Σάββατο 14 Απριλίου 2012

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ-Ιστορική εξέλιξη

Το γεγονός της Αναστάσεως στη χριστιανική συνείδηση είναι συ­νέχεια του γεγονότος του Σταυρού. Όρθώς ή Εκκλησία διακηρύσσει ότι ό Χριστός «Σταυρόν ύπομείνας δι' ημάς, θανάτω θάνατον ώλεσεν» (Πεντηκοστάριον). Έτσι, από τους πρώτους χριστιανι­κούς αιώνες, ή Ανάσταση παραλληλίζεται ή καί συμβολίζεται με την εικόνα της Σταυρώσεως.

  Μια τέτοια συμβολική παράστα­ση της Αναστάσεως συναντούμε σε σαρκο­φάγους του 4ου μ.Χ. αιώνα, οί όποιες φυ­λάσσονται στο μουσείο Λατερανού της Ρώμης. Πρόκειται για δύο από τίς λεγόμε­νες σαρκοφάγους των «Παθών» του Χρί­στου, στίς όποιες ή Ανάσταση απεικονίζε­ται στο κέντρο κάθε εικόνας. Ή Ανάσταση των εν λόγω σαρκοφάγων παριστάνεται με το λάβαρο του Μ. Κωνσταντίνου: σταυρός στολισμένος με δάφνινο στεφάνι -στίς άκρες του οποίου παριστάνονται δύο πε­τεινοί- που περικλείει το μονόγραμμα του Χριστού, ενώ στη βάση απεικονίζονται δύο κοιμώμενοι στρατιώτες της κουστω­δίας πού είχαν τοποθετήσει στον τάφο του Χριστού, επειδή φοβόνταν την κλοπή του θείου σώματος από τους μαθητές, οι όποιοι θα έλεγαν μετά στο λαό ότι «ήγέρθη από των νεκρών» (Ματθ. 27, 64). 
'Ενας άλλος συμβολικός τρόπος απεικονίσεως της Αναστάσεως, ήδη από την εποχή των κατακομβών, είναι ή παράσταση του προ­φήτη Ίωνά, ό όποιος αποβάλλεται -σώος καί αβλαβής- από την κοιλιά του κήτους. Βλέπε καί τη σχετική διήγηση (Ίωνά α' -δ'), ή οποία διαβάζεται ως προφητεία στον Εσπερινό του Μεγάλου Σαββάτου,ακριβώς ένεκα της βαθιάς συμβολικότητάς της. Όρθώς ό Ίωνάς θεωρείται ως προεικόνιση του Χρίστου, άφού ό ίδιος ό Κύ­ριος εΐχε τονίσει, όταν έλεγε στους Φαρισαίους: «... ώσπερ γαρ έγένετο Ίωνάς ό προφήτης εν τη κοιλία του κήτους τρεις ημέρας καί τρεις νύκτας, ούτως εσται καί ό Υιός του Άνθρωπου εν τη καρδία της γης τρεις ημέρας καί τρεις νύκτας» (Ματθ. 12,40). Μετά δε την τριήμερο ταφή, ό Χρι­στός ανέστη, όπως «καί ό Ίωνάς έκβήκεν από το κήτος τριήμερος» (άγ. Νικόδημος Αγιορείτης, Έορτοδρόμιον). Ένεκα τού­του, ό ιερός Δαμασκηνός γράφει (στον ειρμό της ς' ωδής του περίφημου κανόνα του Πάσχα), τα έξης: «Κατήλθες εν τοις κατωτατοις της γης καί συνετριψας μο­χλούς αιωνίους κατόχους πεπεδημένων Χριστέ, καί τριήμερος, ως εκ κήτους Ίωνάς, έξανέστης του τάφου» (Πεντηκο­στάριον). 

 Αξιοπρόσεκτο είναι καί το δί­πτυχο από ελεφαντόδοντο στο Μουσείο της Ραβέννας (αρχές του 6ου αιώνα), όπου με ιδιαίτερη ζωντάνια απεικονίζεται ό Ίωνάς με το κήτος. Γενικά, ή ιστορία του Ίωνά, πού συμβολίζει τη λύτρωση καί την ανάσταση των νεκρών, είναι ένα ιδιαίτερα αγαπητό θέμα στη ζωγραφική των κατα­κομβών καί των σαρκοφάγων.(Για τα θέματα αυτά βλέπε Γ.Β. Άντουράκη, Χριστιανική Ζωγραφική, "Αθήνα 2001, σσ. 34,65,76 κ.έ., οπού καί παραδείγματα εικόνων).
     Κατά τον 6ο αιώνα, εμφανίστηκε -προς λειτουργική χρήση- ένας άλλος εικονογρα­φικός τύπος της Αναστάσεως. Είναι γνω­στός ως «Λίθος», οπού εικονίζονται οί Μυροφόρες στο «κενό μνημείο» ή καί ή εμφάνιση του Χριστού σε αυτές. Στό γνω­στό Ευαγγέλιο του Ραμπουλα (τέλη του 6ου αιώνα), κάτω από τη Σταύρωση έχουν εικονιστεί δύο παραστάσεις με θριαμβευτι­κό χαρακτήρα: οί Μυροφόρες μπροστά στο κενό μνημείο καί ό Χριστός, πού εμφανίζεται σ' αυτές, ντυμένος με το λευκό χιτώνα της Αναστάσεως. Στό κέντρο ακριβώς της συνθέσεως αυτής, υπάρχει το άδειο μνημείο καί οί κοιμώμενοι στρατιώτες, ό δε Τάφος του Χριστού ξεχω­ρίζει τίς δύο παραστάσεις αυτές. 

Αξιο­πρόσεκτος είναι ένας άγγελος -ολόλευκα ντυμένος- καθήμενος πάνω στον άποκεκυλισθέντα λίθο. Με τη χαρακτηριστική του κίνηση λέγει στίς Μυροφόρες: «ήγέρθη, ουκ εστίν ώδε· ίδε ό τόπος οπού εθηκαν » (Μαρκ. 16,6). 
Στήν άλλη παρασταση της εμφανίσεως του αναστημένου Χριστού (πού ευλογεί), οί Μυροφόρες παριστάνονται γονυπετείς στο έδαφος καί προσκυνούν τον Κύριο τους.Το θέμα των Μυροφόρων στον τάφο γνωρίζει μεγάλη διάδοση, άφού παριστάνεται - μαζί με άλλες σκηνές του Δωδεκαόρτου- καί σε κάλυμμα ξύλινης λειψανοθήκης στο παρεκκλήσιο Sancta Sanctonum του Λατερανού (σήμερα φυλάσσεται στα Βατικανό).

 Αξιοπρόσεκτη είναι καί μία εξαίρετη παράσταση σε ελεφαντόδοντο (5ου αιώνα), με τίς Μυροφόρες στον Τάφο, σε αρχαϊκότερη βέβαια μορφή. Ή απλή ομορφιά αύτού του παλαιού έλαφαντοστού, στο φύλλο ενός δίπτυχου, χαρακτηρίζει τη μετάβαση από την κλασική στη χριστιανική τέχνη. Οί δύο επάλληλες σκηνές εικονίζουν δύο φάσεις του ίδιου έπεισοδίου. 
Στή μία φαίνονται οί κοιμώμενοι φρουροί καί στην άλλη ό άγγελος να χαιρετά τίς Μυροφόρες στην είσοδο του Τάφου. Στό εν λόγω έργο, ό αναστημένος Χριστός δεν εικονίζεται, άφοϋ ή χριστιανική τέχνη εκφράζεται ακόμη με συμβολι­σμούς. Ό τάφος θυμίζει τη μικρή έκκλησία, πού χτίστηκε πάνω από τον Πανάγιο Τάφο (κατά τον 4ο αιώνα). Το έλεφαντό δοντο αυτό βρίσκεται σε ιδιωτική συλλογή του Μιλάνου (πρβλ. Παγκόσμια Ιστορία Τέχνης, τ. 4, σ. 142). Επίσης, μια εξαίρετη παράσταση των Μυροφόρων στον Τάφο του Χρίστου υπάρχει σε ψηφιδωτό του Αγίου Άπολλιναρίου του Νέου στη Ραβέννα (αρχές του 6ου αιώνα). Είναι το καλύτερο δείγμα του εικονογραφικού αυτοί τύπου (του έτους 526). 

Ή παράσταση αυτή συνυπάρχει με τις άλλες σκηνές των παραβολών, των θαυμάτων καί των Παθών του Χριστού, πού ιστορούνται στην ανώτερη(πάνω από τα παράθυρα) ζώνη ψηφιδοτών. Ό ψηφιδογράφος καλλιτέχνης περνα αμέσως από την Προδοσία του Ίού-. στήν Ανάσταση του Χρίστου. Όπως και στην αρχαιότερη τέχνη, ό Χριστός δεν Εικονίζεται ταπεινωμένος, σταυρωμένος, ή την στιγμή που τον κατεβάζουν από το σταυρό. Στή λιτότατη παράσταση των Μύ­ροφόρων, τα πάντα έχουν συναρμοσθεί ,ώστε να δηλώνουν την απουσία του Χριστού, όπως: ή ανοικτή πύλη του προβεβλημένου τάφου, τα ανοικτά χέρια των δύο γυναικών, ή ευφρόσυνη αταραξία του αγγέλου. Επίσης, ή ένταση με την οποία διαγράφεται ό χώρος των νεκρών -ό κλα­σικός θόλος του τάφου- έχει ως αντίρροπο το αίσθημα απουσίας πού τον διαπνέει.Σημειωτέον ότι την πράσταση των Μυ­ροφόρων ακολουθεί ή «Ψηλάφηση του Θωμά», πού καί αυτή ανήκει στις ιστορι­κές μαρτυρίες της Αναστάσεως, ήδη κατά την πρώτη περίοδο της Χριστιανικής Εικονογραφίας (πριν καί μετά την Εικονο­μαχία). 

Γεγονός όμως είναι ότι το μεγάλο θέμα της εις "Αδου Καθόδου του Χρίστου, καθώς καί οι «συμπληρωματικές» σκηνές της Αναστάσεως (Μυροφόρες, ή Ψηλάφη­ση του Θωμά κ.ά.), πολλαπλασιάζονται καί επικρατούν στην ορθόδοξη αγιογραφία της Ανατολής κυρίως, μετά το θρίαμ­βο καί την επικράτηση των ιερών εικόνων (843 κ.έ.) καί καθ' όλη τη βυζαντινή καί με­ταβυζαντινή περίοδο, αλλά καί μέχρι σήμε­ρα. Εννοείται ότι ή παρατήρηση αυτή ισχύει όχι μόνο για τα μεγάλα θέματα του Δωδεκαόρτου, αλλά για τα περισσότερα θέματα των εικονογραφικών κύκλων.



Έξέλιξη της εις Άδου Καθόδου ή Αναστάσεως
   Ή είς 'Αδου Κάθοδος -ως ό κατεξοχήν βυζαντινός εικονογραφικός τύπος της ορθόδοξης Αναστάσεως- επικρατεί όριστικά στην Ανατολή, κυρίως από την επο­χή των Μακεδόνων και των Κομνηνών. Στήν περίοδο αυτή -και μάλιστα στους 11ο καί 12ο αιώνες- συναντούμε τα καλύτερα δείγματα σε ψηφιδωτά καί τοιχογραφίες. Ασφαλώς, ή είς Άδου Κάθοδος ιστο­ρείται μαζί με τις άλλες παραστάσεις του Δωδεκαόρτου, αλλά σχεδόν πάντοτε εΐναι δίπλα στη Σταύρωση (ως φυσικό επακό­λουθο της) ή σε μία ευθεία σχέση με αύτη (απέναντι).    Συνήθως ή Ανάσταση ιστο­ρείται στους χαμηλούς τοίχους (νότιο η βόρειο) των ορθοδόξων ναών, ανάλογα βέ­βαια με το μέγεθος τους. 

 Στίς μεγαλυτέρων διαστάσεων εκκλησίες, ζωγραφίζεται σε μεγαλύτερη κλίμακα -όπως καί ό Ευαγγε­λισμός, ή Μεταμόρφωση καί ή Σταύρωση-είναι όμως δυνατόν να συναντήσουμε την παράσταση της εις Αδου Καθόδου καί στο νάρθηκα ('Οσιος Λουκάς Βοιωτίας), σπα­νιότερα δε, στη βόρεια κόγχη του κυρίως ναού (Νέα Μονή Χίου). Το φαινόμενο αυτό δεν είναι ανεξήγητο, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι το Δωδεκάορτο (τουλάχι­στον τον 11ο αιώνα) ιστορείται καί στον κυρίως ναό και στο νάρθηκα.
  Γεγονός όμως είναι ότι ή «αγιοκαταταξη» του Δωδεκαόρτου δεν έχει πάντοτε μια σταθερή θέση. Συνήθως ιστορείται στους τοξωτούς χαμηλούς τοίχους (καμάρες) των μικρότε­ρων καμαροσκεπών ναών, ενώ στους τρουλλαίους εγγεγραμμένους ναούς, στις υψηλότερες επιφάνειες. Ή εις 'Αδου Κά­θοδος, είτε είναι απόρροια ρωμαϊκών προ­τύπων είτε εμπνέεται από την κάθοδο του Ηρακλή στον 'Αδη, είναι μία παράσταση πού διακρίνεται όχι μόνο για την πολλα­πλότητα των έγκλειομένων εννοιών, αλλά καί για την πλούσια καί υψηλή της αισθητική απόδοση. Οι Μυροφόρες στον Τάφο ή ή παράσταση του «Λίθου» είναι ένας «ποι­ητικός» τύπος της Αναστάσεως, κυρίως της πρώϊμης βυζαντινής εποχής.
  Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό -καί περισσότερο «ανθρώ­πινο» ή συναισθηματικό- είναι το υπέροχο ανοιξιάτικο τοπίο (φόντο) του «Λίθου» των Μυροφόρων. Ή φωτεινή αυτή σκηνή «ομιλεί» καί συγκινεί περισσότερο τις ψυχές των πιστών. 
Αντίθετα, ή εις 'Αδου Κάθοδος - "Ανάσταση του Χρίστου είναι ό δογματικός καί ό ιδιαίτερα αναγωγικός εικονογραφικός τύπος, ελεύθερος από τις συμβάσεις του χώρου καί του χρόνου,στους οποίους όμως αναφέρεται άμεσα. Ό συγκερασμός του πνευματικού καί της πράξεως, του μνημειώδους καί του τα­πεινού, του δυναμισμού καί της ιερα­τικής μεγαλοπρέπειας, συνετέλεσε στην ακτινοβολία του εικονογραφικού αυτού τύπου, ό όποιος ορθώς κατέστη προσφι­λέστατος καί επικράτησε να παρίσταται ως «Ανάστασις», όχι μόνο καθ' όλη τη βυζαντινή περίοδο, αλλά καί μετά την 'Αλωση (1453 κ.έ).

Αναστάσεις δυτικού τύπου
Αξιοπρόσεκτο εΐναι ότι κατά το 17ο αιώνα εμφανίζεται και στην ορθόδοξη εικονογραφία ό γνωστός δυτικός τύπος της Αναστάσεως, με το Χριστό να ξεπροβάλλει αλματωδώς από τον τάφο (κρατώ­ντας μάλιστα και σημαία!), ενώ ένας άγγε­λος φαίνεται να σηκώνει το λίθο του μνη­μείου, για να εξέλθει ό Ιησούς. 'Ενα από τα παλαιότερα παραδείγματα μιας τέτοιας εικόνας της Αναστάσεως - με το Χριστό να προβάλλει από ένα λαρνακοειδή τάφο-βρίσκεται στο Βυζαντινό μας Μουσείο.Πρόκειται για μια φορητή εικόνα του Ηλία Μόσκου (του έτους 1657), ο όποιος, ως γνωστόν, ανήκει στην ομάδα εκείνη τών μεγάλων ζωγράφων της Κρητικής Σχολη; (Εμμανουήλ Τζάνε, Θ.Πουλάκη κ.α.), οι οποίοι δανείστηκαν στοιχεία από τη δυτι­κή τέχνη, σε μια προσπάθεια «δήθεν άνανεώσεως» της παραδοσιακής μας αγιογρα­φίας. 'Ομως, λίγα χρόνια αργότερα (το 1670), ό ίδιος ό Ηλίας Μόσκος επανήλθε στήν ορθόδοξη παράδοση, φιλοτεχνώντας την εις 'Αδου Κάθοδο, πού φυλάσσεται στο Μουσείο Μπενάκη.

  Γεγονός εΐναι ότι κάποιοι μεταβυζαντινοί αγιογράφοι του του-18ου αιώνα, ακολουθώντας το «σύρ­ιο» της εποχής τους καί για να «βγάλουν το ψωμί τους», άλλοτε απεικόνιζαν καθα­ρά βυζαντινά πρότυπα καί άλλοτε δυτικά. Πάντως, πέρα από τη ζωηρή εντύπωση πού θέλει να προξενήσει ό δυτικός τύπος της Αναστάσεως, το πρόβλημα είναι πρω­τίστως πνευματικό καί δευτερευόντως αισθητικό. Όμως, ή άποκύλιση του λίθου «από της θύρας του μνημείου» -πού είναι κύριο χαρακτηριστικό του δυτικού τύπου τής Αναστάσεως- αναφέρεται από όλους τους Ιερούς Ευαγγελιστές (πρβλ. Ματθ. 28, 2 Μάρκ. 16,4 Λουκ. 24, 2 Ίω. 20, 2), αλλά δέν έγινε για να... διευκολυνθεί ό Παντο­δύναμος Χριστός να βγει από τον τάφο! Έγινε για να διαπιστώσουν την Άνάστασή του, κυρίως οι Απόστολοι καί οι Μυ­ροφόρες. 

 Κατά την πίστη της Όρθοδοξίας, ό Χριστός αναστήθηκε «έσφραγισμένου του μνήματος...» (Κυριακή του Θωμά, Πεντηκοστάριον). Αυτή τη συνείδηση εΐχαν καί άλλοι υμνογράφοι, καθώς καί οι Πατέ­ρες της Εκκλησίας, εκφράζοντας το ορθό­δοξο φρόνημα των πιστών, Οπως ό Μ. Αθανάσιος (Ρ.υ. 25, 140), ό Ίουστίνος (Αμφιβαλλόμενα) Β.Ε.Π.Ε.Σ., τ. 4, σ. 129), ό Ιωάννης ό Χρυσόστομος (Όμιλία εις το κατά Ματθαίον, Ρ.υ. 58, 783) κ.λπ.Ό Φώτης Κόντογλου θεωρεί το δυτι­κό αυτό εικονογραφικό τύπο «έστερημένον πανταπασιν από το πνευματικόν καί μυστικόν νόημα οπού έχει ό βυζαντινός τύπος της Αναστάσεως» (Έκφρασις, τ.Α', σ. 181). «Ευχής έργον θα ήτο, εάν ό τύπος ούτος των Δυτικών, ως ανιστόρητος, απλώς εντυπωσιακός, αλλά καί ουσιαστικώς άντορθόδοξος, έγκατελείπετο, έπανήρχετο δε ή Εκκλησία ημών απο­κλειστικώς εις τον τύπον της σεβάσμιας αυτής παραδόσεως, ήτοι τον της εις "Αδου Καθόδου». Βλέπε Κ. Καλοκυρη, Ή Ζωγραφική της Όρθοδοξίας (σ. 144). 

του Γεωργίου Αντουράκη,Αρχαιολόγου Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου