Πέρασαν πολλά χρόνια Είχα μεγαλώσει πια. Χρόνια μετά την καταστροφή, και το μεγάλο διωγμό, ζούσα ακόμα και το μυαλό μου έκοβε ξυράφι. Μας ειδοποίησαν απ την Πόλη πως ο αδερφός μου που είχε μείνει εκεί ήταν πολύ άρρωστος. Όλα αυτά τα χρόνια μάθαινα νέα του αλλά δεν έτυχε ποτέ να πάω να τον δω.
Δεν περίμενα πως θα έκανα ταξίδι. Κι όμως θες η νοσταλγία για τον τόπο μου θες ότι ήθελα να δω τον αδελφό μου. Τι να φοβηθώ άραγε; μην πεθάνω; Άμα είναι να πέθαινα ας πέθαινα στον τόπο μου. Έφυγα με το καράβι. Πήγα να δω τον αδερφό μου.
Τον πρόλαβα ζωντανό. Όμως εκείνο που θυμάμαι πιο πολύ είναι πως είχα την επιθυμία να δω το σπίτι μου. Εκείνο που είχα εγκαταλείψει χωρίς να το θέλω. Κάποιος ανεψιός μου προθυμοποιήθηκε να με πάει. Πόσο συγκινημένη ήμουνα που θα πήγαινα. Έβλεπα τα σοκάκια και τα θυμόμουνα ένα ένα.
Εδώ έμενε ο Γιώργης, εδώ η Δωροθέα, εδώ η Μαρίκα, εδώ ο Μηνάς, εδώ ήταν το μπακάλικο εδώ το μανάβικο εδώ ο γαλατάς. Τα θυμόμουνα σαν να ήταν χτες Μετά λίγη ώρα φτάσαμε στο σπίτι. Σαν να μην είχε περάσει μια ώρα. Συγκινήθηκα. Νόμιζα ότι θα πεθάνω εκείνη τη στιγμή. Ο ανεψιός μου μπήκε στον κήπο. Ένας μεσήλικας τούρκος με τη γυναίκα του ήταν στον κήπο. Ο ανεψιός μου του μίλησε στα Τούρκικα. Του είπε ποια είμαι. Ταράχτηκε.Ήρθε κοντά μου και μου φίλησε το χέρι Σαν να δάκρυσε μου φάνηκε. . Κάτι ψέλλισε στα τούρκικα. Είπε πως τους φέρανε, είπε πως λυπότανε.. Μα δε με ένοιαζε. Εμένα με ένοιαζε πως έβλεπα το σπίτι μου. Μου είπε να μπω μέσα. Μπήκα και θυμήθηκα τη ζωή μου όλη. Εδώ ήταν τότε το μιντέρι εδώ ήταν τότε το τραπέζι και οι καρέκλες. Η κουζίνα μου η τραπεζαρία μου. Εδώ έβαζα τα ασπρόρουχα εδώ είχα το σίδερο με τα κάρβουνα. Κάθε γωνιά και μια μνήμη κάθε γωνιά και μια εικόνα.
Σε λίγο βγήκαμε και κάτσαμε στον κήπο. Με έβαλε να κάτσω σε μια πολυθρόνα. Μας έφερε γλυκό και νερό να μας κεράσει η Τουρκάλα. Κι όλο με κοίταγε. Κάτσαμε λίγη ώρα, Μεγάλη γυναίκα ήμουνα. Δεν μπορούσα να κάτσω άλλο. Έπρεπε να φύγω. Δεν άντεχα άλλο την κούραση αλλά κυρίως με σκότωνε η συγκίνηση. Του το είπαμε.
Πετάχτηκε σαν ελατήριο. Περίμενε κυρά, μου είπε. Έφυγε για λίγο και ήρθε μετά από λίγο κρατώντας ένα χαρτονένιο κουτί. Πήγε λίγο πιο πέρα στον κήπο και πήρε ένα σκαλιστήρι. Έσκαψε και με τις χούφτες του γέμισε το κουτί με χώμα.Έβαλε μέσα κι ένα ρόδι. Το έκλεισε με το καπάκι και μου το ‘δωσε. Παρ το μου είπε, να θυμάσαι το σπίτι σου. Αφού δεν πέθανα εκείνη την ώρα δεν θα πέθαινα ποτέ. Το κράτησα στον κόρφο μου σαν το πιο πολύτιμο φυλαχτό.
Έκλαιγα με αναφυλλητά. Μου έπιασε ξανά τα χέρια και μου τα φίλησε. Έκλαιγε κι αυτός Μας αποχαιρέτισε με ευχές. Γύρισα το κεφάλι μου και τον είδα στην αυλόπορτα να μας χαιρετάει. Το κουτί με το χώμα το έσφιξα στην αγκαλιά μου όσο πιο δυνατά μπορούσα. Είχα ένα κομμάτι απ την γη μου την αγαπημένη μου μαζί μου. Και θα την είχα μέχρι να πεθάνω.
Αληθινή αφήγηση από τη Σεβαστή Κοκκίνου (1864 Γιάλοβα Καντικιοϊ – 1976 Ηλιούπολη Αττικής)
Και για την αντιγραφή
Αλέκος Παπανδρέου (δισεγγονός)
mikrasiatis.gr
Πολύ συγκινητικό.Πόσο αδελφομένοι και αγαπημένοι θα ήμασταν,αν δεν υπήρχαν τα συμφέροντα μιας χούφτας ανθρωποειδών!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή