Στό μέσον περίπου τῆς δυτικῆς ἀκτῆς τῆς Κερκύρας, δεκαπέντε περίπου χιλιόμετρα ἀπό τήν πόλη, ἀνάμεσα στά χωριά Πέλεκας καί Βάτος, στήν πίσω μεριά τοῦ ὄρους Ἅγιος Γεώργιος καί ἀμέσως μετά τήν εἰδυλλιακή παραλία Μυρτιώτισσα, θεμελιώθηκε κάποια χρονιά τοῦ 16ου αἰ. ἡ Ἱερά Μονή Μυρτιδιώτισσας ἤ τῶν Μυρτιδίων. Παλαιότερα ὀνομαζόταν Ἱ. Μ. Ὑ. Θ. Φανερωμένης στόν Τρίαλο. Καταπράσινη ἡ πλαγιά, λίγες δεκάδες μέτρα ἀπό τό ἀκρογιάλι, ἄγρια ὁμορφιά ὁλόγυρα, πεῦκα, ἐλιές καί πυκνή βλάστηση κυκλώνουν τήν μονή, πού βρίσκεται διαρκῶς ὑπό τήν ἀπειλή τῶν τεράστιων βράχων τοῦ βουνοῦ τῶν κρεμασμένων ἀπό πάνω της. Τό μεγαλεῖο τῆς φύσης, ἡ κατάνυξη καί ἡ γαλήνη τῆς ἱστορικῆς μονῆς ἐντυπωσιάζουν τόν προσκυνητή.
Ἡ παράδοση θέλει ὡς ἱδρυτή τοῦ ναοῦ καί τῆς μονῆς τόν Ἱερομόναχο Δανιήλ Καγγελάρη, ἐφημέριο τοῦ Ἁγίου Βλασίου Τρικλίνου. Ὁ Δανιήλ ἵδρυσε τόν ναό ἀφοῦ, κατά Θεία Πρόνοια καί Βούληση, τοῦ ἀποκαλύφθηκε ὁ τόπος ὅπου βρισκόταν ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Ὁ Συναξαριστής ἀναφέρει σχετικά τά ἀκόλουθα: Κάποιος μοναχός, ὀνόματι Δανιήλ, γιός μονογενής ὀθωμανοῦ βασιλέα, πού πίστεψε στόν Χριστό καί βαπτίστηκε στή Βενετία, ἦρθε στήν Κέρκυρα γιά νά προσκυνήσει τόν Ἅγιο Σπυρίδωνα. Παρέμεινε στό νησί καί μόναζε στόν Ἱ. Ναό τοῦ Ἁγίου Βλασίου στό Τρίκλινο ἐπί δύο περίπου χρόνια, τηρώντας τούς νόμους τῆς μοναστικῆς ζωῆς καί πολιτείας. Μία νύχτα, μέσα σέ ὅραμα, ὁδηγήθηκε σέ σπηλιά, ὅπου ἐντόπισε εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, τήν ὁποία ὀνόμασε Μυρτιδιώτισσα, ἐπειδή βρέθηκε μέσα στίς μυρτιές. Μέ τήν βοήθεια τῶν κατοίκων τῶν γύρω χωριῶν οἰκοδόμησε ναό ὅπου, σέ περίλαμπρο προσκυνητάρι, τοποθέτησε τό ἱερό κειμήλιο. Μετά τήν ἀποπεράτωση τῆς μονῆς ὁ Δανιήλ ἐπέστρεψε στό ναό τοῦ Ἁγίου Βλασίου, ὅπου ἔκτισε καί καμπαναριό, ζώντας ἐκεῖ ἀσκητικά ὥς τήν κοίμησή του.
Κάτω ἀπό τόν βράχο, ὅπου βρέθηκε ἡ εἰκόνα ὑπάρχει σπήλαιο μέ σταλακτίτες σέ σχῆμα περιστεριοῦ, ἀπό τό ὁποῖο ὀνομάστηκε καί ὁ τόπος Περιστέρι.
Τή σημερινή μορφή της ἔλαβε ἡ μονή γύρω στό 1830 ἐπί ἡγουμενίας τοῦ Ἱερομονάχου Νεκταρίου Γραμμένου. Λόγῳ θέσεως ἦταν ἰδιαίτερα ἐπισφαλής. Συχνές κατολισθήσεις τραυμάτιζαν τά κτίρια της καί προκαλοῦσαν πολλές καί μεγάλες ζημιές. Σημαντικότερη ὑπῆρξε ἐκείνη τοῦ 1920, πού κατέστρεψε σχεδόν ὁλοκληρωτικά τό συγκρὀτημα. Περιγραφή τῆς καταστροφῆς καί τῆς ἀνοικοδόμησης, πού συνεχίσθηκε ὥς τό 1937, καταγράφεται στό χρονικό τοῦ μοναχοῦ Ἀμβροσίου Πακτίτη, ὁ ὁποῖος ἐγκαταβίωσε ἐδῶ ἀπό τό 1892 ὥς τό 1956 καί χρημάτισε καί ἡγούμενός της. Διάφοροι χῶροι, (ναός, ἀρχονταρίκι, κελλιά, μαγειρεῖο, ξενῶνες), ἁρμονικά δεμένοι μεταξύ τους, συνθέτουν τό παραδοσιακό συγκρότημα τῆς Μυρτιδιώτισσας. Ἡ ἀρχιτεκτονική μορφή της καί τό πλήθος τῶν κειμηλίων, τά ὁποῖα ἐπί αἰῶνες τώρα διαθέτει, τήν κατατάσσουν στίς πλέον σημαντικές μονές τῆς Κερκύρας.
Στό Καθολικό, ρυθμοῦ βασιλικῆς, ὑπάρχει εἰδική κρύπτη στή θέση ὅπου βρέθηκε ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Στή θέση της ἔχουν τοποθετήσει ἕνα πέτρινο περιστέρι. Πολύ ἀξιόλογης τέχνης εἶναι τό ξυλόγλυπτο τέμπλο του. Πλῆθος λατρευτικῶν εἰκόνων, οἱ ὁποῖες εἶναι κυρίως ἑπτανησιακῆς τεχνοτροπίας κοσμοῦν τούς τοίχους του.
Ἀξιοσημείωτη παραμένει πάντοτε ἡ ἐξαιρετικῆς τεχνοτροπίας καί τέχνης εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Μυρτιδιωτίσσης, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ σημεῖο θρησκευτικῆς ἀναφορᾶς καί πίστεως πολλῶν εὐσεβῶν, ὄχι μόνον τῆς γύρω περιοχῆς ἀλλά καί ὅλης τῆς Κερκύρας.
Σπουδαῖο τμῆμα τῆς μονῆς εἶναι ἡ βιβλιοθήκη της. Καταγραφή της πραγματοποιήθηκε ἀπό τήν Παναγιώτα Τζιβάρα καί τόν Σπῦρο Καρύδη. Ἐντοπίστηκαν εἴκοσι δύο συνολικῶς χειρόγραφα καί ἑκατόν ὀγδόντα δύο τόμοι βιβλίων, πού ἐκδόθηκαν ἀπό τό 1604 ἕως τό 1900, βιβλίων κυρίως λειτουργικῶν, πατερικῶν, ἱστορικῶν, φιλολογικῶν κ.ἄ.
Ἡ ἀδελφότης τῆς μονῆς ὀργανώθηκε τόν 19ο αἰ., περίοδο ἀκμῆς, χωρίς να ξεπεράσει τόν ἀριθμό τῶν δέκα μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι κατά τόν 20ο αἰ. μειώθηκαν αἰσθητά, ὥστε νά ἀποφασισθεῖ ἡ συγχώνευση τῆς μονῆς τῆς Μυρτιδιώτισσας μέ ἐκείνη τῆς Παλαιοκαστρίτσας ἤ τῆς Πλατυτέρας.
Μετά τόν θάνατο τοῦ Ἱερομονάχου Σωφρονίου Βασιλάκη (1964-2000), τήν ἡγουμενία ἀνέλαβε ὁ ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Παλαιοκαστρίτσας Ἀρχιμανδρίτης Εὐθύμιος Δούης, ὁ ὁποῖος φροντίζει τήν ἐκ βάθρων ἀνακαίνιση τῆς Μυρτιδιώτισσας, τήν συντήρηση καί διαφύλαξή της.
Ἡ Ἱ. Μονή ἑορτάζει στίς 24 Σεπτεμβρίου, ἐορτή της Υπεραγίας Θεοτόκου Μυρτιδιωτίσσης.
Μέχρι σήμερα κανείς δεν γνωρίζει την ακριβή ημερομηνία θεμελίωσης της Μονής. Τα μόνα στοιχεία που μπορούμε να βρούμε είναι τα χειρόγραφα του Μοναχού Αμβροσίου Πακτίτη, ο οποίος υπηρέτησε την Μονή από τα 1892 ως τα 1956, αρχικά ως μοναχός και στην συνέχεια ως ηγούμενος της Μονής. Ο μοναχός Αμβρόσιος συνήθιζε να γράφει τις εντυπώσεις του, τις σκέψεις και τις μνήμες του σε χειρόγραφα.
Αυτά τα χειρόγραφα βρέθηκαν μετά από χρόνια και αφού συντηρήθηκαν εκδόθηκαν σε βιβλίο με τίτλο «ΧΡΟΝΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ». Από αυτό το βιβλίο αντλήσαμε τις πληροφορίες που θα διαβάσετε παρακάτω, σε δύο αποσπάσματα, για την ιστορία του Μοναστηριού.
Απόσπασμα Πρώτο
Διήγησης το πως εκτίσθη η αγία εκκλησία της Μυρτιδιωτίσσης και ποίος ο ιδρυτής αυτής.
Η ευλογημένη εκλλησία της ιεράς Μονής Υ.Θ. Μυρτιδιωτίσσης εκτίσθη το πρώτον εκ βάθρου είς μικράν εκλλησίαν εν έτει (;;;;) εν μηνί Ιουλίω υπό τινός ιερομονάχου Δανιήλ Καγγελάρη καταγομένου εκ του βασιλείου της Αφρικής της Περσίας υιός μονογενής του τότε βασιλέως Αλίμπεη, οθωμανός το γένος και την θρησκείαν.
Ούτος υπό θείου ζήλου κινούμενος εβαπτίσθη εν τη γή των Ενετών πόλιν εν τη εκκλησίαν του Αγίου Γεωργίου των Ρωμαίων εν έτει (;;;;) εν τη 26η του Οκτωβρίου μηνός και μετονομάσθη εκ του Αγίου Βαπτίσματος Δημήτριος και ήτον ετών 26.
Διατρήψας δε ικανόν χρόνο εν τη των Ενετών πόλει και υπο των εκείθε ορθοδόξων χριστιανών βοηθούμενος, αφού έλαβεν το Άγιον Βάπτισμα θείο ζήλο κινούμενος και κατα θείαν οικονομίαν, μετήλθεν εν τινί Ιερά Μονή τιμωμένη επ' ονόματι το Γενέσιον της Θεοτόκου ήτις ευρίσκεται εν τη «Καλίπολη» όπως εν ταύτη μονάση.
Διατρίψας δε ικανόν χρόνον εν τη αυτή Μονή χειροτονείται μοναχός ρασοφόρος και ακολούθως μεγαλόσχημος και ακολούθως διάκονος και τελευταίον ιερομόναχος και συγκατεψηφίσθη συν τη λοιπή αδελφότητι διάγων βίον αγιον και ενάρετον εν τη αγία ταύτη Μονή, μετωνομάσθη δε το της μοναδικής πολιτείας όνομα αντί Δημήτριος Δανιήλ.
Ούτος ο ιερομόναχος Δανιήλ, έχων εις τον λογισμόν αυτού, ότι εις την νήσον των Κορυφών ευρίσκεται το λείψανον του θαυματουργού Σπυρίδωνος εκ θείου ζήλου κινούμενος λάβων την ευχήν του άνωθεν ηγούμενου και των λοιπών αγίων πατέρων της αγίας αυτής Μονής, και ευρών καιρόν επιτήδειον κατηυθύνθη δια τους Κορφούς, όπως προσκύνηση το Άγιον λείψανον του θαυματουργού Σπυρίδωνος.
Διέτριψε εν τη αγία ταύτη Μονή χρόνους τέσσαρες ήτοι μέχρι του (;;;;) .
Κατά δε το ερχόμενον έτος του (;;;;) εν μηνί Απρίλιω 23 φθάνει εις τους Κορφούς εν η οδηγήθη προς τον ιερόν ναόν του Αγίου Σπυρίδωνος...
Απόσπασμα Δεύτερο
«Άγνωστον πότε εκτίσθη και ποίος ήτον ο αυτής ιδρυτής βάθος αμέτρητον είναι, όλα κατά εικασίαν πολλήν έγραψα.
24 Ιουνίου Κέρκυρα. Καθήμενος ο πάτερ Δανιήλ εις τον Άγιον Βλάσιον είδε εις τον ύπνον του ένα όραμα και λέγει του ύπαγε εις το βουνό του Τριάλου εις τον ονομαζόμενον Κόνδρακα εις τον οποίον είναι ένα σπήλαιο.
Έσωθέν του σπηλαίου εισίν μια πέτρα εις είδος περιστεράς και ένας σταυρός ρετσινος άνωθεν. Εντός αυτού εισίν η σεβασμία εικών της Θεοτόκου, εις τον οποίον τόπον να κτίσης ναόν της Θεοτόκου, ότι ούτος θέλει ο Θεός δόξασε τον τόπον εκείνον.
Μετ' ολίγον ξυπνώντας και συλλογιζόμενος τους λόγους του, έλεγε ότι φάντασμα εισίν.
Μετ' ολίγας ημέρας κατεβαίνοντας από το κελί του στην εκκλησίαν δια να διαβάσει την Ακολουθίαν του, εκλείσθη έσωθεν της εκκλησίας και άρχισε το Μεσονυκτικόν και τελειώνοντας το ακούει κρότον μέγα και ανοίχθησαν αι θύρες της εκκλησίας και έντρομος γενόμενος, εδοκειν πνεύμα θεωρείν, και θεωρήσας είδεν άνθρωπον στολήν λευκή και ενεθαμβήθη και έλεγεν του ο φανείς Δανιήλ, επιτάχυνον ον σοι είπον.
Και με τον λόγον τούτον ο φανείς έγινεν άφαντος.
Και τελειώνοντας την Ακολουθίαν του ήλθε η μέσα και κάνοντας τον σταυρόν του, εκαβαλίκευσεν εις το μουλάρι, και ερχόμενος εις το χωρίον Βάτος ερώτησεν να του δείξουν τον δρόμον δια τον Τριάλον.
Και δείχνοντας του άρχισεν και ανέβαινεν εις το βουνό.
Και φθάσας εις έναν τόπον ονομαζόμενον Αλώνι, όπου ανέμιζαν στάρι οι άνθρωποι του τόπου εκείνου, ηρώτησεν αυτούς, που εστίν ο ονομαζόμενος Κόνδρακας, και αυτοί του έδειξαν.
Και εμβαίνοντας μέσα εις το ΄δάσος των Μυρτιδίων, και κοιτάζοντας ένθεν και ένθεν, βλέπει την θύραν του σπηλαίου και εισελθών έσω του σπηλαίου είδεν την περιστεράν και τον σταυρόν και εχάρη λίαν.
Ταύτα εβρέθησαν γεγραμμένα επί ενός τεμαχίου απλού χάρτου. Ποίος δε τα έγραψεν και από ποίου καιρού εισίν γραμμένα άγνωστον εστί προς εμέ τον μεταγράπτην.
1913/06/02 την ημέραν Κυριακήν της Αγίας Πεντηκοστής έγραψα ο εν μοναχοίς ελάχιστος Αμβρόσιος Πακτίτης.»