Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του βάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του.
Υπάρχουν στον Άνω Βόλο κάμαρες ολόκληρες ζωγραφισμένες από το χέρι του Θεόφιλου, καφενέδες στη Λέσβο, μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη που δείχνουν το πέρασμά του — αν σώζουνται ακόμη.
Ο κόσμος τον περιγελούσε. Του έκαναν μάλιστα και αστεία τόσο χοντρά, που κάποτε τον έριξαν κάτω από μιαν ανεμόσκαλα και τού ‘σπασαν ένα δυο κόκαλα. Ο Θεόφιλος, ωστόσο, δεν έπαυε να ζωγραφίζει σε ό,τι έβρισκε. Είδα πίνακές του φτιαγμένους πάνω σε κάμποτο, πάνω σε πρόστυχο χαρτόνι. Τους θαύμαζαν κάτι νέοι που τους έλεγαν ανισόρροπους oι ακαδημαϊκοί. Έτσι κυλούσε η ζωή του και πέθανε ο Θεόφιλος, δεν είναι πολλά χρόνια, και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια. Είδε αυτή τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στο Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Και μείναμε με ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα. Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό.
Γιώργος Σεφέρης, «Ένας Έλληνας – ο Μακρυγιάννης», Δοκιμές, εκδ. Ίκαρος, Αθήναι 1981
Εάν δεν έγραφε συγγραφέα το κείμενο, θά έλεγα Κόντογλου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ένα καφενέ στην Λέσβο, παρήγγειλε καί ήπιε ένα καφέ ο Θεόφιλος. Όταν ήπιε τον καφέ ζωγράφισε ένα κέρμα στο πιατάκι του φλιτζανιού από τη μέσα μεριά. Όταν ήρθε ο καφετζής προσπαθούσε νά τό πάρει το κέρμα καί δεν το έπιανε.
Αυτό μας αφηγήθηκαν οι νεώτεροι συγγενείς του καφετζή στο καφενείο που ο Θεόφιλος ζωγράφισε το κέρμα.
Αιώνια του η μνήμη.