Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

Πατήρ Ανδρέας Ιωαννίδης: Ο Παπαφλέσσας της Βορείου Ηπείρου


Γεν­νή­θη­κε στο Α­λήκο το 1891,ό­που και τε­λεί­ω­σε το Σχο­λαρ­χεί­ο του χω­ριού του. Το 1913 κα­τε­τά­γη ε­θε­λο­ντής στον Ελ­λη­νι­κό Στρα­τό, ό­που υ­πη­ρέ­τη­σε μέ­χρι το 1916. Το 1923 χει­ρο­το­νή­θη­κε ιε­ρέ­ας α­πό τον α­εί­μνη­στο Μη­τρο­πο­λί­τη Βα­σί­λειο και α­πε­στά­λη στην ε­νο­ρί­α του Α­λή­κου ως ε­φη­μέ­ριος ό­που και υ­πη­ρέ­τη­σε μέ­χρι το 1944. Κα­τά τη διάρ­κεια της ε­φη­με­ρί­ας του στο Α­λήκο δί­δα­σκε και ως ελ­λη­νο­δι­δά­σκα­λος στο δη­μο­τι­κό σχο­λεί­ο. Τη χρο­νι­κή πε­ρί­ο­δο αυ­τή (1924 - 1944) ανέπτυξε τε­ρά­στια ε­θνι­κή και θρη­σκευ­τι­κή δρά­ση. Απο­τέ­λε­σμα της ο­ποί­ας ή­ταν η κα­τά ε­πα­νει­λημ­μέ­να χρο­νι­κά δια­στή­μα­τα ε­ξο­ρί­α του εκ μέ­ρους των αλ­βα­νι­κών αρ­χών.

Συ­γκε­κρι­μέ­να το 1931, ό­ταν ε­κλή­θη στους Α­γί­ους Σα­ρά­ντα να τε­λέ­σει δο­ξο­λο­γί­α με την ευ­και­ρί­α της αλ­βα­νι­κής ε­θνι­κής ε­ορ­τής (28 Νο­εμ­βρί­ου), αρ­νή­θη­κε να το πρά­ξει και ε­ξο­ρί­στη­κε τό­τε ε­πί 8 μή­νες. Το 1935 ό­ταν οι αλ­βα­νι­κές αρ­χές πί­ε­ζαν το ελ­λη­νι­κό στοι­χεί­ο να δε­χθεί ό­χι μό­νο τη δι­δα­σκα­λί­α στα αλ­βα­νι­κά, αλ­λά και την τέ­λε­ση της θεί­ας λει­τουρ­γί­ας στους να­ούς σ' αυ­τή τη γλώσ­σα, ο ί­διος α­ντέ­τα­ξε σθε­να­ρή α­ντί­στα­ση. Ο­ταν ο αλ­βα­νο­δι­δά­σκα­λος Α­θα­νά­σιος Λιά­κος, α­πό τη Μου­ζί­να, κα­τά τη λει­τουρ­γί­α στον ιε­ρό να­ό της Α­γί­ας Βαρ­βά­ρας της ε­νο­ρί­ας του Α­λήκου ε­πι­χεί­ρη­σε να ψά­λει στα αλ­βα­νι­κά, δέ­χτη­κε το θυ­μια­τή­ριο του πα­πα-Αν­δρέ­α στο κε­φά­λι και τον έ­βγα­λε με τις κλο­τσιές α­πό την εκ­κλη­σί­α. Ε­ξο­ρί­στη­κε και τό­τε α­πό τις αλ­βα­νι­κές αρ­χές, αλ­λά ό­ταν ε­κλή­θη να α­πο­λο­γη­θεί στο Μη­τρο­πο­λι­τι­κό Συμ­βού­λιο δι­καιώ­θη­κε α­πο­λύ­τως α­πό το Μη­τρο­πο­λί­τη του. Μά­λι­στα ό­ταν ο γραμ­μα­τέ­ας πα­ρου­σί­α­ζε τον πα­πα-Αν­δρέ­α στον Δε­σπό­τη εί­πε: "Σε­βα­σμιώ­τα­τε, ο πα­πα-Αν­δρέ­ας, συν τοις άλλοις κρα­τά και πι­στό­λι ε­πά­νω του". Ο Δε­σπό­της α­πά­ντη­σε στο γραμ­μα­τέ­α του, ό­τι δεν εί­ναι δυ­να­τόν ο πα­πάς να ο­πλο­φο­ρεί και τό­τε ο πα­π-Αν­δρέ­ας λέ­ει στο Δε­σπό­τη " Σε­βα­σμιώ­τα­τε, δε σας λέ­ει ψέ­μα­τα ο γραμ­μα­τέ­ας σας" και α­μέ­σως α­νοί­γει το ρά­σο του και βγά­ζει α­πό τη μέ­ση ένα νά­γκα­ντ (εί­δος πι­στο­λιού και ε­ξή­γη­σε τους λό­γους ο­πλο­φο­ρί­ας ). Ο Δε­σπό­της ση­κώ­θη­κε και τον φί­λη­σε στο μέ­τω­πο. Και ό­χι μό­νο δεν τον τι­μώ­ρη­σε , αλ­λά τον έ­κα­με σταυ­ρο­φό­ρο και οι­κο­νό­μο. Οι Ελ­λη­νες τον α­πε­κά­λε­σαν έ­κτο­τε "νέ­ο Πα­πα­φλέσ­σα".

Το 1941 με­τά την ο­πι­σθο­χώ­ρη­ση των ελ­λη­νι­κών στρα­τευ­μά­των α­πό τη Βό­ρειο Η­πει­ρο λό­γω της γερ­μα­νι­κής ει­σβο­λής στην Ελ­λά­δα α­πό το βορ­ρά (Μα­κε­δο­νί­α - Θρά­κη), ο­μά­δες ορ­γα­νω­μέ­νες Αλ­βα­νών ληστο­συμ­μο­ρι­τών σπεύ­σα­νε να κλέ­ψουν, να λε­η­λα­τή­σουν, να κά­ψουν και να σκο­τώ­σουν, ό­πως και κα­τά το πα­ρελ­θόν εί­χαν πρά­ξει, τρο­μο­κρα­τώ­ντας το ελ­λη­νι­κό στοι­χεί­ο και δη­μιουρ­γώ­ντας έ­τσι κα­θε­στώς α­να­σφά­λειας και τά­ση φυ­γής τους. Η α­προ­στά­τευ­τοι Βο­ρειο­η­πει­ρώ­τες τρο­μο­κρα­τημέ­νοι και α­νυ­πε­ρά­σπι­στοι άρ­χι­σαν να προ­ε­τοι­μά­ζο­νται για την ε­γκα­τάλειψη του τό­που. Ο πα­πα-Ανδρέ­ας, ό­μως, αν και άρ­ρω­στος στο κρε­βά­τι με πυ­ρε­τό, ξε­σή­κω­σε και συ­γκέ­ντρω­σε ό­λο το χω­ριό και ό­λοι νέ­οι και γέ­ροι, ε­κτός α­πό τα γυ­ναι­κό­παι­δα κα­τέ­βη­καν στο ση­μεί­ο Α­λου­πά­να (στο τέ­λος του χω­ριού Τσα­ού­σι), ό­που και πε­ρί­με­ναν τους ει­σβο­λείς Αλ­βα­νούς ληστο­συμ­μο­ρί­τες, υ­υπερασπιζόμενοι ως νέ­οι Λε­ω­νί­δες τις πα­τρο­πα­ρά­δο­τες ελ­λη­νι­κές Θερ­μο­πύ­λες τους. Ε­πτά φο­ρές προ­σπά­θη­σαν οι Λια­μπο­αρ­βα­νί­τες να σπά­σουν την κα­λά ορ­γα­νω­μέ­νη αυ­το­ά­μυ­να, που αγρυ­πνού­σε μέ­ρα και νύ­χτα, αλ­λά και τις ε­πτά α­πο­κρού­στη­καν, με α­πο­τέ­λε­σμα τε­λι­κά να τρα­πούν σε φυ­γή έ­χο­ντας αρ­κε­τές α­πώ­λειες. Μά­λι­στα δύ­ο απ' αυ­τούς πιά­στη­καν ζω­ντα­νοί και κρα­τή­θη­καν ως αιχ­μά­λω­τοι για με­ρι­κές μέ­ρες και με­τά α­φέ­θη­καν ε­λεύ­θε­ροι. Το γε­γο­νός αυ­τό α­πο­δει­κνύ­ει με τον κα­λύ­τε­ρο τρό­πο την υ­πευ­θυ­νό­τη­τα, την πα­λι­κα­ριά που έ­φτα­νε ώς και την αυ­τα­πάρ­νη­ση αλ­λά ταυ­το­χρό­νως και την ορ­θό­δο­ξη με­γα­λο­ψυ­χί­α.

Η ε­θνι­κή και θρη­σκευ­τι­κή δρά­ση του τον έ­θε­σε στο στό­χα­στρο α­κό­μη και των κομ­μου­νι­στών, οι ο­ποί­οι προ­σπά­θη­σαν να τον ε­ξο­ντώ­σουν. Το 1944 προ­σπά­θη­σαν να τον συλ­λά­βουν αλλά κα­τά­φε­ρε να δια­φύ­γει. Οι κομ­μου­νι­στές τότε ει­σέ­βα­λαν στο σπί­τι του, τρο­μο­κρά­τη­σαν την οι­κο­γέ­νειά του (η ο­ποί­α στη συ­νέ­χεια ε­ξο­ρί­στη­κε α­πό το κομ­μου­νι­στι­κό κα­θε­στώς), κά­ψα­νε το σπί­τι και κα­τέ­σχε­σαν την ό­ποια πε­ριου­σί­α του.

Ο ί­διος α­φού κα­τά­φε­ρε μα­ζί με φί­λους να πε­ρά­σει στη Νό­τια Η­πει­ρο έ­λα­βε μέ­ρος στον Ε­θνι­κό Α­γώ­να και το 1944 - 1945 στις ε­θνι­κές ο­μά­δες του στρα­τη­γού Ζέρ­βα.

Ε­κλει­σε τα μά­τια του τον Ιού­λιο του 1966 στα Ιω­άν­νι­να, χω­ρίς να δει ε­λεύ­θε­ρη την πα­τρί­δα του, για την ο­ποί­α τό­σο πο­λύ μό­χθη­σε....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου