Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

Θαύματα του Οσίου Ανανία εκ Μαλλών Κρήτης(+22 Απριλίου 1907)

ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΜ. ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΥ ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗ

Ο βίος του Οσίου Ανανία εκ Μαλλών Κρήτης: Εδώ

 Μια καλόγρια που ήταν τότε στην Ιερά Μονή Καψά μου είπε για το πρώτο θαύμα του Χατζη-Ανανία στον Καψά όταν ήταν νεαρός και άκουγε στο όνομα Αντώνιος. Το όνομα της καλογριάς ήταν Ευσεβεία Παναγιωτάκη. Η καλόγρια μου περιέγραψε το εν λόγω θαύμα ως εξής: «Τον καιρό εκείνο έκτισαν ένα ασβεστοκάμινο για τις ανάγκες του Μοναστηριού. Το καμίνι καιγότανε τρία μερόνυκτα. Ο Γεροντογιάννης φώναξε τον υποτακτικό Αντώνιο.
-Αντώνιε;
-Ευλόγησον Γέροντα!
-Έβγα παιδί μου να ρίξεις μια ματιά στον τρούλλο του καμινιού και προσπάθησε μήπως μπορέσεις να φέρεις μία πέτρα να δοκιμάσουμε εάν είναι ψημένο το καμίνι. 
Να είναι ευλογημένο είπε ο Αντώνιος και τρέχοντας ανέβηκε στο καμίνι. Πάνω από τον τρούλλο του καμινιού, που όπως προανέφερα καιγόταν τρία μερόνυκτα, ο νεαρός υποτακτικός Αντώνιος άπλωσε το χέρι του και γυμνό όπως ήταν πήρε μια καυτή πέτρα, την έχωσε στον κόρφο του και τρέχοντας την πήγε στον Γέροντα και του είπε:
 Ορίστε Γεροντα μου να δει η αγιωσύνη σου που ξέρει καλύτερα και καταλαβαίνει πιο πολύ από εμένα. 
Τότε ο Γεροντογιάννης τον επέπληξε αυστηρά, λέγοντάς του·
«Ε, Αντωνιό-Αντωνιό. Δεν σου φαίνεται ότι πολύ γρήγορα άρχισες να μπαίνεις πολλά μέσα; Μαζεψε το νου σου». 
Την παρατήρηση αυτή του την έκαμε ο Γεροντογιάννης φοβούμενος μήπως ο σατανάς πει στο αυτί του νεαρού Αντωνίου ότι είναι κιόλας άγιος, αφού με τα γυμνά του χέρια έβαλε την καυτή πέτρα στον κόρφο του και δεν τον έκαψε, και αποκτήσει έπαρση και υπερηφανευθεί, διότι σε τέτοια ηλικία κατόρθωσε ένα τέτοιο φοβερό και πρωτάκουστο θαύμα για την ανθρωπότητα. 


Τόσο ο Γεροντογιάννης, όσο και ο Χατζη-Ανανίας όσες φορές μετέβαιναν στο απέναντι από το Μοναστήρι νησί, το Κουφονήσι, αντί για βάρκα ή κάποιο άλλο πλεούμενο χρησιμοποιούσαν το ράσο τους. Έκαναν το σταυρό τους και μια σύντομη προσευχή, σταύρωναν τη θάλασσα με το ραβδί τους, άπλωναν το ράσο πάνω στη θάλασσα, άφοβα ανέβαιναν πάνω και ως κατάρτι είχαν την πίστη στον Θεό, ως πανιά την αδιάλειπτη προσευχή, συνοδοιπόρο την Παναγία και τον Τίμιο Πρόδρομο και Κυβερνήτη τον Χριστό. Με αυτόν τον τρόπο και τις προϋποθέσεις οι επίγειοι αυτοί άγγελοι, πήγαιναν στο νησί και γύρισαν πίσω με αυτόν τον θαυματουργικό και απίστευτο για τούς ανθρώπους τρόπο.


 Ο μακαριστός Ηγούμενος της Μονής Εξακουστής Ιερόθεος Μπαρμπεράκης, ανηψιός του Χατζή-Ανανία μας διηγήθηκε ότι: «ο Χατζή-Ανανίας κοιμήθηκε τρεις φορές. Και δεν κοιμήθηκε τον φυσικό ύπνο που έχουν όλοι οι άνθρωποι, αλλά τον πνευματικό ύπνο.
 Επί τρεις ημέρες και νύκτες βρισκόταν σε υπνωτική νάρκωση. Μόνο από τον σφυγμό του και από τους κτύπους της καρδιάς ξέραμε ότι ήταν ζωντανός. Το πνεύμα του πήγαινε στον Παράδεισο. Το βράδυ της τρίτης ημέρας άρχισε να συνέρχεται. Επανερχόμενος στα ίδια, κρατούσε στο αριστερό του χέρι αντίδωρο από τον Παράδεισο, άρτο ουράνιο που ευωδίαζε, το πρόσωπό του άστραφτε και με το δεξί χέρι έκανε ακατάπαυστα τον Σταυρό του. Συγχρόνως μας περιέγραφε τα κάλη και το μεγαλείο του Παραδείσου. Το ίδιο αυτό επαναλήφθηκε για τρεις φορές και σε διαφορετικές περιόδους».



Ο αείμνηστος Ηγούμενος Ιερόθεος διηγήθηκε και τα ακόλουθα θαύματα:
Ένας Χριστιανός κάτοικος Καλαμαύκας Ιεραπέτρας ήρθε μια μέρα του Δεκαπενταυγούστου ως προσκυνητής. Πριν ξεκινήσει από το σπίτι του σκέφθηκε ότι πρέπει να κρατά κάτι στο Μοναστήρι να το μαγειρέψουν οι Μοναχοί. Πήγε στο κήπο του και γέμισε ένα καλάθι φασόλια να τα κρατά στο Μοναστήρι. Φόρτωσε το καλάθι στο ζώο του και ξεκίνησε. Στο δρόμο όμως με το περπάτημα του ζώου, τα φασόλια «χώνεψαν», κάθησαν στο καλάθι και φαινόταν λίγα. Ντράπηκε, όπως είπε, να παρουσιάσει το καλάθι. Περίπου δύο χιλιόμετρα δρόμος πριν φθάσει στο Μοναστήρι στη θέση «Βρουκάνο» υπήρχαν κήποι. Σκέφθηκε λοιπόν να πάει από τους ξένους κήπους να συμπληρώσει τα φασόλια, γιατί όπως είπε μετά θεώρησε ντροπή και προσβολή να δώσει μέσα το καλάθι. Μόλις έφτασε και χαιρέτισε είπε στον Χατζη-Ανανία: 
«Γέροντα εδώ είναι μερικά φασόλια να τα μαγειρέψετε».
-«Ευχαρίστως», του είπε ο Γέροντας. Αφού πήρε το καλάθι στα χέρια του ο Χατζής, άρχισε να κοιτάζει με παράξενο τρόπο το καλάθι. Στη συνέχεια αδειάζει στο πάτωμα το καλάθι με τα φασόλια, καθίζει στα γόνατα και αρχίζει να διαλέγει τα φασόλια και να τα κάνει δύο σωρούς στο πάτωμα. Μετά σηκώνεται όρθιος, εκοίταξε τον προσκυνητή κατάματα, και με λόγια συμπαθείας του λέει:
-«Παιδί μου, αυτά τα φασόλια, δείχνοντάς του το ένα μέρος, μας φτάνουν να φάμε όλοι, όσοι είμαστε εδώ, και να μείνουν κιόλας, διότι αυτά είναι από τον κήπο σου, είναι δικό σου κόπος και έχουν ευλογία. Αυτά -δείχνοντάς του το άλλο μέρος- είναι καταραμένα, γιατί τα μάζεψες από ξένο κήπο από την τοποθεσία Βρουκάνο. Παρ’ τα σε παρακαλώ να τα πας του γαϊδάρου σου να τα φάει. Και άλλη φορά, παιδί μου, μη ξανακάμεις τέτοιο πράγμα. Είναι κλεψιά και η κλεψιά είναι, παιδί μου, μεγάλη αμαρτία. Όταν θα πάνε αυτοί που έχουν τον κήπο δεν θα βλασφημήσουν αυτόν που τα μάζεψε και αυτούς που τα φάγανε; Μα και του λόγου σου το ίδιο θα έκανες αν ήσουν στη θέση τους».
 Ο προσκυνητής έμεινε άναυδος από την αποκάλυψη. Έπεσε στα πόδια του Οσίου και ζήτησε συγχώρηση και υποσχέθηκε ότι δεν θα ξανακάμει τέτοια πράξη.


Ένας άλλος δεύτερος ανηψιός του Χατζη-Ανανίου, ο Ιωάννης Εμμ. Μπαρμπεράκης, ο οποίος υπηρετούσε ως λαϊκός στο Μοναστήρι με την καθοδήγηση του Χατζη-Ανανία μου διηγήθηκε τα εξής για τον Χατζη-Ανανία.  Πρώτα από όλα μου είπε και εκείνος, όπως είπε και ο Ηγούμενος, ότι κοιμήθηκε τον Πνευματικόν ύπνον τρεις φορές, και η ψυχή του ανέβαινε στον Παράδεισο. Κάθε φορά που εκοιμούνταν, ο Ηγούμενος με διέτασσε και κάθόμουν κοντά του, μήπως όταν συνέλθει με χρειασθεί. Καθε φορά εκοιμότανε τρεις μέρες. Εμείς δεν ξέραμε πότε θα ξυπνούσε. Γι’ αυτό ο Ηγούμενος με διέτασσε όλες αυτές τις ώρες να είμαι εκεί κοντά του την τρίτη και τελευταία φορά που κοιμήθηκε είπε στον Ηγούμενο.
-Ηγούμενε άκουσε παιδί μου. Σήμερα, αύριο, δεν κατέχω πότε ακριβώς, θαρρώ πως τούτη τη φορά δεν θα ξυπνήσω και μετά την Ανάσταση να με θάψετε. Και σας εξορκίζω να με θάψετε κάτω από το κυπαρίσσι που το έχω εγώ φυτεμένο. Ήταν Μεγάλο Σαββατο βράδυ, σχεδόν σκοτεινιασμένα, όταν με φώναξε ο Ηγούμενος και μου λέει:
-Εμείς 11 η ώρα θα πάμε στην Εκκλησία για την Ανάσταση. Εσύ να πας να καθίσεις κοντά στον Μπάρμπα-Χατζή να τον προσέχεις. Μου είπε ότι ίσως να μην ξυπνήσει. Αν δεις ότι δεν αναπνέει να βάλεις λίγο λιβάνι και αν είμαστε τότε στην Εκκλησία κατέβα να με ενημερώσεις αμέσως, όπου και να είμαι. Και αν κοιμούμαι να με ξυπνήσεις. Τη φωτιά να μη την αφήσεις να σβήσει. Να βάνεις ξύλα γιατί την νύκτα κάνει κρύο. Καλά Καθηγούμενε του είπα και έφυγα για το κελλί του Γέροντα Ανανίου, και έβαλα ξύλα στην παραστιά και κάθισα κοντά του, όπως μου είπε ο Ηγούμενος. Στις 11 η ώρα ο Χατζής ξύπνησε και μου λέει Ιωάννη.
-Ορίστε Μπάρμπα, του λέω.
-Εσήμανε;
-Όχι ακόμα του είπα. Αλλά με το όχι ακόμα που του είπα κτυπά η καμπάνα. Εκείνος έκαμε τον σταυρό του. Πίσω από το αγιοθύριδο της Εκκλησίας ήταν το κελλί του και ακούγαμε τα γράμματα. Όταν ο Ηγούμενος τελείωσε έξω από την Εκκλησία το Ευαγγέλιο της Αναστάσεως, ο Χατζη-Ανανίας έκαμε τον σταυρό του και ψιθύρισε σύντομα το «Χριστός Ανέστη». Στη συνέχεια κάτι είπε πάλι ψιθυριστά που εγώ δεν κατάλαβα. Μετά μου φωνάζει, Γιάννη. Ορίστε Μπάρμπα, του λέω.
-Χριστός ανέστη παιδί μου.
-Αληθώς ανέστη ο Κύριος και του φιλώ το χέρι που εμύριζε, που πάλι δεν κατάλαβα, και παρέδωσε την αγίαν του ψυχή. 

Ετσι έφυγε η Αγία αυτή μορφή στις 22 Απριλίου, ημέρα του Πάσχα του 1907, σε ηλικία 70 ετών. Εγώ τότε αμέσως, διηγείται ο μακαριστός Μπαρμπεράκης, έριξα λιβάνι στη φωτιά, κατέβηκα τρέχοντας και τους πρόλαβα έξω από την Εκκλησία στην τελετή της αναστάσεως και τους μετέδωσα την είδηση της κοιμήσεώς του. Αμέσως έπαιξαν τρεις φορές την καμπάνα και αμέσως βγήκαν στο κελί του αποθανόντος γέροντος όπως ήταν, μετά εμνημονεύσαν, τον προσκύνησαν, τον κλάψανε. Ο Ηγούμενος είπε σε έναν καλόγερο, τον Μελέτιο. Σταμάτησε Μελέτιε να σε βοηθήσει και ο Γιάννης να τον σαβανώσετε. Εγώ έκλεγα απαρηγόρητα και κτυπούσα την κεφαλή μου γιατί Πατέρα και Προστάτη μου μόνο εκείνο γνώρισα. Από το χωριό ακούσανε τη πένθιμη καμπάνα, γιατί ο κόσμος ήταν έξω από την Εκκλησία για την τελετή της Αναστάσεως και όλοι κατάλαβαν ότι πέθανε ο Χατζή-Ανανίας.

 Μόλις ξημέρωσε ο Προϊστάμενος του Γραφείου τηλεπικοινωνιών, πήγε στο Γραφείο, πήρε στην Ιεράπετρα το κέντρο και έδωσε την είδηση και παρακάλεσε να τον συνδέσουν με τα χωριά που είχαν τηλέφωνο να τους ανακοινώσει την κοίμηση του Χατζη-Ανανίου. Ο κόσμος άρχισε να συρρέει από τις πρώτες ώρες κιόλας και το μεσημέρι μετά τη δεύτερη Ανάσταση έγινε η μεγαλοπρεπής κηδεία, όπως του άξιζε. Ο κόσμος που ήλθε στην κηδεία κάτι ήθελε να πάρει από τον Χατζη-Ανανία για ευλογία και ότι ρούχα είχε και έβαζε, τα κόψανε λουρίδες με το ψαλίδι, και το μοιράσανε στο κόσμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου