Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015

Κήρυγμα Κυριακής μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού

 Περί Αθανασίας της Ψυχής. Κυριακή μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού

«Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυ­χὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» 

ΕΩΡΤΑΣΑΜΕ, ἀγαπητοί μου, τὴ μεγάλη ἑ­ορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Καὶ σήμερα, Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσι, διαβάζεται ἕνα εὐαγγέλιο σπουδαιότατο. Μέσα σ’ αὐτὸ ὑπάρχει ἕ­να ῥητό, ποὺ καὶ μόνο αὐτὸ φτάνει γιὰ νὰ σωθῇ κανείς· τέτοια δύναμι ἔ­χει. Ὅποιος τὸ ἐν­νοή­σῃ βαθειά, μαθαίνει τὴν ἀξία τῆς ψυχῆς του καὶ ποιός εἶνε ὁ προορισμός του.

Ποιό εἶναι τὸ ῥητό; Θὰ τὸ πῶ. Ἀλλὰ θὰ τὸ προσέξῃ κανείς; Τὸ ῥητὸ αὐτὸ λέει· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅ­λον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,36-37). Περὶ ψυχῆς ὁμιλεῖ τὸ εὐ­αγγέλιο σήμερα. Περὶ ψυχῆς λοιπὸν θὰ μιλήσουμε κ’ ἐμεῖς ὅσο μποροῦμε ἁπλούστερα.
* * *
―Περὶ ψυχῆς; Ἄκου ἐκεῖ! Τώρα ποὺ προώ­­δευσε ἡ ἐπιστήμη καὶ φτάσαμε στὰ ἄστρα, ἐ­σὺ μᾶς λὲς παραμύθια; Τί ψυχὴ καὶ Θεός; Τώρα καὶ στὰ σχολειὰ διδάσκουν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν διαφέρει ἀπὸ τὸ ζῷο· ὅ­πως ψο­φάει τὸ ζῷο, ἔτσι τελειώνει κι ὁ ἄνθρωπος…


Αὐτὰ λένε τώρα. Δὲν εἴ­μα­στε πιὰ στὰ χρόνια ποὺ οἱ πρόγονοί μας, λόγου χάριν στὸν ἀ­λη­σμόνητο Πόντο, στὶς εὐχές τους ἔλεγαν «Κα­λὴ ψυχή, κα­λὸ πα­ράδεισο». Πᾶνε τώρα αὐτά. Τί ἔχουμε λοι­πὸν ν’ ἀπαντήσουμε σ᾽ αὐτούς;
Ἀπαντοῦμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε διπλός, ὁ­ρατὸς καὶ ἀόρατος. Καὶ ὁρατὸς μὲν εἶνε ὡς πρὸς τὸ σῶμα. Τὸ σῶμα μας εἶνε ὑλικό. Εἶνε φτεια­γμένο ἀπὸ ὑλικὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως. Ἀπὸ αὐ­τὰ πῆρε ὁ Θεὸς καὶ τὸ δημιούργησε, σὰν ἕνα ἔ­ξοχο ἄγαλμα. Ἂν ἕνα σῶμα βάρους 65 κιλῶν τὸ πᾷς σ’ ἕνα χημεῖο καὶ τὸ ἀναλύ­σῃς, θὰ βρῇς ὅτι τὸ περισσότερο, τὰ 45 κιλά, εἶνε νε­ρό. Τὸ ἄλ­λο τί εἶνε; Εἶνε λῖπος, εἶνε ἄν­θρακας, εἶνε φωσ­φόρος, εἶνε μαγνήσιο, εἶ­νε ἀ­­σβέστιο, εἶνε καὶ λίγος σίδηρος. Αὐτὰ τὰ ὑλι­κὰ πῆρε ὁ Θεὸς καί, σὲ κατάλληλη ἀναλογία, ὅπως ὁ ζαχαροπλάστης κάνει ἕνα γλύκυσμα ἢ ἡ γυναίκα ζυμώνει στὴ σκά­φη καὶ κάνει ψωμί, ἔτσι ὁ μεγαλοδύναμος τὰ ζύμωσε καὶ δημιούργησε τὸ σῶμα ποὺ βλέπουμε. Ἀλλὰ τὸ σῶμα αὐτὸ εἶνε φθαρτό. Μὲ τὸ πέ­ρασμα τῶν ἐτῶν καταρρέει. Κάποτε ἔρχεται ἡ φοβερὰ ὥρα τοῦ θανάτου, καὶ τότε τὸ σῶ­μα θάβεται μέσα στὴ γῆ καὶ ὁ ἱε­ρεὺς λέει «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γέν. 3,19).
Ὁρατὸ εἶνε τὸ σῶμα. Κανείς δὲν ἀμφιβάλλει ὅτι ὑπάρχει. Τὸ βλέπουμε, τὸ ἀγγίζουμε, τὸ ζοῦμε, τὸ χρησιμοποιοῦμε. Ἐὰν ὅ­μως παραδέχεσαι ὅτι ὑπάρχει σῶμα, πολὺ πε­ρισσότερο νὰ παραδέχεσαι ὅτι ὑπάρχει ψυχή.
―Μά, θὰ πῇς, τὸ σῶμα τὸ βλέπω, τὴν ψυχὴ δὲν τὴ βλέπω.
Ναί, ἡ ψυχὴ εἶνε ὁ ἀόρατος ἄνθρωπος. Αὐ­τὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει. Πολ­λὰ πράγματα εἶνε ἀόρατα, ἀλλ’ ὑ­πάρχουν. Βλέπεις τὸν ἀέρα; Ὄχι. Τὸν αἰ­σθάνεσαι ὅμως· φυ­σάει, ξεῤῥιζώνει δέν­τρα, κάνει τρικυμία στὴ θάλασσα. Βλέπεις τὸν ἠλεκτρισμό; Ὄχι. Καὶ ὅ­μως δὲν πλησιάζεις τὸ σύρμα· ξέρεις ὅτι, ἂν τὸ ἀγγίξῃς, κά­ηκες. Ὅπως λοιπὸν ὁ ἠλεκτρισμὸς καὶ ὁ ἀέρας ὑπάρχουν, ἂν καὶ δὲν τοὺς βλέπεις, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή· ὑπάρχει, καὶ ἡ ὕπαρξί της φανερώνεται ἀπὸ τὶς ἐνέργειές της. Ποιές ἐνέργειες ἔχει; Δύο – τρεῖς θὰ σᾶς πῶ.
Ἐκεῖνο ποὺ ἀποδεικνύει ὅτι ὑπάρχει ψυχὴ εἶνε πρῶτα-πρῶτα ἡ σκέψι μας. Ἡ σκέψι δὲν ζυγίζεται. Τὸ κορμὶ ἔχει βάρος, ἡ σκέψι δὲν ἔ­χει· εἶνε μέσα στὸ μυαλό. Εἶνε ὅμως πρα­­γμα­τική. Καὶ βλέπεις· εἶσαι ἐδῶ, καὶ μὲ τὴ σκέψι σου πετᾷς σὰν πύραυλος καὶ βρίσκεσαι στὴν Αὐστραλία ποὺ εἶνε ὁ συγγενής σου, στὴ Γερ­μανία ποὺ εἶνε ὁ φίλος σου, στὸ Βόρειο Πόλο, παντοῦ· φτάνεις στὰ οὐράνια, ἀγγίζεις τὰ ἄ­στρα τοῦ οὐρανοῦ μὲ τὴ σκέψι. Δὲν ὑπάρχει ταχύτερο μέσο. Ἡ σκέψι λοιπὸν ἀποδεικνύει, ὅτι μέσα μας ὑπάρχει κάτι τὸ ἀθάνατο. Καὶ μό­νο αὐτὴ φτάνει ν’ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει ψυχή.
Ἀλλὰ δὲν εἶνε μόνο ἡ σκέψι. Ὑπάρχει καὶ κά­τι ἄλλο μέσα μας ἐξ ἴσου πραγματικό. Ὁ ἄν­θρωπος ἔχει καὶ αἴσθημα. Θέλετε νὰ τὸ δῆτε; Νά· κάθεται κάποιος στὸ τραπέζι. Κ’ ἐνῷ ἔ­χει μπροστά του τὰ καλύτερα φαγητά, δὲν τ᾽ ἀγ­γίζει. Γιατί; Ἔφτασε τὴν ὥρα αὐτὴ ἕνα τηλε­γρά­φημα, ποὺ λέει ὅτι πέθανε ὁ πατέρας του. Αὐτὸ τοῦ ἔκοψε τὴν ὄρεξι· ἔχει αἴσθημα λύπης. Τί δείχνει αὐτό; Ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σῶμα, ποὺ ἀ­ρέσκεται στὸ ὡραῖο φαγητό, ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο διαφορετικό· αὐτὸ εἶνε ἡ ψυχή, ποὺ ἀ­διαφορεῖ γιὰ φαγητά. Ἡ σκέψι λοιπὸν καὶ τὸ αἴ­­σθη­μα ἀποδεικνύουν, ὅτι ὑπάρχει κ’ ἕνα ἄλ­λο ἀνώτερο καὶ πνευματικὸ συστατικό, ἡ ψυχή.

Μιὰ ἄλλη ἐπίσης ἐνέργεια εἶνε ἡ θέλησις. Νά· ἕνα πλοῖο μὲ χίλιους ἐπιβάτες ναυαγεῖ ξα­φνι­κὰ στὸν ὠκεανό. «Στὶς βάρκες!» διατάζει ὁ πλοίαρχος, καὶ μπαίνουν ὅλοι καὶ σῴζονται. Ἕ­­νας μόνο δὲν μπαίνει· ὁ ἴδιος ὁ καπετάνιος. Μένει στὸ πλοῖο. Κ’ ἐνῷ σῴζει τοὺς ἄλ­λους, ὁ ἴδιος μένει ἐκεῖ, στὴ γέφυρα, καὶ βυθί­ζεται μα­ζὶ μὲ τὸ πλοῖο! Ποιά εἶν’ αὐτὴ ἡ δύναμι, ποὺ τοῦ λέει «Κόντρα μὲ τὸ συμφέρον, κόν­­τρα μὲ τὸ ἔνστικτο τοῦ σώματος!»; Ἡ θέλησι τῆς ψυχῆς. Ἂν ἦταν ζῷο, θά ᾽κανε ἀλλιῶς· εἶνε ἄν­­θρωπος, κι ἀκούει μιὰ φωνὴ νὰ τοῦ λέῃ· Θὰ μείνῃς στὸ καθῆκον, κι ἂς πεθάνῃς. Αὐτὴ λέει καὶ στὸ γιατρό· Θὰ κάνῃς τὸ χρέος σου. Αὐτὴ λέει καὶ στὸ νοσοκόμο· Θὰ ἐκτελέσῃς στὸ λειτούρ­γημά σου. Αὐ­τὴ λέει καὶ στὸν ἱερέα· Θὰ μεί­νῃς στὴν ἀπο­στολή σου. Αὐτὴ λέει στὸν κάθε Χριστιανό· Μεῖνε πιστὸς μέχρι τέλους. Διάβαζα τὴν ἑξῆς ἱστορία. Στὸν Πόντο ἕνας Τοῦρκος κυνηγοῦ­σε μὲ μαχαίρι ἕνα Χριστιανό. Τὸν ἔπιασε καὶ τὸν ἀ­πειλοῦσε· Θὰ σὲ σφάξω· μόνο ἂν βλαστημή­σῃς τὸ Χριστὸ καὶ πατήσῃς τὸ σταυρὸ θὰ σ᾽ ἀ­­φήσω!… Μὰ αὐτὸς δὲν δείλιασε· προτίμησε τὸ θάνατο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.

Τί δείχνουν αὐτά, ἡ σκέψι, τὸ αἴσθημα, ἡ δύ­ναμι τῆς θελήσεως, ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσε­ως; Ὅτι ὑπάρχει μέσα μας κάτι ἀθάνατο καὶ αἰώνιο, καὶ αὐτὸ ὀνομάζεται ψυχή. Ὑπάρχει ψυχή· τὸ μαρτυρεῖ ἡ σύστασί μας, ἡ αἴσθησι τῆς καρ­διᾶς μας. Ὑπάρχει ψυχή· τὸ μαρτυροῦν οἱ μάρ­τυ­ρες καὶ οἱ ἅγιοι, ποὺ θυσίασαν τὴ ζωή τους χάριν τῆς πίστεώς μας. Ὑπάρχει ψυχή· τὸ λένε μεγάλοι ἐπιστήμονες ποὺ ἔκαναν ἀνα­καλύψεις, ὄχι κάτι γιατρουδά­κια καὶ φοιτηταὶ ποὺ δὲν ξέρουν νὰ γράψουν τ’ ὄνομά τους. Ὑ­πάρχει ψυ­χή· τὸ φωνάζουν μεγάλοι φιλόσοφοι, ὅπως οἱ δικοί μας Σωκράτης, Πλάτων, Ἀριστοτέλης, κ.ἄ..

Ὑπάρχει ψυχή – δὲ σᾶς εἶ­πα τίποτα μέχρι τώρα. Κι ἂν ὅλες αὐτὲς οἱ μαρτυρίες ἔλειπαν, φτάνει μόνο μία. Ποιά εἶνε ἡ μαρτυρία αὐτή; Εἶνε ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός μας βεβαιώνει, ὅτι ὑπάρχει ψυχή. Καὶ μπορεῖ ὅ­λοι νὰ λένε ψέματα, ἀλλ’ αὐτὸς ποτέ. Πιστεύ­εις στὸ Χριστό; Ἐκεῖνος λέει σήμερα· «Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;». Ὅπως ἔλεγε ἕνας ἱεροκήρυκας, φανταστῆ­τε μιὰ ζυγαριὰ κρεμασμένη πάνω ἀπὸ τὰ ἄστρα. Στὸν ἕνα δίσκο βάλτε ὅ,τι πολύτιμο ἔχει ὁ κόσμος· χρυσάφια, ἀσήμια, μαργαριτάρια… Καὶ στὸν ἄλλο δίσκο βάλτε – τί; Μιὰ ψυχή. Τὴν ψυ­χὴ ὄχι ἑνὸς βασιλιᾶ ἢ κυβερνήτου, ἀλλὰ τὴν ψυχὴ ἑνὸς φτωχοῦ, τοῦ πιὸ φτωχοῦ ζητιάνου. Ἔ, μόλις ἡ ψυχὴ ἀγγίξῃ μὲ τὰ φτερά της τὸ δίσκο, ἡ ζυγαριὰ θὰ κλίνῃ πρὸς τὸ μέρος της. Τέτοια ἀξία ἔχει ἡ ψυχή.
* * *

Ὁ κόσμος, ἀγαπητοί μου, δυστυχῶς φρον­τί­ζει μόνο γιὰ τὸ σῶμα· τρέχει σὲ γιατρούς, ξοδεύει περιουσίες γιὰ τὴν ὑγεία. Δὲ λέω, πρέ­πει νὰ ἐνδιαφερώμαστε γιὰ τὸ σῶ­μα· κι αὐ­τὸ τοῦ Θεοῦ εἶνε. Ἀλλὰ παραπάνω ἀπὸ τὸ σῶμα εἶνε ἡ ψυχή. Γιὰ τὴν ψυχή; Ἀ­διαφορία! Ὅπως ἐνδιαφέρεσαι γιὰ τὸ σῶμα, ἔτσι κι ἀκόμα περισ­σότερο γιὰ τὴν ψυχή. Γιατὶ μία καὶ μονάκρι­βη τὴν ἔχουμε, ἀλλοίμονό μας ἂν τὴ χάσουμε· θά ᾽νε μεγάλη ἡ εὐθύνη. Τὰ πιστεύετε αὐτά; εἶστε Χριστιανοί· δὲν τὰ πιστεύετε; δὲν εἶστε.
Μεγάλο, πολὺ μεγάλο πρᾶγμα ἡ ψυχή. Εἶνε ἀθάνατος καὶ αἰ­ωνία. Αὐτὴ δίνει ἀξία στὸν ἄν­θρωπο. Γι’ αὐτὸ νὰ τὴ φροντίζουμε. Ἦρθε Κυρι­ακή, χτυπᾷ ἡ καμπάνα; τρέξε στὴ λειτουργία ν’ ἀκούσῃς ἐκεῖ, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε «ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν» (εὐχ. κεφαλοκλ.). Ἦρθε τεσσαρακοστή; τρέξε νὰ κα­θαρί­σῃς τὴν ψυχὴ μὲ τὴν ἐξομολόγησι. Κι ὅπως τρέφεις τὸ σῶμα, τάϊζε καὶ τὴν ψυχὴ μὲ τὰ ἱε­ρὰ μυστήρια καὶ μὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ποτέ μὴ λησμονεῖς ὅτι ὅλα εἶνε ματαιότης· ἕ­να μένει, ἡ ψυχή. Ὅσο εἶσαι βέβαιος ὅτι ὑπάρ­χει σῶμα, τόσο νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι ὑπάρχει ψυχὴ κι ὅτι μιὰ μέρα θὰ λογοδοτήσουμε γι’ αὐτήν.
Κρατῆστε τὴν πίστι τῶν πατέρων μας. Πιστεύ­ετε ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε μόνο ὑλικὸ ὄν, σάρκα· ἔχει καὶ ψυχὴ ἀθάνατη. Μὴ ξεχνᾶτε ποτέ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας «Τί δώσει ἄν­θρω­πος ἀν­τάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;». Καὶ εἴθε νὰ μᾶς ἀ­ξι­ώσῃ ὅλους ὁ Θεός, ὅταν ἔλθῃ τὸ τέλος, νὰ ποῦ­­με κ’ ἐμεῖς ὅπως ὁ λῃστής· «Μνήσθη­τί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου ἡ ὁποία ἔγινε στον ἱερό ναὸ της Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀντιγόνου – Ἀμυνταίου 17-9-1989)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου