Στο δεύτερο έτος της υπηρεσίας μου, νέος 21 χρόνων, διορίστηκα σαν δάσκαλος στο Δημοτικό Σχολείο Αγίων Βαβατσινιάς ενός μικρού ορεινού χωριού της επαρχίας Λάρνακος. Είχα τρεις τάξεις, καμιά τριανταριά παιδιά. Μήνας Απρίλης του 1957. Πριν από μερικές μέρες είχαν γραφτεί συνθήματα με γαλάζια μπογιά στους εξωτερικούς τοίχους του σχολείου: ΕΟΚΑ-ΔΙΓΕΝΗΣ-ΜΑΚΑΡΙΟΣ.
Παλιό κτίριο, ψηλό, με διπλή, πελώρια ξύλινη πόρτα. ΄Εκανα μάθημα στην έκτη τάξη κι οι άλλες δυο εργάζονταν σιωπηρά. Ξαφνικά ακούεται ένας δυνατός κρότος και η διπλή πόρτα ανοίγει διάπλατα.! Τι συνέβη; Καμιά δεκαριά πάνοπλοι άγγλοι στρατιώτες με επικεφαλής ένα αξιωματικό, είχαν δώσει δυνατή ταυτόχρονη κλωτσιά στην είσοδο! Στάθηκαν απέναντί μας σαν αγάλματα, έχοντας όλοι προτεταμένα τα όπλα τους εναντίον μας! Τα παιδιά φοβήθηκαν αλλά παρέμειναν ήσυχα στις θέσεις τους.
Ο αξιωματικός τους, κι εκείνος ακίνητος, σαν ρομπότ, χωρίς αισθήματα, καρδιά και καλοσύνη, πιστό αντίγραφο της ψυχρής αποικιοκρατικής αλαζονείας, μου έγνεφε με το δάκτυλο να πάω κοντά του. Προχώρησα προς το μέρος του, στάθηκα απέναντί του και τον ρώτησα : «Τι συμβαίνει; Τι θέλετε;» Μου απαντά: «Στους τοίχους του σχολείου υπάρχουν συνθήματα της ΕΟΚΑ και να βγεις να τα σβήσεις!». Τότε του λέγω: «Αυτό δεν μπορώ να το κάνω γιατί δεν είναι στα καθήκοντά μου. Το Γραφείο Παιδείας με πληρώνει για να διδάσκω τα παιδιά και όχι για να σβήνω συνθήματα».
Κοκκινίζει από θυμό και μου απαντά: «Αυτό που σου λέω! Στα χωριά μου δεν ανέχομαι να υπάρχουν συνθήματα της ΕΟΚΑ!». Μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι! «Από πού κι ως πού αυτά τα χωριά είναι χωριά σου; Μήπως τα έφερες από την Αγγλία; Κι έπειτα, τι τρόπος είναι αυτός, τι είδους ήρωες και πολεμιστές είσαστε εσείς όταν θεωρείτε σαν κατόρθωμα να εκφοβίζετε και να απειλείτε μικρά παιδιά στρέφοντας εναντίον τους τα αυτόματά σας; Α να χαθείτε» τους απαντώ, εκτός εαυτού και τους κλείνω κατάμουτρα τη διπλή πόρτα.
Ήμουν βέβαιος ότι θα την ξανάνοιγαν για να με συλλάβουν, αλλά, δεν ξέρω γιατί, έφυγαν και μας άφησαν ήσυχους για εκείνη την ημέρα. Είχαν φυσικά το σχέδιό τους οι πονηροί και «γενναίοι» υπερασπιστές της πάλαι ποτέ «Αυτοκρατορίας»! Το βράδυ ήρθαν ξανά στο σπίτι μου και με συνέλαβαν ενώ δειπνούσαμε με τους γονείς μου – ο Θεός να τους αναπαύσει - και δεν είχαν τουλάχιστο την ευγένεια να με αφήσουν να τελειώσω το φαγητό μου. Με περικύκλωσαν και με οδήγησαν μέσα στο σκοτάδι – τότε δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό – από τα στενά ανηφορικά δρομάκια, στο μέρος όπου ήταν γραμμένα τα συνθήματα.
Μόλις περάσαμε από την πλατεία και τα καφενεία του χωριού, όπου υπήρχε λίγος κόσμος, άρχισαν να με κλωτσούν και να με κτυπούν με τις γροθιές τους και με τους υποκοπάνους των όπλων τους. Όταν φτάσαμε στο σχολείο – που βρισκόταν στην άκρη του χωριού - άναψαν τα ηλεκτρικά τους φανάρια, φωτίζοντας τα συνθήματα. Είχαν έτοιμο και ένα κουβά με μπογιά και πινέλλο. «Σβήσε τα συνθήματα!» ούρλιαζαν. «Ποτέ δεν θα τα σβήσω!» τους απαντούσα. Νέες κλωτσιές και νέο ξύλο! Αυτό το επανέλαβαν πολλές φορές και κάθε φορά που αρνιόμουν να κάμω αυτό που ήθελαν ακολουθούσε νέο ξυλοφόρτωμα! Αυτό συνεχίστηκε για μισή ώρα περίπου. Στο τέλος τους λέω «Μη με κτυπάτε, πυροβολήστε με, γιατί δεν πρόκειται να τα σβήσω!» Με άφησαν! Με διέταξαν να φύγω! Σκέφτηκα πως ίσως να το έκαναν για να με πυροβολήσουν ενώ απομακρυνόμουν και να ισχυριστούν – όπως έκαναν σε πολλές περιπτώσεις – ότι αποπειράθηκα να δραπετεύσω. Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή φάνηκε να κατηφορίζει προς το καφενείο ένα γεροντάκι κρατώντας στο χέρι ένα φανάρι πετρελαίου για να βλέπει το δρόμο. «Ο Θεός μου το έστειλε» σκέφτηκα.. Το πλεύρισα με ανακούφιση και μαζί απομακρυνθήκαμε.
Την επόμενη μέρα δεν πήγα σχολείο αλλά στο Επαρχιακό Γραφείο Παιδείας στη Λάρνακα. ΄Εδειξα τα σημάδια από το ξύλο στον άγγλο Επαρχιακό Λειτουργό (Το όνομά του ήταν Άττλη) και του διηγήθηκα όλη την ιστορία. Θύμωσε πολύ και μου έδωσε τρεις μέρες άδεια, ζητώντας μου να πάω στο νοσοκομείο για περίθαλψη και να του στείλω πλήρη έκθεση για το συμβάν, πράγμα που έπραξα.
Μετά από λίγες μέρες, οι ίδιοι στρατιώτες αλλά ...χωρίς όπλα ήρθαν πάλι και με βρήκαν στο σχολείο με ...χαμόγελα, και φωτογραφικές κι ήθελαν ... να φιλέψουν τα παιδιά με σοκολάτες ( σπάνιο είδος για εκείνη την εποχή). Η μεγαλύτερη ικανοποίηση για μένα ήταν βλέποντας τα παιδιά να βάζουν τις σοκολάτες στο χώμα, να τις ποδοπατούν και να τις λιώνουν κι όταν έκρυβαν και γύριζαν αλλού τα πρόσωπά τους την ώρα που οι στρατιώτες προσπαθούσαν να τα φωτογραφίσουν! Ειλικρινά το χάρηκα με την καρδιά μου και όσο ζω δε θα το ξεχάσω ποτέ! Και χαλάλι ...το ξύλο που έφαγα, που ήταν το ελάχιστο που θα μπορούσα να υποστώ για την αγαπημένη Πατρίδα Κύπρο και την Μητέρα Πατρίδα Ελλάδα. Γιατί ο στόχος μας ήταν μεγάλος και ιερός. Είχαμε ορκιστεί πολλοί Έλληνες και πολεμούσαμε για την ΕΝΩΣΗ, ο καθένας από το πόστο του, πειθαρχώντας στις οδηγίες του Αρχηγού Διγενή, του σεμνού και ηρωικού πολέμαρχου, του γνήσιου και ανυπόταχτου μαχητή. Και για την επίτευξη του σκοπού μας είχαμε την ζωή μας ξεγραμμένη.
Ανδρέας Παπαευθυμίου
Ένας Έλληνας Κύπριος δάσκαλος του 55-59/πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου