Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Σούλου
«Η πίστις σου σέσωκέ σε, πορεύου εις ειρήνην»
«μη φοβού, μόνον πίστευε, και σωθήσεται»
Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή περιγράφονται δύο θαύματα τα οποία, τελέσθηκαν από τον Σωτήρα Χριστό, εξ’ αιτίας της ζώσας πίστης των πονεμένων εκείνων ανθρώπων. Το πρώτο είναι η θεραπεία της αιμορροούσης γυναίκας και το δεύτερο η ανάσταση της κόρης του Ιαείρου. Και τα δύο θαύματα ο Κύριος τα εποίησε με τον λόγο Του και φανερώνουν, ότι ο των όλων Κύριος δεν κάνει ουδεμία διάκριση, διότι «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν».
Αιτία της πραγμάτωσης αυτών των θαυμάτων ήταν η θερμή πίστη, που επέδειξαν τόσο η γυναίκα, που αιμορραγούσε, όσο και ο πονεμένος πατέρας, επιβεβαιώνοντας την ευαγγελική ρήση, που λέγει ότι «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται».
Είναι φανερό ότι ο «κατ’ εικόνα Θεού» πλασθείς άνθρωπος πρέπει να διακρίνεται δια την αυθεντική και την αληθινή πίστη του, την ζέουσα πίστη του στον Τριαδικό Θεό, και τούτο διότι δια της πίστεως ο άνθρωπος ενώνεται αγαπητικιά με τον Θεό, τον Πλάστη και Δημιουργό του, και επιστρέφει στην όντως ζωή. Η αληθινή, η θερμή, η ζέουσα πίστη στο Θεό και το «γίνου πιστός άχρι θανάτου και δώσω σοι τον στέφανο της ζωής», κατά το Ιερό βιβλίο της Θείας Αποκάλυψης, καθιστά τον άνθρωπο ήρωα, ισχυρό, άγιο, ενάρετο, τέλειο και τον οδηγεί σε μεγάλα κατορθώματα και προπάντων τον οδηγεί στην αγκαλιά του Θεού Πατέρα.
Όμως η Χριστιανική πίστη δεν είναι μία απλή γνώση, δεν είναι μία απλή θεωρία, δεν είναι ένα σύστημα φιλοσοφικό, διατυπωμένο από ανθρώπους, αλλά είναι θεία δύναμη, είναι θάρρος, είναι φλόγα, που φωτίζει. Η πίστη είναι θείος οργασμός που οδηγεί σε προσωπική ένωση του ανθρώπου με τον Θεό. Πίστη, κατά τον Απ. Παύλο, είναι«ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων». Πίστη, δηλαδή, στον εν Τριάδι Θεό, στον Πατέρα, στο σαρκωμένο Λόγο και στο Άγιο Πνεύμα. Πιστεύουμε στη Μία, Αγία, Καθολική, Αποστολική Ορθόδοξο Εκκλησία. Στο ένα Βάπτισμα και σε όσα περιλαμβάνονται στο Σύμβολο της Πίστεως.
Αντίθετα η πίστη μας στο Χριστό και την αγία Του Εκκλησία δεν είναι πείραμα, που μπορεί να γίνει στο επιστημονικό εργαστήριο και έτσι να αποκτήσουμε γνώση και εμπειρία των φαινομένων, που ακολουθούν. Δεν είναι επιστημονική μάθηση, που τη μαθαίνουμε από τα βιβλία. Δεν είναι ατομική ή προσωπική ή υποκειμενική γνώμη.
Η αληθινή πίστη είναι δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Είναι η ακατάληπτη πνευματική ικανότητα να αντιλαμβάνεται ο νους τα ουράνια, εν Αγίω Πνεύματι. Είναι ακόμη, ένας έλεγχος. Δηλαδή, μια απόδειξη, μια φανέρωση, των άδηλων πραγμάτων του Θεού, που δεν τα βλέπουν με τα σωματικά μας μάτια, αλλά τα αποκτάμε με τις πνευματικές μας αισθήσεις, μέσω των οποίων μπορούμε να προγευόμεθα τα πνευματικά οφέλη. Είναι η γνώση των πραγμάτων, των όντων δηλαδή, που μας παρουσιάζονται, ως αντικείμενα, τα οποία έχουμε μπροστά μας. Είναι δεδομένα, που ταυτίζουμε, διότι πρέπει να τα ταυτίζουμε, για να τα διαχωρίζουμε από τα άλλα αντικείμενα.
Το θέμα γνώσεως και πίστεως αποτελεί για πολλούς ένα δίλημμα, το οποίο προβάλλει το επιχείρημα ότι όποιος πιστεύει, εγκαταλείπει τη γνώση. Αυτό το δίλημμα είναι το γνωστό «Πίστευε και μη ερεύνα». Υπάρχει επίσης, και η αντίληψη ότι η γνώση προπορεύεται της πίστεως, καθώς και η αντίθετη αντίληψη ότι η πίστη προπορεύεται της γνώσεως και αναζητεί τη λογική της, όπως διατυπώθηκε από τον Αυγουστίνο. Η απάντηση σε αυτό το δίλημμα είναι ότι εάν δεν γνωρίσεις, δεν μπορείς να αγαπήσεις. Δηλαδή, δεν μπορούμε να αγαπήσουμε κάτι, που δεν το γνωρίζουμε.
Επομένως αυτό φιλοσοφικά σημαίνει, ότι η σχέση που δημιουργούμε με ένα ον προϋποθέτει την αντικειμενική αναγνώριση αυτού του όντος. Αυτό στηρίζεται στην προϋπόθεση, ότι η γνώση είναι θέμα διανοητικής συλλήψεως, ενώ η αγάπη είναι θέμα συναισθηματικής καταστάσεως. Όμως δεν μπορεί να σταθεί αυτό, ως σωστό, ούτε επίσης να λέμε, ότι η γνώση προηγείται της αγάπης, αλλά ούτε, ότι η αγάπη προηγείται της γνώσεως. Δεν αγαπάμε για να γνωρίσουμε, διότι αυτά τα δύο ταυτίζονται.
Το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για την πίστη. Η πίστη και η γνώση βασικά ταυτίζονται. Είναι το ίδιο πράγμα. Πίστη, λοιπόν, δεν είναι κάθε τι, που μας φανερώνεται, ως υποχρεωτική γνώση ή φύση των πραγμάτων, ούτε οτιδήποτε μας επιβάλλει, ως υποχρεωτική γνώση η εμπειρία και η ιστορία, αλλά αυτό που μας έρχεται, ως υπόσταση, από τα μέλλοντα, που δεν προέρχεται από την ιστορία και την εμπειρία, ή από τα μη «βλεπόμενα».
Αυτό σημαίνει ότι δεν προέρχεται η πίστη από τα ελεγχόμενα της φύσης μας και των αισθήσεών μας, γι’ αυτό και ερμηνεύεται, ως εμπιστοσύνη, που έχει κάποιος προς κάποιον άλλον. Αυτή όμως η εμπιστοσύνη δεν μπορεί να αποτελέσει τον ορισμό της πίστεως, δηλαδή, ως εμπιστοσύνη, διότι δεν στηρίζεται η πίστη στην εμπειρία των ήδη βεβαιωμένων πραγμάτων. Αλλά προέρχεται από τη στροφή προς τα πράγματα, τα οποία δεν ελέγχονται με τις αισθήσεις.
Πίστη λοιπόν είναι να μη στηρίζεται η ασφάλειά μας, η υπόστασή μας, σε ό,τι ελέγχεται λογικά με τις αισθήσεις ή με την εμπειρία, διότι αυτό συνεπάγεται αναγκαστικότητα. Συνεπώς, πίστη σημαίνει την τοποθέτηση της ασφάλειάς μας, σε οτιδήποτε δεν ελέγχεται από τις αισθήσεις και δεν βεβαιώνεται από την εμπειρία. Η πίστη στηρίζεται στην κατάσταση των ελπιζομένων και μη βλεπομένων, τα οποία καλούμαστε να τα αναγνωρίσουμε, ως όντα. Αυτό αν εκλείψει, τότε δεν υπάρχει λόγος πίστεως πια.
Ο Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ, λέγει ότι η πίστη στο Θεό «δεν είναι το συμπέρασμα σε μια σειρά συλλογισμών ή η λύση σ’ ένα μαθηματικό πρόβλημα». Πίστη δεν σημαίνει απλά βαθιά πεποίθηση, αλλά υποδηλώνει κάτι πολύ βαθύτερο και αμεσότερο. Δεν είναι παθητική έννοια, αλλά κατεξοχήν ενεργητική. Δεν είναι στάση, αλλά «κίνηση». Είναι «γίγνεσθαι» που προϋποθέτει επαφή, αναφορά, εμπειρία προσωπικής αντάμωσης. Ο δε Λόσκυ λέγει ότι «Η χριστιανική πίστις είναι προσκόλληση σε μία προσωπική παρουσία, σε ένα υπαρκτό πρόσωπο, το οποίο δίδει ουσία, περιεχόμενον και βεβαιότητα».
Η πίστη, όταν περιχαρακώνεται σε διανοητικούς αφορισμούς και δομείται με δικανικές συσχετίσεις, τότε γίνεται ιδεολογία. Η ιδεολογικοποίηση της πίστης και κατά συνέπεια η εκνομίκευση του εκκλησιαστικώς «ζην» είναι σημείο των καιρών μας και, ίσως εν πολλοίς, αναπόφευκτη. Δεν καταδικάζεται στο βαθμό μόνο της αυτογνώσεώς της, στην κατάφαση της παρακλήσεως του «βοήθει μοι τη απιστία…» Στην εποχή μας επικρατεί σύγχυση, ως προς το «είδος» της χριστιανικής μας πίστεως και τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις της, που επηρεάζει και κατευθύνει ολόκληρη τη ζωή και πορεία του πιστού στην Εκκλησία.
Γι’ αυτό εμείς ας αντιληφθούμε, ότι η χριστιανική πίστη βοήθησε τον άνθρωπο, ανύψωσε τον άνθρωπο, κατέλυσε τις κοινωνικές ανισότητες, καθιέρωσε την αρχή της φιλανθρωπίας, δημιούργησε τις μεγάλες και θεάρεστες πράξεις και εμφύτευσε στον άνθρωπο τα έργα αγάπης και φιλαλληλίας.
Πίστη λοιπόν είναι να μη στηρίζεται η ασφάλειά μας, η υπόστασή μας, σε ό,τι ελέγχεται λογικά με τις αισθήσεις ή με την εμπειρία, διότι αυτό συνεπάγεται αναγκαστικότητα. Συνεπώς, πίστη σημαίνει την τοποθέτηση της ασφάλειάς μας, σε οτιδήποτε δεν ελέγχεται από τις αισθήσεις και δεν βεβαιώνεται από την εμπειρία. Η πίστη στηρίζεται στην κατάσταση των ελπιζομένων και μη βλεπομένων, τα οποία καλούμαστε να τα αναγνωρίσουμε, ως όντα. Αυτό αν εκλείψει, τότε δεν υπάρχει λόγος πίστεως πια.
Ο Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ, λέγει ότι η πίστη στο Θεό «δεν είναι το συμπέρασμα σε μια σειρά συλλογισμών ή η λύση σ’ ένα μαθηματικό πρόβλημα». Πίστη δεν σημαίνει απλά βαθιά πεποίθηση, αλλά υποδηλώνει κάτι πολύ βαθύτερο και αμεσότερο. Δεν είναι παθητική έννοια, αλλά κατεξοχήν ενεργητική. Δεν είναι στάση, αλλά «κίνηση». Είναι «γίγνεσθαι» που προϋποθέτει επαφή, αναφορά, εμπειρία προσωπικής αντάμωσης. Ο δε Λόσκυ λέγει ότι «Η χριστιανική πίστις είναι προσκόλληση σε μία προσωπική παρουσία, σε ένα υπαρκτό πρόσωπο, το οποίο δίδει ουσία, περιεχόμενον και βεβαιότητα».
Η πίστη, όταν περιχαρακώνεται σε διανοητικούς αφορισμούς και δομείται με δικανικές συσχετίσεις, τότε γίνεται ιδεολογία. Η ιδεολογικοποίηση της πίστης και κατά συνέπεια η εκνομίκευση του εκκλησιαστικώς «ζην» είναι σημείο των καιρών μας και, ίσως εν πολλοίς, αναπόφευκτη. Δεν καταδικάζεται στο βαθμό μόνο της αυτογνώσεώς της, στην κατάφαση της παρακλήσεως του «βοήθει μοι τη απιστία…» Στην εποχή μας επικρατεί σύγχυση, ως προς το «είδος» της χριστιανικής μας πίστεως και τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις της, που επηρεάζει και κατευθύνει ολόκληρη τη ζωή και πορεία του πιστού στην Εκκλησία.
Γι’ αυτό εμείς ας αντιληφθούμε, ότι η χριστιανική πίστη βοήθησε τον άνθρωπο, ανύψωσε τον άνθρωπο, κατέλυσε τις κοινωνικές ανισότητες, καθιέρωσε την αρχή της φιλανθρωπίας, δημιούργησε τις μεγάλες και θεάρεστες πράξεις και εμφύτευσε στον άνθρωπο τα έργα αγάπης και φιλαλληλίας.
Δια τούτο ας πιστέψουμε και εμείς ολοψύχως στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό και ας πράττουμε έργα αγάπης και αρετής. Ας είμαστε, παρά τους δύσκολους καιρούς που περνάμε, στερεοί και ακλόνητοι στην πίστη μας και ας μη μας κλονίζουν οι σειρήνες του κόσμου τούτου, ούτε να μας φοβίζουν οι διάφορες δοκιμασίες, αλλά αφού ειρηνεύουμε πρώτα τα του εαυτούς μας, να πράττουμε έργα αγάπης, δια να ακούσουμε και εμείς το:
«μη φοβού, μόνον πίστευε, και σωθήσεται», που είπε στον πονεμένο πατέρα, καθώς και το, «η πίστις σου σέσωκέ σε πορεύου εις ειρήνην», είπε στην θεραπευμένη αιμορροούσα γυναίκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου