Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος (29-5-1453)

Δεν πολέμησε για να νικήσει τους εχθρούς, αλλά για να αναστήσει την αξιοπρέπεια των Ελλήνων


Του Σαράντου Καργάκου

Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε το 1403. Ήταν ο τέταρτος γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου (1391 -1425) και αδελφός του αυ­τοκράτορα Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου (1425- 1449), Μητέρα του ήταν η Ελένη Δραγάτση γι’ αυτό και ονομάζεται και Δραγάτσης. Έζησε λί­γο στην Ταυρική και μετά ήρθε στην Πελοπόν­νησο, στο Μιστρά, όπου μαζί με τον αδελφό του Θεόδωρο ανέκτησαν όλες τις φραγκοκρατούμενες περιοχές.

 Στο Δεσποτάτο του Μυστρά, που δέσποζε τό­τε σ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο, και ουσιαστικά είχε εξελιχθεί σ’ ένα δεύτερο Βυζάντιο, πιο σφρι­γηλό όμως και ακμαίο σπα το πρώτο; είχαν εγκα­τασταθεί και οι τρεις γιοι του Ανδρονίκου: Θεόδωρος, Κωνσταντίνος και Θωμάς,
 Επειδή μεταξύ των αδελφών ανεφύησαν διάφορες, αποφασί­στηκε ν’ ανατεθεί η διοίκηση του Δεσποτάτου στους Θεόδωρο και Θωμά και ο Κωνσταντίνος να μεταβεί στην Πόλη, για να συμπαρασταθεί στον αυτοκράτορα αδελφό του Ιωάννη, που τότε αντι­μετώπιζε άμεσα την τουρκική απειλή. Τον αντι­κατέστησε μάλιστα στο θρόνο, όταν ο Ιωάννης, επικεφαλής μεγάλης πρεσβείας, μετέβη στην Ιτα­λία και έλαβε μέρος στην περιβόητη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (27 Νοεμβ.-1 Φεβρ. 1440). 
Μόλις ο Ιωάννης έφθασε στην Κωνσταντινούπολη, ο Κων/νος επέστρεψε στην Πελοπόννησο. Ανα­γκάσθηκε άλλη μια φορά να ξαναπάει στην Πό­λη, για να στηρίξει τον αδελφό του που αντιμετώπιζε το στασιαστικό κίνημα του Δημητρίου Πα­λαιολόγου, το οποίο υποστήριζαν οι Τούρκοι. Εί­ναι ενδεικτικό ότι η σήψη είχε προχωρήσει τόσο βαθειά, ώστε τα μέλη της αυτοκρατορικής οικο­γένειας έβαζαν σαν επιδιαιτητή των διαφορών τους τον Τούρκο σουλτάνο. Έτσι οι άξεστοι Τούρ­κοι, χωρίς να έχουν γνώση των μυστικών της δι­πλωματίας, εφάρμοζαν χάρη σ’ εξωμότες Έλλη­νες εις βάρος των Ελλήνων την τεχνική του «διαί­ρει και βασίλευε».
Χωρίς να έχουν γνώσεις στρα­τιωτικής τακτικής, οργάνωσαν μεγάλους τακτι­κούς στρατούς χάρη σε εξωμότες Έλληνες στρα­τιωτικούς, όπως ο Εβρενός, που τ’ όνομά του εί­ναι αραβική γραφή της λέξης Ουρανός. Έτσι ο Ελ­ληνισμός αυτοκαταλύθηκε.

Κι έμειναν μόνο μερικοί Ιππότες της Αυταπαρνήσεως ν’ αγωνίζονται έως την τελευταία πνοή τους για την τιμή και την περηφάνεια του Γένους. Ανάμεσα σ’ αυτούς, πρώτος στους πρώτους, και ο Κωνσταντίνος.
Aπό το 1443 έως το 1449, ο Κων/νος ως δε­σπότης του Μιστρά, κάνει το Δεσποτάτο δεσπόζουσα δύναμη της Βαλκανικής κι εφαρμόζει μια πολιτική, που νεώτερη έκφρασή της είναι η βαλ­κανική πολιτική των ετών 1912-1913. Συναισθάνεται ότι μόνοι τους οι Έλληνες, καθώς μάλιστα είναι διεσπασμένοι, δεν θα κατορθώσουν ν’ ανα­χαιτίσουν τους γεμάτους πολεμική ορμή Τούρ­κους. Πρέπει οι Βαλκάνιοι να συνενωθούν και να συνασπισθούν. Ν ‘ αποτινάξουν τον τουρκικό ζυ­γό που ήδη τους έχει επιβληθεί και να συναντη­θούν σ’ ένα ενιαίο μέτωπο.

Μυστράς – Από εδώ ξεκίνησε ο Παλαιολόγος 

Προϋπόθεση όμως μιας τέτοιας πολιτικής ήταν η ασφάλεια της Πελοποννήσου. Ο Κων/νος θέλη­σε να κάνει την Πελοπόννησο, που ήταν έδρα και βάση των εξορμήσεών του, νησίδα ασφαλείας. Ξανάχτισε το τείχος του Ισθμού, που είχε κατα­στραφεί με τις επιδρομές του φοβερού Τούρκου στρατηγού Τουραχάν κατά τα έτη 1422 και 1432. 
Το τείχος κτίσθηκε σε χρόνο ρεκόρ, μέσα σε διά­στημα 30 ημερών! Θέλοντας μη θέλοντας όλοι οι άρχοντες της Πελοποννήσου συνέδραμαν στην ανέγερση του τείχους. Και ήταν ένα τείχος φτιαγ­μένο με την τελευταία λέξη της τεχνοδομής: με λί­θους αλλά και ξύλα φερμένα ειδικά από τη Βενε­τία. Γράφει ο Λάκων ιστορικός Παν. Δούκας στο μνημειώδες έργο του «Η Σπάρτη διά μέσου των αιώνων» τα ακόλουθα: 
«Και δικαίως ο Κωνστα­ντίνος την ανάκτησιν του Ισθμού εθεώρησε αναγκαιότατης ουχί μόνον χάριν της αμύνης από νέων επιδρομών των Τούρκων, αλλά και χάριν της ανυψώσεως του καταπεπτωκότος φρονήματος των Πελοποννησίων, οίτινες θα είχαν ούτω το συ­ναίσθημα της βεβαίας ασφαλείας» (σ. 533).


 Δεν είναι αληθές ότι οι Έλληνες τότε δεν είχαν δυνάμεις. Δεν είχαν ψυχή. Είχαν χάσει το ηθικό τους, την πίστη στον εαυτό τους. Ζητούσαν τη σωτηρία από άλλους, όχι από τους ἰδιους. Ιστο­ρικά είναι ερμηνεύσιμο αυτό. Για τελευταία φορά που οι Έλληνες αισθάνθηκαν ασφαλείς ήταν λίγο πριν το μοιραίο 1204. Έκτοτε ο ελληνικός κόσμος τεμαχίσθηκε σε ελληνικά και φραγκικά κρατίδια. Κι αν η Βασιλεύουσα ανακτήθηκε το 1261, η Αυ­τοκρατορία ανέζησε σαν σκιά του παλαιού εαυ­τού της. Επί δύο αιώνες εσύρετο, δεν εζούσε, για­τί δεν μεγαλουργούσε. Κανένα στρατιωτικό ή πο­λιτικό τρόπαιο δεν σημείωσε στη διάρκεια των διακοσίων χρόνων του ιστορικού επιλόγου της. Έτσι ο λαός, χωρίς ψυχή, χωρίς εσωτερικό δυνα­μισμό, είχε πέσει σε κατάσταση μοιρολατρίας. Μό­νο τα θρησκευτικά πάθη ήταν σε έξαρση. Πάθη που δεν γεννούσαν πατριωτικό ενθουσιασμό, αλ­λά διχασμό.
 Οι Έλληνες περισσότερο μισούσαν οι μισοί τους άλλους μισούς παρά τους Τούρκους ή τους Δυτικούς. Έτσι «δειλοί, μοιραίοι, άβουλοι αντάμα, προσμένανε ίσως κάποιο θαύμα», θα μπορούσαμε να πούμε παραλλάσσοντας το στί­χο του Βάρναλη. Για την Πόλη ουσιαστικά ισχύει ο καταδικαστικός στίχος που έγραψε στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου» ο Παλαμάς: «Και περίμε­νε τον Τούρκο να την πάρει».

 Όμως ο Κωνσταντίνος ήταν παλληκάρι. Δεν περίμενε παθητικά τη σωτηρία από τη Θεία Χά­ρη. Η Θεία Χάρη είναι αρωγός, όταν οι άνθρωποι αξιοποιούν και εξαντλούν το δικό τους δυναμικό. Ο Κων/νος, επωφελούμενος από τους περισπασμούς του Σουλτάνου Μουράτ κατά του ηγεμό­να της Καραμανίας στην Ανατολή και κατά των Ούγγρων και του Σκεντέρμπεη στη Βαλκανική, θέλησε να προχωρήσει πέρα από τον Ισθμό και να απελευθερώσει από τον τουρκικό ζυγό όλη την ηπειρωτική Ελλάδα. 
Να γιατί ο Κων/νος θε­ωρείται ο πρώτος των Ελλήνων. Με αυτόν άρχι­σε η απελευθερωτική πολιτική του Ελληνισμού. Προς εφαρμογή του σχεδίου του ορμά στη Βοιωτία, απελευθερώνει τη Θήβα φθάνει μέχρι τη Λιβαδιά, το Λιδωρίκι και το Ζητούνι (Λαμία). 
Ο Κωνσταντίνος είναι ο πρώτος που κατενόησε και αξιοποίησε τη δύναμη των Βλάχων της Πίνδου. Οι Βλάχοι, οι αμφισβητούμενης ελληνικάτητος, από επιτήδειους πράκτορες, Βλάχοι, συνέ­πραξαν με τον Κων/νο, για να διώξουν από τη Θεσσαλία τους Τούρκους. Ο Κων/νος δεν είχε μεγάλες τακτικές μονάδες στρατού. Γι αυτό χρη­σιμοποίησε μικρά καταδρομικά σώματα. Είναι, μετά τον αρχαίο στρατηγό Ιφικράτη, ο πρώτος που χρησιμοποίησε σώματα επιλέκτων «κομά­ντος». Αυτό δημιούργησε παράδοση στην περιο­χή της Πίνδου. Από τα καταδρομικά σώματα του Κων/νου βγήκαν τα αρματολικά και κλέφτικα σώ­ματα της Τουρκοκρατίας, αυτά που ο Μακρυγιάννης ονόμασε εύστοχα «Μαγιά της Λευτε­ριάς».

 Η απελευθερωτική κίνηση του Κων/νου επεξετάθηκε μέχρι Ηπείρου. Σκοπός του ήταν να συνενωθεί με τις δυνάμεις του θρυλικού Γ. Καστριώτη (Σκεντέρμπεη). Παράλληλα απέσπασε από το φραγκικό δουκάτο των Αθηνών τη Λιβαδιά και την Θήβα και υποχρέωσε τον δούκα Νέριο Β’ Ατζαγιόλι να γίνει φόρου υποτελής στο Δεσποτάτο του Μιστρά.

 Η δράση του Κωνσταντίνου εθορύβησε τον Μουράτ, ο οποίος από την Αδριανούπολη, τότε πρω­τεύουσα των Τούρκων, έσπευσε με στρατό 60.000 ανδρών κατά του Κων/νου, που είχε οχυρωθεί στον Ισθμό. Τη δύναμη του Κων/νου απο­τελούσαν Έλληνες και Αλβανοί. Αλλ’ οι τελευταίοι στις 10 Φεβρουαρίου 1447 εγκατέλειψαν τον Κων/νο. Ίσως εκάμφθησαν από τον σφοδρό κανο­νιοβολισμό κατά του τείχους του Ισθμού, ίσως να δελεάσθηκαν από τις υποσχέσεις ή τις παροχές του σουλ­τάνου. Ο Κων/νος, μετά την προδο­σία των Αλβανών, αναγκάσθηκε να υποχωρήσει στα ενδότερα της Πε­λοποννήσου. Κατά την υποχώρηση υπέστη μεγάλες απώλειες. Τριακόσι­οι στρατιώτες του κυκλώθηκαν στο όρος Οξύ. πάνω από τις Κεγχρεές, και σφάχτηκαν από τους Τούρκους. Αλλοι εξακόσιοι, που πιάστηκαν αιχ­μάλωτοι, θυσιάστηκαν για να τιμηθεί η σκιά του πατέρα του Μουράτ.

 Ο Μουράτ, μετά την υποχώρηση του Κων/νου, χώρισε το στρατό του σε τέσσερα τμήματα με σκοπό την πλήρη καθυπόταξη της Πελοποννήσου. Τότε εί­χαμε και την ηρωική αντίσταση της Πάτρας. Όμως ξαφνικά σταμάτησε την επιδρομική δράση. Ο Σκεντέρμπεης πίσω από την πλάτη του Σουλτάνου, κινούσε τις δυνάμεις του απειλητικά. Υπήρχε κίν­δυνος να εγκλωβίσει τον Μουράτ στην Πελοπόν­νησο και να τον αφανίσει. Έτσι ο σουλτάνος υπο­χρεώθηκε να υποχωρήσει, αφού πήρε μαζί του χι­λιάδες αιχμαλώτους και αφού ανάγκασε τους Παλαιολόγους ν’ αναγνωρίσουν την επικυριαρχία του.

 Στο διάστημα αυτό ο Μιστράς είχε εξελιχθεί στο μεγαλύτερο πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο της Αυτοκρατορίας: Εκκλησίες με εκπάγλου καλλονής αγιογραφίες και ψηφιδογραφίες, ανάκτορα, μέγαρα πολυτελή, κάστρα φαινομενι­κώς απόρθητα. Ο Μιστράς ζούσε ένα ελληνικό όραμα. Να αναβιώσει το αρχαίο ελληνικό μεγα­λείο. 
Εμψυχωτής της προσπάθειας αυτής ο ιδιόρ­ρυθμος αλλά μεγάλος φιλόσοφος Γεμιστός ή Πλη­θών και ο μαθητής του Βησσαρίων. Ο τελευταί­ος είχε μείνει στη Δύση. Είχε πολύ αγαπήσει τη Λακωνία και τη θεωρούσε σαν μήτρα για τη γέν­νηση ενός νέου θαυμαστού Ελληνικού κόσμου. Συ­νέταξε ένα περισπούδαστο υπόμνημα και το έστειλε στον Κων/νο. Το υπόμνημα Βησσαρίωνα περιέχει ένα πλήρες πρόγραμμα πολιτικό, οικο­νομικό, στρατιωτικό. Λόγου χάρη, δημιουργία τα­κτικού επαγγελματικού στρατού, περιστολή της πολυτέλειας, οχύρωση του Ισθμού, ανάπτυξη της βιομηχανίας και της μεταξουργίας, αποστολή νέων στην Ιταλία για να μορφωθούν κ.λπ. Στην ίδια περίοδο ζούσε κοντά στον Κων/νο και ο Γ. Σφραντζής, ο γνωστός ιστορικός της Αλώσεως.

 Ενώ ο Κων/νος συνέχιζε το ανορθωτικό έργο του στην Πελοπόννησο, έφθασε η είδηση ότι απέθανε ο Αυτοκράτορας αδελφός του, Ιωάννης Η’, στις 31 Οκτωβρίου 1448. Δημιουργήθηκε κε­νό εξουσίας, γιατί ο Ιωάννης ήταν άτεκνος. Ο Σουλτάνος Μουράτ, μια και ο Κων/νος ήταν φό­ρου υποτελής σ’ αυτόν, δεν είχε καμμία αντίρρη­ση για την ανάρρησή του. Έτσι πρεσβεία από την Κωνσταντινούπολη ήρθε στην Πελοπόννησο και προσέφερε στον Κων/νο τον αυτοκρατορικό θρό­νο. 
Ο Κων/νος, ο τελευταίος βυζαντινός αυτο­κράτορας, είναι ο πρώτος βασιλιάς που εστέφθη επί του μητροπολιτικού ελληνικού εδάφους, και μάλιστα επί λακωνικού εδάφους. Να ένας ακόμη λόγος που κάνει τον Κων/νο πρώτο Έλληνα βα­σιλιά. Η στέψη έγινε στις 6 Ιανουαρίου 1449 στον Άγιο Δημήτριο, τον μητροπολιτικό ναό του Μι­στρά. Και αμέσως έφυγε για την Πόλη συνοδευό­μενος από τον πιστό του Γεώργιο Σφραντζή.

Στην Πόλη έγινε δεκτός με θερμή υποδοχή. Ο θρύλος των κατορθωμάτων του είχε φθάσει μέχρι εκεί. Αμέσως άρχισε αθορύβως την οργά­νωση για την άμυνα. Υποσχέσεις από τη Δύση για βοήθεια πολλές. Ανταπόκριση περιορισμένη. Ο Κων/νος αντιλήφθηκε ότι πρέπει να στηριχθεί σε δικές του δυνάμεις. Αλλά η δύναμη της πόλης ήταν περιορισμένη. Και οι άνθρωποι ήταν αφοσιωμένοι στα πολεμικά έργα. Ο Κων/νος παρέκαμψε όλα τα εμπόδια. Στην Πόλη άρχισε να πνέει ένας άνεμος παλληκαριάς. Η Πόλη ξαναζούσε. Όλα αυτά μέχρις ότου στο σουλτανικό θρόνο ανήλθε ο Μωάμεθ Β’. Ο Κων/νος κατάλαβε πως ήρθε η στιγμή της αλή­θειας. 

Αγνόησε το θλιβερό παρόν, αδιαφόρησε για τον εαυτό του και ατένισε προς το ένδοξο πα­ρελθόν. Έπρεπε να σταθεί αντάξιος των πιο έν­δοξων προκατόχων του. Αυτό που είχε, αυτό που ήταν δεν ήταν δικά του, ανήκαν στο Γένος. Και το γένος απαιτούσε, θυσία, όχι παράδοση. Ο Κων/νος δεν πολέμησε για να νικήσει, πολέμησε για να μην ηττηθεί η αξιοπρέπεια και η τιμή της Πόλης. Ο Αυτοκράτωρ πεθαίνει αλλά δεν παραδί­δεται. Και αυτή η στάση ήταν εγγραφή ελευθε­ρίας. Το Γένος δεν θα το έσωζε μία νίκη, θα το έσωζε μια θυσία. Ο Κων/νος και τα παλληκάρια του με το αίμα τους ξέπλυναν όλες τις προηγού­μενες ντροπές της αυτοκρατορίας. 
Η Πόλη πέ­φτοντας στρατιωτικά, ανυψώθηκε ηθικά. Δεν θα σταθώ σε λεπτομέρειες της πολιορκίας, που άλλωστε είναι γνωστές. Στη διάρκεια της πολιορκίας ο Κων/νος στάθηκε άγρυπνος , ακαταπόνητος, ακατάβλητος. Ενέπνεε με τα λόγια και το παράδειγμα του. Υπερασπίστηκε με πάθος την πόλη, που ήταν όπως ο έλεγε ο ίδιος, «η ελπίς και η χαρά παντών των Ελλήνων». Ο Κων/νος είχε πέρα για πέρα Ελληνική συνείδηση. Είχε επίγνωση της ιστορικής αποστολής του. Με την τελευταία ομιλία του, το απόγευμα της 28ης Μαίου, την παραμονή της αλώσεως με εναν εμπνευσμένο Λογο προς τους στρατιώτες και αξιωματικούς του, καθόρισε με λακωνική επιγραμματικότητα την αποστολή αυτή, που έκτοτε έγινε ιερά παρακαταθήκη του Γένους:

«Παρακαλώ ημάς, ινα στήτε γεν­ναίος. Καλώς ουν οϊδατε. αδελφοί, ότι δια τέσσερά τινα οφείλεται κοινώς έσμιέν πάντες, ϊνα προτιμησωμεν άποθανειν μάλλον ή ζην. πρώτον μεν υπέρ τής πίστεως ημών και εϋσεβειας, δεύτερον δέ ΰπέρ πατρίδος, τρίτον δέ υπέρ του βασιλέως, ώς χριστού κυρίου, και τέταρτον ύπέρ συγγενών και φίλων. Άλλως… πατρίδα πε­ρίφημον τοιαύτην υστερούμεθα και τήν έλευθερίαν ημών, βασιλείαν την ποτέ μεν περιφανή, vυv δε τεταπεινωμένην καί έξουθενωμένην άπωλεσαμεν» (Λεονάρδου Επ. παρ. 37).
 Και έρχεται η ώρα της τελικής αναμετρήσεως.
 Ο Κων/νος αποχαιρετά στο παλάτι τους φίλους και συγγενείς και πάει να πάρει θέση ως πολεμι­στής πάνω στις επάλξεις. 
Γράφει ο Σφραντζής που ήταν αυτόπτης: «Εν τήδε τή ώρα τις διηγησεται τους τότε κλαυθμούς καί θρήνους τους εν τω παλατίω: Ei και από ξύλου άνθρωπος n έκ πέτρας ην, ούκ ήδύνατο μή θρηνήσαι»
Έχουν και οι ήρω­ες τις ανθρώπινες στιγμές τους. Η μάχη πάνω στα τείχη άρχισε. Ο Κων/νος, όπως ο Διάκος, πολε­μούσε με σπασμένο σπαθί. Γύρω του πολεμού­σαν εκλεκτοί και αφοσιωμένοι. 
Ένας από αυτούς, ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, βλέποντας τον αυτο­κράτορα κυκλωμένο, όρμησε ανάμεσα στους Τούρ­κους κραυγάζοντας: «Θέλω θανείν μάλλον ή ζην». Και σκοτώθηκε. Όπως σκοτώθηκαν όλοι οι γεν­ναίοι, «μή ανεχόμενοι επιδείν σφίσι τήν πατρίδα δεδουλωμένην», όπως λέει ο Σφραντζής.
 Ο Κων/νος κάποια στιγμή ένοιωσε ότι ήταν μόνος, ότι πολεμούσε μόνος. Οι γενναίοι είχαν πέσει. Οι άλλοι τον είχαν εγκαταλείψει. Και τότε με παρά­πονο ανέκραξε: «Ουκ έστι τις των Χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν μου απ’ εμού;». Ίσως η επίκληση αυτή του Κων/νου να δημιούργησε την κλεφταρματολική παράδοση να παίρνουν τα παλ­ληκάρια την κεφαλή του καπετάνιου, για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων.

 Ένας Τούρκος τον κτύπησε κατά πρόσωπο και άλλος από τα νώτα. Ο Κων/νος έπεσε από το άλο­γο και ξεψύχησε ανάμεσα στους σκοτωμένους στρατιώτες του. Αργότερα, λένε, το πτώμα του αναγνωρίστηκε από τα πορφυρά σανδάλια. Το κεφάλι του κόπηκε και στήθηκε πάνω σε πορφυ­ρά στήλη στην Πλατεία Αυγουσταίου.
 Μέχρι το 1930 στην αυλή ενός ταπεινού τουρκικού σπιτι­ού μπορούσε ο επισκέπτης να δει μια μαρμάρινη πλάκα, που κατά μία παράδοση σκέπαζε το σε­μνό σκήνωμα του Αυτοκράτορα. Ο Αλέξανδρος Πασπάτης, που μας έδωσε το 1890 την καλύτε­ρη περιγραφή της άλωσης και που γνώριζε όσο κανείς την τοπογραφία της Κωνσταντινούπολης γράφει: «Εν τω στενώ τούτω περιβάλω, μάνδρα την σήμερον προβάτων, ρυπαρά και κακόσμω, κατέπεσεν άκλαυστος και αμνημόνευτος ο βασι­λεύς Παλαιολόγος υπό πάντων εγκαταλελειμμέ­νος και μέχρι τέλους ανδρείως αγωνιζόμενος προς μυρίους στρατούς και ηγεμόνα οξύνουν και μεγαλουργόν» (σ. 156).




Η πόλη έπεσε αλλά η Κολώνα μένει… 

Το πτώμα του Παλαιολόγου, γράφει ο Πασπά­της, ουδέποτε βρέθηκε. Αλλά κι αυτό που βρέθη­κε, σκυλευμένο από τους Τούρκους, δεν θεωρή­θηκε βασιλικό σκήνωμα. Ο λαός έθαψε το βασι­λιά στην ψυχή του. Και τον ανέστησε. 
Έτσι ανα­στήθηκε και το Γένος. Ο Κων/νος έγινε το πτηνό Φοίνικας, που αναγεννάται από την τέφρα του. Η αναγέννηση του Κων/νου μέσα στη λαϊκή ψυχή δίνει σε κάθε κρίσιμη στιγμή νέα πνοή στο Γένος. 
Γιατί, όπως λέει ο Σφραντζής, ο Κων/νος «εκομίσατο τον του μαρτυρίου στέφανον μή θελήσας προδούναι τους ανόμοις τά βασίλεια, μήτε θελή­σας τον κίνδυνον διαφυγείν, δυνατού όντος». Αυ­τό ήταν μια κατ’ εξοχήν ελληνική στάση. Γι’ αυτό ο λαός θεώρησε τον Κων/νο όχι Ρωμαίο βασιλιά, όπως απαιτούσε η αυτοκρατορική παράδοση, αλλ’ Έλληνα. Ένα ποντιακό τραγούδι τον ονομά­ζει Έλληνα. 
Λέει: «Την Πόλιν όντας όριζεν ο Έλλεν Κωνσταντίνος». Ο Έλλεν, δηλαδή, ο Έλλην, ο Έλλη­νας. Κι ακόμη ο λαός ποτέ δεν πίστεψε στο θά­νατο του. «Πεθαίνει ο άνεμος;», έλεγαν οι Μεξι­κανοί αγρότες για τον Αιμιλιανό Ζαπάτα. Όταν ένας άνθρωπος γίνεται με τη θυσία του ιδέα και σύμβολο, ασφαλώς δεν πεθαίνει. Ο άγνωστος στι­χουργός του «Θρήνου της Πόλης» εκφράζει πα­ραστατικά το λαϊκό αίσθημα: «Ω Κωνσταντίνε βασιλεύ, Δραγάζη το πινόμιν ειπέ μοι, πού ευρίσκεσαι· εχάθης; εκρυβήθης; ή ζης ή καί απέθανες επάνω στο σπαθί σου;» Ο Κων/νος πέθανε επάνω στο σπαθί του. Γι’ αυτό ζη και θα ζη, όσο το έθνος θα τον αναζητεί και θα λέει, «ειπέ μοι, πού ευρίσκεσαι;»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου