Του Ν.Τσούλια
Όταν υπάρχει μια «σκηνή» που γίνεται με μορφή επιδημίας σ’ όλη την ελληνική επικράτεια και επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο χωρίς να υπάρχουν επαρκή ερμηνευτικά εργαλεία για να αιτιολογηθεί, τότε πρέπει να αναρωτηθούμε και να αναστοχαστούμε για κάποια βαθύτερα αίτια εξήγησής του.
Αναφέρομαι για τη μαζική φυγή των νεοελλήνων από τις εκκλησίες προς τα σπίτια τους ή προς τις ταβέρνες αμέσως μόλις ψάλλει το πρώτο «Χριστός Ανέστη» ο παπάς. Πρόκειται για ένα από τα πιο περίεργα γεγονότα της κοινωνίας μας, που δεν μπορούν να προσεγγιστούν με κανένα ορθολογικό τρόπο. Αλλά ας δούμε τι ακριβώς συμβαίνει. Η προσέλευση στις εκκλησίες για την «Ανάσταση» το Σάββατο του Πάσχα γίνεται περίπου μεταξύ 11.30 μ.μ. – 11.50 μ.μ. Η «Ανάσταση» γίνεται τα μεσάνυχτα και σε 10 το πολύ λεπτά οι εκκλησίες και οι υπαίθριοι χώροι τους έχουν σχεδόν αδειάσει από τον κόσμο. Έτσι, για την οικονομία της συζήτησης μπορούμε να θεωρήσουμε ότι μένει για την ολοκλήρωση της «Ανάστασης» περίπου το 10% των εκκλησιαζόμενων.
Γιατί φεύγουμε άρον – άρον από την εκκλησία και δεν καθόμαστε το πολύ μισή ώρα για μια Γιορτή που τη θεωρούμε ως τη μεγαλύτερη της Χριστιανοσύνης; Προφανώς δεν προσεγγίζω το όλο ζήτημα με καμιά θρησκοληπτικής μορφής ματιά αλλά αναζητώ απλά και μόνο μια κάποια φυσιολογική ερμηνεία.
Η πρώτη και ίσως και η μοναδική εξήγηση θα μπορούσε να είναι το άγχος μας και η έγνοιά μας για να απολαύσουμε τα φαγητά. Αλλά μπορεί να στέκει αυτό; Ελάχιστοι Έλληνες νηστεύουν τη Μεγάλη Εβδομάδα και όταν λέω νηστεία εννοώ όχι απλά και μόνο τη νηστεία ως προς το κρέας αλλά και ως προς το λάδι. Παλιότερα όταν αναφέρονταν σε νηστεία, εννοούσαν αυτή την εκδοχή και σε κάθε περίπτωση η όλη διατροφή ήταν φτωχή και σε ποσότητα. Μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι τότε η φτώχεια προσφερόταν για την αντίστοιχη προσέγγιση, κάτι που δεν μπορεί να ισχύσει σήμερα. Και απ’ εδώ αρχίζει το νήμα της ερμηνείας να ξετυλίγεται. Έχουμε μετατραπεί σε καταναλωτικές μηχανές. Ζούμε για να καταναλώνουμε! Ανάγουμε το φαγητό σε σκοπό της ζωής. Ο πολιτισμός μας χαρακτηρίζεται πρωτίστως από την ευδαιμονία των υλικών αγαθών και τη διαρκή κατανάλωσή τους. Για ποια νηστεία μπορούμε να μιλήσουμε όταν τη Μεγάλη Εβδομάδα τρώμε καλύτερα και περισσότερο από τις άλλες ημέρες, όταν «ξεκοιλιαζόμαστε» στα θαλασσινά, όταν έχουμε «βαφτίσει» ως νηστήσιμα: τυριά, γάλατα, γλυκά και αύριο και κάποια κρέατα;
Η πρώτη και ίσως και η μοναδική εξήγηση θα μπορούσε να είναι το άγχος μας και η έγνοιά μας για να απολαύσουμε τα φαγητά. Αλλά μπορεί να στέκει αυτό; Ελάχιστοι Έλληνες νηστεύουν τη Μεγάλη Εβδομάδα και όταν λέω νηστεία εννοώ όχι απλά και μόνο τη νηστεία ως προς το κρέας αλλά και ως προς το λάδι. Παλιότερα όταν αναφέρονταν σε νηστεία, εννοούσαν αυτή την εκδοχή και σε κάθε περίπτωση η όλη διατροφή ήταν φτωχή και σε ποσότητα. Μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι τότε η φτώχεια προσφερόταν για την αντίστοιχη προσέγγιση, κάτι που δεν μπορεί να ισχύσει σήμερα. Και απ’ εδώ αρχίζει το νήμα της ερμηνείας να ξετυλίγεται. Έχουμε μετατραπεί σε καταναλωτικές μηχανές. Ζούμε για να καταναλώνουμε! Ανάγουμε το φαγητό σε σκοπό της ζωής. Ο πολιτισμός μας χαρακτηρίζεται πρωτίστως από την ευδαιμονία των υλικών αγαθών και τη διαρκή κατανάλωσή τους. Για ποια νηστεία μπορούμε να μιλήσουμε όταν τη Μεγάλη Εβδομάδα τρώμε καλύτερα και περισσότερο από τις άλλες ημέρες, όταν «ξεκοιλιαζόμαστε» στα θαλασσινά, όταν έχουμε «βαφτίσει» ως νηστήσιμα: τυριά, γάλατα, γλυκά και αύριο και κάποια κρέατα;
Παράλληλα μπορούμε να δούμε και μια ουσιαστική σχέση μας με τη θρησκεία και την εκκλησία. Έχοντας την παραπάνω συμπεριφορά δεν απομειώνουμε ή μάλλον δεν προσβάλλουμε το θρησκευτικό μας φρόνημα αλλά και τον ίδιο τον εαυτό μας; Για ποιο λόγο πάμε στην «Ανάσταση», αφού η σκέψη μας και η πράξη μας είναι χειραγωγημένες από το φαγητό και δεν μπορούμε να «αντέξουμε» ούτε καν μισή ώρα στην εκκλησία; Καταδεικνύουμε ταυτόχρονα και μια έλλειψη στοιχειώδους ευγενικής και πειθαρχημένης συμπεριφοράς που μόνο στα πολύ μικρά παιδιά μπορείς να αιτιολογήσεις.
Προφανώς η όλη στάση μας μπορεί να απορρέει και από μια αίσθηση «απελευθέρωσης» από κάποια δήθεν μορφή καταναγκασμού. Υποτίθεται ότι σεβόμαστε τις παραδόσεις, αλλά θεωρούμε ότι μπορούμε να τις εκσυγχρονίζουμε δηλαδή να τις προσαρμόζουμε πλήρως στο μαζικό καταναλωτικό μας παροξυσμό. Τελικά, η συγκεκριμένη συμπεριφορά του ευτελισμού μιας σημαντικής θρησκευτικής τελετουργίας – που εμείς οι ίδιοι την έχουμε αξιολογήσει ως τη σπουδαιότερη της εκκλησίας μας – προσβάλλει επιπλέον την αξιοπρέπειά μας και τον ορθολογισμό μας.
Αναρωτιέμαι, αν έβλεπε την όλη διαδικασία ένας πιστός ενός άλλου θρησκευτικού δόγματος – και προφανώς δεν εννοώ φονταμενταλιστικής εκδοχής -, τι γνώμη θα αποκόμιζε όχι μόνο για το περιεχόμενο ενός εκκλησιαστικού γεγονότος – πάντα του θεωρούμενου ως του σημαντικότερού μας! – αλλά και για αυτή καθ’ εαυτή την κοινωνική μας συμπεριφορά; Δεν γνωρίζω αλλά εκτιμώ ότι ούτε και οι Καθολικοί και οι Διαμαρτυρόμενοι αντίστοιχοι Χριστιανοί – που έχουν κατακτήσει την κοσμικότητα στο κράτος τους πιο πολύ και από εμάς – δεν θα έχουν αυτή τη μαγική εικόνα στη λατρεία τους αλλά ούτε και θα μπορούν να την κατανοήσουν.
Αναφέρεται συχνά ότι είμαστε λαός που δεν πειθαρχούμε – και εννοούμε στις επιταγές της εξουσίας – και το θεωρούμε αυτό ως πράξη ελευθερίας. Αλλά δεν αναρωτιόμαστε γιατί δεν μπορούμε να σεβαστούμε ό,τι εμείς θεωρούμε σπουδαίο, γιατί δεν αυτοπειθαρχούμε και δεν σεβόμαστε τον ίδιο τον εαυτό μας. Γιατί τελικά αυτή είναι η ερμηνεία, η έλλειψη σεβασμού από τον αξιακό μας κώδικα!
Εγώ πάλι το βλέπω αντίθετα: Ποτέ άλλοτε δεν υπάρχει τόσο μεγάλη συγκέντρωση πλήθους στην αναγγελία ενός κοσμοσωτηρίου γεγονότος: ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ
ΑπάντησηΔιαγραφήΑς ψάξουμε να βρούμε γιατί δεν υπάρχει συχνός εκκλησιασμός.!!!