Γέρων Αρσένιος Σπηλαιώτης (1886-1983)
Μέσα σε λίγες σελίδες δεν είναι εύκολο να σκιαγραφήσεις τον βίο και την πολιτείαν ενός μεγάλου ασκητού του μεγέθους του αειμνήστου Γέροντος Αρσενίου. Στην καταγωγή ήταν Πόντιος. Σε νεαράν ηλικία πυρομένος από θείο ζήλο αναχωρεί με τα πόδια από τη Ρωσία μέχρι τη Βασιλεύουσα και από εκεί με πλοίο καταφθάνει στους Αγίους Τόπους, όπου αόκνως υπηρέτησε σχεδόν μία δεκαετία στον Πανάγιον Τάφο και σε άλλα προσκυνήματα.
Εκεί κατά θείαν οικονομία γνωρίστηκε με τον γνωστό μεγάλον ασκητή της Αιγίνης, Ιερώνυμο από τον οποίον διδάχτηκε και τα πρώτα ανώτερα μαθήματα της ασκητικής ζωής. Αλλά η διψασμένη εκείνη ψυχή, πυρομένη από τον ένθεον έρωτα λέγοντας μετά του Δαυΐδ: «εδίψησέ σε η ψυχή μου εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω», άφησε τους θορύβους του κόσμου και μετέβη στον Άθωνα, στο Αγιώνυμο περιβόλι της Θεοτόκου.
Παραδομένος στο Πανάγιο Πνεύμα σαν σε πρώτο σταθμό έμεινε λίγα χρόνια στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα όπου και έλαβε το άγιο σχήμα μετονομασθείς σε Αρσένιον από Ανατόλιος όπου ονομάσθη με ρασοευχή στα Ιεροσόλυμα. Εκμεταλλευόμενος το ιδιόρρυθμο σύστημα της μέχρι τότε λειτουργούσης Μονής, προέβη σε σκληρούς και ανώτερους αγώνες. Όμως η δίψα της ασκήσεως πολύ σύντομα τον ώθησε κατόπιν πληροφορίας άνωθεν να εγκαταλείψη τη μοναστηριακή ζωή και να μεταβή στην ακρώρειαν του Όρους αναζητώντας ανώτερους ασκητές όπου με την διδαχή και το παράδειγμα τους οδηγούν εις την τελειότητα.
Βλέποντας ο Κύριος, τον ειλικρινή πόθον του δεν άργησε να του φανερώση το ποθούμενο. Και το ποθούμενο ήταν ένας άλλος νέος, ο οποίος έψαχνε ακριβώς για τον ίδιο σκοπόν και με τον ίδιον πόθο. Οι δύο αυτοί νέοι για πρώτη φορά συναντήθηκαν ψηλά εκεί πάνω στην αγία κορυφή του Άθω. Και όπως ο μαγνήτης έλκει και ενώνεται με το σίδηρο, κατ΄ αυτόν τον τρόπο το Πανάγιον Πνεύμα είλκυσε τον ένα προς τον άλλο. Έκτοτε ενωμένοι τω Πνεύματι παρέμειναν οι δύο νέοι αχώριστοι κατά την υπόσχεση που έδωκαν μεταξύ τους μέχρις ότου τους εχώρησε ο θάνατος.
Ο άλλος νέος ήταν ο μεγάλος μετέπειτα νηπτικός ασκητής του 20ου αιώνος Ιωσήφ ο Ησυχαστής, ο οποίος τότε με το λαϊκό του όνομα λεγόταν Φραγκίσκος Κώττης. Οι δύο αυτοί νέοι έκτοτε ωσάν μέλισσες μάζεψαν ότι το πιο εκλεκτό είχε τότε η έρημος του Αγίου Όρους προκειμένου να τρυγήσουν τους γλυκύτατους καρπούς του Αγίου Πνεύματος. Γνωρίστηκαν πρώτα με τον φημισμένο Γέροντα Δανιήλ τον Κατουνακιώτη, με τον Καλλίνικον τον Ησυχαστή, με τον Γεράσιμο, με τον Ιγάτιο και όσα άλλα εύοσμα άνθη της ερήμου. Γράφει σε μία επιστολήν ο αείμνηστος Ιωσήφ:«τα σπήλαια ολοκλήρου του Άθωνα με εδέχοντο επισκέπτην, βήμα προς βήμα… ίνα εύρω πνευματικόν να με διδάξη ουράνιον θεωρίαν και πράξιν».
Έτσι λοιπόν ψάχνοντας βρήκαν και και το εκλεκτώτερο ρόδο της ερήμου τον παπα-Δανιήλ τον Ησυχαστήν εκεί ψηλά στη σπηλιά του Αγίου Πέτρου. Ο ασκητής αυτός λειτουργούσε κάθε βράδυ μεσάνυχτα και η λειτουργία κρατούσε 3-4 ώρες, διότι από την πολλήν κατάνυξη και αίσθηση του μυστηρίου η λειτουργία γινόταν με πολλές διακοπές και πάντοτε το έδαφος γινόταν λάσπη από τα πολλά δάκρυα. Ο Γέροντας αυτός ήταν προικισμένος με πολλά χαρίσματα μεταξύ των οποίων και το προορατικό χάρισμα. Ζούσε με συνεχή ξηροφαγία και μονοφαγία όλο το έτος. Απ΄ αυτόν οι δύο ασκητές Ιωσήφ και Αρσένιος παρέλαβαν την τάξιν της μονοφαγίας και ξηροφαγίας, αλλά και την τάξιν της παντοτινής αγρυπνίας.
Στο διάστημα της αγρυπνίας ο Γέρων Αρσένιος καθώς ο ίδιος μου ομολόγησε έβγαζε επί πολλά χρόνια 3.000 γονυκλισίες κάθε βράδυ και η υπόλοιπη αγρυπνία γινόταν με ορθοστασία. Όσο για ανάπαυση για πολλά χρόνια κρεββάτι δεν φιλοξένησε τους δύο ασκητές. Μετά την ολονύχτια κοπιαστική αγρυπνία επρόσφεραν λίγο φόρο στο σαρκίον καθήμενοι σε σκαμνάκι.
Όσο για φαγητό; Καθημερινά μονοφαγία, το δε κυριότερο γεύμα παξιμάδι μάλιστα πολλές φορές μουχλιασμένο και σκουλικιασμένο. Το Σαββατοκυρίακο, αν έβρισκαν, έτρωγαν και οτιδήποτε άλλο εκτός κρέατος, αλλά και πάλιν άπαξ (μονοφαγία)
Πέραν αυτών ο Γερο-Αρσένιος επεμελείτο και τις χειρονακτικές εργασίες. Ζώντας τα πρώτα χρόνια εκεί ψηλά στα βράχια του Αγίου Βασιλείου, ανεβοκατέβαινε 1-2 ώρες απότομο ανήφορο ανεβάζοντας προμήθειες όχι μόνο για τους εαυτούς τους αλλά και για όλους τους ασκητές. Κουβαλούσε στους ώμους πέτρες και διάφορα υλικά για την συντήρηση και επισκευή των λιθόκτιστων καλύβων και πεζουλιών.
Επειδή τα έργα αυτά είναι ανώτερα των ανθρωπίνων δυνάμεων, ρωτώντας κάποτε τον παππού, μου ομολόγησεν, ότι μόλις έβαζε μπροστά την ευχή του Γέροντα το φορτίο ξελάφρωνε και μια ανώτερη δύναμη τον έσπρωχνε, ώστε με μεγάλη ευκολία ανέβαινε εκείνο τον ανήφορο και μάλιστα μέσα στο λιοπύρι του καλοκαιριού, με την ευχή αδιάλειπτη στα χείλη.
Όσο για περιβολή; Για πολλά χρόνια οι δύο ασκητές, χειμώνα καλοκαίρι, ζούσαν ρακένδυτοι και ξυπόλητοι σε βαθμό, που πολλοί τους θεωρούσαν «σαλούς». Δεν ήσαν σαλοί κατά κόσμον, αλλά δια Χριστόν. Γι΄ αυτούς άρμοζε ο λόγος του αποστόλου: «περιήλθον εν μηλωταίς εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, κακουχούμενοι, ων ουκ ην άξιος ο κόσμος· εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γής (Εβρ. ια΄ 37-38).
Οι δύο μεγάλοι αυτοί ασκητές, αφού έζησαν σχεδόν είκοσι χρόνια εκεί ψηλά στη σκήτη του Αγίου Βασιλείου, το 1938 απόφάσισαν να κατέβουν χαμηλώτερα στη Μικρά Αγία Άννα μαζί με μια μικρή συνοδεία που ήδη προσκολλήθηκε κοντά τους. Εκεί παρέμειναν μέχρι το 1953. Μετά το ᾽53 μετέβησαν ακόμα πιο χαμηλά στη Νέα Σκήτη. Ο μεγάλος ασκητής Ιωσήφ ήδη απήλθε προς τα ουράνια το 1959. Δεν αξιώθηκα να τον γνωρίσω. Αξιώθηκα όμως το 1964 να πρωτογνωρίσω το Γέροντα Αρσένιο. Η αρετή του αειμνήστου Γέροντα μου Παπα Χαραλάμπους, υποτακτικού τότε του Γέροντος Αρσενίου, αλλά και θείου και αναδόχου του κατά σάρκα, θεία χάριτι με σαγήνεψαν ώστε έκτοτε να παραμείνω μαζί τους μέχρι της οσίας τελευτής τους.
Με τον Γέροντα Αρσένιον έζησα δεκαοκτώ συναπτά έτη. Εγνώρισα την αρετή του· τους πλούσιους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, αγάπη, χαρά, ειρήνη κ.λ.π., αλλά προ πάντων την μακαρίαν απλότητα και ακακία, την ευθύτητα, την ειλικρίνεια και τη μεγάλη ταπείνωση, το μεγάλο αγωνιστικό φρόνημα κ.ά.
Επιλήψει με ο χρόνος διηγούμενον περί της θαυμαστής ζωής του μεγάλου αυτού ασκητού. Όμως ο χώρος δεν επιτρέπει. Εν κατακλείδι, παραθέτω σπαράγματα από τον πρόλογον του βιβλίου «Γέρων Αρσένιος Σπηλαιώτης», από ένα άλλο εκλεκτό μέλος της συνοδείας του, τον αείμνηστον Γέροντα Ιωσήφ Βατοπαιδινόν:
«Για τον Γέρο Αρσένιον, ισχύει το ευαγγελικό ‘’ίδε αληθώς Ισραηλίτης εν ω δόλος ουκ έστι’’ Ήτο εκ φύσεως ευθύς, απλός, άκακος, πράος, υπήκοος και κατ΄ εξοχήν, σπάνιος αγωνιστής και ακτήμων. Όταν αγρυπνούσε, από βραδύς ξεκινούσε με χιλιάδες γονυκλισίες και ολονύκτιον ορθοστασίαν μέχρι να ξημερώση. Πολλές φορές ο παππούς αυτός δεν εννοούσε να ξεκολλήση από την ευχήν. Πλησιάζαμε στο παράθυρο. Ήταν μεταρσιωμένος.
- Γέροντα ήλθε η ώρα της δουλειάς, και ο παππούς αφού συνερχόταν απαντούσε με απλότητα
- Ξημέρωσε κιόλα;»
Με τον άγιον αυτόν παππού έζησα τρία χρόνια στην Νέα Σκήτη· δώδεκα στο Χιλανδαρινό κελλί «Μπουραζέρι» και τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής του στην ευαγή Ιερά Μονή Διονυσίου, όπου λόγω λειψανδρίας προσκλήθηκε ο αείμνηστος Γέροντάς μου Παπα Χαράλαμπος να την στελεχώση αναλαμβάνοντας και τα σκήπτρα της ηγουμενίας. Η Μονή αυτή τιμάται επ΄ ονόματι του Τιμίου Προδρόμου.
Σ΄ όλα του τα χρόνια ο Γέρων Αρσένιος είχε προστάτην τον Μέγαν Πρόδρομον. Εκεί λοιπόν στη Μονή πλήρης ημερών με οσιακό τέλος αφήκε την τελευταία του αναπνοή στις 2/15 Σεπτεμβρίου του 1983 στα χέρια του Βαπτιστού Ιωάννου. Αιωνία αυτού η μνήμη.
Ας έχουμε την ευχήν του
Ιωσήφ Μ.Δ.
(vatopaidi.wordpress.com)
Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ
Η Καταγωγή του
Ο Γέροντας Αρσένιος καταγόταν απο τόν δοξασμένο Πόντο, οπου γεννήθηκε το 1886. ·Ητο γόνος πολυμελούς καί ευσεβούς οίκογενείας. Στό βάπτισμά του έλαβε το όνομα Αναστάσιος. Στήν ηλικία των 12 ετων υπέμεινε τόν σκληρό καί βίαιο εκπατρισμό, μαζί μέ ολους τούς Ελληνες του Πόντου. Οι αλλεπάληλες πιέσεις των Τούρκων, οι λεηλασίες, οι διώξεις, οι νυκτερινές έφοδοι καί έρευνες στά σπίτια τους, στό τέλος καί ο εκπατρισμός τους στήν Ρωσία, ήσαν οι πρώτες παιδικές του αναπάντεχες καί σκληρές περιπέτειες.
Εκει, λοιπόν στήν νότιο Ρωσία, έζησε τά υπόλοιπα νεανικά του χρόνια. ΄Οπως είναι φυσικό, σέ τέτοιες Εθνικές συμφορές καί αναγκαστικές μεταναστεύσεις δέν έτυχε κάποιας θύραθεν παιδείας. Είχε λάβει ομως, σάν ασύλητο θησαυρό τήν πατρώα ευσέβεια. Αγαπούσε τήν Εκκλησία καί τίς ιερές Ακολουθίες. Αγαπούσε τήν μελέτη των κατορθωμάτων των Αγίων της Εκκλησίας μας. Εδιάβαζε τούς Βίους τους στά ποντιακά. Εγνώριζε ακόμη πολύ καλά καί τά τουρκικά, τήν γλωσσα πού διδάχθηκε στό δημοτικο σχολείο του χωριού του. Ερχόμενος στήν Ρωσία έμαθε καί τά ρωσικά.
Διαβάζοντας έμαθε γιά τήν Παλαιστίνη καί τούς Ασκητές της, γιά τούς Τόπους, οπου έζησε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός. Γι’ αυτό, παρά τήν νεαρά του ηλικία, απεφάσισε να μεταβη στήν Παλαστίνη καί ν’ αφιερωθή στά εκει Ιερά Προσκυνήματα της Ορθοδοξίας μας.
Στήν πατρίδα του, τόν Πόντο, τότε κυκλοφούσε μία ευσεβής παράδοσις, Απ’αυτές πού οι θεοσεβείς Χριστιανοί μας τίς ευλαβούνται καί θέλουν νά τίς εφαρμόζουν στην θρησκευτική ζωή τους. Ελεγαν, λοιπόν, τότε οτι πρέπει ‚ κάθε πιστός Χριστιανός στήν ζωή του νά βαπτίση, έστω κι ενα παιδί, δηλαδή νά γίνη νουνός, διότι, αν δέν τό κάνη, ο Χριστός στήν αλλη ζωή, θά του βάλη στήν αγκαλιά του μία πέτρα. Ετσι, ζήτησε καί βάπτισε τό παιδί του αδελφού του Λεωνίδα καί τό ονόμασε Χαράλαμπο. Αυτός σήμερα είναι ο Προηγούμενος της Ιερας Μονης Διονυσίου ο οποίος ακολούθησε τόν νουνό του στό Αγιον Ορος καί υποτάχθηκε στόν Γέροντα Ιωσήφ Σπηλαιώτη ο όποιος τότε έμενε στά Ασκητικά καλυβάκια της Μικράς Αγίας Αννης.
Μετά τήν βάπτισι του μικρού Χαραλάμπους, εφυγε ο νεαρός Αναστάσιος γιά την Παλαιστίνη. Διερχόμενος απο Κωνσταντινούπολι, προκειμένου νά εύρη πλοίο γιά τον προορισμό του, έπαθε κάτι τό απροσδόκητο. Κάποιος απατεωνας πλησιάζοντάς τον και συστηθείς οτι είναι ξεναγός, τόν περιήγαγε σέ διαφόρους χώρους της πόλεως με αποτέλεσμα νά του πάρη όλα τά λεφτά μέ τά οποια πρόκειτο νά ταξιδεύση. Λόγω της αθωότητος καί απλότητός του, ο πολυμήχανος δαίμονας του ετοίμαζε καί άλλη χειρότερη καί απαισιότερη παγίδα. Ο πονηρός εκείνος «ξεναγός» μαθαίνοντας τόν σκοπόν του νέου οτι πηγαίνη νά μονάση στούς Αγίους Τόπους, τόν μετέφερε σ’ ένα κακόφημο οίκο. Ο Αναστάσιος δέν γνώριζε απο τέτοια πράγματα. Φθάνοντας εκεί κατάκοπος ζήτησε να κοιμηθή. Μιά γυναίκα του είπε νά κοιμηθή σέ μιά γωνιά ενός διαδρόμου. Εκείνος ξάπλωσε, μά δέν μπορούσε νά κοιμηθή, διότι κατά τήν διάρκεια της νύκτας τραγούδια, χοροί καί συζητήσεις δέν τόν άφησαν νά κλείση μάτι. Τό πρωί ευχαρίστησε τίς γυναίκες γιά τήν «φιλοξενία» καί ανεχώρησε. Τότε κάποιος τόν σταμάτησε καί τόν ρώτησε:
-Εσύ, παιδί μου, τί γυρεύεις εδω μέσα;
-Μ’ έφεραν καί κοιμήθηκα αυτό τό βράδυ εδώ, του απήντησε ο Αναστάσιος.
-Ναί, αλλά ξέρεις τί είναι αυτός ο τόπος;
-Οχι δέν ξέρω.
-Εδω είναι σπίτι της διαφθοράς, αλλά εσένα σέ φύλαξε ο Αγγελός σου. Πήγαινε τώρα καί ευχαρίστησε τόν Θεό.
Λέγοντας τά λόγια αυτά ο άγνωστος εξαφανίσθηκε. ΄Οταν, στά τελευταια του χρόνια τόν ρώτησα, ποιός ήταν εκεινος ο άγνωστος, μου απήντησε οτι θά ητο ο φύλακας Αγγελός του ο όσιος Αλέξιος, τόν οποιον ευλαβείτο ιδιαίτερα. Είχε διαβάσει τόν θαυμαστό βίο του καί είχε συχνά γνωρίσει τήν βοήθειά του, οσάκις τόν παρακαλούσε.
Στούς Αγίους Τόπους
Μετά απο πολλές περιπέτειες έφθασε στούς Αγίους Τόπους καί μπήκε στην υπηρεσία του Θεού. Σάν δόκιμος μοναχός ητο βοηθός στό προσκύνημα του Παναγίου Τάφου, ενώ άργότερα ως ρασοφόρος μέ τό όνομα Ανατόλιος, υπηρέτησε στό Σαραντάριο Ορος.
Μετά απο λίγο διάστημα, τόν ακολούθησε καί η ομόφρονη αδελφή του, η οποία έφθασε στά Ιεροσόλυμα. Ο Αδελφός της τήν περίμενε καί γρήγορα τήν είσήγαγε σ’ ένα απο τά γυναικεια Κοινόβια.
Εκεινο τόν καιρό διακρινόταν γιά τήν ύψηλή ασκητική του ζωή ένας ιερομόναχος, ονόματι Ιερώνυμος. Σ’ αυτόν μετέβησαν οι δύο νεαροί αυτάδελφοι ζητώντας λόγον Αγαθόν. Απ’ αυτόν έμαθε ο μοναχός Ανατόλιος οτι ασκητικώτερος τόπος είναι τό Αγιον Ορος πού ευρίσκεται στήν Ελλάδα. Η ψυχή του νεαρού μοναχού δέν ευρισκε πλέον ησυχία στό άκουσμα των μοναχικών προτερημάτων του Αθωνος. Εζήτησε κανονική άδεια καί απολυτήριο καί ανεχώρησε γιά τήν Ελλάδα.
Η αδελφή του, οπως παλαιά η ισαπόστολος Θέκλα, δέν θέλησε νά απομακρυνθή από τόν άγιο Πνευματικό της, τόν π. Ιερώνυμο. Υποτάχθηκε σ’αυτόν καί τόν ακολούθησε πιστά. Οταν αργότερα ο π. Ιερώνυμος μέ θεία Αποκάλυψι, εγκατέλειψε τούς Αγίους Τόπους καί ηλθε στήν Νήσο Αίγινα, τόν ακολούθησε καί η Αδελφή του Εκει γνώρισαν τόν Αγιο του αίωνος μας, τόν μητροπολίτη Πενταπόλεως Νεκτάριο Κεφαλά, του οποίου απήλαυσαν τίς πολύτιμες συμβουλές καί οδηγίες στήν μοναχική πολιτεία.
Στήν Ιερά Μονή Σταυρονικήτα
Ο μοναχός Ανατόλιος, ύστερα απο οκτώ χρόνια υπηρεσίας στά Πανάγια Προσκυνήματα της Παλαιστίνης, ηλθε επί τέλους κατά τό έτος 1918 στόν ασκητικώτερο τόπο της Χριστιανωσύνης. Επισκέφθηκε τίς Ιερές Μονές, μερικές Σκητες καί αρκετά Κελλιά. Οπως μού έλεγε, έψαχνε νά βρη κατάλληλο τόπο γιά νά συνδυάση ησυχία, νηστεία καί προσευχή. Τελικά κατέληξε στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα, η οποία τότε ητο ίδιόρρυθμος. Προτίμησε τό ίδιόρρυθμο πρόγραμμα γιά νά κερδίζη περισσότερο χρόνο στήν προσευχή καί, οσον αφορά τό φαγητό του, νά αρκήται στήν ξηροφαγία γιά τον κατευνασμό των ατάκτων ενοχλήσεων της νεότητος. Ακόμη πίστευε οτι τό πρόγραμμα μιας ίδιορρύθμου Μονής θά τόν βοηθούσε νά ζη άγνωστος καί αθέατος γιά τήν αρετή του εν μέσω άλλων μοναχών.
Βλέποντας ο Πανάγαθος Κύριός μας τήν Ανύστακτη έφεσι του νεαρού μοναχού για ηρωϊκούς πνευματικούς αγώνες, του έδωσε, οχι απλως πληροφορία, αλλά σημείον. ΄Όπως παλαιότερα ο προστάτης του άγιος Αρσένιος άκουσε τήν φωνή: «Αρσένιε, φεύγε και σώζου», ετσι κι αυτός στήν ώρα της νυκτερινής του προσευχής κάποια βραδυά άκουσε τήν φωνή του Κυρίου: «Αρσένιε, φεύγε, σιώπα, ησύχαζε».
(Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ,
π. Ιωσήφ Διονυσιάτου, εκδοσις Ι. Μ. Διονυσίου Αγίου Όρους, 2000)
Ο παπα-Δανιήλ, ήσυχαστής και πνευματικός.
Εις το κάθισμα του Αγίου Πέτρου του Αθωνίτου ήτο τότε κάποιος πνευματικός και σ’ αυτόν πήγαιναν και τους παρηγορούσε. Ήτο πολύ βιαστής και είχεν ακρίβεια εις τον βίον του. Απ’ αυτόν πήραν και το τυπικόν αυτό, που κράτησαν μέχρι τέλους. Νήστευε κάθε ημέραν και αγρυπνούσε έως τα μεσάνυκτα και μετά λειτουργούσε με πολλήν κατάνυξιν και προσοχήν. Εις την Λειτουργίαν του δεν δεχόταν κανέναν άλλον σχεδόν, ούτε και ήτο εύκολον να βρεθή κανένας εις την ώραν αυτήν. Ο Γέροντας όμως με τον πατέρα Αρσένιον πήγαιναν τακτικά, και επειδή δεχόταν τους λογισμούς τους και διεπίστωσε την διάθεσιν και την ζωήν τους, τους επέτρεπε να πηγαίνουν εις την Λειτουργίαν. Εις την Λειτουργίαν του αργούσε πολύ, γιατί έλεγε τας ευχάς με πολλήν κατανόησιν και ακρίβειαν και χωρίς δάκρυα ποτέ δεν λειτουργούσε. Πολλάκις διέκοπτε την συνέχειαν για κάμποσον από την πολλήν κατάνυξιν και τα δάκρυα. Ήτο δε πολύ σιωπηλός και σχεδόν, αν δεν τον ρωτούσες, δεν μιλούσε. Η πνευματική ζωή και η κατανυκτική Λειτουργία και η πεπειραμένη συμβουλή του μακαρίτη τούτου πνευματικού ήτο επόμενον να επιδράσουν εις τους Γεροντάδες, ώστε με μεγαλυτέραν ευκολίαν και προθυμίαν να πηγαίνουν συχνά· από τον Άγιον Βασίλειον που έμεναν, εις τον Άγιον Πέτρον που έμενε ο πνευματικός.
(Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού
Αναδημοσίευση από vatopaidi.wordpress.com)
«Απ’ αυτόν τόν ησυχαστή π. Δανιήλ καί τόν π. Καλλίνικο των Κατουνακίων, μου έλεγε ο π. Αρσένιος, παραλάβαμε τό τυπικό νά αγρυπνούμε προσευχόμενοι όλη τήν νύκτα καί νά τρώμε φαγητό αλάδωτο μιά φορά τήν ημέρα. Μόνο Σάββατο καί Κυριακή βάζαμε λίγες σταγόνες λάδι».
΄Οταν ρώτησα τόν π. Αρσένιο νά μου είπη πόσο φαγητό έτρωγαν αυτοί τήν ημέρα μου είπε δείχνοντας μέ τήν χούφτα του, οτι ο Γέρο Δανιήλ της σπηλιάς του οσίου Πέτρου τούς είχε δώσει μέτρο φαγητού γιά μιά μέρα, όσο χωράει η χούφτα ενός ανθρώπου. «Κι εμείς, έλεγε ο γέρο-Αρσένιος, βάζαμε μιά χούφτα παξιμάδι καί αν βρίσκαμε καί μερικά αγριόχορτα στό δάσος τά βράζαμε καί τά τρώγαμε μέ τό παξιμάδι».
-Γέροντα πού βρίσκατε τότε τό παξιμάδι;
-Στά κοινόβια Μοναστήρια οσα ψωμιά-κομμάτια-περίσσευαν απο τήν τράπεζα των μοναχών ο φούρναρης τά έψηνε πάλι στόν φούρνο, δηλαδή τά έκανε παξιμάδι κι αυτά τά μοίραζαν στούς Ασκητές του Ορους.
-Καί ητο καλό αυτό τό παξιμάδι, Γέροντα;
-Καλό-κακό, οτι μας έδιναν παίρναμε. Μερικές φορές απο τήν πολυκαιρία έπιανε και σκουλήκια. Τό μαλακώναμε, πετούσαμε τά σκουλήκια καί τό τρώγαμε!
«Κάποια φορά, μου διηγήθηκε ο π. Αρσένιος, μ’ έστειλε ο Γέροντάς μου, π. Ιωσήφ σέ κάποιο Μοναστήρι νά ζητήσω παξιμάδι. Ο φούρναρης μου έδωσε ένα ολόκληρο τσουβάλι. Του είπα είναι πολύ δέν μπορώ νά ανεβάσω ένα ολόκληρο τσουβάλι στήν σκήτη του Αγίου Βασιλείου. Εκείνος επέμενε. Τελικά υπεχώρησα καί τό πηρα. Αλλά μαζί μέ τον ντορβά καί άλλα μικροπράγματα, φορτίο υπεράνω των δυνάμεών μου, μέ πολλούς κόπους καί ίδρωτες τά μετέφερα στήν Σκήτη μας πεζοπορώντας. Φθάνοντας στό κελλί ανοίξαμε τό τσουβάλι καί τί νά δούμε! Ητο όλο γεμάτο σκουλήκια. Εγώ πολύ στενοχωρήθηκα και είπα στόν Γέροντα:
-Ο ευλογημένος ‚ φούρναρης δέν τό έδινε καλλίτερα στά μουλάρια! Γιατί μ’ πίεσε νά τό μεταφέρω τόσο ποδαρόδρομο εδώ στήν έρημο, πού ούτε μουλάρια έχουμε;
Ο π. Ιωσήφ μέ καθησύχασε λέγοντάς μου οτι δέν θά τό πετάξουμε. «Αυτό μας έστειλε ο Θεός, αυτό θά φάμε. Αν είμασταν άξιοι θά μας έδινε καί καλλίτερο».
-Καί τί θά κάνουμε, Γέροντα, μέ τά σκουλήκια; Ο Γέροντας σκέφθηκε αρκετά καί βρήκε τήν λύσι του προβλήματος:
-Ακουσε, θά κάνουμε τήν μονοφαγία μας αργά τό βράδυ καί έτσι δέν θά βλέπουμε οτι τρώμε καί σκουλήκια μέ τό παξιμάδι.
Ο π. Αρσένιος, τέλειος υποτακτικός σέ όλα, οπως του υποσχέθηκε στόν Γέροντά του, ούτε διανοήθηκε νά φέρη κάποια αντίρρησι. Ο λόγος του Γέροντά του ητο καί λόγος καί συμβόλαιο δικό του. Δέν είχε τήν παραμικρή αντίρρησι ή αμφιβολία ότι αυτό πού του είπε ο π. Ιωσήφ ητο λανθασμένο ή αδιάκριτο ή αψυχολόγητο, οπως θά λέγαμε εμείς σήμερα.
-Καί πως τό φάγατε, Γέροντα, δέν πάθατε τίποτε, δέν αρρωστήσατε;
-Γιά νά είμαι είλικρινής, μου είπε ο γέρο-Αρσένιος, στήν αρχή δυσκολεύθηκα, πού σκεπτόμουν οτι τώρα τρώω σκουλήκια, Αλλά αφού τό είπε ο Γέροντας! ’Αλλά μετά ο Θεός, βλέποντας τήν προαίρεσί μας, τό έκανε τόσο νόστιμο πού νομίζαμε οτι τρώγαμε γλύκισμα καί οχι χαλασμένο παξιμάδι.
Λοιπόν, έφαγαν ένα τσουβάλι παξιμάδι σκουληκιασμένο, χωρίς νά πάθουν φυσικά τίποτε. Αυτά είναι τά θαυματουργήματα της θείας Χάριτος, πού είναι καρπός της απόλυτης εμπιστοσύνης στήν Πρόνοια του Θεού!
Μιά άλλη φορά, μου έλεγε ο παππούς Αρσένιος, γιά νά μέ ασκήση ο Γέροντάς μου στήν ασιτία, όταν ήλθε τό βράδυ κάποιας μέρας, μου είπε:
-Αιντε π. Αρσένιε πάμε νά παξιμαδίσουμε. Λέγε τήν ευχή πρό του φαγητού: «Φάγονται πένητες…».
Εγώ είπα τήν ευχή, αλλά πρίν αρχίσω νά τρώγω μου είπε πάλι ο Γέροντας:
-Πάτερ Αρσένιε, ας υποθέσουμε οτι φάγαμε. Λοιπόν, λέγε τώρα τήν ευχή της ευχαριστίας».
Εγώ αν καί πεινούσα, όμως χάριν της ύπακοης, σηκώθηκα καί είπα την προσευχή της ευχαριστίας: «Ευχαριστούμεν σοι, Χριστέ. . . .» Ναί, αλλά τό ίδιο επαναλήφθηκε άλλες τρεις- τέσσερεις βραδυές. Τήν τετάρτη ημέρα εξαντλήθηκα. Να σημειώσω καί το ότι όλη τήν ημέρα έκανα εργόχειρο καί τήν νύκτα αγρυπνία τελείως νηστικός. Τότε είπα στόν Γέροντα οτι δέν αντέχω άλλο τήν ασιτία τί νά κάνω;
-Ε, απόψε ας φάμε, μου απάντησε ο Γέροντας.
(…)
Στίς συζητήσεις πού είχα μαζί μέ τόν Γέρο-Αρσένιο φαινόταν η βαθειά του ταπείνωσις καί απλότης.
-Εκεί ψηλά πού μένατε που βρίσκατε τό νερό;
-Τό βρόχινο νερό τό συγκεντρώναμε μέ λούκια σέ μιά στέρνα, αλλά που νά μας φτάση αυτό! Αναγκαζόμουν νά κουβαλώ νερό απο μακριά μ’ ένα βαρέλι, πού τό έβαζα στήν πλάτη, γιά νά φτιάξουμε λάσπη νά κάνουμε τίς επιδιορθώσεις. Κάποια ημέρα με λυπήθηκε ο Γέροντας καί είπε στήν Παναγία μας: «Κανόνισε, Παναγία μου λίγο νερό, γιατί πολύ κοπιάζει ο π.Αρσένιος». Τήν ίδια στιγμή άκουσε απο τόν διπλανό βράχο κάτι νά τρέχη, σάν σταλαγματιές. Πλησιάσαμε καί είδαμε οτι ο βράχος «είχε εδρώσει» καί άρχισε νά τρέχη λίγο νερό. Εκει, απο τότε βάζαμε μιά λεκάνη καί το μαζεύαμε. Καί μας έφτανε. Από τότε πλέον δέν έτρεχα μακριά νά κουβαλήσω νερό μέ το βαρέλι στήν πλάτη μου».
Μιά άλλη φορά ήμουν μόνος στό κελλί μας, διότι ο Γέροντάς μου βρισκόταν έξω. Κάποιος προσκυνητής απο τόν Πειραιά ήλθε στήν Σκήτη μας. Εχασε τόν δρόμο καί αντί νά πάη στό Κυριακό, ήλθε στήν Καλύβη μας. Τόν φιλοξένησα μέ ο, τι είχα καί του πρότεινα νά διανυκτερεύση στό κελλί μας. Εκείνος, βλέποντας τήν ερημιά, τά γύρω βράχια, τήν ξηρασία του τόπου καί τό απαράκλητον της ζωής μας, σαστισμένος και ταραγμένος μου είπε:
-Πως μπορείς, πάτερ, καί μένεις σ’αυτά εδώ τά βράχια; Εγώ δέν θά μπορούσα να μείνω ούτε δεμένος. Κι Αν μ’ έδενες, θά έκοβα τό σχοινί καί θά έφευγα.
-Κι Εσύ που μένεις;
-Μένω στόν Πειραιά.
Κι Εγώ, του απήντησα, αν μέ δέσης στόν Πειραιά, θά κόψω τό σχοινί καί θά έλθω εδώ.
Καί συνέχισε ο παππούς μέ τήν γραφική του απλότητα νά μου διηγείται ένα άλλο περιστατικό πού είχε σχέσι μέ κάποιον λαϊκό προσκυνητή. «Ηλθε ένας προσκυνητής στο Καλύβι μας καί ο Γέροντας τήν νύκτα τόν έβαλε νά κοιμηθή στό δικό του κρεββάτι, ενώ ο ίδιος αγρυπνούσε ολη εκείνη τήν βραδυά μέσα στήν Εκκλησία. Μεσάνυκτα ακούσαμε τις φωνές του. Τρέξαμε κοντά του καί εκείνος απο τόν φόβο του δέν μπορούσε ούτε νά μας μιλήση. Ετρεμε ολόκληρος. Επεσε στά πόδια μας καί μέ κλάμματα μας είπε οτι ηλθαν οι δαίμονες καί τόν έσπασαν στό ξύλο.
-Παρτε με απο ’δω. Πηγαίνετέ με στήν Αγία Αννα. Θά μέ σκοτώσουν οι δαίμονες.
Ο Γέροντας προσπάθησε νά τόν καθησυχάση καί του εξήγησε οτι λάθος έγινε. Αλλον ήθελαν νά κτυπήσουν οι δαίμονες καί άλλον άρπαξαν καί ξυλοκόπησαν.
-Εμένα του είπε, κάθε βράδυ μέ κτυπούν οι δαίμονες ανελέητα, αλλά απόψε κατά λάθος κτύπησαν εσένα. Μή φοβάσαι, δέν θά σέ κτυπήσουν πάλι».
Αυτός δέν τολμούσε πάλι νά μπη σ’αυτό τό κελλί, τήν παλαίστρα του Γέροντα. Μας ανάγκασε καί τόν μεταφέραμε συνοδεύοντάς τον τά μεσάνυκτα στήν Αγία Αννα.
-Είναι αλήθεια, παππού οτι σας κτυπούσαν οι δαίμονες;
-Στά πρώτα χρόνια της ασκητικής μας ζωής μας κτυπούσαν καί τούς δύο οι δαίμονες. Προπαντός κτυπούσαν τόν Γέροντα, ο οποίος αγωνιζόταν περισσότερο καί τους έκαιγε μέ τήν προσευχή του. Εμένα μέ κτυπούσαν λιγώτερο, διότι, αφ’ ενός δέν ήμουν στήν πνευματική κατάστασι του Γέροντά μου καί αφ’ ετέρου ήμουν υποτακτικός. Ο υποτακτικός πού κάνει σωστή υπακοή καί εξομολογείται ειλικρινά καί τακτικά τους λογισμούς του, δέν έχουν δικαίωμα νά τόν βασανίσουν οι δαίμονες, διότι τόν σκεπάζει η ευλογία του Γέροντά του. Μπορούν όμως οι δαίμονες νά τόν πείσουν νά μή εξομολογήται τούς λογισμούς του καί μ’ αυτό τόν τρόπο είναι ευκολο νά τόν πλανήσουν καί νά τόνβγάλουν απο τήν υπακοή.
(Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ,
π. Ιωσήφ Διονυσιάτου, εκδοσις Ι. Μ. Διονυσίου Αγίου Όρους, 2000)
Πολύ μεγάλοι γεροντάδες, την ευχή τους να έχουμε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιάννης.