Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Ταξίδι στη Ζύμενα του Πόντου

ΤΑΣΟΣ Κ. ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΙΔΗΣ
Από την εποχή του Οδυσσέα, ο νόστος, το «νόστιμον ήμαρ» που αναφέρει ο Όμηρος στην Οδύσσεια του, είναι για τους μετέπειτα θνητούς, η με πόθο, αγωνία, καρδιοχτύπι, έντονη επιθυμία, επιστροφή στην πατρίδα, μετά από μακρά απουσία. Αυτό που θα έκανε ως σύγχρονος Οδυσσέας ο μακαρίτης πατέρας μου, που έφυγε από το χωριό του σε ηλικία μόλις 4 ετών.
Τότε με τις γνωστές συνθήκες, διωγμούς, εξορίες, τάγματα εργασίας, εκτελέσεις και την ανταλλαγή των πληθυσμών, έφυγε κι εγκαταστάθηκε στο χωριό Κομνηνά Ξάνθης και πριν από τρία χρόνια αναχώρησε για πάντα στις αιώνιες μονές… Έτσι, επιχείρησα να νιώσω εγώ για λογαριασμό του, τη γλύκα της επιστροφής, αυτό το «νόστιμον ήμαρ»…
Από την Κωνσταντινούπολη, ο πολύ καλός φίλος μου ο Μουζαφέρ, που κατάγεται από τον Πόντο και ομιλεί απταίστως την ποντιακή, μου πρότεινε να με πάει σ’ εκείνα τα μέρη, χωρίς να είμαι σίγουρος, αν θα έβρισκα το χωριό του πατέρα μου που το έλεγαν Ζίμονα, όπως άλλωστε αναφέρεται και στον σχετικό πίνακα των αρχείων του κράτους όπου είναι καταγεγραμμένοι όλοι οι πρόσφυγες εκ Πόντου.
Ένα πρωινό, γεμάτος αγωνία, ξεκινήσαμε για την Αργυρούπολη (Γκιουμουσχανέ) κι εκεί θα ρωτούσαμε πού είναι. Μας έδειξαν δύο δρόμους. Ο ένας μέσω του Ερζινγκιάν και της Χερρίενας (Σιράν) και ο άλλος από δύσβατους δρόμους ανάμεσα στα πανύψηλα βουνά, αλλά σε πιο μικρή απόσταση.
Περάσαμε δύσβατα βουνά, είδαμε το βουνό της Ταρσού (πατρίδας του αειμνήστου Αλέξανδρου Μπαλτατζή), γυμνό καταπράσινο, με μικρή λωρίδα από χιόνια και ακριβώς πίσω στην πλαγιά του ήταν η Ζίμονα με την τουρκική ονομασία Τσεβρέπιναρ. Προχωρήσαμε στον επαρχιακό δρόμο στα πυκνά δάση και κάποια στιγμή συναντήσαμε την πινακίδα που μας οδήγησε στο χωριό. Εκεί ήταν ένας ναός και στα 500 μέτρα το χωριό.
Μπήκαμε και ως είθισται, αναζητήσαμε την πλατεία που βέβαια δεν υπήρχε, αλλά σε μια βρύση, είδαμε κάποια πρόσωπα.
Στον παλιό φούρνο…
Ένας ηλικιωμένος που καθόταν πάνω στα κεραμίδια μικρού κτίσματος, με χαιρέτισε. Του είπα ότι είμαι επισκέπτης του χωριού όπου γεννήθηκε ο πατέρας μου, προσθέτοντας ότι η οικογένεια του είχε φούρνο κι έβγαζε ψωμί για το χωριό. Σηκώθηκε και μου έδειξε ένα ρυάκι που διασχίζει το χωριό και πως στα πενήντα μέτρα ήταν ο φούρνος. Εν τω μεταξύ μαζεύτηκαν κι άλλοι χωριανοί να δουν τους ξένους επισκέπτες… Μία γυναίκα έσπευσε να μας προσφέρει σ’ ένα δίσκο ποτήρια γεμάτα αριάνι για να μας δροσίσει.
Με οδήγησαν στο φούρνο που είναι μεν γκρεμισμένος, αλλά υπάρχουν ακόμα οι τοίχοι και τα δοκάρια από κορμούς δένδρων και ο καμπυλωτός θόλος που έψηναν το… εκμέκ (ψωμί). Ο ηλικιωμένος που ήταν δίπλα μου, καθώς κοιτούσα τον φούρνο κι έφερνα στο νου μου τους δικούς μου, τον πατέρα μου και τους θείους μου, μού λέει, «εδώ βρήκε, όταν φύγατε, ένας Τούρκος λίρες και μόλις τις βρήκε έφυγε στην Τραπεζούντα».
Είχα ακούσει από τον θείο μου Αλκιβιάδη (Πήλο) που έμενε στη Σταυρούπολη Ξάνθης, και πέθανε το 1982, ότι είχαν κρύψει κάποιες λίρες κοντά στον φούρνο με τον παππού μου. Είπα στον ηλικιωμένο, «καλά που τα βρήκε και έπιασαν τόπο από το να μείνουν θαμμένα στο χώμα». Μου έδειξε και ένα διώροφο σπίτι παραδίπλα λέγοντας «είναι δικό σας»! Το κάτω μέρος φαινόταν κτισμένο πολύ παλιά από πέτρα.
Συγκίνηση…
Μια γριούλα με πλησίασε μετά και μου λέει: «Εγώ μένω στο σπίτι σας, αλλά άμα θέλεις, έλα να μείνεις κι εσύ…». Την ευχαρίστησα, την αγκάλιασα και την φίλησα συγκινημένος. Τα δάκρυα μου χωρίς να το θέλω άρχισαν να κυλούν… Έβλεπα όμως το ίδιο και στους ηλικιωμένους…
Ένας, νεώτερης ηλικίας, μου έδειξε λίγο ψηλότερα ένα άλλο σπίτι μας, επίσης διώροφο και πάρα δίπλα άλλο ένα σε μικρή απόσταση από τη βρύση. Οι Κοντογιαννιδαίοι ήταν στο χωριό αυτό πολύ μεγάλο σόι. Είχαν έρθει εκεί από την Τραπεζούντα το 1900 όπου είχαν φούρνο, με μια παραμονή 15ετίας στην Αργυρούπολη.
Με οδήγησε εκεί. Κοίταξα την πόρτα και πίστεψα προς στιγμή, πως  η μηχανή του χρόνου θα με γύριζε 90 χρόνια πίσω, θα άνοιγε η πόρτα και θα έβλεπα κάποιον δικό μου, τον παππού μου Αναστάση, τη γιαγιά μου Ελένη, τους θείους μου Ξενοφώντα, Αλκιβιάδη, τη θεία μου Αγάπη, τ’ αδέλφια και ξαδέλφια του παππού μου, τον Κοσμά, τον Αλέξη, τον Θόδωρο, τον Γιάννη, τον Ρωμανό… Πήρα μια σακούλα κι άρχισα να σκάβω με τα χέρια στη μικρή αυλή για να πάρω λίγο χώμα να το φέρω στην Ελλάδα και να το βάλω στους τάφους όσων γεννήθηκαν εκεί…
Έσκαβα και τα δάκρυα μου έτρεχαν ποτάμι από συγκίνηση. Σήκωσα ψηλά το κεφάλι μου και είπα «πάπα, παίρω χώμα α’σην αυλή τη σπιτί σ’ σο χωρίο σ’, θα φέρα και θα θήκα το σο ταφί σ’»…
Έλα, μου λέει ο ίδιος χωριανός μετά, «να σου δείξω τους τάφους των δικών σας». Πενήντα μέτρα μακριά από τη βρύση ήταν το τζαμί κτισμένο πάνω στην εκκλησία του Αη Γιώργη και ακριβώς δίπλα άρχιζαν τα νεκροταφεία μας. «Εδώ ήταν» μου λέει. Στη θέση τους βέβαια στη μικρή πλαγιά, ήταν φυτεμένες πατάτες…
Ήρθε η στιγμή να αποχωρήσουμε. «Να ξαναέλθεις, σε περιμένουμε!», μου έλεγαν γυναίκες και άνδρες. Στην αναμνηστική φωτογραφία που βγάλαμε, η διπλανή μου είπε «κράτ’ εσύ το δερπάν’»… Και όταν τους αποχαιρέτησα σε κλίμα έντονης συγκίνησης, τα δάκρυα όλων μας έτρεχαν σαν το ρυάκι που κατέβαινε από την κορφή του βουνού από τα παρχάρια και διέσχιζε τα σπίτια τους…

 Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ποντιακή Γνώμη, φύλλο Ιουλίου, και στην ιστοσελίδα Εγνατία Ποστ/Αντιγραφή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου