Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Ο Θεόδωρος Κουρεντζής από το Α ώς το Ω.


Ελλάδα: «Είναι ο τόπος του ονείρου μου, της γραφής μου, της θρησκείας μου, ο μελλοντικός τόπος της ζωής μου και ο αρχέγονος τόπος μου. Στα όνειρά μου, στην εσωτερική μου ζωή, που έχω οικογένειες, παιδιά και κατοικία, ζω στην Ελλάδα. Δεν ξέρω αν αυτό θα συμβεί ποτέ, αλλά αυτός είναι ο εσωτερικός τόπος όπου ενοικώ και τώρα και πριν και πάντα. Και ο χώρος που διαμορφώνω στη Ρωσία ή όπου αλλού βρίσκομαι είναι πολύ ελληνοκεντρικός. Εμείς, οι αληθινοί Έλληνες, είμαστε πολύ ελληνοκεντρικοί, γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Είναι τόσο έντονη η γλωσσολαλιά μας που δεν μπορούμε να μιλήσουμε σωστά καμία ξένη γλώσσα. Εχουμε πάντα το ελληνικό αξάν. Εχω προβλήματα. (χαμογελάει) Είμαι σαν το ανέκδοτο με τον Ηπειρώτη τον Γιάνναρο και το “Αχ, κουνελάκι”. (τραγουδάει το «Αχ κουνελάκι» στα Ηπειρώτικα) 
Έχω έρωτα για την Ελλάδα, την ελληνικότητα, αυτό το μυστήριο μείγμα της χριστιανικής παράδοσης στο Βυζάντιο με τον νεοπλατωνισμό και την αρχαία τέχνη, αυτό το καταπληκτικό άνοιγμα ψυχής που προκαλεί η Μεγάλη Παρασκευή στους ανθρώπους ή την ανάταση που αισθάνεται κανείς στην πρώτη Ανάσταση, το Σάββατο το πρωί, με τη φράση “Ανάστα ο Θεός”. Τα περίεργα φυτά της ανατολικής Θράκης, οι τρελές ονομασίες των Θεοτόκων κάθε νησιού. Αυτή είναι η δική μου τοιχογραφία ελληνικότητας»

Ζηλεύω: «Δεν ζηλεύω. Θα ζήλευα μόνο τη βασιλεία των ουρανών»

Θάνατος: «Ολη μου η ζωή, από μικρό παιδί, είναι μια σκέψη θανάτου. Είναι μεγάλο πράγμα να μη φοβάσαι τον θάνατο. Ο φόβος θανάτου μπορεί να εκφραστεί και μέσα από μια δίψα θανάτου, η οποία είναι βαθύτερη από τη λίμπιντο. Ο ερωτισμός, βεβαίως, είναι ένα είδος θανάτου. Είναι μια απάρνησις εαυτού. Και πάντα η απογοήτευση μετά τον έρωτα αναζητά μια ανάσταση. Αν ξέρεις πως θα τελειώσει μια σεξουαλική επαφή, δεν έχει κανένα νόημα. Πάντα περιμένεις ότι θα ανοίξουν τα ταβάνια από πάνω σου και θα βγουν οι άγγελοι. Πάντα υπάρχει αυτή η ελπίδα.

Δεν φοβόμουν να πεθάνω, μέχρι που πήγα σε ένα κρεματόριο στο Νοβοσιμπίρσκ, στην κηδεία της μητέρας ενός φίλου. Επρόκειτο για μία απίστευτη κατάσταση. Μπαίνοντας μέσα στην κατάμαυρη αίθουσα αναμονής, έπαιζαν κάτι ρωσικά λαϊκά τραγούδια, σαν τα δικά μας σκυλάδικα. Υπήρχαν, επίσης, κάτι παιχνιδάκια, σαν αυτοκινητάκια matchbox, μέσα στα οποία έβαζαν την τέφρα του νεκρού, όπως και παιχνίδια για να συνοδεύουν πεθαμένα παιδιά. Μέσα σε όλο αυτό, υπήρχαν με έντονα γράμματα τα εξής: «Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης» και από πάνω «Αν θέλετε να ρίξουμε την τέφρα σας στο διάστημα με δορυφόρο, θα σας κοστίσει λίγο ακριβά, αλλά γίνεται. Παρακαλώ τηλεφωνήστε στο τηλέφωνο…». Από κείνη τη στιγμή και μετά, Θεέ μου, ήθελα πολύ να ζήσω! Ζήτω η ζωή! Θέλεις να ζεις, για να μην υποστείς, ούτε εσύ ούτε οι συγγενείς σου αυτή την κακόγουστη φάρσα.

Ξέρετε, ο θάνατος, όπως τον διαβάζουμε σε μια νουβέλα του Φλομπέρ, μοιάζει πολύ ποιητικός. Η πραγματικότητα, όμως, του θανάτου είναι ακαλαίσθητη. Το φέρετρο πίσω από τη τζαμαρία της πολυκατοικίας όταν είναι να βγει προς τη νεκροφόρα, τα άνθη που βάζουν στους πεθαμένους, τα άδεια λόγια συλλυπητηρίων, η ζέστη και τα μαύρα γυαλιά, η ενοικίαση ενός τάφου για τρία χρόνια και μετά σε ξεθάβουν και σε πετούν στα σκουπίδια».

Σιωπή: «Δεν υπάρχει σιωπή. Εχω βρεθεί σε απόλυτα ηχομονωμένο δωμάτιο, αλλά και εκεί ακούς τους χτύπους της καρδιάς σου. Είναι σοκαριστικό, παντού υπάρχει θόρυβος».

Η συνέχεια στο  www.kathimerini.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου