Από τη ζωή του αγίου Νικήτα των σπηλαίων του Κιέβου, που έζησε πριν από 1000 περίπου χρόνια στη Ρωσία (η μνήμη του εορτάζεται στις 30 Απριλίου):
Κινούμενος από ζήλο, ο Νικήτας ζήτησε από τον ηγούμενό του ευλογία για να γίνει ερημίτης. Ο ηγούμενος (που τότε ήταν ο άγιος Νίκων) του το απαγόρευσε, λέγοντας «Τέκνο μου, δεν είναι καλό για σένα που είσαι νέος, να μένεις αργός. Καλύτερο για σένα είναι να ζεις με τους αδελφούς. Διακονώντας τους δεν θα χάσεις την αμοιβή σου. Ξέρεις κι εσύ πως ο Ισαάκ εξαπατήθηκε από τους δαίμονες στην ερημιά. Θα είχε πεθάνει αν δεν τον έσωζε η ιδιαίτερη χάρη του Θεού, δια των προσευχών των αγίων Πατέρων μας Αντωνίου και Θεοδοσίου.»
«Πάτερ», απάντησε ο Νικήτας, «δεν θα ξεγελαστώ ποτέ από τέτοιου είδους απάτες, αλλά θέλω να σταθώ ακλόνητος απέναντι στα τεχνάσματα των δαιμόνων και να ζητήσω από το Θεό να μού δώσει το χάρισμα της θαυματουργίας, όπως στον Ισαάκ τον ασκητή, που μέχρι τώρα ακόμα τελεί πολλά θαύματα.»
«Η επιθυμία σου», είπε ξανά ο ηγούμενος, «είναι υπεράνω των δυνάμεών σου. Φυλάξου, μήπως υπερυψωθείς και πέσεις. Εγώ, αντίθετα με τα σχέδια σου, σου βάζω κανόνα να υπηρετείς τους αδελφούς, και θα λάβεις στέφανο από το Θεό για την υπακοή σου.»
Ο Νικήτας, παρασυρόμενος από τον ισχυρότερο ζήλο για την ερημική ζωή, δεν είχε την παραμικρή επιθυμία να προσέξει αυτά που τού είπε ο ηγούμενος. Έκανε αυτό που είχε βάλει στο μυαλό του. Έγινε ερημίτης έγκλειστος και προσευχόταν συνεχώς χωρίς ποτέ να βγαίνει έξω. Μετά από κάποιον καιρό, μια φορά που προσευχόταν, άκουσε μια φωνή να προσεύχεται μαζί του, και μύρισε ένα εξαιρετικό άρωμα. Παραπλανημένος από αυτό, είπε μέσα του, «Αν αυτός δεν ήταν άγγελος, δεν θα προσευχόταν μαζί μου και δεν θα υπήρχε η ευωδία του αγίου Πνεύματος.» Ο Νικήτας άρχισε να προσεύχεται ειλικρινά, λέγοντας: «Κύριε, φανέρωσε τον εαυτό Σου σε μένα, ώστε να μπορώ να Σε δω.»
Τότε, μια φωνή του είπε: «Δεν θα σου εμφανιστώ επειδή είσαι νέος, μήπως υπερυψωθείς και πέσεις.»
Ο ερημίτης απάντησε με δάκρυα, «Κύριε, δεν θα παραπλανηθώ, γιατί ο ηγούμενος με δίδαξε να μην προσέχω τις δαιμονικές απάτες, αλλά θα κάνω ότι με διατάξεις».
Τότε, έχοντας κερδίσει εξουσία πάνω του, ο ψυχοκτόνος όφις είπε: «Είναι αδύνατο για έναν άνθρωπο να με δει ενώ είναι ακόμα στο σώμα. Αλλά πρόσεξε, στέλνω τον άγγελό μου να μείνει μαζί σου. Κάνε το θέλημά του.»
Μ’ αυτά τα λόγια, ένας δαίμονας με μορφή αγγέλου εμφανίστηκε στον ερημίτη. Ο Νικήτας έπεσε στα πόδια του και τον προσκύνησε σαν να ήταν άγγελος. Ο δαίμονας είπε, «Από εδώ και στο εξής να μην προσεύχεσαι, αλλά να διαβάζεις βιβλία. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα συνάψεις σταθερή σχέση με το Θεό και θα λάβεις τη δύναμη να δίνεις ωφέλιμα διδάγματα σ’ αυτούς που έρχονται σε σένα, και εγώ θα προσεύχομαι αδιάλειπτα στον Δημιουργό των πάντων για τη σωτηρία σου.»
Ο ερημίτης πίστεψε αυτά τα λόγια και εξαπατήθηκε ακόμα περισσότερο. Σταμάτησε να προσεύχεται και ασχολείτο με το διάβασμα. Έβλεπε το δαίμονα να προσεύχεται διαρκώς και αναγάλλιαζε, υποθέτοντας ότι ένας άγγελος προσευχόταν μαζί του. Τότε άρχισε να μιλά πολύ από τη Γραφή σ’ αυτούς που έρχονταν σ’ αυτόν, και να προφητεύει όπως οι έγκλειστοι της Παλαιστίνης.
Η φήμη του εξαπλώθηκε ανάμεσα στους κοσμικούς ανθρώπους κι έφτασε στην αυλή του μεγάλου πρίγκιπα. Στην πραγματικότητα δεν προφήτευε, αλλά έλεγε σ’ εκείνους που έρχονταν σ’ αυτόν που ήταν κρυμμένα κλεμμένα αγαθά, ή κάτι που συνέβαινε σ’ ένα μακρινό μέρος, παίρνοντας τις πληροφορίες του από το δαίμονα που τον παρακολουθούσε. Έτσι είπε στον μεγάλο πρίγκιπα Ιζυασλάβ για το φόνο του πρίγκιπα Γκλέμπ του Νόβγκοροντ, και τον συμβούλεψε να στείλει το γιο του να αναλάβει το πριγκιπάτο και να κυβερνήσει στη θέση του. Αυτό ήταν αρκετό για τους κοσμικούς ανθρώπους για να χαιρετίσουν τον έγκλειστο ως προφήτη. Είναι παρατηρημένο ότι οι κοσμικοί άνθρωποι, κι ακόμα κι οι μοναχοί χωρίς πνευματική διάκριση, σχεδόν πάντα γοητεύονται από απατεώνες, τσαρλατάνους, υποκριτές κι εκείνους που βρίσκονται σε πνευματική πλάνη, και τους παίρνουν για αγίους και γνήσιους υπηρέτες του Θεού.
Κανείς δεν μπορούσε να συγκριθεί με το Νικήτα στη γνώση της Παλαιάς Διαθήκης. Αλλά δεν μπορούσε να υποφέρει την Καινή Διαθήκη, ποτέ δεν χρησιμοποιούσε λόγους από τα Ευαγγέλια ή τις επιστολές των Αποστόλων, και δεν επέτρεπε σε κανέναν από τους επισκέπτες του να αναφέρει οτιδήποτε από την Καινή Διαθήκη. Από αυτή την παράξενη προτίμηση στη διδασκαλία του, οι πατέρες της μονής των σπηλαίων του Κιέβου συνειδητοποίησαν ότι είχε εξαπατηθεί από δαίμονα. Εκείνο τον καιρό υπήρχαν στο μοναστήρι πολλοί άγιοι μοναχοί προικισμένοι με πνευματικά χαρίσματα και θεία χάρη. Έδιωξαν το δαίμονα μακριά από το Νικήτα με τις προσευχές τους. Ο Νικήτας σταμάτησε να τον βλέπει. Οι πατέρες έβγαλαν το Νικήτα από το ερημητήριό του και του ζήτησαν να τους πει κάτι από την Παλαιά Διαθήκη. Αυτός όμως βεβαίωσε με όρκο ότι δεν είχε διαβάσει ποτέ τα βιβλία αυτά, που προηγουμένως ήξερε απ’ έξω. Αποκαλύφθηκε ότι είχε ακόμα ξεχάσει και πως να διαβάζει, τόσο μεγάλη ήταν η επιρροή της σατανικής πλάνης: και μόνο μετά από πολύ μεγάλη δυσκολία έμαθε πάλι να διαβάζει. Δια των προσευχών των αγίων πατέρων, ήρθε στον εαυτό του, αναγνώρισε κι εξομολογήθηκε την αμαρτία του, την έκλαψε με πικρά δάκρυα, και απέκτησε έναν υψηλό βαθμό αγιότητας και το χάρισμα της θαυματουργίας με μια ταπεινή ζωή ανάμεσα στους αδελφούς. Ακολούθως ο άγιος Νικήτας χειροτονήθηκε επίσκοπος του Νόβγκοροντ.*
(Επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, «Η αρένα» – τίτλος αγγλικής έκδοσης)/parratiritis