Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

Ο Ναός του Αγίου Σάββα Βελιγραδίου. Το ιστορικό της ανεγέρσεως την περίοδο του κομμουνισμού στην τέως Γιουγκοσλαβία



Ο Ναός του Αγίου Σάββα Βελιγραδίου.
Το ιστορικό της ανεγέρσεως την περίοδο του κομμουνισμού στην τέως Γιουγκοσλαβία

Γεώργιος Νεκτάριος Λόης, Ph.D
Καθ (ΣΕΠ) Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου
Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών
Τακτικό Μέλος Ι.Ε.Θ.Π. “Καριπείου Μελάθρου”


Η παρούσα μελέτη παρουσιάστηκε στο Πανελλήνιο Συνέδριο-Εργαστήριο Αρχιτεκτονικής CITYLAB • 2015, με θέμα «Αρχιτεκτονική και Πίστη»,Πάτρα, 25 Σεπτεμβρίου έως 2 Οκτωβρίου 2015.

 Το θέμα το οποίο διαπραγματευόμαστε αφορά το ιστορικό της ανεγέρσεως του μεγαλοπρεπούς ναού του Αγίου Σάββα Βελιγραδίου, του μεγαλύτερου εν λειτουργία Ορθόδοξου χριστιανικού ναού στον κόσμο.

 Το θέμα θα το εξετάσουμε επί τη βάσει των επισήμων εγγράφων, μεταξύ κράτους - εκκλησίας, της περιόδου 1945-1985. Εδώ θα διαπιστώσουμε πως η πίστη του σερβικού λαού στην διαχρονικότητα του προσώπου του Αγίου Σάββα ήταν αυτή που έφερε εις πέρας ένα δύσκολο έργο, το οποίο αφορούσε την συνέχιση των εργασιών ανέγερσης του ναού την περίοδο του κομμουνισμού. Η θέληση ήταν αυτή που έκανε τους σέρβους να ελπίζουν στην δοθείσα άδεια και η πίστη έβαλε τα θεμέλια, από κοινού με τους αρχιτέκτονες, ώστε να δοθεί η σημερινή μορφή στον ναό. 

Οι Σέρβοι υποδουλώθηκαν ολοκληρωτικά στους Οθωμανούς με την πτώση της πόλεως του Σμεντέρεβο, το έτος 1459. Από τότε ξεκίνησε και ο αγώνας για την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό. Κατά καιρούς γίνονταν διάφορες μικρές ή μεγάλες επαναστάσεις. Όμως μετά τις συστηματικές εξεγέρσεις των Σέρβων, το δεύτερο ήμισυ του 16ου αιώνα, ο Σινάν πασάς, του Βελιγραδίου, αποφάσισε να στείλει ένα μέρος του στρατού του, την άνοιξη του 1594, ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής, στην μονή Μιλέσεβο (1219), όπου φυλάσσονταν επί τρείς αιώνες τα ιερά λείψανα του Αγίου Σάββα.[1] Οι Οθωμανοί εισέβαλαν στην μονή την λεηλάτησαν, την πυρπόλησαν και αφού σκότωσαν του περισσότερους μοναχούς, πήραν μαζί τους τα λείψανα του Αγίου και τα έφεραν στο Βελιγράδι, στον Σινάν πασά, ο οποίος τα έκαψε στο ύψωμα Βράτσαρ του Βελιγραδίου. Το φοβερό αυτό γεγονός τρομοκράτησε και επέφερε ένα καίριο πλήγμα στον ήδη εξασθενισμένο ορθόδοξο σερβικό λαό, ο οποίος όμως δεν λησμόνησε ποτέ τον άγιό του.
Τρείς αιώνες αργότερα, το έτος 1879, ακούγεται για πρώτη φορά επίσημα η ιδέα για την ανέγερση Ναού, από τον καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Βελιγραδίου Νικόλαο Ρούζιτσιτς, μετέπειτα Επίσκοπο Νύσσης Νικάνωρα (1898-1911), σε ομιλία του στη Θεολογική Σχολή αφιερωμένη στον Άγιο Σάββα.[2] Την επόμενη κιόλας ημέρα σχηματίστηκε Επιτροπή, η οποία είχε ως καθήκον να εξετάσει το θέμα και να το προετοιμάσει καλύτερα. Στην πράξη όμως ήταν δύσκολο να πραγματοποιηθεί αυτή η ιδέα, διότι η Σερβία βρισκόταν στην προσπάθεια απελευθέρωσης από τον Οθωμανικό ζυγό.

 Δεκαπέντε (15) έτη αργότερα, το έτος 1894, σχηματίστηκε ο πρώτος “Σύνδεσμος για την ανέγερση του Ναού του Αγίου Σάββα”, με ημερομηνία ίδρυσης την 27η Ιανουαρίου του 1895, ημέρα της εορτής του Αγίου Σάββα.[3] Πρόθεση του “Συνδέσμου” ήταν να κτισθεί ένας μεγαλοπρεπής Ναός από τους καλύτερους Αρχιτέκτονες. Για τις καθημερινές ανάγκες κτίσθηκε μέσα σε δώδεκα (12) ημέρες μία μικρή προσωρινή Εκκλησία, διαστάσεων 12 επί 5,30 μέτρων. Η μικρή αυτή Εκκλησία εγκαινιάσθηκε στις 27 Απριλίου 1895. Πρόεδρος του “Συνδέσμου” ήταν ὁ Μητροπολίτης Βελιγραδίου Μιχαήλ (1859-1898), αντιπρόεδρος ο Στρατηγός Σάββας Γκρούιτς και μέλη πολλοί επιφανείς πολίτες του Βελιγραδίου. Σημειωτέον, όμως, ότι κατά την περίοδο αυτή οι Σέρβοι είχαν εντείνει τον απελευθερωτικό αγώνα τους κατά των Οθωμανών, με αποτέλεσμα όλα τα σχέδια, πού σχετίζονταν με την ανοικοδόμηση του Ναού να περιέλθουν και πάλι σε μία στασιμότητα και μόλις, το έτος 1927, να κηρυχθεί διαγωνισμός για το αρχιτεκτονικό σχέδιο του Ναού.

