Σάββατο 11 Μαΐου 2013

Ο Ιεροεθνομάρτυς π.Βασίλειος Τσούπρας


ΙΕΡΕΙΣ

Ιερέας ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΤΣΟΥΠΡΑΣ

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ AΡΤΗΣ

.
Ανατολικά της Άρτης, κοντά στο Κομπότι, την πατρίδα του φιλικού Νικολάου Σκουφά, είναι το όμορφο χωριό Σεχλάδες. Γύρω στους χιλίους οι κάτοικοί του καλλιεργούν δημητριακά, πορτοκαλιές και ελιές.
Στο χωριό αυτό γεννήθηκε το 1888 ο Βασίλειος Τσούπρας. Από μικρός αγαπούσε την Εκκλησία και με ευχαρίστησι έψαλλε σ’ αυτή. Ο πόθος του να ιερωθή τον έφερε για δυο χρόνια στην Ιερατική Σχολή Άρτης.
Ως ιερεύς υπηρέτησε πρώτα στη Ρυπανιά Βάλτου. Ο ενάρετος βίος του και η εκκλησιαστική του δράσις προσήλκυσε γρήγορα την προσοχή του Μητροπολίτου. Τον διώρισε τότε Αρχιερατικόν Επίτροπο στο Δήμο Θυάμου Βάλτου. Επίσης τον έκαμε πνευματικόν. Αργότερα τον κάλεσε στην έδρα της Μητροπόλεως και τον χρησιμοποίησε ως πνευματικόν και οικονόμο της Ιερ. Σχολής.
Γόνιμη ήταν η εργασία του κι απέσπασε την αγάπη και την εκτίμησι και του Μητροπολίτου και των χριστιανών. Όταν όμως οι Σεχλάδες, η πατρίδα του, έμειναν χωρίς εφημέριο, τον επίεσαν πολύ οι συμπατριώτες του και στο τέλος υπεχώρησε κι έγινε εφημέριος του χωρίου του.
Κι εδώ ο π. Βασίλειος δείχνει ζήλο και φιλοπονίαν εξαιρετική. Παράλληλα προς τις εφημεριακές του απασχολήσεις κατορθώνει να τελειώση το Ιεροδιδασκαλείο Άρτης και να πάρη πτυχίο διδασκάλου. Έγινε υπόδειγμα ιδανικού κληρικού.
Κατά την Κατοχή οι Σεχλάδες εγκατελείφθησαν από τούς κατοίκους τους, γιατί καθώς ήταν στο δρόμο Άρτης – Αγρίνιου, εδέχοντο πυκνές τις επιδρομές των κατακτητών. Σκορπισμένοι οι ενορίτες του π. Βασιλείου στα κοντινά χωριά κινδύνευαν να πεθάνουν της πείνας. Τότε αψηφώντας κάθε κίνδυνο ο καλός βοσκός παρουσιάζεται στο Γερμανό διοικητή και ζητά να επιτραπή στους κατοίκους να γυρίσουν στο χωριό για να μαζέψουν τούς καρπούς από τα εγκαταλελειμμένα χωράφια τους. Ο διοικητής εξέδωκε τη σχετική διαταγή. Σε λίγο το κοπάδι με τον βοσκό του επί κεφαλής είχαν γυρίσει στο χωριό και εμάζευαν χαρούμενοι τη σοδειά τους.
Ενώ εγίνοντο αυτά στους Σεχλάδες, σε λίγη απόσταση αντάρτες χαλούν την τηλεγραφική επικοινωνία των Γερμανών κόβοντας δώδεκα τηλεγραφικούς στύλους. Μη μπορώντας να πιάσουν τούς αντάρτας οι κατακτηταί πιάνουν 60 από τούς ενορίτας του π. Βασιλείου και τον ίδιο μαζί. Αν και μπορούσε να φύγη, ο καλός βοσκός θεώρησε καθήκον να μείνη κοντά στα πρόβατά του που κινδύνευαν. Απ’ τους εξήντα αυτούς διάλεξαν 12, τους πιό επιφανείς — φυσικά ο π. Βασίλειος πρώτος και καλύτερος— και στο φυλάκιό τους της Κοντορράχης τους έστησαν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Τους ρώτησαν αν ήθελαν τίποτα να πουν.
— Παιδιά, φώναξε ο παπάς στους συναθλητάς του, πεθαίνουμε για τη θρησκεία και την πατρίδα. Θεέ μου συγχώρεσέ μας. Συχώρησε και τους φονιάδες μας.
Αλλά την τελευταία φράσι την διέκοψε η ριπή τού πολυβόλου… Οι κατακτηταί προκαλούσαν τη δικαιοσύνη του Θεού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου