Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Ὁ διάβολος στὸ μυαλὸ(Γέροντας Νίκων ο Νεοσκητιώτης)

Γέρων Νίκων (Νέα Σκήτη)
Ἡ πάλη μὲ τοὺς λογισμοὺς

Οἱ ἄνθρωποι σκέπτονται περισσότερο ἀπὸ ὅσο ἀναπνέουν. Σὲ μία ἀναπνοὴ μποροῦμε νὰ κάνουμε χίλιες σκέψεις, καὶ αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ δὲν τὸ σκεπτόμαστε. Δὲ σκεπτόμαστε ὅτι οἱ σκέψεις ποὺ κάνουμε σχηματίζουν τὸν χαρακτήρα μας, διαμορφώνουν τὴν προσωπικότητά μας, οἱ σκέψεις ποὺ κάνουμε μᾶς δίνουν τὴν ταυτότητά μας καὶ παρουσιάζουν αὐτὸ ποὺ εἴμαστε, σὲ τέτοιο σημεῖο ποὺ ἕνας Ἀμερικανὸς φιλόσοφος λέει: “εἶστε αὐτὸ ποὺ σκέπτεστε”.
Ὁλόκληρη ἡ ζωὴ μας εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν σκέψεών μας, μποροῦμε μὲ τὶς σκέψεις μας γιὰ παράδειγμα νὰ ἀλλάξουμε τὸ μέλλον μας, τὸ μέλλον μας δὲν εἶναι δεδομένο, δὲν ὑπάρχει γραφτό, δὲν ὑπάρχει κισμέτ, ἐμεῖς θὰ ἀποφασίσουμε ποιὸ θὰ εἶναι τὸ μέλλον μας. Μὲ τὶς σκέψεις μας μποροῦμε νὰ κάνουμε καὶ τὸν Θεὸ νὰ ἀλλάξει τὸ μέλλον ποὺ εἶχε κατὰ νοῦ Του γιά μᾶς.

Ὅσο ἀπίστευτο καὶ νὰ ἀκούγεται αὐτό, ὅσο ἐξωφρενικὸ καὶ νὰ ἀκούγεται, εἶναι ἡ ἴδια ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Τὸ βλέπουμε γιὰ παράδειγμα στὴν ἱστορία τοῦ Ἰωνᾶ καὶ τῆς Νινευί. Μία πόλη μεγάλη ἁμάρτησε, ὁ Θεὸς ἀποφασίζει νὰ καταστρέψει τὸν λαὸ αὐτό. “Νινευί καταστραφήσεται”.
Πῆρε μία ἀπόφαση, αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ μέλλον τῆς Νινευί. Πηγαίνει ὁ Ἰωνᾶς κηρύσσει μετάνοια καὶ μετανοοῦν οἱ Νινευίτες κι ἀλλάζει καὶ ὁ Θεὸς τὴν γνώμη Του. “Και μετενόησεν ὁ Θεός” λέει ἐπὶ λέξῃ ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ὅλος ὁ κόσμος σώθηκε. Τί μπορεῖ νὰ κάνει μία ἀλλαγὴ στὶς σκέψεις μας, πῶς προετοιμάζει τὸ μέλλον μας.

Νὰ κάνουμε μία διάκριση: Ἄλλο εἶναι ἡ σκέψη, ἄλλο εἶναι ὁ λογισμός. Πολλὲς φορὲς ταυτίζονται· λέμε μοῦ 'ρθε μία σκέψη ἔχω ἕναν λογισμό. Τὸ ἴδιο εἶναι, ἀλλὰ στὴν κυριολεξία ὁ λογισμὸς εἶναι ἡ σκέψη ποὺ ἐπιμένει, ὄχι μία σκέψη ποὺ πέρασε ἁπλῶς καὶ ἔφυγε.
Εἶναι μία σκέψη ποὺ ἔρχεται, ξανάρχεται, μᾶς ἐνοχλεῖ, ἐπιμένει, αὐτὴ τὴν σκέψη τὴν λέμε λογισμό. Καὶ εἶναι φοβερὴ ἡ δύναμή τους αὐτῶν τῶν λογισμῶν, αὐτῶν τῶν σκέψεων, ὄχι μόνο στὴ ζωή μας στὸ παρὸν ἢ στὸ μέλλον, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ στὸ σῶμα μας. Γιὰ παράδειγμα πῶς μπορεῖ μία σκέψη νὰ ἐπηρεάσει τὸ σῶμα μας:

Μία σκέψη, ἤμουνα σὲ ἕνα μοναστήρι, ἕνας πατέρας δὲν μποροῦσε μὲ τίποτα νὰ φάει ταχίνι, τοῦ ἄρεσε ὅμως ὁ χαλβάς. Καὶ ἔτρωγε καὶ ξετρελαινόταν. Καὶ ἕνας ἄλλος ἀπόρησε καὶ λέει: “καλὰ πῶς γίνεται ἐσένα ποὺ δὲ σοῦ ἀρέσει τὸ ταχίνι νὰ σοῦ ἀρέσει ὁ χαλβάς”; Καὶ λέει ὁ πατέρας αὐτός: “Γιατί, τί σχέση ἔχει ὁ χαλβὰς μὲ τὸ ταχίνι;” “Μὰ ὁ χαλβὰς ἀπὸ τὸ ταχίνι φιάχνεται!” Μόλις τὸ ἄκουσε αὐτό, ἄρχισε νὰ κάνει ἐμετό. Πῶς ἡ σκέψη ἐπέδρασε στὸ σῶμα!