 Από το διαγωνισμό, τα μέλη της επιτροπής εξέλεξαν ως την καλύτερη λύση το σχέδιο του αρχιτέκτονα καθηγητή Μπόγκνταν Νεστόροβιτς, με την παρατήρηση να προστεθούν στο σχέδιο και ορισμένα στοιχεία από το σχέδιο του αρχιτέκτονα καθηγητή Αλεξάνταρ Ντερόκο. Τα έργα ξεκίνησαν το 1935 και στις 10 Μαΐου του 1939 έγινε ο αγιασμός και τα επίσημα εγκαίνια. Όμως, μετά τον βομβαρδισμό του Βελιγραδίου στις 6 Απριλίου του 1941 και την είσοδο της τότε Γιουγκοσλαβίας στον πόλεμο, όλα τα έργα σταμάτησαν. Οι δυνάμεις κατοχής με το που κατέλαβαν το Βελιγράδι κατέστρεψαν μέρος του Ναού και χρησιμοποίησαν το εσωτερικό του οικοδομήματος ως γκαράζ. Δυστυχώς όμως, όπως θα διαπιστώσουμε και στην συνέχεια της εργασίας, ως γκαράζ και αποθήκη[4] χρησιμοποιήθηκε και για τα επόμενα σαράντα (40) έτη, μετά τη λήξη του πολέμου, από τις τότε κομμουνιστικές αρχές της Γιουγκοσλαβίας. 

 Μετά την απελευθέρωση της χώρας, τόσο ο σερβικός λαός όσο και η Σερβική Ορθόδοξος Εκκλησία είχαν να αντιμετωπίσουν πολυάριθμα προβλήματα. Οι νέες αρχές της χώρας ασχολούνταν με τον νέο τρόπο συγκρότησης του κράτους, την αντιμετώπιση των προβλημάτων που άφησε ο πόλεμος και δεν έδειχναν κανένα ενδιαφέρον όχι μόνον για τη συνέχιση των εργασιών του Ναού, αλλά ούτε και για την ίδια την Εκκλησία. Μάλιστα τα πρώτα έτη το νέο καθεστώς διεξήγαγε και έναν συστηματικό πόλεμο εναντίον της, με απώτερο σκοπό τον κατακερματισμό της. Η Εκκλησία την περίοδο 1950-1958 εγκαινίασε την πολιτική των συμβιβασμών, με σκοπό να περισώσει το μέγιστο της υπάρξεώς της και το κράτος αναγκάστηκε από τη νέα διεθνή πολιτική πραγματικότητα, να εφαρμόσει ναι μεν την πολιτική των πιέσεων, αλλά συγχρόνως και της ανοχής.[5] Όμως για το ζήτημα της συνέχισης των εργασιών ανέγερσης του Ναού του Αγίου Σάββα, έως και το έτος 1958, δεν υπάρχει καμία επίσημη συζήτηση. 

 Ο Πατριάρχης Γερμανός (1958-1990)[6] ήταν αυτός, που εγκαινίασε με τις αρχές της χώρας την συζήτηση της συνέχισης των εργασιών ανέγερσης του Ναού του Αγίου Σάββα. Από τα πρώτα κιόλας έτη της πατριαρχίας του έκανε διάφορες επισκέψεις, είχε συνομιλίες με επίσημους παράγοντες της χώρας και έστελνε επιστολές στις οποίες αιτιολογούσε την ανάγκη ανέγερσης ενός μεγαλοπρεπούς Ναού αφιερωμένου στον Άγιο Σάββα. Παρακαλούσε δε τις αρχές, να πράξουν το παν, για να γίνει η επιθυμία του σερβικού λαού πραγματικότητα. Τα πρώτα έτη, δύσκολα έπαιρνε απάντηση στις επιστολές και στα αιτήματα. Οι κρατικές αρχές αδιαφορούσαν. Ο ίδιος χρησιμοποιούσε ήπια γλώσσα και προσπαθούσε με ιστορικές αναφορές να πείσει τις αρχές του κράτους, ότι κακώς μετά τον πόλεμο δημεύθηκε η περιουσία του “Συνδέσμου”, διότι επρόκειτο για περιουσία του Ναού και παρακαλούσε να καταργηθεί αυτό το διάταγμα, έτσι ώστε να μπορέσουν να συνεχιστούν οι εργασίες.[7]
Όσο περνούσε ο καιρός αντί τα πράγματα να βελτιώνονται έδειχναν ότι αρχίζουν να παίρνουν μία άλλη μορφή, χειρότερη. Στις 11 Ιουνίου του 1963, στην ημερήσια εφημερίδα Vecernje Novosti, του Βελιγραδίου, δημοσιεύθηκε ένα άρθρο το οποίο ανέφερε ότι οι κρατικές αρχές έχουν την πρόθεση να μετατρέψουν, προς όφελος του λαού, το εσωτερικό του Ναού σε θερινή σκηνή χωρητικότητας 700σιων θέσεων και το χειμώνα ο χώρος να λειτουργεί ως αίθουσα πατινάζ.[8]
Ενοχλημένη με το δημοσίευμα και τα νέα σχέδια της κυβέρνησης, η Σύνοδος της Ιεραρχίας, στη συνεδρίαση της 18ης Ιουνίου του 1963, αποφάσισε να σκληρύνει τη στάση της και να προειδοποιήσει τα μέλη της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Θρησκευτικών Θεμάτων ότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε μεγάλη προσβολή για την Σερβική Ορθόδοξο Εκκλησία και βαρύ πλήγμα εις βάρος της θρησκευτικής αυτοσυνειδησίας των Σέρβων. Επίσης τόνισαν ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να προκαλέσει αρνητικά σχόλια όχι μόνο στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό, με άκρως αρνητικές συνέπειες για τις σχέσεις της χώρας. Μαζί με τις δριμύτατες καταγγελίες εναντίον του σχεδίου, στην ίδια ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου, αναφέρεται ότι θα συνεχιστεί ο αγώνας για την επαναφορά της περιουσίας στον Ναό, καθώς και για τη συνέχιση των εργασιών αποπεράτωσής του.[9]
Στις 29 Οκτωβρίου του 1965, ο Πατριάρχης Γερμανός σε συνάντηση, την οποία είχε με τον πρόεδρο της Επιτροπής Θρησκευτικών Θεμάτων, Νεμάνια Μάρκοβιτς, τόνισε ότι για τους Σέρβους η συνέχιση των εργασιών ανέγερσης του Ναού είναι υψίστης σημασίας και προειδοποίησε ότι η περαιτέρω εμμονή των εκπροσώπων του κράτους να μην επιτρέπουν την συνέχιση των έργων, «θα μπορούσε ίσως να ερμηνευθεί ως εμπάθεια προς την Εκκλησία και να επέλθει επιδείνωση των σχέσεων»[10]. Ο Μάρκοβιτς απάντησε λέγοντας ότι και ο ίδιος επιθυμεί την αίσια έκβαση του ζητήματος και υποσχέθηκε ότι σύντομα θα ενημέρωνε τον Πατριάρχη γι’ αυτό. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που η πολιτεία δεν ήταν απόλυτα αρνητική, αφήνοντας μια χαραμάδα αισιοδοξίας. Δυστυχώς όμως, όπως ήταν αναμενόμενο όλα παρέμειναν στα λόγια.

 Τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν μιαν άλλη τροπή μετά την συνάντηση, της 28ης Απριλίου 1966, της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου με εκπροσώπους των κρατικών αρχών. Τότε λοιπόν ελέχθη ότι η Κυβέρνηση της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Σερβίας συζήτησε το θέμα πού αφορά στη συνέχιση των εργασιών και μετά από λεπτομερέστατη εξέταση και αμοιβαίες διαβουλεύσεις, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δε συντρέχουν όλες οι συνθήκες για τη συνέχιση των έργων, καθώς και ότι δεν είναι η πιο κατάλληλη στιγμή για αυτό. “Ἡ κατάσταση στη χώρα εξακολουθεί και περαιτέρω να είναι σοβαρή, σημειώνεται αύξηση των εθνικιστικών και σοβινιστικών τάσεων και η συνέχιση της ανοικοδόμησης του Ναού, σε τόσο μεγάλη έκταση και σε τόσο μεγάλο μέγεθος, θα μπορούσε να έχει και αρνητικές συνέπειες… η Κυβέρνηση της Σερβίας είναι πρόθυμη να παράσχει χρηματική βοήθεια στην Εκκλησία, με σκοπό να προβεί αυτή σε έργα ανακαίνισης άλλων εκκλησιών….”[11] Όσο για το Ναό του Αγίου Σάββα, πρότειναν να τοποθετηθεί μία στέγη πάνω στο ημιτελές οικοδόμημα του Ναού και να μετατραπεί σε κάποιο Εκκλησιαστικό μουσείο ή Γκαλερί με τοιχογραφίες και εικόνες, στις οποίες θα παρουσιάζεται η ζωή του Αγίου Σάββα.[12]
Τρείς εβδομάδες αργότερα, η Σύνοδος της Ιεραρχίας, με επίσημη επιστολή εκφράζει την βαθύτατη λύπη της, που το οικοδόμημα του Ναού και ο περίβολος χώρος δεν παραδόθηκε ακόμα στην Εκκλησία και συνεχίζει λέγοντας ότι κάποια τυχόν μετατροπή του οικοδομήματος του Ναού σε μουσείο ή γκαλερί θα ήταν άκρως αποτυχημένη λύση, και θα προκαλούσε μεγάλη αγανάκτηση και δυσαρέσκεια ανάμεσα στο λαό.[13] Παρακάλεσε δε την Κυβέρνηση να παραιτηθεί απ’ αυτήν την ιδέα και να συμβάλει καθοριστικά, ώστε να τεθεί τέρμα στην περαιτέρω βεβήλωση του ημιτελούς Ναού.

  Η ιδέα μετατροπής του Ναού σε μουσείο συνέχυσε να υπάρχει από την πλευρά της πολιτείας. Απόδειξη γι’ αυτό οι συνομιλίες του Πατριάρχη Γερμανού με τον Πρόεδρο της Βουλής της Σερβίας, Ντράγκοσλαβ Μάρκοβιτς, στις 30 Σεπτεμβρίου 1971. Εδώ επανεπιβεβαιώθηκε η άποψη των κρατικών αρχών που έλεγε ότι «το οικοδόμημα του Ναού θα μπορούσε, ίσως, να περάσει και πάλι στα χέρια της Εκκλησίας, μόνο σε περίπτωση που ο Ναός μετατραπεί σε Μουσείο της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας».[14] Όλα αυτά γίνονταν από την πλευρά της πολιτείας με σκοπό να κερδίζει χρόνο και να δείχνει στους εκπροσώπους της Σερβικής Εκκλησίας ότι την απασχολεί το θέμα του Ναού.
 Ο χρόνος συνέχυσε να κυλά χωρίς να αλλάζει τίποτε. Στις 22 Μαρτίου του 1973, ο Μιλένκο Μπόγιανιτς, πρόεδρος της Κυβέρνησης της Σερβίας πρότεινε την μετατροπή του Ναού σε Οίκο (Εστία) του Αγίου Σάββα, όπου θα φιλοξενεί ένα Εκκλησιαστικό μουσείο και τη Βιβλιοθήκη της Σερβικής Εκκλησίας.[15] Ο Πατριάρχης αυτήν την φορά έκανε μία διπλωματική κίνηση λέγοντας ότι θα μπορούσε η Σερβική Εκκλησία να αποδεχθεί αυτήν την πρόταση, αλλά ως προσωρινή λύση. Κατά τα επόμενα έτη, ο Πατριάρχης Γερμανός εξακολούθησε να έχει επαφές και συνομιλίες με διάφορους πολιτικούς της χώρας, χωρίς, όμως, κανένα αποτέλεσμα. Οι αρχές του Κράτους παρέμεναν αμετακίνητες στη θέση τους ότι το οικοδόμημα του Ναού πρέπει να μετατραπεί ή σε Οίκο του Αγίου Σάββα, με μουσείο και βιβλιοθήκη, ή σε κάποια Γκαλερί.

Είχαν ήδη περάσει τέσσερις δεκαετίες προσπαθειών και η απογοήτευση ήταν έκδηλη στους κόλπους της Σερβικής Εκκλησίας. Όμως τις προσπάθειες για την συνέχιση των εργασιών ανέγερσης του Ναού του Αγίου Σάββα υποστήριξε, σκόπιμα ή τυχαία η κρατική Τηλεόραση Βελιγραδίου, με εκπομπή η οποία ήταν αφιερωμένη στην Τσούμπουρα, περιοχή του Βελιγραδίου και η οποία μεταδόθηκε, στις 14 Νοεμβρίου 1981. Ο δημοσιογράφος είχε συνομιλίες με κατοίκους της περιοχής για διάφορα πολεοδομικά ζητήματα και μεταξύ άλλων, συνομίλησε και με τον βοηθό Επίσκοπο Δανιήλ, για το ζήτημα του Ναού του Αγίου Σάββα. Ο Επίσκοπος Δανιήλ αναφέρθηκε εκτενώς στο ζήτημα και εμπεριστατωμένα. Τελειώνοντας δε είπε: “….όταν, ο Ναός περατωθεί, θα είναι ο μεγαλύτερος των Βαλκανίων… Την ανέγερση διέκοψε ο πόλεμος, το 1941. Όσο για την σημερινή κατάσταση, δεν πρόκειται για τείχη θρήνου, αλλά για τείχη ελπίδας. Χωρίς την αποπεράτωση αυτού του Ναού, η πόλη του Βελιγραδίου δεν θα είναι πλήρης, πάντα κάτι θα λείπει”.[16]

Μετά από αυτήν την εκπομπή το κλήμα άρχισε να αντιστρέφεται. Αποδείχθηκε ότι οι επόμενες αποτυχημένες συνομιλίες του Πατριάρχη Γερμανού με διάφορους κρατικούς παράγοντες ήταν ο προθάλαμος της δοθείσας άδειας ανέγερσης. Συνολικά πέρασαν σαράντα (40) έτη προσπαθειών, έως τις 19 Ιουνίου του 1984, όταν ο Ντούσαν Τσκρέμπιτς, νέος πρόεδρος της Σερβίας, ανακοινώσει σε προσωπική συνάντηση που είχε με τον Πατριάρχη Γερμανό «ότι τα έργα των εργασιών ανέγερσης θα συνεχιστούν σύντομα».[17] Επτά ημέρες αργότερα, στις 26 Ιουνίου 1984, οι εκπρόσωποι της Κοινότητας Βράτσαρ, του Δήμου Βελιγραδίου, έλαβαν την απόφαση να χορηγήσουν την πολυπόθητη άδεια, για την συνέχιση των εργασιών ανοικοδόμησης του Ναού του Αγίου Σάββα, καθώς επίσης και να δώσουν πίσω στη διάθεση της Εκκλησίας το οικοδόμημα του Ναού και τον προαύλιο χώρο.[18]

 Η απόφαση αυτή, εσήμανε ταυτόχρονα και το τέλος της ταλαιπωρίας του ίδιου του Πατριάρχη Γερμανού, ο οποίος έκανε συνολικά ογδόντα οκτώ (88) επισκέψεις και είχε ισάριθμες συνομιλίες με διαφόρους πολιτικούς παράγοντες της χώρας, αρχίζοντας από τούς εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης, τις αρχές του δήμου Βελιγραδίου, βουλευτές μέχρι και τούς προέδρους της Κυβέρνησης της Σερβίας και τούς κορυφαίους πολιτικούς και κομματικούς παράγοντες της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας.
Το όνειρο να αποκτήσει το Βελιγράδι, με την βοήθεια των αρχιτεκτόνων, έναν Ναό αντάξιο του ονόματος του Αγίου Σάββα έπαιρνε σάρκα.[19]Έτσι, όταν κόπασε η χαρά και ο ενθουσιασμός των πρώτων ημερών, ο Πατριάρχης ξεκίνησε μία σειρά από συναντήσεις με τούς στενούς συνεργάτες του και με τούς εκπροσώπους του δήμου Βελιγραδίου. Σκοπός ήταν η προετοιμασία των έργων. Ομάδα αρχιτεκτόνων, με επικεφαλής τον Μπράνκο Πέσιτς,[20] άρχισε να ασχολείται με την επεξεργασία του αρχιτεκτονικού σχεδίου, πού είχε η Σερβική Εκκλησία, από τον αρχιτέκτονα Αλεξάνταρ Ντερόκο και το φύλαγε από την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Φαίνεται ότι τα άλλα σχέδια και μελέτες χάθηκαν κατά την περίοδο που είχε μεσολαβήσει.
Στην προσπάθεια για την έναρξη των εργασιών, η Σερβική Εκκλησία εξέδωσε Προκήρυξη, υπέρ της παροχής βοήθειας για την συνέχιση των έργων αποπεράτωσης του Ναού.[21] Στην κινητοποίηση συγκέντρωσης χρημάτων μέσω διαφόρων εράνων ανταποκρίθηκαν όλοι οι αρχιερείς και πλήθος κληρικοί της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά και ο απλός πιστός λαός, τόσο εντός της Γιουγκοσλαβίας όσο και στο εξωτερικό, στην Διασπορά, Αμερική – Καναδά - Ευρώπη - Αυστραλία. Πολυάριθμοι ήταν οι πλούσιοι Σέρβοι, οι οποίοι έδωσαν μεγάλα χρηματικά ποσά, επιθυμώντας να συμβάλουν όσο το δυνατόν περισσότερο στο μεγάλο έργο. Επίσης έγιναν διάφορες συναυλίες, τυπώθηκαν βιβλία καθώς και ταχυδρομικές κάρτες.
  Θέλοντας να δώσει επίσημο τόνο στην πολυπόθητη έναρξη των εργασιών η Σύνοδος της Ιεραρχίας, στην συνεδρίαση της 10ης Μαΐου του 1985, αποφάσισε να τελεσθεί δύο ημέρες αργότερα, Κυριακή 12 Μαΐου, Συνοδική Αρχιερατική Θεία Λειτουργία στο χώρο του οικοδομήματος του Ναού. Με την επίσημη αυτή τελετή επρόκειτο να επισημανθεί η 390ηεπέτειος της καύσης των ιερών λειψάνων του Αγίου Σάββα και η 50ηεπέτειος από τα πρώτα έργα ανέγερσης του Ναού, την συνέχιση των οποίων ο σερβικός λαός περίμενε πολλά έτη.[22] Και πράγματι, στις 12 Μαΐου του 1985 το οικοδόμημα του Ναού άρχισε να ξαναζωντανεύει. Από τις πρώτες πρωινές ώρες γύρω από το Ναό συγκεντρώθηκε πλήθος κόσμου. Το εσωτερικό του Ναού ήταν ασφυκτικά γεμάτο και περίπου εκατό χιλιάδες πιστοί γέμισαν τον περίβολο χώρο. Για τους Σέρβους η συνέχιση των εργασιών ανέγερσης και η αρχιτεκτονική αυτού ήταν υψίστης σημασίας. Ο Ναός έπρεπε να είναι αντάξιος της πίστης τους και του Αγίου Σάββα.
Μετά την τελετή το λόγο πήρε ο τότε Πατριάρχης Σερβίας Γερμανός, ο οποίος μεταξύ άλλων είπε: “…Η σημερινή ημέρα, αποτελεί σταθμό στην ιστορία της Σερβικής Εκκλησίας… Χάρη στο πνεύμα του Αγίου Σάββα… οι πρόγονοί μας ήταν σε θέση να διαφυλάξουν την εθνική τους ταυτότητα, την πίστη, την γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα, μα πάνω απ’ όλα τη χριστιανική μας υπόσταση. Αυτό ήταν πού έδωσε στο σερβικό λαό τη δύναμη και την αυτοπεποίθηση να αρχίσει την ανέγερση αυτού εδώ του μεγαλοπρεπούς Ναού, ο οποίος θα αποτελεί αστείρευτη πηγή χριστιανικής αγάπης, ομόνοιας και ειρήνης, αδελφοσύνης και όλων όσων ορίζουν οι ευαγγελικές αρετές…

 Εμείς συνεχίζουμε, με τη βοήθεια του Θεού, και προχωράμε από το σημείο εκείνο, στο οποίο οι πρόγονοί μας σταμάτησαν εξαιτίας του πολέμου. Σήμερα ενημερώνουμε, όλους τους Ορθοδόξους Σέρβους, όπου και να ευρίσκονται αυτοί, απανταχού της γης, για τη χαρμόσυνη είδηση και τούς καλούμε να βοηθήσουν, ώστε το Θείο αυτό έργο να αποπερατωθεί, όσο το δυνατόν συντομότερα….”[23]
Μετά από σαράντα (40) περίπου έτι προσπαθειών η τέλεση της πρώτης επίσημης μεταπολεμικής Θείας Λειτουργίας και η τελετή η οποία ακολούθησε, ήταν κάτι το ανεπανάληπτο για την Σερβική Εκκλησία. Μεταδόθηκε από την τηλεόραση, για αυτήν έγραψε σχεδόν όλος ο ημερήσιος Τύπος της χώρας, ενώ ειδήσεις για το ίδιο θέμα μετέδωσαν και πολυάριθμα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία.
Στη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου, τής 15ης Μαΐου 1985, αποφασίστηκε, να αποτελεί η Διαρκής Ιερά Σύνοδος το κεντρικό σώμα το οποίο θα έχει τη φροντίδα για την αποπεράτωση του Ναού,[24] με την παρατήρηση ότι στο σώμα αυτό θα μπουν και οι εκπρόσωποι κάθε επαρχίας, τούς οποίους θα εκλέξει ο αρμόδιος τοπικός αρχιερέας. Την οικονομική διαχείριση και επιτήρηση για την ομαλή εξέλιξη των εργασιών θα έχει η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, ως εκτελεστικό όργανο της Συνόδου της Ιεραρχίας και τα μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου θα υποβάλλουν, κάθε έτος, έκθεση προς την Σύνοδο της Ιεραρχίας για την εξέλιξη των έργων ανοικοδόμησης.[25] Επίσης στη συνεδρίαση της 30ης Μαΐου, η Ιερά Σύνοδος εξέλεξε και την επιτροπή ανεγέρσεως.[26] Στην επιτροπή αυτή ήταν και τρείς σπουδαίοι αρχιτέκτονες, ο Μπόρκο Σάβιτς, ο Σλόμπονταν Νενάντοβιτς και ο Ντόμπροσλαβ Πάβλοβιτς, 

Στο μεταξύ, προκηρύχθηκε και ο διαγωνισμός για την ανέγερση του Ναού, στον οποίο έλαβαν μέρος σχεδόν όλες οι πιο γνωστές κατασκευαστικές εταιρίες της χώρας, από τις οποίες εξελέγη η εταιρίαTrudbenik, του Βελιγραδίου.[27] Την σύμβαση υπέγραψε ο Πατριάρχης Γερμανός, στις 28 Δεκεμβρίου του 1985,[28] ενώ τα έργα ανέγερσης του Ναού συνεχίσθηκαν την άνοιξη του επόμενου έτους. Ο Ναός προσελάμβανε σιγά-σιγά την τελική του όψη, προς μεγάλη τέρψη του σερβικού λαού. Δεν υπάρχει πλέον επισκέπτης, φιλοξενούμενος στο Βελιγράδι, είτε είναι αρχιερέας, πρόεδρος κράτους, πρεσβευτής, διπλωμάτης ή απλός πιστός που να μην πάει να δει τον Ναό από κοντά. Έχει χαρακτηριστεί ως θαύμα της αρχιτεκτονικής. Οι Σέρβοι ήθελαν έναν ναό αντάξιο της πίστεώς τους και της αγάπης τους προς τον Άγιο Σάββα και γι’ αυτό φρόντισαν οι αρχιτέκτονες του Ναού. Σήμερα ο επιβλητικός και μεγαλοπρεπής Ναός του Αγίου Σάββα, δεσπόζει σ’ ολόκληρη την πόλη του Βελιγραδίου.
Το μήκος του Ναού από Ανατολικά προς Δυτικά είναι 91 μέτρα, και από Βορρά προς Νότο 81. Ο Ναός έχει τέσσερα επίπεδα και κάτω από αυτόν υπάρχει κρύπτη. Από την επιφάνεια του Ναού, σε ύψος 13ωνμέτρων βρίσκονται δύο πλαϊνές στοές για τη χορωδία και σε ύψος 45 μέτρων υπάρχει άλλη μία κυκλική στοά, κάτω από το θόλο. Οι τρείς στοές έχουν συνολική έκταση 1.444 τετραγωνικά μέτρα και είναι χωρητικότητας 700 μελών της χορωδίας η κάθε μία. Από το κέντρο του Ναού έως το θόλο το ύψος είναι 65 μέτρα. Η έκταση του θόλου είναι 34 μέτρα, και το εμβαδόν του 700σιων τετραγωνικών. Συνολικά ο Ναός έχει 13 θόλους, 5 ημιθόλους και πέντε μικρούς θόλους πίσω από το ιερό. Ο κεντρικός θόλος έχει βάρος 4050 τόνους και είναι καλυμμένος από φύλλα χαλκού, όπως άλλωστε και όλοι οι άλλοι οι θόλοι. Στον κεντρικό θόλο και στους μικρότερους υπάρχουν συνολικά 18 επίχρυσοι σταυροί. Ο Σταυρός που βρίσκεται στον κεντρικό θόλο δεσπόζει σε ολόκληρο το Βελιγράδι. Είναι επίχρυσος, βάρους 4ων τόνων και ύψους 12 μέτρων.

Το συνολικό εμβαδόν του Ναού είναι 8500 τετραγωνικά μέτρα. Στον κυρίως Ναό μπορεί να παρευρεθούν έως 12.000 πιστοί. Ο Ναός έχει τέσσερα καμπαναριά και σχήμα σταυροειδές, κτισμένος με βυζαντινή τεχνοτροπία. Στα καμπαναριά υπάρχουν συνολικά 49 καμπάνες. Η μεγαλύτερη καμπάνα έχει βάρος 6128 κιλά και η μικρότερη 11 κιλά. Συνολικά όλες μαζί ζυγίζουν 23755 κιλά. Η μεγαλύτερη καμπάνα έχει διάμετρο 204 εκατοστά και η μικρότερη έχει διάμετρο 20 εκατοστά. Η κύρια πόρτα του ναού είναι δίφυλλη από βελανιδιά. Έχει διαστάσεις 3,90 επί 6,10 μέτρα και βάρος 3,5 τόνους. Στις δύο πλευρές του Ναού υπάρχουν δύο μικρότερες πόρτες διαστάσεων 3,10 μέτρα επί 4,55 μέτρα. Το υπόγειο του Ναού βρίσκεται σε βάθος 7 μέτρων και εκεί υπάρχει μία κρύπτη και διάφοροι άλλοι βοηθητικοί χώροι συνολικής έκτασης 1800 τετραγωνικών μέτρων. Από εξωτερικά ο Ναός είναι μεγαλοπρεπέστατος με καταπληκτικές αναλογίες, επενδυμένος με λευκό μάρμαρο και το ύψος από κοινού με τον σταυρό είναι ογδόντα (80) μέτρα. Σήμερα η εκκλησία είναι έτοιμη εξωτερικά, ωστόσο υπάρχουν ακόμα πολλά να γίνουν στο εσωτερικό.


Βιβλιογραφία


Αρχείο Ιεράς Συνόδου Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας (ΑΙΣ.SPC)
Αγγελόπουλου Αθ., Ο κόσμος της ορθοδοξίας, η Σερβική Ορθόδοξος Εκκλησία στο παρελθόν και στο παρόν, Θεσσαλονίκη 1984,
Αγγελόπουλου Αθ., Σάββας Α΄ Νεμάνια, ΘΗΕ 10, Αθήνα 1967. στ. 1096-1099. Λόης Γεώρ. Νεκ., Οι προκαθήμενοι της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Από τον Άγιο Σάββα Νεμάνια (1219) μέχρι σήμερα, Θεσσαλονίκη 2008
Λόης Γεώρ. Νεκ., Ο Πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός Βίος-Δράση (1958-1990), Θεσσαλονίκη 2007
Večernje Novosti, Beograd, 11 Ιουνίου 1963.
Durković – Jakšić Ljubomir, “Početak istorije hrama Svetog Save na Vračaru”, Glasnik S.P.C., 1-1-1981
Janković Milan, Patrijarh German – u životu i borbi za spomen – hram,Beograd 2001
Janković Miodrag, Hram Svetog Save u Beogradu, Beograd 2007
Pešić B., Spomen hram Sv. Save na Vracaru, Beograd 1988
Pravoslavlje, Βeograd, 15 Μαρτίου 1982.
Pravoslavlje, Započeti Hram Svetog Save na Vračaru čeka svoje dovršenje, Beograd, 15 Νοεμβρίου 1984.
Stanojević St., Sveti Sava, Beograd 1935


[1] Σχετικά με τον Άγιο Σάββα, βλ. Γεώρ. Νεκ. Λόης, Οι προκαθήμενοι της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Από τον Άγιο Σάββα Νεμάνια (1219) μέχρι σήμερα, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 35-41 & St. Stanojević, SvetiSava, Beograd 1935. Αθ. Αγγελόπουλου, «Σάββας Α΄ Νεμάνια», ΘΗΕ 10, Αθήνα 1967. στ. 1096-1099. 
[2] Milan Janković, Patrijarh German – u životu i borbi za spomen –hram, Beograd 2001, σ. 49
[3] Γεώρ. Νεκ. Λόης, Ο Πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός Βίος-Δράση (1958-1990), Θεσσαλονίκη 2007, σσ. 81-82
[4] Αρχείο Ιεράς Συνόδου Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας(ΑΙΣ.SPC), Sin.br 758/ zap.104, 6 Μαρτίου 1962
[5] Την 27η Μαΐου 1953, με την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1946 έχουμε και την προσθήκη του νόμου 7 για τη θέση των Θρησκευτικών Κοινοτήτων στην Γιουγκοσλαβία. Ο νόμος αυτός περιελάμβανε 24 άρθρα,(γενικές διατάξεις 12 άρθρα, για την τέλεση των ιεροτελεστιών 5 άρθρα, για τη λειτουργία των Εκκλησιαστικών Σχολών 3 άρθρα και οι τελικές διατάξεις 4 άρθρα), τα οποία μπορεί ο ενδιαφερόμενος να βρει στο βιβλίο του καθ. Αθ. Αγγελόπουλου, Ο κόσμος της ορθοδοξίας, η Σερβική Ορθόδοξος Εκκλησία στο παρελθόν και στο παρόν, Θεσσαλονίκη 1984, 77-82
[6] Σχετικά με τον Πατριάρχη Γερμανό, βλ: Γεώρ. Νεκ. Λόης, Ο Πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός Βίος-Δράση (1958-1990), Θεσσαλονίκη 2007
[7] Πατριάρχης Γερμανός: “Έχοντας υπ’ όψιν το γεγονός, ότι εδώ και πολλά έτη ο εσωτερικός χώρος του Ναού, ο οποίος εγκαινιάσθηκε επίσημα πριν από τον πόλεμο, χρησιμοποιείται ως γκαράζ και αποθήκη, θεωρούμε ότι έφτασε πια ο καιρός να λυθεί αυτό το ζήτημα. Γι’ αυτό, έχουμε την τιμή να παρακαλέσουμε τα μέλη της Επιτροπής θρησκευτικών θεμάτων και την Γιουγκοσλαβική Κυβέρνηση, να πράξουν το πάν ώστε να περάσει και πάλι το οικοδόμημα και ο προαύλιος χώρος του Ναού στη διάθεση της Εκκλησίας μας, έτσι ώστε να μπορέσουν να αρχίσουν τα έργα αποπεράτωσής του”. ΑΙΣ.SPC, Sin.br 758/ zap.104, 6 Μαρτίου 1962
[8] Večernje Novosti, Beograd, 11 Ιουνίου 1963.
[9] M. Janković, ο. αν., σ. 69.
[10] Γεώρ. Νεκ. Λόης, Ο Πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός Βίος-Δράση (1958-1990), σ. 85
[11] Γεώρ. Νεκ. Λόης, Ο Πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός Βίος-Δράση (1958-1990), σ. 87
[12] M. Janković, ο. αν., σσ. 72-73.
[13] ΑΙΣ.SPC, AS.br. 30/74, 23 Μαΐου 1966
[14] Γεώρ. Νεκ. Λόης, Ο Πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός Βίος-Δράση (1958-1990), σ. 93
[15] M. Janković: ο. αν., σ. 83.
[16] Pravoslavlje, Βeograd, 15 Μαρτίου 1982.
[17] M. Janković: ο.αν., σσ. 98-99.
[18] Pravoslavlje, Započeti Hram Svetog Save na Vračaru čeka svoje dovršenje, Beograd, 15 Νοεμβρίου 1984.
[19] B. Pešić, Spomen hram Sv. Save na Vracaru, Beograd 1988 &Miodrag Janković, Hram Svetog Save u Beogradu, Beograd 2007
[20] Ο αρχιτέκτονας Μπράνκο Πέσιτς είπε ότι για την συνέχιση τωνεργασιών ανέγερσης του Ναού, έπρεπε να εκπληρωθούν οι εξής όροι:
1. Να καταρτισθεί, βάσει του παλιού, ένα νέο σχέδιο ανοικοδόμησης, πού θα ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες της εποχής.
2. Να ζητηθεί να περάσει, επίσημα, και πάλι στη διάθεση της Εκκλησίας το οικοδόμημα του Ναού, η μικρή Εκκλησία δίπλα του και ο προαύλιος χώρος πού είχε δημευθεί, μετά τον πόλεμο.
3. Να ξεκινήσουν τα προκαταρκτικά έργα πάνω στο ίδιο οικοδόμημα, με εξέταση όλων των έργων πού έγιναν πριν τον πόλεμο.
4. Να ζητηθεί από τις αρχές της πόλεως να τακτοποιηθούν όλες οι πολεοδομικές εκκρεμότητες.
5. Να προετοιμαστεί το Καταστατικό για τη συνέχιση των έργων.
6. Να καταρτισθεί το κυρίως σχέδιο του Ναού, το οποίο πρέπει να έχει όλες τις απαραίτητες άδειες για την ανέγερση.
7. Να αρχίσουν, και επίσημα, τα έργα αποπεράτωσης του Ναού μετά από τελετή αγιασμού του χώρου του Ναού, αφιερωμένη στον Άγιο Σάββα. Γεώρ. Νεκ. Λόης, Ο Πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός Βίος-Δράση (1958-1990), σ. 102-103 
[21] ΑΙΣ.SPC: Zapisnik, Sin. 1 Φεβρουαρίου 1985.
[22] M. Janković: ο.αν., σ. 108.
[23] M. Janković: ο.αν., σ. 117.
[24] ΑΙΣ.SPC: Zapisnik, Sin. 1 Φεβρουαρίου 1985.
[25] ΑΙΣ.SPC: Sin.br. 1154/ zap. 409, 15 Μαΐου 1985.
[26] ΑΙΣ.SPC: AS.br. zap.83, 30 Μαΐου 1985. Πρόεδρος της επιτροπήςανεγέρσεως ήταν ο ίδιος ο Πατριάρχης, Α΄ αντιπρόεδρος ο ΕπίσκοποςΖίτσης Στέφανος, Β΄ αντιπρόεδρος ο Μίροσλαβ Σάπιν (πρόεδρος τηςΣερβικής Ορθ. Εκκλησιαστικής κοινότητας της Βιέννης), γενικός ταμίας οδιάκονος Ράντομιρ Πόποβιτς με βοηθό το διάκονο Γκμίτρα Νόβτσιτς,γραμματέας ο πρωτοπρεσβύτερος Μίλαν Γιάνκοβιτς και μέλη τηςεπιτροπής ο αρχιμανδρίτης Ιουλιανός (της μονής Στουντένιτσας), οιακαδημαϊκοί καθηγητές Τζόρτζε Λαζάρεβιτς και Ντέϊαν Μεντάκοβιτς, ομουσικολόγος Δημήτριε Στεφάνοβιτς, ο ζωγράφος Μλάντεν Σιρμπίνοβιτς,ο νομικός Τόντορ Καλουτζέροβιτς και ο γιατρός Τζόρτζε Πέσιτς. 
[27] ΑΙΣ.SPC: Sin.br 2704/ zap.910, 1985. Πρόεδρος της επιτροπής διαγωνισμού ήταν ο επίσκοπος Σουμαδίας Σάββας.
[28] M. Janković: ο. αν., 136.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου