Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Η ιστορία του λειψάνου του Αγίου Σπυρίδωνα

Ο Άγιος Σπυρίδων μετά από πολυετή ευάρεστη διακονία, αφού, ως άλλος Ιώβ, έζησε «ἄμεμπτος, δίκαιος, ἀληθινὸς, θεοσεβής, ἀπεχόμενος ἀπὸ παντὸς πονηροῦ πράγματος» (2). Και αφού από της ζωής αυτής, έδωκε τα δείγματα της αγιότητας δια της θαυματουργίας, παρέδωσε την αγία ψυχή του εις τον Κύριο, πει το έτος 348, στην Κύπρο (3) 


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ 
Μετά τον θάνατο του ιερού Σπυρίδωνα, το σεπτό λείψανο του διατηρήθηκε ακέραιο, μέχρι δε σήμερα διατηρείται, δια της χάριτος του Παντοδύναμου Θεού και αποτελεί αστείρευτη πηγή θαυμάτων δια των οποίων δοξάζεται ο άγιος Θεός, τιμάται δε ο Σπυρίδων.

Το ιερό λείψανο του Αγίου έμεινε εις την Κύπρο τριακόσια έτη μετά τον θάνατο του. Κατά τον Ζ΄ αιώνα το λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνα ήταν κατατεθειμένο εις τον ίδιο Ναό, στην Τριμυθούντα της Κύπρου. Την πληροφορία μας δίδει ο βιογράφος του επίσκοπος Πάφου Θεόδωρος· «Τούτου δὲ τοῦ παραδόξου θαύματος (τῆς καταργήσεως τῶν εἰδώλων εἰς Ἀλεξάνδρειαν διὰ τῆς παρουσίας του, τὸ ὁποῖον ἀναφέρει ἀνωτέρω) μνημόσυνον ἐστι ἔτι καὶ νῦν ἐν τῇ πόλει τοῦ σεβασμίου πατρὸς Τριμιθοῦντι ἐπάνω τοῦ μέσου πυλεῶνος ἥγουν τῆς ἀρχοντικῆς θύρας τοῦ ναοῦ ἔνθα κεῖται τὸ τίμιον λείψανον τοῦ ἁγίου πατρὸς ἡμῶν Σπυρίδωνος, εἰκῶν πᾶσαν τὴν διήγησιν ταύτην γεγραμμένην ἔχουσαν μετὰ καὶ ἄλλων τινῶν τῶν μὴ γεγραμμένων ἐνταῦθα». (4)

Ο εκδότης του βίου του Σ. Παπαγεώργιος ζήτησε να προσδιορίσει δια της ανωτέρω την θέση την οποία εκαταλάμβανε το ιερό Λείψανο εις τον Ναό, έγραφε δε περί αυτής εις τα προλεγόμενα της εκδόσεως: «Ἡ ἔκφασις αὕτη εἶναι ὁλίγον σκοτεινή· εἰκάζομεν ὅτι τὸ λείψανον ἦτο κατατεθειμένον μεταξύ τοῦ Νάρθηκος καὶ τοῦ κυρίως Ναοῦ, ἐπὶ τῆς μεταξὺ ἀυτοῦ Πύλης» (5) Αλλά η φράση του Σ. Παπαγεωργίου είναι ακατανόητη προήλθε δε εκ της εσφαλμένης γραφής του χειρογράφου, το οποίον εκείνος είχε εις την διάθεσή του και το οποίο αντί της φράσεως «ἐπάνω τοῦ μέσου πυλεῶνος ἥγουν τῆς ἀρχοντικῆς θὺρας τοῦ ναοῦ ἔνθα κεῖται τὸ τίμιον κ.λ.π.», είχε την φράση «ἐπάνω τοῦ μεγάλου Πυλῶνος, ἤγουν τῆς ἀρχοντικῆς θύρας τοῦ Ναοῦ, ἔγκειται τὸ τίμιον λείψανον…». Οπωσδήποτε η φράση του Θεόδωρου προσδιορίζει την θέση της εικονογραφίας του θαύματος του Σπυρίδωνος.

Ο Θεόδωρος ανέγνωσε τον Βίο κατά την εορτή του Αγίου Σπυρίδωνος το έτος 655 (6). Καθώς πληροφορεί λεπτομερέστατα ο ίδιος· «τὸ παρὸν διήγημα πρώτως ἀνεγνώσθη ἐν τῇ αὐτῇ ἁγίᾳ τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίᾳ ἐν τῇ μνήμῃ τῆς ἡμέρας τοῦ ἁγίου πατρὸς ἡμῶν Σπυρίδωνος, τῆς παρούσης τεσσρεσκαιδεκάτης ἱνδικτιῶνος, πεντεκαιδεκάτου δὲ ἔτους Κωνσταντίνου τοῦ φιλοχρίστου καὶ εὐσεβεστάτου ἡμῶν βασιλέως καὶ δευτέρῳ ἔτει Κωνσταντίνου τοῦ θεοστέπτου καὶ ἐυσεβεστάτου αὐτοῦ υἱοῦ.» (7)
Περί του τέλος του Ζ΄ αιώνα το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε εις την Βασιλεύουσα, εξ αιτίας των Αραβικών επιδρομών εναντίον της Κύπρου. Ο χρόνος της μεταφοράς πρέπει να τοποθετηθεί μετά το έτος 655· πιθανώτατα συντελέσθηκε κατά το έτος 691, όταν διατάχθηκε υπό τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό τον Β΄ (685 -695, 705 – 711) ομαδική μετανάστευση των Κυπρίων. (8)

Στην Κωνσταντινούπολη το ιερό Λείψανο του Σπυρίδωνος φυλάσσοντας σε γυναικεία Μονή, κείμενη πλησίον εκείνης του Φιλανθρώπου Χριστού, ως μαρτυρεί το χργρ. SA (Cod. Paris. gr. 1594, του ΙΒ΄ αιώνα). Πρόκειται περί της μονής «τῆς Θεοτόκου τῆς Κεχαριτωμήνης», η οποία ιδρύθηκε το βραδύτερο στις αρχές του Ιβ΄ αιώνα, υπό της Ειρήνης Δούκα, συζύγου του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ του Κομνηνού (1081 – 1118), κειμένης πλησίον της ανδρώας μονής του Φιλανθρώπου χριστού, ιδρυθείσης την αυτήν εποχή. (9)
Ιστορικές ειδήσεις συνοδεύουν το ιερό Λείψανο μέχρι της προτεραίας της εις την Κέρκυρα μετακομιδής του. Έτσι, ο Ρώσος περιηγητής Αντώνιος εκ Novgorod, ο οποίος έγραφε περί το 1200, αναφέρει ότι είδε το Λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνα, κατατεθειμένο κάτω από το θυσιαστήριο του ναού της μονής της Υ.Θ. Οδηγήτριας (10). Στην συνέχεια φαίνεται ότι το σεπτό Λείψανο μεταφέρθηκε εις τον περίλαμπρο Ναό των Αγίων Αποστόλων, τον οποίο ο Ιουστινιανός έκτισε περί το έτος 550, και ο οποίος εθεωρείτο δεύτερος, έπειτα από εκείνο της του Θεού Σοφίας, δια το κάλλος, το μέγεθος και τον πλούτο. Ο Στέφανος εκ Novgorod (1350), ο Ιγνάτιος εκ Smolensk (1389 -1405) και ο γραφεύς Αλέξανδρος (1393), αναφέρουν ότι προσκύνησαν «τὰ λείψανα» του Αγίου Σπυρίδωνα εις το πλάγιο παρεκκλήσιο του Ναού των αγίων Αποστόλων, ενώ ο διάκονος Ζωσιμάς (1419 -1421) βεβαιώνει ότι «εἰς τὸν ναὸν αὐτὸν (τῶν αγ. Ἀποστόλων) ἀναπαύεται ὁ μέγας Σπυρίδων» (11) 

Τέλος την ημέρα της μνήμης του αγίου Σπυρίδωνος, 12 δεκεμβρίου, του έτους 1452, λίγους δηλαδή μήνες προ της αλώσεως της Πόλης, τελέσθηκε εις τον Ναό της του Θεού Σοφίας πανηγυρική Λειτουργία, επί της ενώσεως των Εκκλησιών, προεξάρχοντος του παπικού Λεγάτου, του λατινοφρονήσαντος εν Φλωρεντία, Αρχιεπισκόπου Κιέβου καρδιναλίου Ισιδώρου. Κατά την τελετή, «τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, τοῦ ὁποίου ἑωρτάζετο ἡ μνήμη, περιήγετο ἐν πομπῇ» (12) 

Στην Κέρκυρα το ι. Λείψανο του αγίου Σπυρίδωνος μεταφέρθηκε το έτος 1456. Αρχικά επικράτησε η παράδοση, κατά την οποία ένα ιερεύς από την Κωνσταντινούπολη, Γιώργος Καλοχαιρέτης ονομαζόμενος, μετέφερε το Άγιο Λείψανο, με αυτό της Αγίας Θεοδώρας της Αυγούστης. Περί των αρχών όμως του Ιθ΄ αιώνα (1808) προέκυψε, εξ ανακαλύψεως και δημοσιεύσεως παλαιών χειρογράφων, αναγόμενα εις τον Ιε΄ αιώνα, διαφορετική άποψη (13). Κατ’ αυτή, ως μαρτυρεί ο σεβ. Μεθόδιος Κοντοστάνος, Μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών, εις τα Προλεγόμενά της υπ’ αυτού γενομένης εκδόσεως της Ασματικής Ακολουθίας και του Βίου του αγίου Σπυρίδωνος: 
«Το ιερό και Σεβάσμιο Λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος δεν μετακομίσθηκε στην Κέρκυρα παρά τον Ιερέα Γεωργίου Καλοχαιρέτη, ως ανακριβώς ίσως δε και εν λόγων σκοπιμότητας ανεγράφη. Αλλά, ως εξάγεται εκ Δουκικού Διατάγματος του Συμβουλίου των Δέκα της Βενετικής Δημοκρατίας, εκδοθέντος την 14 Μαΐου 1489, το Ιερό Λείψανο του Αγίου, παραλαβών αυτό εκ της Κωνσταντινούπολης… μετακόμισε εις Παραμυθιά της Ηπείρου, όπου και παρέμεινε επί χρονικό τι διάστημα, ο Ιερεύς Γρηγόριος Πολύευκτος, (14) ο αυτός δε εκείθεν κατά το έτος 1456, μετακόμισε αυτό εις την Κέρκυρα. Ο αυτός δε Γρηγόριος Πολύευκτος, βρίσκοντας στην Κέρκυρα τον Ιερέα γεώργιο Καλοχαιρέτη, πρόσφυγα δε και τούτον και συμπολίτη του, κληροδότησε (!)_εις αυτόν το Ιερό Λείψανον του Αγίου Σπυρίδωνος. Ο δε Λουκάς Καλοχαιρέτης, ένας από τους Κληρονόμους και «υἱὸς τοῦ Ἱερέως Γεωργίου Καλοχαιρέτη, ἐδωρήσατο τῇ ἰδίᾳ ἀνεψιᾷ Ἀσημίνῃ τὸ ἐπὶ τοῦ Λειψάνου μερίδιόν του»(!)».
Έτσι το Ιερό και Σεβάσμιο του Αγίου Λείψανο, Κύριος είδε εκ τίνος κρίματος υφαρπαγής, πέρασε στον Λουκά Καλοχαιρέτη, δια δωρητήριο συμβόλαιο που συντάχθηκε στην Άρτα κατά το έτος 1512, ως αντικείμενο προικοδοτήσεως (!) δια τους εξής λόγους: «ἔτι[πάλιν ὁμολογῶ, τό Λείψανον τοῦ Ἀγίου Σπυρίδωνος, ὅπερ εὑρίσκεται εἰς τοὺς Κορφοὺς, καὶ κατὰ κληρονομία εὑρέθη εἰς ἡμᾶς καὶ εἴχαμεν ἐξουσίαν πάλιν χαρίζωμι τῆς ἄνωθεν είρημένης Ἀσημίνης τῆς ἀνεψιᾶς μου»

Η δε Ασημίνα, θυγατέρα του Φιλίππου υιού του Γεώργιου Καλοχαιρέτη, έχουσα νόμιμη προίκα (!!!) το Ιερό Λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος, νυμφεύθηκε τον Σταμάτιο Βούλγαρη. Δια διαθήκης δε, χρονολογουμένης από 25 Νοεμβρίου 1571, όρισε ως το Ιερό Λείψανο του Αγίου διαμένει ως κληρονομιά στους υιούς της και στους απογόνους τους…

Κατά το έτος 1489 ο Φίλιππος Καλοχαιρέτης ζήτησε να μετακομισθεί το Ιερό Λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνα στην Βενετία, εξέδωσε δε τότε από τις 14 Μαΐου 1489 Δουκικό Γράμμα ο «Αὐγουστῖνος Βαρβαρίκος, Ἐλέει Θεοῦ, Δοὺξ βενετιῶν κ.λ.π., τοῖς εὐγενέσι καὶ σοφωτάτοις ἀνδράσιν Ἰωάννῃ Βαπτιστῇ ΒΑλαρέσσῳ Βαΐλῳ καὶ Καπιτάνῳ, καὶ τοῖς Συμβούλοις τῶν Κορυφῶν…» περία σφαλούς αποστολής του Ιερού Λειψάνου στην Βενετία. Επακολούθησε δε και δεύτερο τέτοιο. Αλλά η μεταφορά του Ιερού Λειψάνου ματαιώθηκε. Δεν είναι όμως ακριβές ότι «Οἱ Κερκυραῖοι, λυπούμενοι ἐπὶ τούτῳ, ὁμοφώνως ἱκέτευσαν αὐτὸν (τὸν Φίλιππον) νὰ μὴ πραγματοποιήσῃ τὸν σκοπὸν αὐτοῦ· εἰς δὲ τὰς ἱκεσίας ταύτας ἐνδούς ὁ Φίλιππος» υποχώρησε και παρέμεινε το ιερό λείψανο στην Κέρκυρα. Γεγονός είναι ότι εις το Δουκικό Γράμμα τέθηκε ότι, εάν μερικοί έχουν αντιρρήσεις περί της μεταφοράς του Ιερού λειψάνου στην Βενετία, να το αναφέρουν. Εκ τούτου δε πιθανότατα, εφ’ όσον το Ιερό Λείψανο είχε ήδη τεθεί εις κοινή προσκύνηση, ο Κερκυραϊκός Λαός, όχι μόνο δεν ικέτευσε, αλλά πρόβαλλε αντιρρήσεις και αξίωσε να παραμείνει στην Κέρκυρα. Το δε Συμβούλιο των Δέκα δεν επέμεινε, διότι επικράτησε η σκέψη ότι δεν έπρεπε να δημιουργούνται δυσαρέσκειες εις τους υπό την βενετική σημαία λαούς» (15)
Το ιερό Λείψανο του αγίου και θαυματουργού Σπυρίδωνος, όπως και προηγουμένως σημειώθηκε είναι άρτιο κατά πάντα, πλην της δεξιάς χειρός. Διατηρεί την σάρκα, τους βολβούς των οφθαλμών (16) και τους οδόντες· προκαλεί δε συγκίνηση εις τον προσκυνητή η γλυκύτητα και η γαλήνη της μορφής του. Όσο αφορά δε την δεξιά του χείρα, άγνωστο είναι πότε και υπό ποιες συνθήκες αποχωρίσθηκε από το σώμα του Αγίου. 

«Ο Ρώσος περιηγητής Μπράσκη αναφέρει ότι είδε κατά τον Ιζ΄ αιώνα ολόκληρο το ι. λείψανο του αγίου στην Κέρκυρα στον φερώνυμο ναό, πλην της δεξιάς του χείρας, η οποία βρίσκεται στην Ρώμη στο ναό της Θεομήτωρος» (17). Ο ιατροφιλόσοφος Νικόλαος Βούλγαρης (1634 – μετά το 1684), σε αφιερωτική επιστολή του προς τον λατινικό αρχιεπίσκοπο Κερκύρας Κάρολο Labia (1659 – 1682 †), κατά την έκδοση της λεγόμενης «Ἀληθοῦς Ἐκθέσεως» (18) την οποία και συνέγραψε, «λέγει ότι ο δεξιός βραχίων του Αγίου τηρείται μετά μεγάλης ευλάβειας στην Ρώμη, ότι άδηλο είναι αν επέμφθη αυτόθι εκ Κερκύρας, ή εκ Κωνσταντινουπόλεως, ή εκ Κύπρου, όπου ενταφιάστηκε ο Άγιος, και ότι εκ των προς Χριστόδουλο τον Βούλγαρη, εαυτού αδελφό, και μετά ταύτα Μέγα Πρωτόπαπα Κερκύρας, (19) δοθεισών πληροφοριών παρά των μοναχών του τάγματος του Αγίου Φιλίππου του Νερίου, όταν φοιτούσε στο εκεί εκπαιδευτήριο, δηλώνεται, ότι ο Πάπας Κλήμης ο Η΄ (20) δώρισε το λείψανο εις τον Καρδινάλιο Βαρόνιο, (21) που το αφιέρωσε αυτό εις την νέα εκκλησία των μοναχών εκείνων» (22).

Ο Λ. Σ. Βροκίνης προσθέτει τις επόμενες πληροφορίες, σχετικά προς το ζήτημα της χείρας του Αγίου Σπυρίδωνα, τις οποίες έλαβε από τον Κ. Βούλγαρη. Ο Κ. Βούλγαρης ζήτησε από τους ιερείς του εν Ρώμη Ναού της S. Maria να δει το περί του λόγου το λείψανο, και οι ιερείς του το επέδειξαν. Κατά την μαρτυρία του το «τὸ λείψανον τοῦτο εἶναι ἐγκεκλεισμένον εἰς κωνοειδῆ, ἀλλ’ οὐχὶ βυζαντινῆς τέχνης έπίχρυσον θήκην, ἔχουσαν ὕψος ἥμισυ περίπου μέτρον καὶ φέρουσαν εἰς τό βάθος τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου ἀργυρᾶν. Δέν σώζεται δ’ ὁλόκληρος ὁ βραχίων… ἀλλ’ ὀστοῦν βραχίονος μὴ διατηροῦν περὶ αὐτὸ σάρκα, ἤ δέρμα, καθὼς τὸ ὲν Κερκύρᾳ σεπτὸν λείψανον τοῦ Ἁγίου.». Ο Κ. Βούλγαρης ζήτησε σχετικές προς το ι. λείψανο πληροφορίες και ο «Padre G. Galenzio, Scrittore Latino della Biblioteca Vaticana» εγγράφως τον βεβαίωσε, ότι έγγραφο δεν υπάρχει, αλλ’ ότι το λείψανο υπάρχει εκεί από της συστάσεως της Συναδελφότητας (των Φιλιππινών), «ποιεῖται δ[ε μνείαν αὐτοῦ ὁ Πάπας Παῦλος Ε΄ ἐν τῇ Βούλλᾳ δι’ ἧς ἐπικυροῖ τῷ 1612 τοὺς κανόνας καὶ τὸν ὀργανισμὸν τῆς Συναδελφότητος τοῦ Ὀρατορίου (Congregazione dell’ Oratorio)»…

——————————————————————–
(2) Ιώβ. Α΄, 1
(3) βλ. Ιω. Ράμφου, μν. έργ. σελ. 11. Ο Ιερομ. Πολύκαρπος Βούλγαρις (1822), εις το ανέκδοτο έργο του, υπό τον τίτλο «Σύνοψις τοῦ τε βίου καὶ τῶν θαυμάτων τοῦ πανενδόξου Ἁγ. Σπυρίδωνος», σημειώνει τα εξής· «Μετὰ τὴν ἐν τῇ συνόδῳ ταύτη (ενν. τὴν ἐν Σαρδικῇ) παρουσία του, ἐπανῆλθεν εἰς Κύπρον ὅπου διάφορα ποιήσας θαύματα, ἀπεδήμησε πρὸς Κύριον τῷ 350 ὑπερεννενηκονταέτης ἐπί τῆς Κωνσταντίου, διαδόχου τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, βασιλείας, καὶ ἔσχεν αὐτόθι ταφήν. Μετά 101 ἔτη ἀπό τῆς ταφῆς ἐξετάφη, ἕνεκα τῶν εὐωδῶν ἀναθυμιάσεων αἵτινες ἐξήρχοντο ἀπὸ τὸν τάφον αὐτοῦ, καὶ διετηρήθη ἐπὶ 200 ἔτη τὸ σεπτὸν αὐτοῦ λείψανον εἰς τὸν ἐν Τριμυθοῦντι ναόν του» (εν Λ. Σ. Βροκίνη. «Περὶ τῶν ἐτησίως τελουμένων ἐν Κερκύρα λιτανειῶν τοῦ θ.΄ Λειψάνου τοῦ ἀγίου Σπυρίδωνος κ.λ.π.» έκδ. γ΄ Κέρκυρα 1909, σε. 32 -33
(4) κεφ. 20
(5) Ασματική ακολουθία και Βίος…υπό Σ. Παπαγεωργίου, σελ. ι΄. Υπάρχει και η άποψη ότι το ιερό λείψανο ήταν τοποθετημένο κάτω από το θυσιαστήριο του Ναού, στηριζόμενη επί της φράσεως του εν λόγω Βίου, «ἀσπασάμενός τε καὶ τὸ θυσιαστήριον τὸ ὄν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἔνθα κεῖται τὸ τίμιον αὐτοῦ λείψανον» (κεφ. 23, βλ.) P. van den Ven, μν. εργ. σελ. 143 εν υποσ.
(6) Ο Κ. Κρουμπάχερ εκφράζει την γνώμη ότι «την βιογραφία ανέγνωσε ο συγγραφέας αυτής Θεόδωρος επίσκοπος Πάφου κατά την εορτή του Αγίου το 655, στο Ναό της Τριμυθούντας» Ασματική Ακολουθία και Βίος… υπό του Σ. Παπαγεωργίου, σελ. 110
(7) Πρόκειται περί των αυτοκρατόρων Κώνσταντος – Κωνσταντίνου του Γ΄ (641 – 688) και Κωνσταντίνου Δ΄ του Πωγωνάτου (668 – 685) , υιού του προηγουμένου.
(8) βλ. P. van den Ven, μν. έργ. σελ. 145
(9) ενθ. ανωτ. σελ. 145 – 146, * πρβλ. και Σωφρονίου Ευστρατιάδου Μητροπολίτη πρ. Λεοντοπόλεως, Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, σελ. 429
(10) ενθ. ανωτ. σελ. 143 *
(11) ενθ. ανωτ. σελ. 146 * πρβλ. και Ι. Ράμφου, μν. έργ. σελ. 13
(12) Α. Κύρου, Βησσαρίων ο Έλλην, τόμος Β΄ , Αθήνα 1947, σελ. 15
(13) Η άποψη κατά την οποία ο πρεσβύτερος Γεώργιος Καλοχαιρέτης μετάφερε το Λείψανο του ιερού Σπυρίδωνος και εκείνο της Αγίας Θεοδώρας της Αυγούστης εις την Κωνσταντινούπολη εις την Κέρκυρα, διατυπώθηκε από τον Νικόλαο Βούλγαρη, σε έκθεσή του περί του ιερού Λειψάνου του Αγίου Σπυρίδωνος, η οποία δημοσιεύτηκε πρώτα ιταλικά εις την Βενετία το έτος 1669 (Vera relatione del thaumaturgo etc. Venetia MDCLXIX). Ο Βούλγαρης στηρίζει την άποψή του σε διάφορα έγγραφα της οικογένειάς του. Την είδηση επαναλαμβάνει μετά από λίγο ο Κερκυραίος ιστορικός Ανδρεάς Μαρμοράς (Della Historia di Corfu, descritta da Andrea Marmora, nobile corcirese, libri otto – Venetia MDCLXXII, pp. 261 – 263), ο οποίος μάλιστα, άγνωστο από που αντλεί, σημειώνει και τον τρόπο μεταφοράς των ιερών Λειψάνων, «dentro sacchi di paglia, e postili sopra un giumento, dava a intendere a coloro, che l’ incotravano, che la soma era cibo della bestia». – Η περί του πρεσβύτερου Γ. Καλοχαιρέτη μαρτυρία έμεινε απρόσβλητη μέχρι το έτος 1808, όταν ο νομοδιδάσκαλος και θεολόγος Στυλιανός Βλασόπουλος ανακοίνωσε εις τον Πρόεδρο της Ιονίου Γερουσίας δι’ εγγράφου του, από 22 Ιανουαρίου 1808, τα εξής: «Risulta da una Ducale del Consiglio de’ Dieci delli 14 Maggio 1489, che un certo Papa Gregorio Poliefto salvo dall’ incursione de’ barbari, che occuparono la Capitale del Greco Impero, unitamente ad altri corpi santi, anco il Protettor nostro (αγ. Σπυρίδωνα), di cui vuole far ricca di tanto tesoro la nostra Patria (Κέρκυρα). Da esso passarono tutte le Sante relique in potere di Giorgio Calochieretti, cui succesero i suoi tre figli, Filippo, Lucca e Marco, de’ quali i due primi ebbero di loro porzione il Santo (Σπυρίδωνα), ed il terzo ebber l’ altra reliquia di sa Theodora». Η άποψη αυτή κοινολογήθηκε ιδιαίτερα από το έτος 1909, όταν ασχολήθηκε με την ανωτέρω είδηση ο Λ. Βροκίνης (μν. έργ. σελ 33 – 34). Αναίρεση των απόψεων του Βροκίνη ανέλαβε ο Ιεροδ. Γροπέτης, μετά πάροδο δεκαετίας (βλ. Γ. Γροπέτου, Τα Λείψανα Σπυρίδωνος Τριμυθούντος και Αυγούστης Θεοδώρας εν Κέρκυρα, περιοδ. «Ἡ Καινὴ Διδαχή», έτος 1920). Περισσότερα σχετικά με την μεταφορά του ιερού Λειψάνου του Αγίου Σπυρίδωνα εις την Κέρκυρα, βλ. : 1) Αληθής έκθεση περί του εν Κερκύρα θαυματουργού Λειψάνου του Αγίου Σπυρίδωνα… παρά Νικολάου του Βουλγάρεως… Βενετία, 1880 2) Περί των ετησίως τελουμένων εν Κερκύρα λιτανειών του θ. Λειψάνου του Αγίου Σπυρίδωνος και της εν του έτους 1716 πολιορκίας της Κέρκυρας ιστορική επιτομή, εκ εκδιδομένων και ανέκδοτων εγγράφων ερανισθείσα από τον Λαυρέντιο Σ. Βροκίκη. Έκδοση τρίτη κ.λ.π. Κέρκυρα 1909. 3) Τα λείψανα Σπυρίδωνος Τριμυθούντος και Αυγούστης Θεοδώρας στην Κέρκυρα, υπό του Ιεροδ. Γεώργιου Γροπέτου, Εφόρου Δημοσίας Βιβλιοθήκης Κερκύρας (εν τω περιοδ. «Ἡ Καινὴ Διδαχή», έτος 1920, εν Αθήνα, σελ. 31 – 40 και 194 – 206)
(14) Οι υπογραμμίσεις και τα θαυμαστικά είναι του συγγραφέως, Σεβ. Μητρ. Μεθοδίου
(15) σελ. ιζ΄ – ιθ΄
(16) Και από αυτό αποδεικνύεται η ανακριβής η είδηση του λατινικού συναξαρίου περί εξορύξεως του δεξιού οφθαλμού του Αγίου.
(17) Ιω. Ράμφου, μν. έργ. σελ 14
(18) Vera relatione del thaumaturgo di Corfu Spiridione il Santo, oue si vede anco come da Constantinopoli, quando, e per chi segue la Sua traslatione in quella metropoli, e come ne goda il iuspatronato la famiglia Bulgari, Consacrata all’ immortal merito dell’ illustriss. e reverendiss. monsig. Carlo Labia dignissimo archiuescouo di Corfu, da Nicolo Bulgari, dottor di filosofia, e medicina nob. Concirense. in Venetia, peri il Mortali. M. DC. LXIX. Con licenza de’ Superiori.
(19) 1673 – 1693
(20) 1592 – 1605
(21) Cesare Baronio (1538 -1607), Καρδινάλιος και επιφανής εκκλησιαστικός ιστορικός. Φίλος του αγ. Φιλίππου Neri και διάδοχος αυτού, από το 1593, εις την ηγεσία του υπό του Φιλίπππου ιδρυθέντος Οραταρίου (1548)· εξομολόγος του πάπα Κλήμεντος Η΄
(22) «Ἀληθής Ἔκθεσις κ.λ.π.», σελ. 7. Εις υποσημείωση της σελ. 8 της «Ἀληθοῦς Ἐκθέσεως» καταχωρείται εν μετάφραση το εξής πιστοποιητικό γράμμα:
«Ο υπογεγραμμένος επίσκοπος Φερεντίνου (επαρχίας Ρώμης) πάσι τοις περί τούτου ενδιαφερόμενος πιστοποιεί ότι στην αποθήκη (Custodia) των Ιερών Λειψάνων της εν Ρώμης Νέας Εκκλησίας της και επ’ ονόματι της Υπεραγίας Θεοτόκου της Πεδιάδος (S. Maria in Vallicella) και των Φιλιππινών επίσης καλουμένης, διατηρείται εις των βραχιόνων του Αγίου Σπυρίδωνος Επισκόπου Τριμυθούντος και Προστάτη Κερκύρας του και εν Νίκαια Οικουμενικής Συνόδου παρευρεθέντος. Προς δε ότι ο ρηθείς βραχίονας υπάρχει εσώκλειστος στην αρχαία μετάλλινη λειψανοθήκη, βραχιονοειδές εχούσης το σχήμα και επιφερούσης αναγεγλυμμένη την εικόνα του Άγιου κατά το Ελληνικό ύφος – Το παρόν πιστοποιητικόν γράμμα βασίζεται επί σχετικού εγγράφου φέροντος ημερομηνία την 12η του μεσούντος μηνός και αποσταλέντος μοι παρά του προϊσταμένου της ρηθείσας Εκκλησίας και της σχετικής Ιερογραμματείας – Όθεν εις ένδειξη κ.τ.λ.»
Εν Φερεντίων κε της Επισκοπικής Καθέδρας την δεκάτη τετάρτη του μηνός Σεπτεμβρίου 1872.
Ιησουάλδος Βιτάλης Επίσκοπος Φερεντίνου»
(23) μν. έργο. σελ. 46 – 47
(24) Εννοείται τα σκεύη μέσα στον ναό και τα σκευοφυλάκια
(25) του Λατινοεπισκόπου
(26) Σύμφωνα προς την μαρτυρία αυτή το εν λόγω ι. λείψανο του βραχίονα μεταφέρθηκε κατ’ ευθείαν εκ Κωνσταντινουπόλεως εις Ρώμη κατά το μεταξύ των ετών 1592 – 1605 διάστημα, δηλαδή μετά ένα και ήμισυ αιώνα μετά την μεταφορά του ι. Σκηνώματος του Αγίου εις την Κέρκυρα (1456)

www.apologitis.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου