«...Η Ιθάκη σ'έδωσε τ'ωραίο ταξίδι,
Χωρίς αυτήν δεν θα έβγαινες στον δρόμο.
Αλλά δεν έχει να σε δώσει πια...» (Κ.Καβάφη,''Ιθάκη'')
«Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν,
ούκ εκ πέτρας αγόνου τερατουργούμενον...»(Από τον Όρθρο της Κυριακής του Πάσχα»)
Τό γεγονός της Αναστάσεως χρόνο με το χρόνο κινδυνεύει να γίνεται όλο και πιο μακρινό, όλο και πιο δυσπρόσιτο για τους ανθρώπους. Όχι γιατί πέρασε ό καιρός των μυστηρίων καί των θαυμάτων, αλλά γιατί το ψέμα και ή άπατη φαίνεται να χουν βρει τρόπους αξεπέραστους να φυτέουν στο νου καί την ψυχή τους ουτοπικά οράματα καί σισυφικές μεθόδους πραγμάτωσης τους. Ασήμαντο βάρος φαντάζει ό λίθος του μνημείου μπροστά στα τείχη πού έχει να γκρεμίσει ό σύγχρονος άνθρωπος για να προσεγγίσει τον κενό τάφο.
Δεν είναι μόνον ό ορθολογισμός, πού αιώνες τώρα, ακόμη κι άπ' τις πρώτες στιγμές της Αναστάσεως, πασκίζει να πνίξει όλα τα αλλά αντιληπτικά κέντρα της ανθρώπινης ύπαρξης καί να αναχθεί σε κύρια και μόνη δύναμη προσέγγισης καί κατανόησης του γεγονότος της ζωής. Είναι καί ή άρνηση πια του ανθρώπου να βγει «στον πηγαιμό για την Ιθάκη». Είναι ό δισταγμός να διακινδυνέψει έστω καί λίγες μέρες ταξίδι για το νησί τοϋ προορισμού, αφού φαίνεται ή φοβάται ότι ή Ιθάκη αυτή «δεν έχει να σε δώσει πια».
Από τα πρώτα κιόλας στάδια της ανάπτυξης του μέσα σε σχολειά ορφανεμένα άπ' τη χαρά του πηγαιμοϋ, ό συνάνθρωπος των καιρών μας, εμείς οι ίδιοι, μαθαίνουμε μόνο να έπενδύουμε το μικρότερο δυνατό κεφάλαιο με στόχο το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος.
Καί καθώς δεν διδάσκονται οί τρόποι, ούτε στο ταξίδι να πλουτίσεις οϋτε να καταλάβεις «Ίθάκες τί σημαίνουν»,κάθε έξοδος, κάθε άλμα στο πεδίο, εϊτε της γνώσης είτε της ανθρώπινης σχέσης εϊτε της προσωπικής ολοκλήρωσης καί εξέλιξης χωρίς ορθολογικώς απόλυτα τεκμηριωμένες κερδοφόρες προοπτικές, κρίνεται ως ασυγχώρητη απερισκεψία καί επιπολαιότητα. Κι αν ό Καβάφης μακραίνει το ταξίδι, όχι μόνο για ν' αποκτήσει «ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής» μα καί για να βρει χρόνο ν' απομυθοποιήσει την πατρίδα, μη καί τη βρει ανάξια της νοσταλγίας του, έμείς αρνιόμαστε να κινήσουμε καν, σαπίζοντας στα λιμάνια των υπολογισμών μας.
Αφού ένα τέτοιο ταξίδι, πού περνάει από «λιμένας πρωτοίδωμένους» καί «εμπορεία Φοινικικά» λογιέται περιττό κι επιζήμιο, πώς να λογιέται το ταξίδι πού χαράζει το Πάθος του Χριστού κάθε στιγμή του χρόνου, αλλά κυρίως την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής πού μόλις τέλειωσε; Πώς να λογιέται .ένα ταξίδι επώδυνης συνάντησης με τους «Λαιστρυγόνας καί τους Κύκλωπας, τον άγριο Ποσειδώνα», πού ή ψυχή τους κουβανεί καί συνέχεια τους στήνει εμπρός μας;
Ό δρόμος τουΓολγοθά δεν είναι πρόσκληση για ένα σεργιάνι στις ηδονές του βίου, μήπως καί προσωρινά λησμονηθεί ή αναπόφευκτη στιγμή της διάψευσης. Είναι πρόκληση να κατεβούμε μέχρι τέλους τα σκαλιά του πένθους καί του πόνου της εξορίας μας, πού μας ματώνει την ψυχή. Πού όμως να βρεθεί το κουράγιο και πότε προετοιμαστήκαμε ν' ακολουθήσουμε τον Χριστό στην τριήμερη κάθοδο σ' αυτόν τον προσωπικό μας "Αδη; Σ τον καιρό του «εδώ», του «τώρα» καί του «φτηνά» - ει δυνατόν του «τζάμπα» - στον καιρό των καλύτερων προσφορών καί της χρυσής ευκαιρίας, πόσο μπορεί ν' ακουστεί ή φωνή του Χριστού να κραυγάζει τη μεγαλύτερη ίσως αλήθεια της ζωής; Ποια είναι αυτή; Ότι ή συνάντηση με τον πόνο είναι ή μόνη πύλη προς τον κόσμο του φωτός καί ότι ή απόφαση του ανθρώπου όχι να τον δεχθεί ως ποινή ή μοίρα αλλά να τον μεταμορφώσει σε εκούσιο πάθος, είναι ό μόνος δρόμος προς την υπέρβαση του καί την ελευθερία άπ' τα δεσμά του.
Με άλλα λόγια, ή θα βγεις στη μάχη με τους Λαιστρυγόνες καί τους Κύκλωπες, ή θα τους συναντήσεις αργά ή γρήγορα, κατακτητές καί τροπαιούχους στην Ιθάκη σου. Μια αλήθεια τόσο γνωστή στους ποιητές καί τους αγίους, πώς να φτάσει στα αυτιά του κόσμου, του κόσμου πού κολυμπάει στο απέραντο πλαστικό των τηλεοπτικών καί πολιτικών θεαμάτων, του κόσμου πού πασκίζει όχι να γειάνει μα να ξεχάσει τις πληγές του, του κόσμου πού σαν παροπλισμένη σταρ ζητάει να φτιασιδώσει τη ρυτιδιασμένη ψυχή του;
Φαντάστηκε ότι πρώτος αυτός,ό άνθρωπος του αιώνα μας, ανακάλυψε την απάτη της πίστης σε ορθολογικώς αβέβαια οράματα καί προορισμούς. Χάρηκε πού γλύτωσε μπελάδες περιττούς, δεν είδε όμως το κορμί του πού σάπιζε καί σαπίζει στο τέλμα της ακινησίας του. Μα κι οποίους στόχους έβαλε, σ' αυτό αποσκοπούσε: στη μεγαλύτερη δυνατή απόλαυση με το μικρότερο δυνατό κόστος. Άλλα έστω κι αυτό το ταξίδι προς τους προορισμούς των οικονομικών ανακάμψεων καί της αυτοματοποίησης της ζωής του το κάνε γρήγορα, βιαστικά, άγχωτικά καί φτωχός έφτασε σε μια ξερή, αν όχι ανύπαρκτη, Ιθάκη.
Λες καί βλέπει ό Ιησούς την ώρα της Γεθσημανής τον άνθρωπο του καιρού μας, όλων των καιρών, καί αφήνει ν' ακουστεί για μια στιγμή ή ανθρώπινη φωνή του βολέματος καί της παραίτησης:
«Πάτερ μου, ει δυνατόν εστί, παρελθέτω άπ' εμού το ποτήριον τούτο». Ή φωνή όμως αυτή αμέσως νικιέται άπ' τη φωνή του ανήφορου του Γολγοθά. Κι αυτή ή νίκη είναι το κουράγιο όλων των νοσταλγών ταξιδευτών για την πατρίδα καί ή πίστη τους ότι ό Σταυρός στην κορυφή δεν εΐν' το τέλος. Είναι όμως ό μόνος δρόμος προς το κενό μνημείο. Μόνο πού αυτό φαίνεται μονάχα από κει ψηλά. Οί επενδυτές, στρατηγικοί ή μη, βλέποντας το αίμα να στάζει από το ξύλο του Σταυροϋ, θ' άναζητήσουν Ανάσταση σε τιμή ευκαιρίας. Καί τέτοια Ανάσταση : δεν υπάρχει. Όποιος ζητήσει Ανάσταση χωρίς Γολγοθά είναι καταδικασμένος ν' ανεβαίνει Γολγοθά χωρίς Ανάσταση. Μα όποιος φτάσει τελικά στον άδειο τάφο θα βρει μια πλούσια πατρίδα όχι απλώς με ζωή μα με πλημμύρα ζωής.
Μια Ιθάκη πάμπλουτη, πού έχει στρώσει τα τραπέζια «του συμποσίου της πίστεως» καί πού δεν αφήνει κανένα να φύγει στρερημένος «του πλούτου της χρηστότητας». Γιατί σήμερα γιορτάζουν οί ξενιτεμένοι, πού πάντα στο νου τους είχαν την Ιθάκη, πού πείνασαν καί δίψασαν το «νόστιμον ήμαρ» καί πού τόλμησαν ν' ανοίξουν πανιά με το καράβι του πόνου καί της ελπίδας.
του Ηλία Λιαμή
Θεολόγου-Μουσικού-Πειραική Εκκλησία
Υπέροχο.
ΑπάντησηΔιαγραφή