Ολόκληρη η χερσόνησος του Αίμου (Βαλκάνια) στενάζει κάτω από τον βαρύ και ανελέητο Οθωμανικό ζυγό. Οι μαύρες μέρες για τον Ελληνισμό έχουν αρχίσει και πρόκειται να διαρκέσουν πολλούς αιώνες με πίκρες και θυσίες ώσπου να ανατείλουν ξανά οι αχτίδες της Ελευθερίας. Σ’ ένα νησί του Αιγαίου όμως, οι κάτοικοί του αναπνέουν ακόμη τον αέρα της Ελευθερίας, που είναι σαν το δροσερό αεράκι στο κατακαλόκαιρο. Η Λήμνος, από τα λίγα μέρη που δεν έχουν κατακτηθεί από τους Τούρκους, περιμένει και αυτή τους βαρβάρους να έρθουν. Στο φρούριο του Κότσινα στην ανατολική Λήμνο, μεγαλώνει ένα κορίτσι, η Μαρούλα. Είναι η κόρη του Άρχοντα και της Δέσποινας του φρουρίου, του Ισαακίου Κομνηνού και της Ευφροσύνης. Χαϊδευτικά την φωνάζουν Μαρούλα αντί για Μάρω, επειδή είναι νεαρή κοπέλα και όχι γυναίκα, ακόμη. Μεγαλώνει σε περιβάλλον Ελευθερίας και Πατριωτισμού, που την κάνει περήφανη για την καταγωγή της και για την ελεύθερη Λημνία γη.
Διψάει για ανώτερη μόρφωση. Αν και μόλις δώδεκα ετών, ρωτάει συνέχεια και μαθαίνει για το κάθε τι που την περιβάλει. Οι γονείς της ανησυχούν γιατί δεν υπάρχει κοντά τους κάποιος ανώτερος δάσκαλος να την αναλάβει. Τύχη αγαθή όμως, έφερε στην γη της Λήμνου τον λόγιο της εποχής Πορφύριο Νοταρά, που έφτασε στον Κότσινα το 1472. Αμέσως τον προσλαμβάνει ως δάσκαλο της κόρης του ο Ισαάκιος Κομνηνός. Η Μαρούλα μαθαίνει κοντά του γεωγραφία, μαθηματικά και προπάντων ιστορία που μιλάει για ήρωες, άρχοντες, μάχες και προδοσίες που πυροδοτούν την ψυχή της νεαρής αρχοντοπούλας. Η Μαρούλα μεγαλώνοντας γίνεται μια δεσποινίδα ωραία στην όψη, μα ακόμα ωραιότερη στην ψυχή και στο πνεύμα, φωτίζοντας τους πάντες και τα πάντα γύρω της.
Το πέπλο της σκλαβιάς ρίχνει απειλητικά την μαύρη σκιά του στην Λήμνο. Στις 21 Μαΐου του 1478, οι Οθωμανοί φτάνουν με στόλο στο νησί, με αρχηγό τον Σουλεϊμάν πασά. Η Μαρούλα είναι πια 18 χρονών. Αντικρίζει με δέος τον τουρκικό στόλο από τις πολεμίστρες.
Οι Έλληνες υπερασπιστές του φρουρίου μαζί με τους Βενετούς συμμάχους ετοιμάζονται για την πολιορκία, μην ξέροντας πόσο θα διαρκέσει. Τα ξίφη ακονισμένα, τα τόξα ανά χείρας και τα βέλη έτοιμα στις φαρέτρες. Όλοι περίμεναν καιρό τώρα τους βαρβάρους εισβολείς από τις στέπες της κεντρικής Ασίας. Παρακολουθούν με αγωνία και φόβο τους Οθωμανούς με τους αλυσιδωτούς θώρακες και τα μυτερά κράνη. Έλληνες και Βενετοί προσεύχονται την ύστατη στιγμή να τους δώσει ο Θεός δύναμη. Οι παλάμες ιδρώνουν σφίγγοντας τα ξίφη. Οι πέτρες είναι έτοιμες στις πολεμίστρες να ριχτούν στα κεφάλια των τουρκικών σκυλιών. Ο Ισσάκιος Κομνηνός σαν άλλος Κωνσταντίνος Παλαιολόγος περιτρέχει τα τείχη και εμψυχώνει τους στρατιώτες του.
Οι Οθωμανοί επιτίθενται σαν λυσσασμένοι. Οι πρώτες κλίμακες (σκάλες) γαντζώνονται πάνω στα τείχη και οι Τούρκοι σκαρφαλώνουν σαν δαίμονες, βγαλμένοι θαρρείς από την κόλαση του Δάντη. Τα τείχη πλημμυρίζουν από τους Οθωμανούς με τους αλυσιδωτούς θώρακες και τα μεγάλα ξίφη. Το αίμα χύνεται ποτάμι, ενώ οι κραυγές αγωνίας και πόνου ανακατεύονται με τις ιαχές των υπερασπιστών. Ο Ισαάκιος μάχεται σαν άλλος Παλαιολόγος για τα όσια και τα ιερά του σκλαβωμένου έθνους των Ελλήνων. Οι Οθωμανοί τον κυκλώνουν κι’ ένας εξ’ αυτών του παίρνει την ζωή με το ξίφος του. Σωριάζεται κάτω και η μάχη γύρω του ανάβει. Το ηθικό των υπερασπιστών του φρουρίου κλονίζεται εξαιτίας του χαμού του φυσικού τους ηγέτη. Οι στρατιώτες υποχωρούν, αλλά η Μαρούλα βλέποντας ότι η μάχη θα χαθεί και χωρίς να το σκεφτεί ζώνεται τ’ άρματα του πατέρας της. Παίρνει στα χέρια της το ματωμένο ξίφος του κι’ ορμάει γεμάτη οργή και μένος εναντίον των Τούρκων, χτυπώντας και παραμερίζοντας τους εισβολείς. Οι Τούρκοι τα χάνουν, καθώς δεν περίμεναν ποτέ μια νεαρή κοπέλα να τα βάλει μαζί τους την στιγμή που οι άντρες υποχωρούν. Οι Έλληνες αναθαρρούν. Ακολουθούν την Μαρούλα και καταδιώκουν τους Τούρκους σαν μια γροθιά, τρέποντάς τους σε φυγή. Ως άλλη αμαζόνα χτυπιέται με άντρες δυνατότερους από αυτήν, αλλά η ψυχή της δεν φοβάται τον θάνατο. Οι Τούρκοι κατακόπτονται σωρηδόν από την θεϊκή ορμή της κόρης της Λήμνου. Τα πτώματα των βαρβάρων στοιβάζονται στα τείχη. Οι Τούρκοι τρέχουν να βρουν σωτηρία στα πλοία τους. Η Μαρούλα σαν κακός τους δαίμονας δεν τους αφήνει σε χλωρό κλαρί. Μπαίνουν στα πλοία τους και χάνονται στο πέλαγος. Το φρούριο σώθηκε και οι άνδρες ζητωκραυγάζουν.
Η Μαρούλα της Λήμνου, αν και άγνωστη στους πολλούς σήμερα, εισήλθε επάξια στο πάνθεον των Ελλήνων Ηρώων και πρόσθεσε κι άλλες ένδοξες σελίδες στην μακραίωνη ιστορία του Ελληνισμού.
Ενδιαφέρον.
ΑπάντησηΔιαγραφή