Με την ευκαιρία του ξεκινήματος της νέας σχολικής χρονιάς, ας κάνουμε μια μικρή αναδρομή στο εκπαιδευτικό μας παρελθόν, τότε που η «παιδαγωγική της βέργας ή της βίτσας» ήταν κυρίαρχη. Όσοι κι όσες κουβαλάμε κάποιες δεκαετίες στις (ηλικιακές) πλάτες μας θυμόμαστε πολύ καλά το φόβο, τον τρόμο καλύτερα, που μας προξενούσε η βέργα ή η βίτσα στα χέρια του δασκάλου, τις άγριες σφαλιάρες και το τράβηγμα του αυτιού έως ξεκολλήματος!
Τότε το παιδαγωγικό «σλόγκαν» ήταν «το ξύλο κάνει τους ανθρώπους» ή «το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο»! Και οι τοτινοί συνάδελφοι εκπαιδευτικοί εφάρμοζαν χωρίς «εκπτώσεις», αυτόν τον «παράδεισο» (του ξύλου) στα μικρά τρυφερά μαθητούδια τους, να τον βιώνουν σαν την κατάμαυρη κόλασή τους.
Δεν είναι το ότι οι δάσκαλοι εκείνων των χρόνων ήσαν απάνθρωποι και σαδιστές! Ήταν η επικρατούσα παιδαγωγική λογική, η ερβαρτριανή της αντίληψη στο χειρότερο βαθμό, η τιμωρία των μαθητών δια της σωματικής βίας καθημερινότητα ενταγμένη στο πλαίσιο της κυρίαρχης παιδαγωγικής αντίληψης «με το ξύλο μαθαίνεις γράμματα και γίνεσαι άνθρωπος», μια αντίληψη που «νομιμοποιούνταν» και εκτός σχολείου, καθώς τόσο στην οικογένεια όσο και ευρύτερα στην κοινωνία η «παιδαγωγική του ξύλου» ήταν επίσης κυρίαρχη.
Ένα ακόμα ελαφρυντικό που πρέπει να αποδώσουμε στους εκπαιδευτικούς εκείνων των καιρών είναι το ότι ένας δάσκαλος φορές είχε στο σχολείο του και πάνω από 100 μαθητές, και τι μαθητές, εκείνα τα χρόνια, ίδια αγριοκάτσικα, ανήμερα θηριάκια! Και πώς να τα τιθασεύσει ο καψερός, αν δεν αξιοποιούσε «παιδαγωγικά» τη βέργα και τη βίτσα! Και το πιο σαδιστικό με τη βέργα ήταν το ότι καλούνταν οι ίδιοι μαθητές να φέρουν από μια στο σχολείο κι ο δάσκαλος διάλεγε την καλύτερη, και…τρυφερά χεράκια κοκκίνιζαν (καμιά φορά και μάτωναν) απ’ τις ξυλιές, «πισινοί» γινόντουσαν κατακόκκινοι σαν της μαϊμούς!
«Ω καιροί ω (παιδαγωγικά) ήθη», που θα έλεγαν κι οι αρχαίοι Λατίνοι!…
Νίκος Καζαντζάκης, [Το κρέας δικό σου, τα κόκαλα δικά μου]…
“Με τα μαγικά πάντα μάτια, με το πολύβουο, γεμάτο μέλι και μέλισσες μυαλό, μ’ έναν κόκκινο μάλλινο σκούφο στο κεφάλι και τσαρουχάκια με κόκκινες φούντες στα πόδια, ένα πρωί κίνησα για το σχολείο, μισό χαρούμενος, μισό αλαφιασμένος, και με κρατούσε ο πατέρας μου από το χέρι.….
Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάρι κι ένιωθα μέσα μου περφάνια και φόβο, μα το χέρι μου ήταν βαθιά σφηνωμένο στη χούφτα του πατέρα μου κι αντρειευόμουν. Πηγαίναμε, πηγαίναμε, περάσαμε τα στενά σοκάκια, φτάσαμε στην εκκλησιά του Αϊ- Μηνά, στρίψαμε, μπήκαμε σ’ ένα παλιό χτίρι, με μια φαρδιά αυλή, με τέσσερις μεγάλες κάμαρες στις γωνιές κι ένα κατασκονισμένο πλατάνι στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα, το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή χούφτα.
Ο πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάιδεψε. Τινάχτηκα, ποτέ δε θυμόμουν να μ’ είχε χαϊδέψει. Σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το χέρι του:
- Εδώ θα μάθεις γράμματα, είπε, να γίνεις άνθρωπος. Κάμε το σταυρό σου.
Ο δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι, κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα, μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο.
- Ετούτος είναι ο γιος μου, του ‘πε ο πατέρας μου.
Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη χούφτα του και με παράδωσε στο δάσκαλο.
- Το κρέας δικό σου, του ‘πε, τα κόκαλα δικά μου, μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο.
- Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη, έχω εδώ το εργαλείο σου που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα….”.
Κωστής Παλαμάς, [Θα σας λιώσω στο ξύλο, διαβόλοι]…
«…Στην ψηλή δασκαλοκαθέδρα ξάνοιξα να γένει καμπουριασμένος ένας ξεραγκιανός κ’ ένας ασκημομούτρης, που άγριες έριχνε ολόγυρα ματιές…Ένας ξερόβηχας συχνά του τον έκοβε το λόγο. Με πολύ θόρυβο έφτυνε, θορυβούσε περισσότερο κάθε φορά που θύμωνε. Στεκόταν μπροστά στο δάσκαλο ορθό το φτωχό μαθητούδι και τον έβλεπε, καθώς το πουλάκι το φίδι που πετρώνει.
-“Απόδος, ω κατάρατε, τα πορθμεία! Βόα, ει τούτο σοι ήδιον, ω Χάρων”. Ποίον μέρος λόγου είναι εκείνο το “τα”;
-Αντωνυμία! τρεμοψιθύρισε ο μαθητής.
-Ούξω να χαθείς, κουρουνιασμένε! Αντωνυμία, βρε!
Και τινάχτηκε φοβερός. Το παιδί στάθηκε βουβό και ξακολούθησε να τρέμει. Τέλος πάντων θάρρεψε κι είπε!
-Όνομα!
-Όνομα! Όνομα! Όνομα! Θεομπαίχτη!
Κατέβηκε από τη δασκαλοκαθέδρα, όρμησε, άδραξε απ’ το αυτί το παιδί, του χτύπησε το κεφάλι στον τοίχο, ξεφώνισε:
-Άρθρον, βρε, άρθρον! Μάθε, κακομοίρη, για να γίνεις άνθρωπος. Πρέπει να λιώσει το βρακί σου στην καρέκλα από το διάβασμα…Παιχνίδια, ε!
Όταν επιτέλους άφησε το αυτί του παιδιού, είδα πως τα νύχια του δασκάλου είχανε σημειώσει στο αυτί του μαθητή ματωμένα χνάρια. Μα έτσι θα γινόμαστε ως το τέλος καλοί άνθρωποι.
Έξαφνα πλησιάζει σ’ άλλο παιδί καθισμένο εκεί κοντά μου.
-Πού είναι η εξήγησίς (κάποια σχολική εργασία) σου;
-Δα…δα…σκαλε, αποκρίθηκε τραυλίζοντας ο γείτονάς μου, την…την…την …ξέχασα στο σπίτι.
-Γρήγορα γονατιστός πάνω στο θρανίο.
Και χραπ! Επικυρώνεται η δικαστική απόφαση μ’ ένα γοργό μεγαλόπρεπο φτύσιμο κατάσταυρα στο πρόσωπο του ξεχασμένο μαθητή.
Και με μια ματιά ιεροεξεταστική ριμμένη σ’ όλους μας απ’ άκρη σε άκρη διακήρυξε:
-Θα σας λιώσω στο ξύλο, διαβόλοι! Τι νομίζετε! Θα σας αφήσω να κάνετε ό,τι θέλετε! Γράμματα! Γράμματα! Να μάθετε γράμματα!…».
(από το διήγημα «Το σκολειό και το σπίτι», Κ. Παλαμά, Άπαντα, εκδ. Γκοβόστης)
Η «γάνωσις» του Κώστα Κρυστάλλη…
Γράφει ο Κώστας Βάρναλης στο βιβλίο του «Αισθητικά, κριτικά, σολωμικά» (σελ. 204), μεταξύ άλλων, για τον ποιητή του «Βουνού και της στάνης», Κώστα Κρυστάλλη:
«…Ο Κρυστάλλης τα πρώτα του σχολικά γράμματα τα έκανε στο Συρράκο, όπου «ήκμαζεν δημοτικόν και σχολαρχείον». Αφού μαθαίνανε τα παιδιά την αλφαβήτα στην άμμο, γράφοντας με το δάχτυλο, προχωρούσανε κατόπι στους πίνακες, κι ύστερα τους δίνανε βιβλία. Τα τρία πρώτα ήτανε το «Αλφαβητάριον», το «Αναγνωσματάριον καιο «Ερημίτης». Έπειτα έποντο ο «Καλός Πατήρ», ο «Χριστόφορος», η «Χρηστομάθεια» κλπ.
“Όταν έφθασα εις τον «Χριστόφορον», γράφει ο Κρυστάλλης, ήμουν όπωσούν αρκετά μεγάλος. Τιμωρίαι μας τότε ήταν εν χρήσει η φυλάκισις και η γάνωσις, καθ΄ην ο τιμωρούμενος εγανώνετο εις το πρόσωπον ποικιλοτρόπως υπό τινός των συμμαθητών του και υπό του διδασκάλου διά μελάνης και εις το τέλος του μαθήματος, διερχόμενοι έμπροσθέν του οι μαθηταί όλοι, έπτυον αυτόν. Εάν το παράπτωμα ήτο πολύ μέγα, εξήγετο εν τοιαύτη καταστάσει εις το μεσοχώρι, όπου επτύετο παρ’ όλου του κόσμου.
Εις την τάξιν αυτήν επρώτευον εγώ και μία ωραία κορασίς…Ήτο αληθώς ωραιοτέρα και κάπως την υπέβλεπον!…Εν δειλινόν εορτής την απήντησα εις την βρύσιν έξω του χωρίου. Της εζήτησα κατ’ αρχάς ύδωρ και μοι προσέφερε την υδρίαν της ευχαρίστως. Μετά τούτο ο λεβέντης θέλησα να φιλήσω τας ροδοκοκκίνους παρειάς της. Έκαμα, λοιπόν, έφοδον και απέτυχα…Πλήρης οργής απομακρυνθείσα μ’ εφοβέρισεν, ότι θα με κατήγγειλεν εις τον διδάσκαλον (όχι εις τους γονείς της)…
Την επαύριον το πρωί προσεκλήθην υπό του διδασκάλου ίνα απολογηθώ. Μη δυνάμενος ν’ αρνηθώ την πράξιν μου κατεδικάσθην εις την τιμωρίαν της γανώσεως. Και έβαλε αυτήν την ιδίαν, ο απηνής διδάσκαλος να με γανώσει.
Εις μίαν γωνίαν, λοιπόν, του σχολείου εμβάπτουσα τους ωραίους μικρούς δακτύλους της εις το μελανοδοχείον εζωγράφει το μικρόν προσωπάκι μου. Μοι εσχεδίασε μύστακα αρειμάνιον και γένειον μελανότατον, τον ήλιον και την σελήνην επί των παρειών μου, διόπτρα επί της ρινός μου…Ότε δε ετελείωσε το μάθημα και εδέχθην επί του προσώπου μου τα πτυσίματα των πλείστων μαθητών, αυτή παρελάσασα, αντί να με πτύσει, με ητένισε με βλέμμα υπόδακρυ, αλλ’ εγώ έκτοτε την εμίσησα…”».
τι απανθρωπιά. ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΝΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΑ ΤΑ ΚΑΚΑ ΣΚΟΡΠΑ.
ΑπάντησηΔιαγραφή