Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

Κήρυγμα ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ (ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ (ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ)
(Λκ. 14, 16-24)
 Ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἀ­γα­θὸς καὶ ἐ­λε­ή­μων πρὸς τὸν ἄν­θρω­πο. Ὁ ἄν­θρω­πος, ὅ­μως, δυστυχῶς πολλὲς φορὲς εἶ­ναι ἀ­γνώ­μων καὶ ἀ­χά­ρι­στος πρὸς τὸν Θε­ό. Ἡ εὐ­σπλα­χνί­α τοῦ Θε­οῦ κα­λεῖ, ἀλ­λὰ ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­λεύ­θε­ρα ἐ­πι­λέ­γει τὴν ἀ­πο­μά­κρυν­ση ἀ­πὸ τὸν Δη­μι­ουρ­γό του. Ἡ Χά­ρις τοῦ Θε­οῦ προ­σφέ­ρε­ται πλου­σι­ο­πά­ρο­χα, ὅ­μως ὁ ἄν­θρω­πος τὴν ἀ­πο­στρέ­φε­ται. Ὁ Θε­ὸς κα­λεῖ στὸ δεῖ­πνο τῆς Βα­σι­λεί­ας του, ἀλ­λὰ ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­πι­λέ­γει τὴν ἐ­πί­γει­ο χα­ρά, ἡ ὁ­ποί­α σή­με­ρα ὑ­πάρ­χει καὶ αὔ­ρι­ο ἐ­ξα­νε­μί­ζε­ται καὶ χά­νε­ται κα­τὰ τὸν τρό­πο ποὺ καὶ τὰ ἀν­θι­σμέ­να λου­λού­δια μα­ραί­νον­ται.


 Οἱ προ­σκε­κλη­μέ­νοι στὸ δεῖ­πνο εἶ­ναι οἱ γνω­στοὶ τοῦ Θε­οῦ, δη­λα­δὴ οἱ Χρι­στια­νοί, αὐ­τοὶ οἱ ὁ­ποῖ­οι βα­πτί­στη­καν στὸν θά­να­το καὶ τὴν ἀ­νά­στα­σή του καὶ τρά­φη­καν μὲ τὸ σῶ­μα καὶ τὸ αἷ­μα του. Πα­ρό­λα αὐ­τὰ οἱ προ­σκε­κλη­μέ­νοι ἀ­πο­δει­κνύ­ον­ται ἀ­χά­ρι­στοι καὶ ἀ­γνώ­μο­νες, ἀ­πορ­ρί­πτον­τες τὴν τι­μὴ ποὺ τοὺς κά­νει ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της: «καὶ ἤρ­ξαν­το ἀ­πὸ μι­ᾶς πα­ραι­τεῖ­σθαι πάν­τες». 

 Ὁ πρῶ­τος λέ­ει: «ἀ­γό­ρα­σα ἕ­να χω­ρά­φι καὶ εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νὰ πά­ω νὰ τὸ δῶ». Αὐ­τὸς ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι φι­λο­κό­σμος, δι­ό­τι προ­κρί­νει, ἀν­τὶ τῆς σω­τη­ρί­ας τῆς ψυ­χῆς του, τὰ κο­σμι­κὰ ἀ­γα­θά. Τὰ ὁ­ποῖα κο­σμι­κὰ ἀ­γα­θά, ὅ­μως, εἶ­ναι πρό­σκαι­ρα. Ὅ­σο καὶ νὰ κο­πιά­σει καὶ ὅ­σο ἱ­δρῶ­τα καὶ νὰ χύ­σει, θὰ μα­ται­ο­πο­νεῖ καὶ θὰ τα­λαι­πω­ρεῖ­ται, δι­ό­τι στὴν τε­λι­κὴ δὲν πρό­κει­ται νὰ χαί­ρε­ται αἰ­ώ­νι­α αὐ­τὰ τὰ ἀ­γα­θά. Ὄ­χι μό­νο δι­ό­τι ἐ­πι­κρέ­μα­ται ὁ κίν­δυ­νος ἀ­πώ­λει­άς τους, ἀλ­λὰ καὶ δι­ό­τι πα­ρα­μο­νεύ­ει ὁ θά­να­τος, δη­λα­δὴ ἡ ἀ­να­χώ­ρη­ση γιὰ τὸν ἄλ­λο κό­σμο.

 Ὁ δεύ­τε­ρος, ὁ ὁ­ποῖ­ος λέ­ει «ἀ­γό­ρα­σα πέν­τε ζεύ­γη βο­διῶν καὶ πρέ­πει νὰ πά­ω νὰ τὰ δο­κι­μά­σω», εἶ­ναι αὐ­τὸς ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­να­λώ­νε­ται σὲ βι­ο­τι­κὲς μέ­ρι­μνες καὶ ὑ­πο­θέ­σεις τοῦ κό­σμου τού­του, λη­σμο­νῶν­τας τὰ πνευ­μα­τι­κά. 

Ὁ τρί­τος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πορ­ρί­πτει τὴν κλή­ση τοῦ Θε­οῦ, λέ­γον­τας «μό­λις παν­τρεύ­τη­κα καὶ δὲν μπο­ρῶ νὰ ἔρ­θω», εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος, ὁ ὁ­ποῖ­ος θέ­τει τὴ σάρ­κα καὶ τὶς αἰ­σθή­σεις του σὲ ἀ­νώ­τε­ρη μοῖρα ἀ­πὸ τὴν ψυ­χή του. Εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ θε­ω­ρεῖ ὅ­τι ὁ γάμος δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει σχέση μὲ τὰ πνευματικά. Ὁ τί­μι­ος γά­μος εἶ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νος, ὅ­μως, καὶ αὐτὸς καταξιώνεται καὶ οἱ σύζυγοι βιώνουν τὴν εὐτυχία ὅταν ὁ Θεὸς εἶναι παρὼν στὴ ζωή τους καὶ ὅταν τὸ σπίτι τους εἶναι πλῆρες ἀγάπης Θεοῦ.

Ἀ­να­λο­γι­κὰ ὅ­λοι οἱ Χρι­στια­νοὶ προ­σκρού­ουν σὲ αὐ­τὰ τὰ τρί­α με­γά­λα ἐμ­πό­δι­α, δη­λα­δὴ στὸν κό­σμο, στὸν πλοῦ­το καὶ στὴ σάρ­κα. 

 Ὁ κό­σμος πα­ρα­σύ­ρει τοὺς ἀν­θρώ­πους μα­κρι­ὰ ἀ­πὸ τὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, μέ­σα ἀ­πὸ τὶς φρον­τί­δες καὶ τὶς μέ­ρι­μνες. Αὐ­τὲς εἶ­ναι πα­γί­δες ποὺ ἐ­ξα­πα­τοῦν τὸν κά­θε ἕ­να πα­ρου­σι­α­ζό­με­νες ὡς τὸ ἀ­πο­λύ­τως ἀ­ναγ­καῖ­ο, τὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν ση­κώ­νει ἀ­να­βο­λή. 
 Ἕ­νας θέ­λει νὰ προ­σευ­χη­θεῖ, ἀλ­λὰ ὁ νοῦς του εἶ­ναι γε­μά­τος ἀ­πὸ τὶς φρον­τί­δες γιὰ τὸ σπί­τι ἢ τὴ δου­λειά του. Ἄλ­λος θέ­λει νὰ πά­ει στὴν Ἐκ­κλη­σί­α νὰ λει­τουρ­γη­θεῖ, ἀλ­λὰ προ­βάλ­λει μπρο­στά του ἡ ἀ­νάγ­κη τῶν οἰ­κο­νο­μι­κῶν φρον­τί­δων. Κά­ποιος ἄλ­λος ἐ­πι­θυ­μεῖ νὰ πά­ει γιὰ ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση, ἀλ­λὰ ἡ κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα δὲν τοῦ ἀ­φή­νει χρό­νο γιὰ αὐ­τό. Ὅ­λα τοῦ­τα κρα­τοῦν τὸν ἄν­θρω­πο μα­κρι­ὰ ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Ἔ­τσι περ­νᾶ ἡ μέ­ρα χω­ρὶς προ­σευ­χή, περ­νᾶ ἡ Κυ­ρι­α­κὴ χω­ρὶς Ἐκ­κλη­σί­α, περ­νᾶ ὁ χρό­νος χω­ρὶς με­τά­νοι­α.

Τὸ δεύ­τε­ρο κα­κὸ εἶ­ναι ὁ πλοῦ­τος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πο­τε­λεῖ μέ­γα ἐμ­πό­δι­ο στὴ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που. Ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος γρά­φει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ὅ­τι «οἱ βου­λό­με­νοι πλου­τεῖν, ἐμ­πί­πτου­σιν εἰς πει­ρα­σμόν, καὶ πα­γί­δα καὶ ἐ­πι­θυ­μί­ας πολ­λὰς ἀ­νο­ή­τους καὶ βλα­βε­ράς, αἵτι­νες βυ­θί­ζου­σι τοὺς ἀν­θρώ­πους εἰς ὄ­λε­θρον καὶ ἀ­πώ­λει­αν». Πράγ­μα­τι, ἡ πλε­ο­νε­ξί­α καὶ ἡ φι­λαρ­γυ­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που δὲν τὸν ἀ­φή­νουν νὰ ἡ­συ­χά­σει καὶ σπα­τα­λᾶ τὸν ἑ­αυ­τό του προ­σπα­θῶν­τας νὰ ἀ­πο­κτή­σει πλοῦ­το. Κα­τὰ τὴν προ­σπά­θειά του ὅ­μως νὰ ἀ­πο­κτή­σει πλού­τη, ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­δι­κεῖ καὶ ἁρ­πά­ζει καὶ ἐκ­με­ταλ­λεύ­ε­ται καὶ ξε­χνᾶ καὶ τὸν Θε­ὸ καὶ τὴν πρό­σκλη­σή του στὸ δεῖ­πνο τῆς Βα­σι­λεί­ας του.

 Τε­λι­κὰ εἶ­ναι φο­βε­ρὸ κα­κὸ ἡ ἀ­πόρ­ρι­ψη τῆς κλή­σης τοῦ Θε­οῦ καὶ τῆς ἰ­δι­αί­τε­ρης τι­μῆς πρὸς τὸν ἄν­θρω­πο. Εἰ­δι­κὰ ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­νή­κει δι­ὰ τοῦ βα­πτί­σμα­τος στὸ σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ ἄρ­νη­σή του νὰ ἀν­τα­πο­κρι­θεῖ στὴν κλή­ση τοῦ Θε­οῦ ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀ­πόρ­ρι­ψή του ἀ­πὸ τὴν ἐ­που­ρά­νι­ο Βα­σι­λεί­α. Δι­και­ο­λο­γη­μέ­να ἑ­πο­μέ­νως ὁ Χρι­στὸς το­νί­ζει ὅ­τι «πολ­λοί εἰ­σι κλη­τοί, ὀ­λί­γοι δὲ ἐ­κλε­κτοί». Οἱ πολ­λοί, αὐ­τοὶ οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­πὸ μό­νοι τους ἀρ­νοῦν­ται τὴν κλή­ση, μέ­νουν τε­λι­κὰ ἐ­κτὸς τῆς ἄ­φθαρ­της ἡ­δο­νῆς: «οὐ­δεὶς τῶν ἀν­δρῶν ἐ­κεί­νων τῶν κε­κλη­μέ­νων γεύ­σε­ταί μου τοῦ δεί­πνου» καὶ τοῦ­το δι­ό­τι δὲν ἦ­ταν ἄ­ξι­οι γιὰ μί­α τέ­τοια τι­μή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου