Οικουμενισμός επί Τουρκοκρατίας και η αντίδραση των τότε αγίων...
Απόσπασμα από το βιβλίο του π. Βασιλείου Παπαδάκη «Το σχίσμα του ζηλωτικού Παλαιοημερολογιτισμού», Μέρος Γ΄, Κεφ. Γ΄ (ολόκληρο το βιβλίο εδώ). Επιλεγμένα αποσπάσματα εδώ.
8
[Απόσπασμα από την αρχή του κεφαλαίου] Παρόμοιες ή ακόμη και χειρότερες από τις σημερινές καταστάσεις συνέβαιναν αναμφίβολα και παλαιότερα. Συγκεκριμένα πραγματοποιήθηκαν αρκετές ενωτικές προσπάθειες με αιρετικούς, οι μεμονωμένες περιπτώσεις μυστηριακής διακοινωνίας και λειτουργικών συγχρωτισμών Ορθοδόξων - ετεροδόξων ήταν κάτι το σύνηθες -ιδίως σε ορισμένους τόπους και χρονικές περιόδους- ενώ συχνά ορισμένοι Ορθόδοξοι διεκήρυτταν απαράδεκτα φρονήματα, παρόμοια με τα σημερινά οικουμενιστικά.
Ο τρόπος με τον οποίο οι άγιοι Πατέρες αντιμετώπισαν τις ανωτέρω καταστάσεις, καθώς και η σχετική τους διδασκαλία καθορίζουν ως όρους διακοπής της εκκλησιαστικής κοινωνίας με τους επισκόπους μας προ συνοδικής κρίσεώς τους την ένωσι με τους εκτός Εκκλησίας αιρετικούς ή την επίσημη διακήρυξι κάποιας αιρέσεως.
Αντιθέτως, οι ενωτικές προσπάθειες με τους αιρετικούς, οι Θεολογικοί Διάλογοι μαζί τους ή η απλή ύπαρξις Φιλενωτικών, Λατινοφρόνων και γενικότερα κληρικών οι οποίοι διακρίνονταν για την άγνοια ως πρός τις σχέσεις τους μέ τούς ετεροδόξους, τήν αλλοίωσι του εκκλησιαστικού τους φρονήματος και τήν απώλεια της Ορθοδόξου ευαισθησίας, δεν αποτελούσε για τους Πατέρας λόγο διακοπής της εκκλησιαστικής κοινωνίας μαζί τους. Οι Πατέρες δηλαδή αγωνίσθηκαν μεν εναντίον τους με υποδειγματικό τρόπο, δεν ίδρυσαν όμως δικές τους Εκκλησίες Γ.Ο.Χ., όπως οι σημερινοί Ζηλωταί. [...]
ια΄. Αλλοίωσις του εκκλησιαστικού φρονήματος ορισμένων Ορθοδόξων κληρικών και περιπτώσεις εκκλησιαστικής κοινωνίας Ορθοδόξων - ετεροδόξων κατά τήν περίοδο της Τουρκοκρατίας - Ενετοκρατίας
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας - Ενετοκρατίας οι ενωτικές προσπάθειες με τους Λατίνους σχεδόν εξαλείφθηκαν. Οι δυσχερείς όμως περιστάσεις εκείνης της εποχής σέ συνδυασμό με την σκληρή Δυτική προπαγάνδα αποδυνάμωσαν σημαντικά τις αντιστάσεις του υποδούλου, Ορθοδόξου κλήρου και λαού, που διατελούσε σε άκρα αμάθεια και σκότος.
Πλήθος μαρτυριών εκείνης της περιόδου φανερώνουν, ότι συνέβαιναν -όπως και στους πρώτους αιώνας της β΄ χιλιετίας- αρκετές μεμονωμένες περιπτώσεις εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ Ορθοδόξων και ετεροδόξων, ιδίως σε περιοχές της Ελλάδος, στις οποίες είχαν ιδρυθή «παπικαί κοινότητες μετά επισκοπών, μοναστηρίων και μοναχικών ταγμάτων»276. Οι περιπτώσεις αυτές καταδεικνύουν τήν άγνοια και τήν σύγχυσι ορισμένων Ορθοδόξων κληρικών ως προς τις σχέσεις τους με τους ετεροδόξους, τήν αλλοίωσι του εκκλησιαστικού τους φρονήματος και την απώλεια της Ορθοδόξου ευαισθησίας τους.
Πράγματι, η πάγια τακτική των Ορθοδόξων να λαμβάνουν την Θεία Ευχαριστία από τους Λατίνους και το αντίστροφο -κυρίως στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου- μαρτυρεί ότι είχε χαθή η συνείδησις, πως το Μυστήριο αυτό διαστέλλει την Ορθόδοξο Εκκλησία από τα αιρετικά εκκλησιαστικά σχήματα. «Εκ των Πρακτικών της επαρχιακής Λατινικής Συνόδου της Κρήτης του 1486, κατά την οποίαν μετέσχον και “Έλληνες παπάδες”, πληροφορούμεθα, ότι Ορθόδοξοι ιερείς μετελάμβανον Λατίνους» «και ότι Λατίνοι ενεταφιάζοντο υπό Ορθοδόξων ιερέων»277.
Θλιβερή ήταν και η τακτική ορισμένων Ορθοδόξων αρχιερέων και ιερέων να συνεργάζωνται με τους λατίνους “ιεραποστόλους”.
«Οι παπικοί μισσιονάριοι, με την άδεια των ελλήνων Επισκόπων, ιερουργούν μέσα σε ορθοδόξους ναούς στήνοντας το δικό τους “αλτάρι” μπροστά στο εικονοστάσιο - τέμπλο, ή και μονιμότερα σε διπλανό κλίτος μέσα στον ίδιο ναό. Ορθόδοξοι μητροπολίτες δίνουν την άδεια στους Ιησουῒτες να κηρύττουν στις ελληνικές εκκλησίες, να κατηχούν και να εξομολογούν τους ορθοδόξους πιστούς.
“Πήρα γραπτή άδεια από τον έλληνα Μητροπολίτη, να κάνω κήρυγμα και κατήχηση στις ελληνικές εκκλησίες”, γράφει ένας Ιησουῒτης από την Νάξο το 1641. Ο έλληνας μητροπολίτης της Σμύρνης, την ίδια περίπου εποχή, δίνει τήν άδεια σέ Ιησουῒτες νά εξομολογούν τους κληρικούς της επαρχίας του, και οι κληρικοί με την σειρά τους εγκαθιστούν τους Ιησουῒτες μέσα στους ορθοδόξους ναούς νά εξομολογούν τον λαό.
Το γυναικείο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου στην Θήρα έχει ως πνευματικούς πατέρες και εξομολόγους κάποιους μισσιονάριους Ιησουῒτες. Και ορθόδοξος μητροπολίτης “εφησυχάζων” στην Αθήνα μαρτυρείται από τις πηγές ότι πηγαίνει τακτικά να εξομολογηθεί σε Γάλλο καπουτσίνο ιερέα. Το 1680 ο Μητροπολίτης της Αίγινας Δαμασκηνός γράφει στον πάπα Ιννοκέντιο ΙΑ΄ ζητώντας του να στείλει στο νησί δύο Ιησουῒτες κατάλληλους να κηρύττουν και να εξομολογούν τον ελληνικό κλήρο και λαό. Η χρησιμοποίηση παπικών μισσιοναρίων ειδικά για την εξομολόγηση των ορθοδόξων πιστών, φαίνεται πως ήταν επί μακρό διάστημα μία συνηθισμένη μεταξύ των ελλήνων μητροπολιτών τακτική»278.
Είναι χαρακτηριστικά, τα όσα έγραφε κατά το 1651 ο Πάρου - Νάξου Ιωσήφ «εις χορηγουμένην υπ᾿ αυτού άδειαν εις καπουτσίνους ιερομονάχους»: «...Η ημετέρα ταπεινότης ανατίθησι το μυστήριον τούτο και αναγκαίον έργον των πανοσιωτάτων και λογιωτάτων ιερών ανδρών Καπουτζίνων, των εν τω άστει της περιφήμου ταύτης πόλεως Ναξίας οικούντων, του αναδέχεσθαι και διακρίνειν τους λογισμούς και τα ποικίλα πάθη πάντων των εις εξομολόγησιν αυτοίς προσερχομένων και οικονομείν την σωτηρίαν και μετάνοιαν αυτών ως συνεργοί και υπηρέται παρά Θεού δοθείσης ημίν πνευματικής και αποστολικής ταύτης Χάριτος, επί σωτηρία των ανθρωπίνων ψυχών ... Συνιστώμεν ουν αυτούς προς πάντας υμάς τους ευσεβείς και ορθοδόξους χριστιανούς, ευλαβεστάτους ιερείς, πανοσιωτάτους Καθηγουμένους, οσιωτάτους ιερομονάχους, και μοναχούς, ευγενεστάτους άρχοντας και άπαξ απλώς εις πάντας του χριστεπωνύμου πληρώματος, ίνα αγαπάτε, τιμάτε, και ευλαβείσθε αυτούς ως δη εναρέτων και οσίων ανδρών τυγχάνει...»279.
Αξιομνημόνευτες είναι και οι εκφράσεις που χρησιμοποιούσαν Έλληνες επίσκοποι και ηγούμενοι μονών εκείνης της εποχής προς τον πάπα. Τον αποκαλούσαν «πιστή κεφαλή και φύλακα της Αποστολικής Εκκλησίας», «ισάγγελο και υπέρτατο των επισκόπων», «καύχημα των Ορθοδόξων Χριστιανών», «βικάριο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού»280.
Κατά τα μέσα επίσης του ιζ΄ αιώνος «η Μονή της Λαύρας προσέφερεν εις τουςοπαδούς του αγίου Ιγνατίου (Ιησουῒτας) μικράν εκκλησίαν, αγρούς, αμπέλους και κατάλληλον χώρον παρά τα τείχη αυτής προς ίδρυσιν μονής... Τα μοναστήρια του Άθω επανειλημμένως εκάλεσαν τους Ιησουῒτας, όπως ιδρύσουν εν τω Αγίω Όρει σχολήν διά την πνευματικήν κατάρτισιν των μοναχών. Το ανωτέρω επετεύχθη υπό του Έλληνος ουνίτου ιερομονάχου Κανάκη Ρώσση»281. «Το παπικό σχολείο μόρφωνε τους ορθοδόξους μοναχούς επί επτά χρόνια. Το 1641 υποχρεώθηκε να μεταφερθεί στην Θεσσαλονίκη, επειδή αντέδρασαν όχι οι αγιορείτες μοναχοί, αλλά οι τουρκικές αρχές»282.
«Κατ᾿ άλλας ιστορικάς μαρτυρίας, εν Τήνω, περί το 1615, οι Ορθόδοξοι εχρησιμοποίουν από κοινού μετά των Δυτικών τον Μητροπολιτικόν Ναόν, εις τον οποίον ορθόδοξος ιερεύς ελειτούργει επί τής αυτής αγίας Τραπέζης μετά του Δυτικού κλήρου, πάσας δε τας επισήμους τελετάς και λιτανείας ετέλουν από κοινού οι κληρικοί των δύο δογμάτων... Πολλαί εκκλησίαι εχρησίμευον από κοινού εις τους Έλληνας και τους Λατίνους διά την θείαν Λειτουργίαν. Αφού δηλαδή ο Λατίνος διάκονος είχεν αναγνώσει τον Απόστολον, ανεγίνωσκε πάλιν τούτον ο Έλλην διάκονος εις ελληνικήν γλώσσαν. Και όταν ο Λατίνος είχεν αναγνώσει το Ευαγγέλιον, ανεγίνωσκε τούτο και ο Έλλην ιερεύς εις ελληνικήν γλώσσαν»283.
Σύμφωνα μάλιστα με μαρτυρία αξιωματούχου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας το 1653, «εις πολλούς τόπους, εις Ιεροσόλυμα, εις Αλεξάνδρειαν, και άλλους τόπους, εις μίαν εκκλησίαν ψάλλουσιν εις έν μέρος ανατολικοί και εις άλλο δυτικοί»284. Επίσης «εν ταις Ιονίαις νήσοις... ο Ορθόδοξος κλήρος υπεχρεούτο να υποδέχεται τον λατίνον επίσκοπον εγκαθιδρυόμενον, να μνημονεύη αυτόν, να υποτάσσεται εις αυτόν, να πληρώνη φόρον και να συλλειτουργή εις ορισμένας λατινικάς εορτάς»285.
Τόν εκκλησιασμό των Λατίνων και των Αρμενίων σε Ορθοδόξους ναούς, καθώς και την διανομή αντιδώρου στούς ανωτέρω αιρετικούς επέτρεπαν κατ᾿ οικονομία ακόμη και οι Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιος ο Σχολάριος και Ιεροσολύμων Δοσίθεος286.
Από την Εγκύκλιο επίσης του Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου Ε΄ προς τους Ορθοδόξους ιερείς της Σίφνου και Μυκόνου το 1749 γίνεται φανερό, ότι υπήρχε κάποια εκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ των Ορθοδόξων κληρικών και των Λατίνων. Πράγματι, ο πατριάρχης πρόσταζε μεταξύ άλλων: «Από τούδε και στο εξής μη τολμήσετε το σύνολον να συγκοινωνήτε μετά των αυτόθι φρατόρων και φραγκοπατέρων και λοιπών Δυτικών, εις τε τα ιερά της καθ᾿ ημάς Εκκλησίας Μυστήρια και εις τας λοιπάς εκκλησιαστικάς τελετάς, προσευχάς τε και ιερουργίας»287.
Τέλος γνωστά είναι και τα φρονήματα του επισκόπου Κυθήρων Μαξίμου Μαργουνίου (τέλη ιστ΄ αιώνος), ο οποίος «πίστευε πως μιά υποχώρηση κι᾿ ένας συμβιβασμός με τους καθολικούς με βάση τον τόμο της Φλωρεντινής Συνόδου θα ωφελούσε την σκλαβωμένη Ανατολή»288. Πράγματι, ο Μαργούνιος διά των συγγραμμάτων του περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος «εζήτει να συμβιβάση τα ασυμβίβαστα, προκαλέσας πολλάς υποψίας και κατηγορίας κατ᾿ αυτού»289.
ιβ΄. Η αντίδρασις των αγίων Πατέρων στις ανωτέρω απαράδεκτες ενέργειες
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας - Ενετοκρατίας συνέβαιναν λοιπόν αρκετές μεμονωμένες περιπτώσεις εκκλησιαστικής κοινωνίας Ορθοδόξων - ετεροδόξων. Ορισμένοι μάλιστα Ορθόδοξοι αρχιερείς και ιερείς δεν διέθεταν Ορθόδοξο εκκλησιαστικό φρόνημα, αλλά εφήρμοζαν μία καθαρά “οικουμενιστική” τακτική, συμπροσηύχοντο με αιρετικούς και αναγνώριζαν έμμεσα ή άμεσα αυτούς και τα μυστήριά τους, προσβάλλοντας έτσι τήν εκκλησιολογική, μυστηριολογική και σωτηριολογική αποκλειστικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Οι μεγάλοι Πατέρες εκείνων των εποχών (Παχώμιος Ρουσάνος, Μελέτιος Πηγάς, Ηλίας Μηνιάτης, Δοσίθεος Ιεροσολύμων, Ευγένιος, Χρύσανθος και Κοσμάς οι Αιτωλοί, Ευγένιος Βούλγαρης, Μακάριος ο Πάτμιος, Αθανάσιος ο Πάριος, Νικόδημος ο Αγιορείτης) αγωνίσθηκαν μεν υπέρ των ιερών Παραδόσεων, αλλά δεν διέκοψαν την εκκλησιαστική κοινωνία με τους ανωτέρω κληρικούς ούτε ίδρυσαν “ Εκκλησίες Γ.Ο.Χ.”. Αντιθέτως, έκαναν υποδειγματικό αγώνα για να μεταδώσουν κάποιο πνευματικό φως στον Ορθόδοξο λαό και να τον προφυλάξουν από την Δυτική προπαγάνδα, η οποία ωργίαζε μέ σκοπό «το αποπλανάν τους απλουστέρους»290.
Ο ιερός Μακάριος ο Πάτμιος π.χ. διεκήρυττε με πόνο: «Από τόσας Συνόδους τοπικάς και οικουμενικάς αφωρίσθησαν και ανεθεματίσθησαν οι Λατίνοι, και ακόμη αμφιβάλλεις ανίσως και είναι αναθεματισμένοι; Ακόμη δεν το πιστεύεις πως είναι αιρετικοί;... Και πώς εσύ κρατείς τους Λατίνους διά Ορθοδόξους;... Ποίον σημείον είδες από αυτόν τον φραρόπαπαν πως δύναται να τελειώση μυστήριον, και προστρέχεις εις αυτόν και εξομολογήσαι;... Από τον Θεόν τον ύψιστον, τον παντοδύναμον, χωρίζεσαι τήν ώραν εκείνην»291.
Οι όσιοι Νικόδημος ο Αγιορείτης 292 και Αθανάσιος ο Πάριος 293 αγωνίζονταν επίσης κατά των «Λατινοφρόνων» της εποχής τους, δηλαδή των επισκόπων και λοιπών κληρικών, οι οποίοι δεν τηρούσαν την απόφασι των Ανατολικών πατριαρχών του 1755294 και δεν αναβάπτιζαν τους Λατίνους, που προσήρχοντο στην Ορθόδοξο Εκκλησία.
ιγ΄. Περιπτώσεις εκκλησιαστικής κοινωνίας Ορθοδόξων - ετεροδόξων κατά τον ιθ΄ αιώνα
Οι μεμονωμένες περιπτώσεις εκκλησιαστικής κοινωνίας Ορθοδόξων - ετεροδόξων και οι σποραδικές διακηρύξεις κακοδόξων φρονημάτων από Ορθοδόξους κληρικούς συνεχίσθηκαν και κατά τον ιθ΄ αιώνα. Οι Γ.Ο.Χ. βέβαια, προκειμένου να παρουσιάσουν ως εύλογη την απόσχισί τους από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες κατά το 1924, ισχυρίζονται, ότι οι περιπτώσεις εκκλησιαστικής κοινωνίας Ορθοδόξων - ετεροδόξων έχουν ως αφετηρία τους την αλλαγή του ημερολογίου το 1924 ή την έκδοσι της Εγκυκλίου του 1920, διά της οποίας το Οικουμενικό πατριαρχείο έθεσε τις βάσεις για την συμμετοχή της Ορθοδοξίας στην Οικουμενική Κίνησι.
Φυσικά οι Γ.Ο.Χ. δεν έχουν δίκαιο. Η ύπαρξις περιπτώσεων εκκλησιαστικής κοινωνίας Ορθοδόξων - ετεροδόξων, που θα αναφέρουμε κατωτέρω, αποδεικνύουν ότι “οικουμενιστικές” παραφωνίες -παρόμοιες μάλιστα με τις σημερινές- συνέβαιναν και λίγες δεκαετίες προ του σχίσματος του 1924, χωρίς όμως οι Πατέρες να διακόπτουν την εκκλησιαστική κοινωνία με τους υπευθύνους των ενεργειών αυτών. Κατά συνέπεια το σχίσμα των Γ.Ο.Χ. είναι τελείως αδικαιολόγητο.
Κατωτέρω θα αναφερθούμε στις περιπτώσεις κοινωνίας με τους ετεροδόξους κατόπιν κυρίως συνοδικών αποφάσεων, διότι οι μεμονωμένες περιπτώσεις είναι μάλλον αναρίθμητες.
Κατά τις αρχές του ιθ΄ αιώνος «εις πλείστους ορθοδόξους κληρικούς και λαϊκούς επεκράτει δεινή άγνοια και σύγχυσις, επί των σχέσεων Ορθοδοξίας και ετεροδόξων... Είςτων ξένων ιεραποστόλων, ο ελληνομαθής Άρτλεϋ, ιδρύσας σχολήν εν Αιγίνη, εκήρυττεν από του άμβωνος του ορθοδόξου ναού της νήσου, έχων μεταξύ των ακροατών του τον επίσκοπον τότε Ταλαντίου Νεόφυτον Μεταξάν. Οὗτος δε, και ως επίσκοπος Αττικής, είχε στενάς σχέσεις μετά των ξένων ιεραποστόλων, συμπαριστάμενος εν κηδείαις προτεσταντών εν ορθοδόξοις ναοίς τελουμέναις.
Κατά την υποδοχήν του Όθωνος, το πρώτον ελθόντος εις Αθήνας, ο Νεόφυτος, ενδεδυμένος τα αρχιερατικά άμφια, είχε και προτεστάντας πάστορας εν τη συνοδεία αυτού! Προτεσταντική ακολουθία, Ορθόδοξος ιεράρχης και Παπικός βασιλεύς απετέλουν σύνθεσιν, υπενθυμίζουσαν την εξωτερικήν οικουμενιστικήν ενότητα! Αι οικουμενιστικαί αντιλήψεις διεβίβρωσκον ήδη εις βάθος την εν Ελλάδι Εκκλησίαν»295.
Στο σύγγραμμα μάλιστα «Ιερά Ανθολογία», το οποίο εκδόθηκε με την έγκρισι της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος το 1833, υποστηριζόταν η κακόδοξος άποψις, ότι σώζονται ακόμη και οι ετερόθρησκοι. Στην συνέχεια «αρχιερείς απ᾿ άμβωνος, με πρωτοπόρον τον Ύδρας... εκήρυττον ότι· “ Όλα τά έθνη όσα εγεννήθησαν, εις το οποίον ακολουθούσι θρήσκευμα, προσδοκώσι σωτηρίαν”»296.
Το 1870 επίσης ο Ορθόδοξος αρχιεπίσκοπος Σύρου Αλέξανδρος σε σχετική «πρός την Ιεράν Σύνοδον Έκθεσίν του... Συνίστα “να αναγνωρίση εκατέρα Εκκλησία (Ορθόδοξος και Αγγλικανική) εκατέραν, ως κοινότητα Χριστιανικήν, έχουσα τον αυτόν Κύριον και την αυτήν ελπίδα σωτηρίας”»297.
Το 1837 ο Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ΣΤ΄ επέτρεψε «να γίνουν Αγιασμοί χάριν των Αρμενίων», ενώ το 1874 η Ιερά Σύνοδος του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως επέτρεψε την μετάδοσι του Μεγάλου Αγιασμού στούς ανωτέρω αιρετικούς298.
Το 1879 η Ιερά Σύνοδος του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως επέτρεψε επίσης κατ᾿ οικονομία στους Ορθοδόξους ιερείς «βαπτίζειν τα των Αρμενίων τέκνα, ορθοδόξως μεταδιδόναι τα μυστήρια εν ώρα θανάτου τοις Αρμενίοις ως Αρμενίοις, και τελείν στέψεις αυτών δι᾿ έλλειψιν ιερέως» μόνο «εν ανάγκη κατεπειγούση και αναποδράστω».
Με άλλα λόγια «εισήγετο η εν τη Θ. Ευχαριστία τω Βαπτίσματι και τώ Γάμω μυστηριακή μετά των Αρμενίων επικοινωνία». Έως τότε ο Ορθόδοξος κλήρος των Ιονίων νήσων «δεν εδίσταζε να βαπτίζη τα τέκνα των Βρεττανών», «ότε δεν είχον Άγγλους ιερείς», καθώς επίσης να στεφανώνη και να ενταφιάζη τους «Ρωμαιοκατολίκους (Ουνίτας) της Συρίας»299.
Την τέλεσι μικτών γάμων μεταξύ Ορθοδόξων και ετεροδόξων επέτρεψαν κατά τα μέσα του ιθ΄ αιώνος διά σχετικών τους αποφάσεων τόσο η Ιερά Σύνοδος του Βασιλείου της Ελλάδος300 όσο και η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως301.
Το 1869 η Ιερά Σύνοδος του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως αποφάσισε ακόμη «όπως εν ελλείψει ετεροδόξου ιερέως κηδεύωνται επί τη βάσει καθορισθέντος ιδίου Τυπικού, ετερόδοξοι υπό ορθοδόξων ιερέων, ως και να θάπτωνται εις τα ορθόδοξα νεκροταφεία»302. Το παράδειγμα της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως ακολούθησαν τα αμέσως επόμενα έτη και οι Εκκλησίες της Ελλάδος, Αντιοχείας και Αλεξανδρείας.
«Εν έτει 1863 Αγγλικανός κληρικός εγένετο δεκτός εις το Μυστήριον της Θ. Ευχαριστίας εν Σερβία, εγκρίσει της Ιεράς Συνόδου της Σερβικής Εκκλησίας»303.
Το 1874 και 1875 Ορθόδοξοι και Αγγλικανοί κληρικοί συνιερούργησαν κατά την τέλεσι των Μυστηρίων του γάμου και της βαπτίσεως «εν Πάτραις»304.
Το 1893 ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Γεράσιμος επέτρεψε σε Σύρους Ορθοδόξους της Αυστραλίας να λαμβάνουν την Θεία Ευχαριστία από τους Αγγλικανούς305.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
276 Φ. Βαφείδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος γ΄, § 205, 1, σελ. 29.
277 Ι. Κοτσώνη, Η κανονική άποψις περί της επικοινωνίας μετά των ετεροδόξων, § 17, σελ. 98, § 29, σελ. 243.
278 Χ. Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση, σελ. 97.
279 Θεοδωρήτου μοναχού, Η ευχαριστιακή συμμετοχή εν αγίω Όρει, σελ. 36-37.
280 Χ. Γιανναρά, ένθ᾿ ανωτ. σελ. 99.
281 Θεοδωρήτου μοναχού, ένθ᾿ ανωτ. σελ. 35-36.
282 Χ. Γιανναρά, ένθ᾿ ανωτ. σελ. 95.
283 Ι. Κοτσώνη, Η από κανονικής απόψεως αξία της μυστηριακής επικοινωνίας Ανατολικών και Δυτικών επί Λατινοκρατίας και Ενετοκρατίας, σελ. 4-8.
284 Θεοδωρήτου μοναχού, ένθ᾿ ανωτ.
285 Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, § 51, σελ. 697.
286 Ι. Κοτσώνη, Η κανονική άποψις περί της επικοινωνίας μετά των ετεροδόξων, § 17, σελ. 262-263.
287 Σ. Μπιλάλη, Ορθοδοξία και Παπισμός, τόμος β΄, σελ. 367.
288 Γ. Βαλέτα, Μελέτιος Πηγάς, Χρυσοπηγή, σελ. 30.
289 Θ.Η.Ε., τόμος 8, στήλη 634.
290 Εφραίμ Ιεροσολύμων, Ευαγγελική Σάλπιγξ, Προοίμιον, σελ. ιγ΄.
291 Ευαγγελική Σάλπιγξ, Λόγος εις τήν εορτήν των τριών Ιεραρχών, σελ. 326-327.
292 Πηδάλιον, σημείωσις στόν μστ΄ Αποστολικόν, σελ. 56.
293 Επιτομή είτε συλλογή των θείων της πίστεως δογμάτων, σελ. 350-352.
294 Γ. Μεταλληνού, Ομολογώ έν Βάπτισμα, σελ. 126-128.
295 Α. Δελήμπαση, Η αίρεσις του Οικουμενισμού, σελ. 214-215.
296 Το άθεον δόγμα του Οικουμενισμού, σελ. 173.
297 Ι. Κοτσώνη, Η κανονική άποψις περί της επικοινωνίας μετά των ετεροδόξων, § 23, σελ. 193.
298 Ένθ᾿ ανωτ. § 29, σελ. 248-249.
299 Ένθ᾿ ανωτ. § 4, σελ. 18, § 21, σελ. 146, § 26, σελ. 218, § 29, σελ. 243.
300 Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά συγγράμματα, τόμος β΄, σελ. 246.
301 Ιερωνύμου Κοτσώνη, ένθ᾿ ανωτ. § 26, σελ. 230-232.
302 Ένθ᾿ ανωτ. § 29, σελ. 244.
303 Επιφανίου Θεοδωροπούλου, Τα δύο άκρα, σελ. 71.
304 Ιερωνύμου Κοτσώνη, ένθ’ ανωτ. § 17, σελ. 109.
305 Ένθ᾿ ανωτ. § 17, σελ. 96.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου