Ο Αύγουστος είναι ό μήνας της Παναγίας,ένας μήνας πλούσιος σε θεομητορικό ύμνογραφικό υλικό, στο όποιο μπορεί κανείς να δει αποτυπωμένη την θεολογία της Εκκλησίας μας, αλλά και την ζωή και τα βάσανα του κόσμου. Γιορτάζουμε την Παναγία, την αιτία της χαράς, από την καρδιά της οποίας διήλθεν ή ρομφαία του σταυρού. Ό άγιος Νικόδημος ό αγιορείτης, συνοψίζοντας την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, γράφει: «όλος ό νοητός και αισθητός κόσμος έγινε δια το τέλος τούτο, ήτοι την κυρία Θεοτόκον». Γι αυτό ό Ιωσήφ ό Βρυέννιος, «ό σοφός και θεολογικώτατος», κατά τον άγιο Νικόδημο, την ονομάζει «άνθος» όλης της δημιουργίας· γράφει: «παντός δε γένους ημών και πάσης ανθρώπων φυλής, απάντων αιώνων και πασών των ωρών, το άνθος μεν ή Δέσποινα Θεοτόκος, ό ωραιότατος δε καρπός (λέγω δέ κατά το άνθρώπινον) ό Υιός εστίν αυτής ό μονογενής».
Το χαρακτηριστικό όμως της ύμνογραφίας του Αυγούστου -πιο ειδικά του Δεκαπενταύγουστου- είναι ή σύνδεση της θεολογίας με τα βάσανα του κόσμου, την πάλη με τα καθημερινά προβλήματα, τις σωματικές και τις ψυχικές ασθένειες, τους πειρασμούς των δαιμόνων.Υπάρχει ή παράδοξη σύνδεση απόγνωσης και ελπίδας, που επιτυγχάνεται μέσα στην ατμόσφαιρα της πίστεως και της θεολογίας της Εκκλησίας. Αυτό γίνεται κυρίως στις γνωστές ακολουθίες της Μικρής και της Μεγάλης Παράκλησης.
Θα ήθελα, πιο ειδικά, να αναφερθώ στην Μεγάλη Παράκληση και τον ποιητή της, ή οποία ψάλλεται συνήθως μόνο κατά τον Δεκαπενταύγουστο, ενώ ή Μικρή σε κάθε περίσταση καθ' όλο το έτος.
Ή Μεγάλη Παράκληση είναι ένα ποίημα πού εκφράζει την καρδιά του γένους μας. Ποιητής της είναι ό αυτοκράτορας της Νικαίας Θεόδωρος Δούκας Λάσκαρης (1222-1258).
Ό Θεόδωρος Δούκας Λάσκαρης έζησε σε μια εποχή πολύ κρίσιμη για το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος από στρατιωτικής, πολιτικής και πολιτιστικής απόψεως. Ήδη από το 1204 οι Φράγκοι είχαν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Οι Βούλγαροι, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Βατατζή (πατέρα του Θεοδώρου), είχαν επεκτατικές βλέψεις στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης. Τα μικρασιατικά σύνορα της αυτοκρατορίας της Νικαίας ήθελαν ιδιαίτερη προσοχή και επιτήρηση, με τον Σουλτάνο του Ικονίου να απειλείται από τους Μογγόλους, με αποτέλεσμα να ύπάρχη αστάθεια στην περιοχή. Επίσης, ή σκέψη να ζητηθή ή βοήθεια του Πάπα, με κάποια θεολογικά ανταλλάγματα, προκειμένου να έπιτευχθή ή ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, ήταν ένας ίσχυρος πειρασμός για την πίστη.
Στήν τετραετή βασιλεία του ό Θεόδωρος, παρά το νεαρόν της ηλικίας του (πέθανε 36 ετών), έδειξε εξαιρετικά ηγετικά προσόντα. Κατάφερε να συνδυάση την έντονη και έπιτυχέμενη πολεμική δράση με φιλοπρόοδη κοινωνική πολιτική. Στόν τομέα, επίσης, της εκπαίδευσης έδειξε μεγάλο και έμπρακτο ενδιαφέρον ίδρυσε βιβλιοθήκες και σχολεία. Και μέσα σε όλα αυτά, παρουσίασε αξιόλογη συγγραφική παραγωγή· έγραψε φιλοσοφικές και θεολογικές μελέτες. Ήταν άπ' τους σοφότερους άνδρες της εποχής του. Ή μεγάλη σοφία του, όμως, δεν φαίνεται τόσο στα άλλα του έργα, όσο στον κανόνα της Μεγάλης Παράκλησης, από τον όποιο στάζει σαν θεραπευτικός γλυκασμός. Έκεί φαίνεται το βάθος της προσωπικότητας του Θεοδώρου, ή αληθινή του σοφία, ή οποία δεν συνδέεται μόνο με την ανάπτυξη και εκλέπτυνση της διάνοιας,άλλα και με την ψυχολογική και πνευματική ωριμότητα του ανθρώπου.
Αυτήν την ωριμότητα μπορούμε να τη δούμε σέ τρία σημεία:
-Πρώτο, δεν διστάζει ό δυνατός ηγέτης να έκφραση -εν μέσω Εκκλησίας- την αδυναμία και την απόγνωση του, να την βάλη στα χείλη του λάου ως ύμνο και προσευχή και να την φέρη μπροστά στη Θεοτόκο. «Καταιγίς με χειμάζεί των συμφορών, Δέσποινα, και των λυπηρών τρικυμίαι καταποντίζουσι, αλλά προφθάσασα, χείρα μοι δός βοηθείας, ή θερμή άντίληψις και προστασία μου».
- Δεύτερον, δεν ανέχεται ψεύτικες παρηγοριές. Ή απόγνωση του για τον εαυτό του και για όλα τα ανθρώπινα είναι ριζική. Κατάλαβε ότι δέν μπορεί να έλπίζη σε τίποτε το κτιστό: «Απορήσας εκ πάντων, όδυνηρώς κράζω σοι..». «Και που λοιπόν άλλην εύρήσω άντίληψιν; που προσφύγω;που δε και σωθήσομαι; τίνα θερμήν έξω βοηθόν, θλίψεσι τον βίου και ζάλαις οίμοι κλονούμενος;...»
Δεν βλέπει το κακό έξω από τον εαυτό του. Οι «ζάλες του βίου» συνδέονται με την αίσθηση του εσωτερικού σκοτασμοΰ. Οι λύπες δεν είναι μόνον εξωτερικές είναι και εσωτερικά νέφη: «Τα νέφη των λυπηρών έκάλυψαν την άθλίαν μου ψυχήν και καρδίαν, και σκοτασμόν έμποιουσι μοι, Κόρη...»
Γνωρίζει τον πυρήνα του κακού πού είναι το εσωτερικό σκότος, το όποιο αιχμαλωτίζει την ψυχή στις βιωτικές μέριμνες και επιτρέπει στους λογισμούς να κατατρυπούν την ψυχή σαν βέλη. «Έκύκλωσαν αι του βίου με ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι κηρίον Παρθένε, και την έμήν κατασχούσαι καρδίαν, κατατιτρώσκουσι βέλει των θλίψεων...».
- Τρίτον, ή απελπισία του για τον εαυτό του και τα ανθρώπινα συνδέεται με την ελπίδα του στο Θεό και την πρεσβεία της Θεοτόκου. Ή ελπίδα του, μάλιστα, στην βοήθεια της Θεοτόκου έχει θεολογική τεκμηρίωση και βάση. «'Αληθή Θεοτόκον, ομολογώ Δέσποινα, σε την του θανάτου το κράτος έξαφανίσασαν...». «Χαίρε, θρόνε, πυρίμορφε Κυρίου, χαίρε, θεία και μανναδόχε στάμνε· χαίρε, χρυσή λυχνία, λαμπάς άσβεστε· χαίρε των παρθένων δόξα και μητέρων ώράϊσμα και κλέος». Είναι ή μητέρα και παρθένος πού έγινε πυρίμορφος θρόνος του Κυρίου, «τεκούσα», όπως λέει σε άλλο τροπάριο, «το φως», γι' αυτό μπορεί και φωταγωγεί τους «σκοτασθέντας νυκτί αμαρτημάτων».
Αυτό είναι το ήθος και ή πνευματικότητα του αυτοκράτορας της Νικαίας Θεοδώρου Δούκα του Λάσκαρη, αλλά και ό πολιτιστικός πυρήνας του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους. Στό κέντρο της ανατολικής Ρωμηοσύνης ήταν ή Θεολογία, που περιελάμβανε την ορθή διατύπωση της πίστεως και την ασκητική μέθοδο θεραπείας της ψυχής του ανθρώπου. Κυριαρχείτο από την γόνιμη σύνδεση της απελπισίας από όλα τα ανθρώπινα, με την απόλυτη ελπίδα στο Θεό και την πρεσβεία της Θεοτόκου και των Αγίων. Αυτό το πνεύμα ζή και σήμερα στον ορθόδοξο λαό, αλλά δεν είναι στο προσκήνιο. Στό προσκήνιο των εξελίξεων κυριαρχεί ό υπερήφανος νους του επιστήμονα και του τεχνοκράτη. Κέντρο της πολιτικής και της κοινωνικής ζωής έγινε ή οικονομία και τα κοινωνικοπολιτικά συστήματα, την δε θεραπεία της «ταλαίπωρου» ψυχής άνέλαβεν ή ψυχανάλυση.
του πρωτοπρεσβύτερου Θωμα Βαμβίνη
Ωραίο.
ΑπάντησηΔιαγραφή