυτά είπε και έφυγε αναφωνώντας «Με χαρά θέλω να δώσω στον κόσμο τη μεγάλη και ωραία πνευματική ορθόδοξη ζωή. Μην φοβάσαι πιστέ Χριστιανέ, ο Κύριος σου έχει τον Άγγελό σου και μαζί μ’ αυτόν και το Άγιον Πνεύμα. Αλληλούια, έρχεται επιτέλους και η ολοκλήρωση της τριαδικής πίστεως. Με χαρά στέλνω το μεγάλο μαντάτο της αλλαγής. Η πληγείσα γη θα επανιδρυθεί».
Καθώς κίνησα αυθόρμητα να ακολουθήσω τον Ιωσήφ βρέθηκα μπροστά στον Άγιο Γεδεών. Εκείνος έσκυψε και με σταύρωσε. Με γλυκειά απαλή φωνή είπε «Ρωτούσες γιατί είχε τόσο κόσμο εφέτος. Μα ο κόσμος θέλει να πάρει οδηγίες. Και δόξα το Θεό έχουμε πολλούς πνευματικούς Πατέρες, εδώ στο Περιβόλι της Παναγίας μας για να ενθαρρύνουν τους πιστούς.
Ο Κύριός μας αναγγέλλει πως έρχεται η αλλαγή και οι άνθρωποι θα πάψουν να αγωνιούν για το τι θα γίνει. Να και εσύ μπορείς να Τον αφουγκραστείς» μου είπε και σταύρωσε τα αυτιά μου. Και ω του θαύματος άκουσα αγγέλους τότε να ψάλλουν πως «η χαρά είναι με την τριαδική πίστη». Την ίδια στιγμή στο βάθος ακουγόταν ξεκάθαρη η φωνή του Κυρίου μας. «Αμήν λέγω υμίν. Εγώ το Α, εγώ και το Ω. Στέλνω μήνυμα στον πλανήτη γη. Η ώρα της μεγάλης δοκιμασίας πέρασε. Μην φοβάσαι λαέ, της μικρής αυτής χώρας που λέγεται Ελλάς αλλά και λαοί των άλλων κρατών. Ο χορός που έστησαν μερικά κοράκια από τις τρεις μεγάλες χώρες έληξε. Θα τα βρούνε τώρα μπροστά τους. Θα χιμήξουν τα λιοντάρια και θα τους λιντσάρουν. Αρκετά ανεχτήκαμε από τον Βεελζεβούλ. Τώρα με τον καινούργιο χρόνο έρχεται και η λύση. Μόνο να πιστεύετε στον ουρανό. Η χαρά είναι με την τριαδική πίστη. Αμήν».
Τότε κοίταξα προς τον ουρανό και είδα μέσα σε ένα κύκλο να σχηματίζονται τρεις σταυροί. Στη δεξιά άκρη του κύκλου ανοιγόταν διάπλατα μία λεωφόρος κάθετη προς τον ουρανό. Φοβερό θέαμα.
Ένα έντονο κουδούνισμα διέκοψε αυτό το όμορφο προσκυνηματικό πνευματικό ταξίδι. Άνοιξα τα μάτια μου. Είδα το διάκονο με το θυμιατήρι να με θυμιάζει επίμονα. Σταυροκοπήθηκα και κοίταξα γύρω μου. Αντίκρυ μου στεκόταν χαμογελαστός ο Κωνσταντίνος. Ανάλογη χαρά διέκρινα και στα πρόσωπα του Πέτρου, του Σπύρου, του Θανάση, του Μάριου ακόμη και του Γερμανού προσκυνητή Λούτβικ που στεκόταν στο Νάρθηκα. Όλοι ήταν χαρούμενοι. Η ματιά μου στράφηκε προς το γέροντα Φιλόθεο. Τον είδα να στέκεται αγέρωχος, αν και ήταν 3 χαράματα όρθιος δίπλα στο δεσποτικό που βρισκόταν ο Μητροπολίτης Τριφυλίας Χρυσόστομος, ο Επίσκοπος που εκλήθη να χοροστατήσει και να λειτουργήσει στο εφετινό πανηγύρι του Αγίου Γεδεών και στην καθιερωμένη χριστουγεννιάτικη αγρυπνία.
Την ίδια χαρά διέκρινες στους 350 προσκυνητές, στους ηγουμένους κοντινών Μονών, στους ιερείς και στους μοναχούς καθώς έβγαιναν από το Καθολικό και έμπαιναν στην εορταστική Τράπεζα που ο π. Αρσένιος ως επικεφαλής μοναχών και λαϊκών είχαν ήδη ετοιμάσει. Η Παναγία μας γιόρτασε πανηγυρικά όπως συνηθίζει να κάνει το άξιο τέκνο του Βελεστίνου και της Μονής Καρακάλου, τον Άγιο Γεδεών. Και ο Άγιος μοίρασε κατ’ εντολήν του Κυρίου και της Υπεραγίας Θεοτόκου πλούσια δώρα στους προσκεκλημένους του ευχόμενος καλή και ευλογημένη και μεστή πνευματικών δωρεών την νέα χρονιά. Αμήν

Συντάκτης: Ένας Προσκυνητής 

2 σχόλια: