Στό παραθύρι μου ἦρθαν χελιδόνια.
Στούς λογισμούς μου ἀκούονται ψαλμοί γιά τήν δόξα σου.
Εὐχαριστῶ τήν καταστροφή πού μέ ὕψωσεν ὡς ἐσένα.
Εὐλογημένες οἱ ἀποτυχίες πού μ᾿ ἔκαμαν ν᾿ ἀκούω τόν ἑσπερινό.
Κάβοι καρτεροῦσαν τό καράβι τῆς νειότης μου ξεκινημένο τήν αὐγή.
Στίς ἅρπες τῶν σκοινιῶν του μάταια πέρασαν οἱ συμφωνίες τῶν ἀνέμων καί πίσω ἀπ᾿ τά κατάρτια μου μάταια ἔσβυσαν ἥλιοι ὠκεανῶν.
Κάβοι καρτεροῦσαν τό καράβι τῆς νειότης μου ξεκινημένο τήν αὐγή.
Σέ μαῦρον κάβο τό καράβι τῆς νειότης μου ἔπεσε.
Πρός τόν Ἄθω πλέουν τά συντρίμματά του, Κυρία τῶν Ἀγγέλων!
Οι αγαπημένοι μου πρόσφεραν το φαρμάκι του χωρισμού. Ως την ύστερη στάλα το ήπια και σε είδα μπροστά μου. Ωραία είσαι σαν την αγάπη και σαν την αδυναμία.
Οι αγαπημένοι μου πρόσφεραν το φαρμάκι του χωρισμού. Αμάρτημα ήταν αν κάποτε χάρηκα, πλάνη αν κάποτε τόλμησα. Στο ύψος του πόνου, Δέσποινα, κράτησέ με.
Την ειρωνεία της χαράς και τη φτώχεια της νίκης απομάκρυνε από με, Οδηγήτρια.
Τη δύναμι είδεν η ψυχή μου και γύρισε το πρόσωπό της. Το αύριο της νειότης είδε κι' έκλαψε πικρά. Στην όχθη ακούοντας το τραγούδι των ποταμών μοιρολόγησε της δυνατές πολιτείες του πολέμου που αφανίστηκαν και θρήνησε το νικητή μαζύ με το νικημένο. Ιδού που έμαθα να κρατώ τη λαμπάδα και να στέκω στο εικόνισμά σου.
Είδα της σαύρας το λιγερό περπάτημα στα ερείπια των πολιτισμών. Είδα τη δάφνη να κλαίη να σαν ιτιά στην έρημη αρχαία παλαίστρα. Σαν του σύννεφου τη σκιά περνά η δόξα των δυνατών, σαν παραμύθι των αγρών η ιστορία! Στων ανθρώπινων θριάμβων τον πάταγο τα κυπαρίσσια κινούν την κεφαλή. Μονάχα ο πόνος που σε πλήγωσε, αυτός δεν είνε ψέμμα, Παναγία Παρθένε.
Δόξα στον πόνο!
Σ' αυτόν η αγάπη προσφέρει το ποτήρι του αίματός μας. Σ' αυτόν το πνεύμα σωριάζει τα άστρα που τρύγησεν απ' τους ουράνιους κήπους. Γι' αυτόν ανοίγει τα φτερά της η πεταλούδα της ωραίας μας στιγμής. Γι' αυτόν ανθίζουν οι κρίνοι των κυμάτων στο αλέτρι της πλώρης.
Δόξα στον πόνο!
Γι' αυτόν απ' το δέντρο της ζωής μας πέφτουν αργά τα χρυσά φύλλα της πείρας και της υποταγής. Τον ήλιο σκλαβώνουν οι ζωγράφοι και διηγούνται τα έργα του. Στα χιόνια των μαρμάρων κατοικούν οι ευγενικές του μορφές. Στη σιωπή ανθίζουν οι αιώνιες ιδέες του.
Δόξα στον πόνο που σ' εσπάραξε, Μητέρα των θλιμμένων.
Σε γονυκλισίες εξαϋλώθηκε — στο στασίδι
τυράγνησε τα κόκκαλά του — στη δέηση κέρωσε
— στην τύψη του σε είδεν όραμα ο ασκητής
που σ' έχει ζωγραφισμένα.
Των παθημάτων μου η σοφία λαμπάδα σ' εσένα γίνεται, της σιωπής μου η μουσική τροπάριο βυζαντινό ανεβαίνει στη δόξα σου.
Ωραία είσαι σαν ψυχή που επόνεσε. Ωραία είσαι σαν ευτυχία που χάθηκε. Ωραία είσαι σαν πνεύμα που δίστασε. Ωραία είσαι σαν τόλμη που γονάτισε.
Τα κρίνα των στοχασμών μου δέξου, τα χιλιδόνια των ψαλμών μου άκουσε, Κυρία των Αγγέλων!
Ζαχαρία Παπαντωνίου, Πεζοί Ρυθμοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου