Ήταν αυτό το απόγευμα που είναι τώρα!
Αυτή μου έστειλε ένα μήνυμα καλών λόγων, εγώ πάλευα να ψηλώσω δέκα πόντους ή να ομολογήσω πόσο λίγη είμαι χωρίς την δύναμή Του, ανακοίνωσα την αλήθεια τελικά -και ευτυχώς- για το σκουπιδαριό μου και στέλνοντας την απάντηση είπα να ψάξω λίγο ποιά είναι η άγνωστη διαδικτυακή φιλενάδα.
Μπρε αυτή είναι συγγραφέας!
Γνωστή και με φωτογραφίες και δόξες και σοβαρό εκδότη. Βαγγελίστρα μου!
Και με λέγει εμένα καλά λόγια και γενναιόδωρα! Μπρε τι είναι ετούτα;
Πιάνω λοιπόν λοιπόν και σας ξομολογιέμαι εδωδά πως εγώ δεν φταίω.
Από μικρό ήταν να πεθάνω και έζησα. Και μάλλον επειδή ήμουν κοντούλα και σαφρακιασμένη και δεν έγινα και η ξανθιά που ονειρεύτηκα, το Αφεντικό είπε να μου δώκει και μένα ένα κομμάτι άρτο από το "πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού". Κάπως έτσι μου χάρισε αυτό που η μάνα μου έλεγε "γλώσσα" (γλωσσού) και οι δάσκαλοί μου ονόμαζαν έμπνευση να γράφω και έφεση να διαβάζω.
Διάβασα και έγραψα πολλά αλλά δεν είμαι ευτυχής για το σύνολο των διαβασμάτων και των γραπτών μου.
Το έλεος Του με ακούμπησε όταν γύρισα -μετά από δαιδαλώδεις διαδρομές και συναντήσεις με απανωτούς Μινώταυρους ματαιοδοξίας και φιλαυτίας- εκεί από όπου ξεκίνησα: Είχα ξεκινήσει τα διαβάσματά μου από βίους Αγίων.
Εκείνα τα μικρούλια βιβλιαράκια της μιας δραχμής που πουλούσε ο συχωρεμένος ο Λιαναρίδης στην πόλη μας -ντουκ- ντουκ το φθαρμένο σανίδι στο πάτωμα του βιβλιοπωλείου "τον Καυσοκαλυβίτη τον έχεις διαβάσει;"
Μετά έγινα φουσκωτός διάνος, "διανοούμενη" και ούτε διανοήθηκα πως θα κατέληγα στην Αλήθεια του Καυσοκαλυβίτη....
Ευδόκησε ο Κύριος να μην χαθώ στο χάρισμά μου και αν και δεν υπάρχει πια το παλαιό βιβλιοπωλείο, εγώ να ξαναβρώ τους Φίλους μου και να διαβάζω και να γράφω γι αυτούς.
Επιστρέφοντας στα συναξάρια, λεηλατώντας έλεος μέσα από το πες-πες στις θύρες των Αγίων, πάλι για την ανεπάρκειά μου ευεργετημένη από τον Κύριο, βρίσκομαι εδώ και κάνω νέες γνωριμίες με ανθρώπους των τροχών, της φωτιάς, των διωγμών, της ομολογίας, της πίστης, με τους διαπιστευμένους Του δηλαδή!
Δόξα τω Θεώ που η ευλογία που αξιώθηκα. δεν έγινε ο χαμός μου.
Δόξα τω Θεώ που με αφήνει και κρουταλώ τις πόρτες των Δικαίων Του και να οι Φίλοι μου, τα εικονάκια μου, οι απαντοχές μου...
Αυτό είναι φιλενάδα.
Στο είπα και ησύχασα.
Εγώ καλό δικό μου δεν έχω.
Ο Άγιος που κι' εσύ ξέρεις μας αντάμωσε και λόγια-λιακάδες μην μου λέγεις, γιατί εγώ χωρίς Εκείνον θα ήμουν απλώς μια σκοτεινιασμένη "διανοούμενη".
Θα μου πεις "και τώρα τί λες πώς είσαι;" και θα σου ομολογήσω πως είμαι ένα ευτυχισμένο σκουπιδάκι που δεν μπήκε σε κανένα μάτι αλλά, ήσυχα-ήσυχα, απολαμβάνει το θαύμα του να μιλάει και να γράφει για Λιαναρίδειες καταστάσεις και κάπου -κάπου να ανεβοκατεβαίνει ασκηταριά και να σηκώνει παντιέρες σε απαράκλητες πατρίδες της καρδιάς.
Ναι θαύμα, γιατί -ως γνωστόν- τα σκουπίδια δεν μιλούν
Ευχόμαστε τα καλύτερα στο ...σκουπιδάκι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπιτρέψτε μου να διορθώσω, το ρήμα δεν είναι κρουταλώ, είναι κουρταλώ.