Εἶναι ἕνας ψυχίατρος στὴν Ἀθήνα, πολὺ καλός, πνευματικοπαίδι ἑνὸς πολὺ γνωστοῦ ἀρχιμανδίτου, ὁ ὁποῖος εἶχε μία κυρία μὲ ἕνα τρομερὸ ψυχολογικὸ πρόβλημα. Χάριν ἐκείνης φέρνει κάτι δύσκολα χάπια, σπάνια, πανάκριβα ἀπὸ τὴν Ὁλλανδία, τῆς τὸ ἐξήγησε: “Πρόσεξέ τα, ἐφάρμοσε ἀκριβῶς αὐτὰ ποὺ θὰ σοῦ πῶ. Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ξαναβροῦμε, δὲν εἶναι θέμα χρημάτων, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ξαναβροῦμε, θὰ τὰ πάρεις ἔτσι κι ἔτσι κι ἔτσι.”
Ἐκείνη τὸν εὐχαρίστησε συγκινημένη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ ἰατροῦ ποὺ ἐνδιαφέρθηκε γιὰ ἐκείνη τόσο πολύ, εἰδικὰ γιὰ τὴν περίπτωσή της, πῆρε τὰ χάπια ἀκριβῶς ὅπως τῆς εἶπε ὁ γιατρός, καὶ ἔγινε καλά. Ἔγινε καλὰ καὶ δόξασε καὶ τὸν Θεὸ καὶ πῆγε νὰ εὐχαριστήσει καὶ τὸν γιατρὸ γιατί ἡ ἀσθένεια αὐτὴ τὴν βασάνιζε πάνω ἀπὸ 10 χρόνια, καὶ χάρις σὲ αὐτὰ τὰ χάπια ἔγινε καλά. Ποιὸ εἶναι τὸ θέμα; Ὅτι αὐτὰ τὰ χάπια ἤτανε ἁπλὲς καραμέλες. Δὲν ἤτανε χάπια, βλέπετε τί κάνει ἡ σκέψη;


Βλέπετε πόσο ἐπιδρᾶ στὸ σῶμα ἡ σκέψη; Τὸ ἀτύχημα εἶναι ὅτι δὲν ἐπιδρᾶ πάντα θετικὰ σὰν τὴν περίπτωση αὐτήν. Νὰ σᾶς πῶ ἕνα ἄλλο περιστατικό, πέρα γιὰ πέρα ἐξωφρενικὸ καὶ πέρα γιὰ πέρα ἀληθινό, μετὰ ἂν θέλετε νὰ σᾶς πῶ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ γιατροῦ.

Λέει ὁ γιατρός: Κάποιος συγγενής μου πῆγε σὲ μία κρυσταλλοσκόπο, ἡ ὁποία τοῦ εἶπε ὅτι ἡ καρδιά του ἔχει πρόβλημα, καὶ θὰ πέθαινε στὴν ἑπόμενη πανσέληνο. Ὁ συγγενής μου ἦταν εὐτυχισμένος, ὑγιής, γεμάτος ζωντάνια. Ἀλλὰ εἶχε μεγάλη ἐμπιστοσύνη σὲ αὐτὴ τὴν κρυσταλλοσκόπο ἡ ὁποία εἶχε μεγάλη φήμη. Ἔβλεπε ἕνα κρύσταλλο καὶ ἔλεγε τί ἐπρόκειτο νὰ συμβεῖ στὸν κάθε ἄνθρωπο. Καὶ πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ βγαίνανε ἀληθινὰ κι εἶχε κερδίσει τὴν ἐμπιστοσύνη του. Ἡ τελευταία τώρα τοῦ ἔκανε μία τελευταία ὑποβολὴ καὶ ἐκεῖνος δέχθηκε τὸν λογισμό.
Τρομοκρατήθηκε καὶ τὸ μυαλὸ του κόλλησε σὲ μία σκέψη ὅτι πρόκειτο νὰ πεθάνει κατὰ τὴν ἑπόμενη Πανσέληνο, ἄρχισε μάλιστα λέει νὰ μιλᾶ σὲ ὅλους, ἑτοίμασε τὰ κληρονομικά του, ἔκανε καὶ τὴν διαθήκη του κι ἡ φοβερὴ αὐτὴ ὑποβολὴ πραγματοποιήθηκε ἐπειδὴ τὴν πίστεψε ἀπόλυτα. Πέθανε, πέθανε χωρὶς νὰ ἔχει τίποτα! Αὐτὴ εἶναι ἡ δύναμη τῶν λογισμῶν καὶ γιὰ τὸ καλὸ καὶ γιὰ τὸ κακό.

Οἱ λογισμοὶ εἶναι τριῶν εἰδῶν νὰ τοὺς ξεχωρίσουμε: Εἶναι οἱ λογισμοὶ οἱ δικοί μας, οἱ σκέψεις οἱ δικές μας, αὐτὲς ποὺ κάνει τὸ ἀνθρώπινο μυαλό. Εἶναι οἱ λογισμοί, οἱ σκέψεις ποὺ μᾶς φέρνει ὁ διάβολος. Λέμε γιὰ παράδειγμα: “Μοῦ 'ρθε μία σκέψη” Δὲν φαντάζεται κανεὶς πόσο κυριολεκτεῖ πολλὲς φορὲς ὅταν λέει αὐτὴ τὴν φράση. Πραγματικά σοῦ 'ρθε, πραγματικὰ κάποιος στὴν ἔφερε.
Ὁ διάβολος εἶναι πνεῦμα καὶ σὰν πνεῦμα ποὺ εἶναι, μπορεῖ καὶ ἀκουμπάει μέσα στὸ μυαλό μας σκέψεις. Εἶναι λοιπὸν σκέψεις δικές μας ποὺ μποροῦμε καὶ τὶς κάνουμε ἐμεῖς, σκέψεις ποὺ τὶς κάνει ὁ διάβολος, καὶ σκέψεις - λογισμοὶ ποὺ τοὺς στέλνει ὁ καλὸς Θεός. 

Πῶς θὰ μπορέσουμε τώρα νὰ τοὺς ξεχωρίσουμε, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὶς δικές μας σκέψεις καὶ τὶς σκέψεις ποὺ μᾶς στέλνει ὁ Θεὸς καὶ νὰ ἀπορρίψουμε τὶς σκέψεις ποὺ μᾶς στέλνει ὁ διάβολος;
Πῶς θὰ κάνουμε αὐτὴ τὴ διάκριση στοὺς συλλογισμούς; Εἶναι πολὺ ἁπλό, δὲ μποροῦμε νὰ τὴν κάνουμε, μὲ τίποτα δὲ μποροῦμε νὰ ξεχωρίσουμε ποιὲς εἶναι οἱ σκέψεις οἱ δικές μας, ποιὲς εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ ποιὲς εἶναι ἀπὸ τὸν διάβολο. Χρειάζεται μεγάλη ἐξάσκηση, χρειάζεται μεγάλος ἀγώνας, οἱ Πατέρες τῆς ἐκκλησίας λένε ὅτι τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν λογισμῶν εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀρετή.
Τότε λοιπὸν πῶς θὰ δεχθοῦμε τοὺς λογισμοὺς τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ζήσουμε καὶ πῶς θὰ ἀπορρίψουμε τοὺς λογισμοὺς τοὺς κακούς τοὺς δικούς μας ἢ τοῦ διαβόλου γιὰ νὰ μὴ χαθοῦμε; Γενικὰ δεχόμαστε τοὺς καλοὺς λογισμοὺς καὶ ἀπορρίπτουμε τοὺς κακούς.


Φαίνεται ἁπλό, δὲν εἶναι. Διότι ἀμέσως προκύπτουν δύο προβλήματα:

Πρῶτον, πῶς ἀντιμετωπίζεται καὶ ἀπορρίπτεται ἕνας κακὸς λογισμός, καὶ
Δεύτερον ὅταν ἕναν καλὸ λογισμό μᾶς τὸν φέρνει ὁ διάβολος; Πῶς θὰ ξέρουμε ὅτι εἶναι ἀπὸ τὸν διάβολο γιὰ νὰ τὸν ἀπορρίψουμε;
Γιατί ὅλοι ξέρουμε, πέρασε ὁ καιρὸς ποὺ ὁ διάβολος ἐρχότανε μὲ κέρατα καὶ οὐρά, τώρα ἔχει μεταλλαχθεῖ, ξέρει νὰ μεταμφιέζεται, ἔρχεται σὰν μία ὡραία ἰδέα, σὰν ἕνας ἄνθρωπος μὲ χαρίσματα, σὰν πολιτικὸς μὲ εὐγλωττία, σὰν ἕνας ἐκκλησιαστικὸς ποὺ θὰ σὲ συναρπάσει μὲ τὶς ὁμιλίες του.
Πῶς θὰ καταλάβουμε ὅτι πίσω του σὲ μία τέτοια περίπτωση βρίσκεται ὁ διάβολος. Ὅταν ὁ λογισμὸς εἶναι κακὸς ἐντάξει τὸν ἀπορρίπτουμε, ὅταν ὅμως ἔρχεται ἔτσι σὰν καλὴ σκέψη; Καὶ εἶναι ἀπὸ τὸν διάβολο; Τί θὰ κάνουμε; Γιατί λέει καὶ ἡ Ἁγία Γραφή: (ἔστιν ὁδός, ἢ δοκεῖ παρὰ ἀνθρώποις ὀρθὴ εἶναι, τὰ δὲ τελευταῖα αὐτῆς ἔρχεται εἰς πυθμένα ἅδου )“ Ἔστιν ὀδαὶ ἔτι δοκοῦσαι ἀγαθαὶ τὰ δὲ ἔσχατα αὐτῶν εἰς πυθμένα Ἅδου”.
Φαίνονται δρόμοι ποὺ τοὺς ξεκινᾶς καὶ εἶναι ὡραῖο καὶ καλὸ καὶ στὸ τέλος σὲ περιμένει ὁ θάνατος. Πῶς θὰ τὸ καταλάβουμε αὐτὸ ὥστε νὰ μὴν ξεκινήσουμε αὐτὸν τὸν καλὸ δρόμο, ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸν θάνατο;

Γιὰ τὸ πρῶτο, πῶς θὰ ἀντιμετωπίσουμε καὶ θὰ ἀπορρίψουμε ἕναν κακὸ λογισμό, θὰ σᾶς δώσω ἕνα μικρὸ σχέδιο, ἕνα σχέδιο ἐξέλιξης τοῦ λογισμοῦ, ποὺ εἶναι ἁπλὸ γιὰ νὰ μπορεῖτε νὰ τὸ θυμάστε.
Ὁ κάθε λογισμὸς ἔχει μία ἐξέλιξη. Γιὰ παράδειγμα, περνᾶμε ἔξω ἀπὸ ἕνα πορνεῖο, ἢ βλέπουμε ἕνα πορτοφόλι, μᾶς ἔρχεται ὁ λογισμός, ἔμπα ἢ πάρ' το. Αὐτὸ τὸ στάδιο τῆς σκέψης τοῦ λογισμοῦ λέγεται προσβολή. Μᾶς προσβάλει, ἐπιτίθεται, μᾶς χτυπάει. Ἐσὺ τὴν ἀπορρίπτεις τὴν σκέψη, λές: ὄχι δὲν θὰ μπῶ. Δὲ θὰ τὸ βάλω στὴν τσέπη μου τὸ πορτοφόλι ποὺ βρῆκα. Ὁ λογισμὸς ξανὰ ἐπιμένει, ἔμπα νὰ δεῖς πῶς εἶναι, μπορεῖ νὰ 'ναι καμιὰ καλή. Τὸ πορτοφόλι φαίνεται φουσκωμένο, δὲ θὰ ἔχασε καὶ πολλὰ αὐτὸς ποὺ τὸ ἔχασε. Φαίνεται νὰ τὰ 'χει. Ξαναδιώχνεις τὸ λογισμό, θὰ πεῖς: ὄχι. Ξανάρχεται ὁ λογισμός. Τὸ πρῶτο ἦταν ἡ προσβολή. Δὲν ἔχουμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εὐθύνη γιὰ αὐτὴ τὴν ἄσχημη σκέψη ὅσο ἁμαρτωλὴ καὶ νὰ εἶναι γιὰ αὐτὸν τὸν ἄσχημο λογισμό. Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἴμαστε ἀθῶοι. Μετὰ ὁ λογισμὸς ἔρχεται - τὸν διώχνουμε, ἔρχεται - τὸν διώχνουμε.

Τὸ δεύτερο στάδιο, εἶναι ἡ πάλη. Παλεύουμε μὲ τὸν λογισμό, γιὰ τὸ πρῶτο δὲν εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν προσβολή, γιὰ τὴν πάλη ὄχι μόνο δὲν εἴμαστε ὑπεύθυνοι ἀλλὰ θὰ στεφανωθοῦμε ἀπὸ τὸν Θεό. Θὰ πάρουμε μισθὸ ἀπὸ τὸν Θεό, ἐπειδὴ παλεύουμε διώχνουμε τὸν λογισμό, κάτι ποὺ πολλὲς φορὲς εἶναι ἐπώδυνο γιά μᾶς, γιατί θέλουμε νὰ κάνουμε αὐτὸ ποὺ μᾶς σπρώχνει ἡ ἐπιθυμία μας καὶ μᾶς τραβάει ὁ λογισμὸς καὶ ἐμεῖς γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δὲν θὰ τὸ κάνουμε. Θὰ 'χουμε μισθὸ ἀπὸ τὸ Θεό. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν πάλη θὰ σωθοῦμε.
Ἐὰν τώρα ἀρχίσουμε μέσα στὸ μυαλό μας νὰ τὸ συζητᾶμε καὶ νὰ λέμε: Ἐντάξει θὰ μπῶ, νὰ τὴν δῶ μπορεῖ νὰ 'ναι καμιὰ καλή, δὲ θὰ κάνω τίποτα νὰ δῶ ἁπλῶς πῶς εἶναι καὶ θὰ βγῶ, ἢ θὰ πάρω τὸ πορτοφόλι καὶ θὰ κάνω καὶ καμιὰ ἐλεημοσύνη, πολλὰ ἔχει μέσα, θὰ κρατήσω κάτι λίγα, θὰ κάνω καὶ ἕνα καλό.
Προσέξετε ἀπὸ αὐτὸ τὸ στάδιο καὶ μετὰ ἀρχίζει ἡ ἐνοχή μας. Δὲν εἴμαστε ἀκόμα ἔνοχοι, ἀρχίζει ἡ ἐνοχή, λέγεται συνδυασμός, προσπαθοῦμε νὰ μπαλώσουμε τὰ πράγματα, προσπαθοῦμε νὰ δικαιολογήσουμε τὰ πράγματα, ἀπὸ ἐκεῖ ἀρχίζει ἡ ἐνοχή μας. Ἡ ἀρχή, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ ποῦμε: “Θὰ μπῶ”, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ ποῦμε: “Τὸ πῆρα καὶ τὸ ἔβαλα στὴν τσέπη”, τελείωσε ἡ ἱστορία. Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἴμαστε ἔνοχοι.
Δὲν ἔχει σημασία ἂν δὲν μποῦμε μέσα ἂν μποῦμε ἢ ἂν θὰ τὸ πάρουμε ἢ ὄχι. Αὐτὸ πιὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐξωτερικοὺς παράγοντες. Μπορεῖ νὰ περάσει κάποιος, νὰ μᾶς δεῖ, μᾶς βλέπει, νὰ ντραποῦμε καὶ νὰ φύγουμε. Νὰ μὴ μποῦμε στὸ πορνεῖο. Δὲν ἔχει σημασία, τὸ κακὸ μέσα στὸ μυαλὸ μας ἔχει γίνει. Αὐτὰ εἶναι τὰ τέσσερα στάδια τοῦ λογισμοῦ, ἡ προσβολή, ἡ πάλη, ὁ συνδυασμὸς καὶ ἡ συγκατάθεση.

Ἀπὸ τὴν συγκατάθεση ξεκινᾶνε ὅλα, δὲν ὑπάρχει κακὸ ποὺ κάνετε, ποὺ κάνουμε, ἐὰν δὲν ἔχουμε συμφωνήσει πρῶτα μέσα στὸ μυαλό μας νὰ τὸ κάνουμε, ἂν δὲν ἔχουμε συγκατατεθεῖ νὰ τὸ κάνουμε. Λίγα εἶναι τὰ κακά, λίγα εἶναι τὰ ἐγκλήματα, λίγες εἶναι οἱ ἁμαρτίες ποὺ κάνουμε ἀπὸ ἀπροσεξία ἐπειδὴ ἤμασταν ἀφηρημένοι, ἐπειδὴ μᾶς βρῆκε ὁ διάβολος ἀπρόσεκτους. Τὶς περισσότερες φορὲς ἔχουμε συμφωνήσει μέσα μας νὰ κάνουμε τὸ κακὸ καὶ τὸ κάνουμε.
Ἐὰν λοιπὸν δὲν γίνει μέσα μας τὸ κακὸ δὲ θὰ γίνει ποτὲ οὔτε ἔξω μας. Αὐτὸ ἐννοοῦσε ὁ Χριστὸς ὅταν ἔλεγε, ὅτι ὅποιος δεῖ γυναίκα «τοῦ ἐπιθυμῆσαι αὐτήν, ἤδη ἐμοίχευσε αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ». Γι’ αὐτὸ λέει στὴ Γραφὴ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ: “ὁ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἀνθρωποκτόνος ἐστι” αὐτὸς ποὺ μισεῖ τὸν ἀδελφό του τὸν ἔχει σκοτώσει μέσα του. Θὰ κριθεῖ σὰ δολοφόνος, καὶ μιλᾶνε οἱ πατέρες τῆς ἐκκλησίας περὶ τοῦ φθόνου τοῦ δυνάμει φόνου.
Ὅταν φθονεῖς κάποιον, ὅταν ζηλεύεις κάποιον, ἤδη μέσα σου τὸν ἔχεις σκοτώσει, εἶναι ἐν δυνάμει φόνος. Γι’ αὐτὸ ἐπέμενε ὁ Χριστός, καθαρίστε πρῶτα τὸ μέσα τοῦ ποτηριοῦ καὶ θὰ 'ναι καθαρὸ καὶ τὸ ἀπέξω. Διαφορετικὰ ὅσο καλοὶ καὶ νὰ φαινόμαστε ἀπέξω λέει, θὰ 'σαστε σὰ τοὺς τάφους, ποὺ λάμπουνε, ἀστράφτουν ἀπὸ τὰ μάρμαρα ἀπ' ἔξω καὶ ἀπὸ μέσα εἶναι σκουλήκια κόκκαλα καὶ ἀράχνες.

Γὶ αὐτὸ δίνουμε τόση μεγάλη σημασία στοὺς λογισμούς. Εἴπαμε τὰ στάδια τοῦ λογισμοῦ, εἶναι τέσσερα. Θὰ ποῦμε καὶ τέσσερις τρόπους ἀντιμετώπισης. Αὐτὰ ὅλα μπορεῖ νὰ διανθιστοῦνε καὶ νὰ διακλαδωθοῦνε. Μένουμε ἁπλῶς σὲ ἕνα σκελετὸ καὶ αὐτὰ ποὺ λέμε εἶναι ἐντελῶς τηλεγραφικά. Ἁπλῶς ἕνα σχεδιάγραμμα γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ τὸ θυμόμαστε, πῶς θὰ ἀντιμετωπίσουμε τὸν λογισμό. Τὸν ἀποκρούουμε ἐξ ἀρχῆς. Νὰ μὴν ἀφήνουμε εὐκαιρία νὰ πιάσει ρίζα μέσα μας. Μόλις μᾶς ἔλθει ὁ λογισμὸς τὸν διώχνουμε ἀμέσως ὅταν φαίνεται ὅτι εἶναι κακός. Ὅταν ξέρεις ὅτι εἶναι κακός, διώξετον ἀμέσως. Πρὶν δυναμώσει μέσα σου. Εἶναι σὰν νὰ ξέρεις ὅτι ἔρχεται τώρα κάποιος δολοφόνος νὰ σὲ σκοτώσει καὶ χτυπᾶ τὴν ἐξώπορτα τοῦ κήπου, τὴν ἐξώπορτα τοῦ σπιτιοῦ. Ἐὰν δὲν τοῦ ἀνοίξεις, εἶναι πολὺ μακρυά. Εἶσαι ἀσφαλισμένος. Ἂν τὸν ἀφήσεις νὰ περάσει τὴν ἐξώπορτα καὶ ἀρχίσει νὰ χτυπᾶ τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ, ἔχει πλησιάσει πιὸ πολύ.

Τώρα γιὰ νὰ τὸν διώξεις πρέπει νὰ τὸν βγάλεις καὶ ἀπὸ τὴν αὐλή. Ἂν τοῦ ἀνοίξεις καὶ τὴν πόρτα κι ἀνέβει ἐπάνω κι ἀρχίσει νὰ χτυπᾶ τὴν πόρτα τοῦ δωματίου ποὺ εἶσαι, ἀπὸ κεῖ καὶ μετὰ εἶναι ἀκόμα πιὸ δύσκολο νὰ τὸν βγάλεις ἔξω. Ἂν τοῦ ἀνοίξεις καὶ τὴν πόρτα καὶ ἀρχίσεις νὰ παλεύεις ἀκόμα πιὸ δύσκολο.
Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ μία ἀρρώστια. Σοὺ λέει ὁ γιατρός: Εἶσαι στὴν ἀρχὴ τῆς ἀρρώστιας σου, πάρε αὐτὰ τὰ χάπια, μία μικρὴ θεραπεία. Κάνεις ὑπακοὴ σώζεσαι. Δὲν κάνεις; Χειροτερεύεις, θὰ χρειαστεῖς περισσότερα χάπια, περισσότερη ἀντιβίωση περισσότερη θεραπεία. Δὲ θὰ τὴν κάνεις καὶ αὐτή; Θὰ φτάσεις στὴν ἐγχείρηση. Δὲν ξέρεις ἂν θὰ ζήσεις στὸ τέλος. Γι' αὐτὸ ἐξ ἀρχῆς ὅταν ξέρουμε ὅτι κάτι εἶναι κακὸ δὲν ἔχουμε δικαιολογία, τὸ διώχνουμε ἀμέσως. Δὲν σκεπτόμαστε ἄσχημα, δὲν δεχόμαστε κακοὺς συλλογισμούς, κακὲς σκέψεις.

Ναί, ἀλλὰ τὸ θέμα εἶναι, πῶς θὰ γίνει;

Κοιτάξτε, θέλει ἐξάσκηση. Ὅπως τὰ μαθαίνουμε ὅλα, μὲ ἐξάσκηση, μὲ ἐπιμονή, λίγο λίγο. Νὰ μάθουμε νὰ εἴμαστε ξύπνιοι νὰ μὴν εἴμαστε ἀφηρημένοι. Μᾶς μιλάει κάποιος. Τί μᾶς λέει τώρα; Νὰ προσέχουμε! Φεύγει τὸ μυαλό μας; Νὰ τὸ ξαναφέρουμε. Ξεχάστηκα, ἔχασα κάτι ποὺ εἶπε. Ὅπου εἶναι τὸ σῶμα μας νὰ εἶναι καὶ τὸ μυαλό μας. Ὄχι νὰ 'ναι ἀλλοῦ τὸ σῶμα, ἀλλοῦ ἐμεῖς, κι ἀλλοῦ τὸ μυαλό.

Ἦταν ἕνας κομμουνιστής, φανατικός. Τοῦ εἴχανε σκοτώσει οἱ δεξιοὶ μάνα, πατέρα, τοῦ 'χανε βιάσει τὴν ἀδελφούλα του 9 χρονῶν, τὴν ἐσφάξανε μετά, ἐσφάξανε τὰ ἀδέλφια του... “Το ὄνειρό μου ἤτανε (λέει) νὰ σκοτώσω ἕνα χωροφύλακα καὶ μετὰ ἂς πεθάνω, νὰ μὴν πεθάνω ἂν δὲ σκοτώσω ἕναν χωροφύλακα, ἕναν ἀστυνόμο”.

Τρεπτὰ τὰ ἀνθρώπινα, ἄλλαξαν τὰ πράγματα, γίνεται πιστὸς χριστιανός. Γίνεται μοναχός, ἔρχεται στὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὸ σῶμα, ἦρθε, τὸ μυαλό; “Ποῦ ἤμασταν σήμερα ἀγόρι μου;” τόνε ρώταγε ὁ Γέροντάς του. “Ἄχ, νὰ Γέροντα, ἤμασταν μὲ τὸν Λένιν καὶ τὴν Κρούπσκαγια, τὴν γυναίκα τοῦ Λένιν καὶ κηρύσσαμε τὰ ἰδεώδη τοῦ κομουνισμοῦ στὸ τάδε μέρος”. Γέλαγε ὁ γέροντας. “Λέγε τὴν εὐχὴ παιδί μου: Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ, ἐλέησέ με”, νὰ μαζεύεται τὸ μυαλό.
Μετὰ ἀπὸ μία ἑβδομάδα: “Πῶς πᾶμε ἀγόρι μου; ποῦ εἶναι τὸ μυαλό;” “-Ἔ, νὰ Γέροντα, εἴμαστε στὴν Ἑλλάδα, διορθώνουμε τὴν Ἑλλάδα, δὲν ἔπρεπε νὰ γίνουν αὐτά, σ' αὐτὴ τὴν σύναξη τῶν ἀριστερῶν ποὺ ἔγινε ἐκεῖ, ἔπρεπε νὰ πάρουν ἄλλες ἀποφάσεις”. Γέλαγε ὁ Γέροντας.
Μετὰ ἀπὸ λίγο: “Πῶς πᾶμε ἀγόρι μου;” “-Ἄ! γέροντα στὴν Οὐρανούπολη ἔχουμε φτάσει”.
“-Πῶς πᾶμε ἀγόρι μου;” “-Ἄ! Γέροντα, ἡ Ἐπιστασία δὲν ἔκανε σωστὰ ποὺ πῆρε αὐτὴ τὴν ἀποφαση”.
Τὸ μυαλὸ εἶχε ἀρχίσει καὶ εἶχε μπεῖ στὸ ὄρος. Τὰ μοναστήρια ἔπρεπε νὰ σκεφθοῦν διαφορετικά, διόρθωνε τὸ Ὄρος τώρα, τακτοποιοῦσε τὰ τοῦ Ὄρους.
Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό: “Πῶς πᾶμε ἀγόρι μου;” “-Ἔ! Νά, ἐδῶ στὴν Σκήτη τριγυρνᾶμε Γέροντα”.
Σιγὰ – σιγά. Δὲν μποροῦμε νὰ μαζέψουμε ξαφνικὰ τὸ μυαλό μας, καὶ νὰ εἶναι στὴν θέση του.


Ὅταν μία ὁλόκληρη ζωὴ τὸ ἔχουμε μάθει νὰ φεύγει καὶ ὅταν τὸ ἀφήνουμε συνέχεια νὰ φεύγει, γίνεται συνήθεια, κι ὅταν θὰ 'ρθει ἡ ὥρα στὴν προσευχή, ἢ ὅταν θὰ πρέπει νὰ κάνουμε μία πνευματικὴ ἐργασία, νὰ χρειαστεῖ νὰ διαβάσουμε κάτι καὶ νὰ μᾶς μείνουνε αὐτὰ ποὺ θὰ διαβάσουμε, θὰ πρέπει νὰ τὰ προσέξουμε. Ἔ! Δὲν συμμαζεύεται αὐτὴ τὴν ὥρα τὸ μυαλὸ ὅταν ὅλη τὴν ἡμέρα γυρνάει καὶ μαζεύει σαβούρα καὶ σκουπίδια.

Γι’ αὐτὸ σιγὰ - σιγὰ ἀπὸ τὸ πρωὶ ποὺ ξεκινᾶ, τὸ μυαλὸ στὴν θέση του. Ποῦ εἶμαι; Εἶμαι ἐδῶ. Τί κάνω; Κάνω αὐτὴ τὴ δουλειά. Εἶναι σημαντικὸ ποὺ τραβᾶς τὸ μυαλὸ στὸ ἐδῶ καὶ στὸ τώρα. Καὶ γίνεται ἐξάσκηση καὶ γίνεται συνήθεια καὶ τελικὰ μαθαίνει τὸ μυαλό. Αὐτὰ εἶναι πράγματα ποὺ τὰ ξέρουμε. Τὰ ζοῦμε καὶ ξέρουμε ὅτι εἶναι ἔτσι. Καὶ εἶναι τόσο ἁπλὰ ποὺ μπορεῖτε καὶ ἐσεῖς νὰ τὰ διαπιστώσετε ὅτι εἶναι ἔτσι.
Ναὶ, ἀλλὰ τί θὰ σκεφτόμαστε; Τὸ μυαλὸ δὲ μπορεῖ νὰ μένει ἄδειο. Κάτι πρέπει νὰ σκέπτεται. Δὲ μποροῦμε νὰ σκεπτόμαστε τώρα συνέχεια αὐτὸ τὸ φύλλο χαρτιοῦ. Κάτι πρέπει νὰ σκεφτόμαστε. Τί θὰ κάνουμε; Ἁπλούστατα δὲ θὰ γεμίζουμε τὸ μυαλὸ μὲ χίλια δύο.
Δὲ μπορεῖ τὸ μυαλὸ νὰ μένει ἀκίνητο, δὲ μπορεῖ νὰ μένει ἀργό. Θέλει κάτι νὰ σκέπτεται, Ὑπάρχει μία ἰνδικὴ παροιμία, γιὰ τὸ πῶς θὰ σκεπτόμαστε μόνο καλά: Ἐὰν μέσα σὲ ἕνα δωμάτιο βάλεις ἕναν ἐλέφαντα, δὲ χωράει τίποτα ἄλλο. Ὑπερβολὴ ἀλλὰ πολὺ χαρακτηριστική. 

Λένε οἱ πατέρες τῆς ἐκκλησίας: Μελέτα καλὰ γιὰ νὰ μὴν μελετήσεις κακά. Σκέψου καλὰ γιὰ νὰ μὴν σκέπτεσαι κακά. Δὲς καλὰ γιὰ νὰ μὴν βλέπεις ἄσχημα. Ἄκουγε καλὰ γιὰ νὰ μὴν ἀκοῦς ἄσχημα. Δὲ μπορεῖ τὸ μυαλὸ νὰ μένει ἀκίνητο. Θέλει τροφή, δουλεύει. Θὰ τοῦ δώσεις καλά, γιὰ νὰ μὴ μένει χῶρος γιὰ ἄσχημα. Αὐτὸς εἶναι ὁ δεύτερος τρόπος. Λέει δὲ μία εὐχὴ στὴν Θεία Μετάληψη ποὺ τὴν διαβάζουμε πρὶν κοινωνήσουμε: “θᾶψον μου διὰ τῶν ἀγαθῶν λογισμῶν τὰ πονηρὰ διαβούλια”.
Δὲ μπορεῖ νὰ μείνει τὸ μυαλὸ ἀκίνητο. Μὲ ἀγαθοὺς λογισμοὺς θὰ θάβουμε τοὺς λογισμοὺς τοῦ πονηροῦ, θὰ τοὺς πετᾶμε, δὲ θὰ τοὺς ἀφήνουμε νὰ χωρέσουνε.

Ὁ πρῶτος τρόπος ἦταν ἡ ἀπόκρουση, μιᾶς ἐξ ἀρχῆς.
Ὁ δεύτερος νὰ μὴν ἀφήνουμε χῶρο.
Ὁ τρίτος νὰ ἀποφεύγουμε τὶς αἰτίες ποὺ γεννᾶνε τοὺς συλλογισμούς.

Κοιτάξτε, δὲ μποροῦμε νὰ λέμε ὅτι δὲ θὰ σκέπτομαι πορνικά, σαρκικὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ νὰ κοιτᾶμε τσόντες. Καὶ νὰ χαζεύουμε στὰ περίπτερα καὶ νὰ κοιτᾶμε τηλεόραση, σὲ ὧρες ποὺ ξέρουμε τί θὰ δοῦμε, καὶ μετὰ νὰ λέμε θὰ κρατᾶμε τὸ μυαλὸ καθαρό. Θὰ ἀποφεύγουμε τὶς αἰτίες ποὺ γεννᾶνε τοὺς ἄσχημους λογισμούς, ποὺ μᾶς κυριαρχοῦνε καὶ ἐμεῖς θέλουμε νὰ τοὺς διώξουμε.
Δὲ μπορεῖς νὰ λές: Δὲ θὰ σκέπτομαι ἄσχημα, θὰ σκέπτομαι καλά, ὅταν ἀκοῦς ἄσχημα τραγούδια. Θὰ κολλήσουν μέσα στὸ μυαλό σου. Θὰ ἀποφεύγεις ἀπὸ τοὺς χώρους ποὺ εἶναι ἡ αἰτία τοῦ κακοῦ. Λέει κάτι ὡραῖο ἡ Γραφὴ στὴν περίπτωση τῶν Σοδόμων καὶ Γομόρων ποὺ εἶπε ὁ Θεὸς στὸν Λώτ, φύγε ἀπὸ τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορα. Δὲ τοῦ εἶπε μόνο “φύγε ἀπὸ τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορα”. “Μακρυά! (τοῦ λέει), νὰ ἀνεβεῖς ἀπάνω στὰ βουνά! οὔτε στὰ περίχωρα, γιὰ νὰ σωθεῖς”.

Εἶχε πάει ἕνα ναρκομανάκι στὸν πατέρα Παϊσιο καὶ τοῦ λέει: "τί νὰ σοῦ κάνω ρέ, εἶσαι σὰν αὐτὸν ποὺ θέλει νὰ κόψει τὸ τσιγάρο καὶ γυρνᾶς γύρω-γύρω ἀπὸ τὸ περίπτερο", δὲ θὰ πάρει μία δὲ θὰ πάρει δυὸ τὴν τρίτη θὰ πάρει. Θὰ φεύγεις καὶ ἀπὸ τοὺς τόπους ποὺ θὰ γεννᾶνε τὸ κακὸ σὲ σένα, ὄχι μόνο νὰ προσέχεις τοὺς λογισμούς.

Λένε οἱ πατέρες, "Φεῦγε καὶ σώζου". Ὅταν ἤμουνα φοιτητὴς ἑτοιμαζόμασταν νὰ πᾶμε νὰ δοῦμε ἕνα ἔργο, αἰσχρό. Λέω σὲ κάποιον ἄλλονε. “Θάρθεις;” Μοῦ λέει: “-Ὁ Χριστὸς θὰ πήγαινε;” “-τί εἶπες;” τοῦ λέω. “-Νά, ὅταν θέλω νὰ πάω κάπου, λέω: Θὰ πήγαινε ὁ Χριστὸς ἐκεῖ ποὺ θέλω νὰ πάω; καὶ βλέπω. Ἂν ἡ συνειδησή μου θὰ πήγαινε, πηγαίνω καὶ ἐγώ”. Εἶχα μείνει κόκκαλο, εἶχε βρεῖ ἕνα τρόπο γιὰ νὰ ἀποφεύγει τοὺς τόπους ποὺ εἶχαν τὶς παγίδες.

Εἶναι ἁπλὰ τὰ πράγματα, ἁπλῶς θὰ τὰ μάθουμε, θὰ τὰ θυμόμαστε καὶ θὰ τὰ βάλουμε στὴν πράξη. Αὐτὸς εἶναι, ὁ τρίτος τρόπος: Ἡ ἀποφυγὴ τῶν αἰτιῶν.

Κοιτάξτε τώρα: “Θέλουμε”, εἶναι τὸ πρόβλημα, “ἀλλὰ δὲν μποροῦμε”. Θέλουμε νὰ ἀποκρούουμε ἀμέσως τὸν λογισμό, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε. Θέλουμε νὰ ἀποφύγουμε τοὺς τόπους ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὶς πτώσεις, ἀλλὰ δὲ μποροῦμε. Θέλουμε νὰ σκεπτόμαστε καλὰ γιὰ νὰ μὴ σκεπτόμαστε κακά, ἀλλὰ δὲ μποροῦμε.

Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: "πάντα ἰσχύω" (ὅλα τὰ μπορῶ). Πῶς τὰ μπορεῖς ὅλα; Τὸ ἀνθρώπινο μυαλὸ ἔχει μία πείρα 100 χρόνων, παραπάνω δὲν ἔχει, γιατί πεθαίνουμε. Ὁ διάβολος ἔχει μία πείρα αἰώνων. Πῶς θὰ τὰ βγάλουμε πέρα; πῶς μπορεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος; "Πάντα ἰσχύω, (λέει), ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι με Χριστῷ". Ὅταν μοῦ δίνει δύναμη ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.

Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ἄνευ ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδὲν» τίποτα δὲ μποροῦμε νὰ κάνουμε, χωρὶς τὴν βοήθεια τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μόνο ποὺ θὰ ξεκινήσουμε νὰ πᾶμε στὸν πνευματικό, κόψαμε τὰ πόδια τοῦ διαβόλου. Διαβάζει ὁ παπὰς συγχωρητικὴ εὐχή; Ἐξαφανίσθηκε. δὲν μποροῦμε νὰ ταπεινωθοῦμε στὸν ἀέρα.

Δὲν ἔχει νόημα ἡ ταπείνωση ποὺ κάνουμε μόνοι μας. Σημασία ἔχει ὅταν ταπεινωνόμαστε ἐνώπιον κάποιου ἄλλου γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ τηρήσουμε τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ.

Πάνω στὴν πράξη θὰ δεῖτε ἂν αὐτὰ εἶναι ἀλήθεια ἢ ὄχι, πάνω στὴν πράξη, ὅπως ἅμα ἔφτανε τώρα δύο χιλιάδες χρόνια τόσα ἑκατομμύρια ἄνθρωποι, μπορεῖτε νὰ τὰ διαπιστώσετε καὶ ἐσεῖς.

Εἴπαμε προηγουμένως πὼς πέρασε ὁ καιρὸς ποὺ ὁ διάολος ἐρχότανε μὲ κέρατα καὶ οὐρά. Τώρα ἔρχεται σὰν ὡραία σκέψη, σὰν σωστὸς λογισμός. Ἔτσι ὅπως σᾶς ἀνέφερα προηγουμένως μὲ τὴν ἀπόκρουση, μὲ τὸ νὰ μὴν ἀφήνουμε χῶρο, μὲ τὸ νὰ ἀποφεύγουμε τὶς αἰτίες καὶ μὲ τὰ μυστήρια τῆς ἐκκλησίας, γλιτώνουμε ἀπὸ τὸν λογισμὸ ποὺ φαίνεται ὅτι εἶναι, ποὺ ξέρουμε ὅτι εἶναι κακός.

Ἀλλὰ ὅταν ἔρχεται σὰν καλὸς λογισμὸς καὶ εἶναι διάολος; Ὅταν ἔρχεται σὰν καλὸς φίλος, καὶ εἶναι διάολος; Ἐκεῖ πῶς θὰ τὸ καταλάβω; Ἀδελφοί μου ὑπάρχουνε πολλὰ εἴδη δαιμονίων, καὶ ὑπάρχουνε δύο εἴδη δαιμονισμοῦ. Μὲ δύο τρόπους κυριαρχεῖ ὁλοκληρωτικὰ ὁ διάβολος σὲ κάποιον.

Ὑπάρχουν δαιμόνια χοντρά, τὸ δαιμόνιο τῆς λαιμαργίας, τῆς πορνείας, τῆς φιλαργυρίας, δὲν εἶναι πάντα φυσικὸ ὅτι αἰσθανόμαστε. Σὲ ἕνα γειτονικό μου μοναστήρι ἦταν ἕνας πατέρας, ξαφνικὰ ἄρχισε νὰ τρώει, καὶ νὰ τρώει, καὶ νὰ τρώει, καὶ νὰ τρώει δέκα ὁλόκληρα καρβέλια ψωμὶ τὴν ἡμέρα. Δὲν ἦταν χοντρός. Ποῦ πηγαίνανε; Δέκα ὁλόκληρα ψωμιὰ τὴν ἡμέρα ποῦ πηγαίνανε;

Τὸν πιάνουνε οἱ πατέρες ἀρχίζουν νὰ τοῦ διαβάζουν ἐξορκισμούς, σὲ μία ἑβδομάδα ἔγινε καλά, κι αὐτὸς ποὺ μὲ 10 καρβέλια δὲ χόρταινε, τώρα χόρταινε μὲ δύο φέτες. Μποροῦμε νὰ ποῦμε πολλὰ πάνω σὲ αὐτὰ τὰ θέματα. Δαιμόνιο τῆς πορνείας, δαιμόνιο τοῦ θυμοῦ, δαιμόνιο τῆς λαιμαργίας, εἶναι χονδρὰ δαιμόνια.

Καὶ ὑπάρχουνε δαιμόνια πρίγκιπες, ἄρχοντες, ξυράφια. Ἀλίμονο σὲ ὅποιον πέσει στὰ χέρια τους, δὲν τὸν γλυτώνει τίποτα. Ἂν δὲν κάνει ὁ Θεὸς προσωπικὰ ἕνα θαῦμα γι' αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο δὲ γλυτώνει μὲ τίποτα. Ὅπως εἶναι τὸ δαιμόνιο τῆς ὑπερηφάνειας, τὸ δαιμόνιο τῆς αἱρέσεως, τὸ δαιμόνιο τῆς πλάνης. Δέχεται ὁ ἄλλος ὁ πλανεμένος νὰ τοῦ βγάλεις τὸ δέρμα, δὲ τοῦ βγάζεις τὴν πλάνη του μὲ τίποτα.

Σᾶς εἶπα ὅτι ὑπάρχουνε δύο εἴδη δαιμονισμοῦ. Ὁ ἕνας τρόπος δαιμονισμοῦ εἶναι νὰ πιάσει ὁ διάβολος τὸ μυαλό σου, νὰ κυριαρχήσει στὴν σκέψη σου καὶ νὰ δέχεσαι ὅ,τι λογισμό σοῦ ἔρχεται. Ἔτσι δαιμονίζονται ὅσοι ἔχουνε πολὺ μυαλό, ὅσοι εἶναι πολὺ ἔξυπνοι, ὅσοι εἶναι προικισμένοι πολύ, ἐπειδὴ πέφτουν καὶ σὲ μεγάλη ὑπερηφάνεια.

Κυριάρχει ὁ διάβολος στὸ μυαλὸ τους ὁλοκληρωτικὰ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ὅλες τους τὶς σκέψεις τὶς δέχονται σὰν ἀληθινές, τὶς δέχονται σὰν σωστές, καὶ τὸ φοβερὸ εἶναι ὅτι δὲν τὸ καταλαβαίνουν. Ὅλοι οἱ ἄλλοι καταλαβαίνουνε ὅτι δὲν πάει καλά, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἴδιο. Εἶναι ἡ εὐφυία τοῦ διαβόλου αὐτή, ἡ πονηριὰ τοῦ διαβόλου, δὲν εἶναι ἔξυπνος ὁ διάβολος. Ἂν ἦταν ἔξυπνος θὰ εἶχε μετανοήσει καὶ θὰ εἶχε σωθεῖ, αὐτὴ εἶναι ἡ πονηριὰ τοῦ διαβόλου.(συνεχίζεται)

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου