Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Το τελευταίο άγιο Δωδεκαήμερο της Σμύρνης (1921-1922)


Η παραλία της Σμύρνης προ του 1922, με την Αγία Φωτεινή στα αριστερά
και τον Άγιο Γεώργιο στα δεξιά

Καμιά φορά, η αγαθή τύχη πρέπει να συνεργήσει καθοριστικά για να διασωθούν και διαδοθούν ιστορικές στιγμές, που υπό άλλες συνθήκες θα παρέμεναν παντελώς άγνωστες. 
Εν προκειμένω, ο κληρωτός στρατιώτης της κλάσεως του 1922, Νικόλαος Ζευγαδάκης, είναι το πρόσωπο που κατέγραψε στο ημερολόγιό του με απαράμιλλη ακρίβεια, τις χριστιανικές εορτές και τελετές του τελευταίου έτους της Σμύρνης (1921-1922), στους μεγαλύτερους ναούς της οποίας εκκλησιάσθηκε κατά την εκεί παραμονή του αναμένοντας να προωθηθεί στο μικρασιατικό μέτωπο. Αυτές τις προσωπικές του εμπειρίες και εντυπώσεις τις δημοσίευσε για πρώτη φόρα το 1975*. Η δε συμβολή της αγαθής τύχης, έγκειται στην ιδιότητα του συγγραφέα ως θεολόγου, αλλά και ως βαθέος γνώστη, μέχρι και των λεπτομερειών, της τελετουργικής τάξης της Εκκλησίας, ως επίσης και της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής.

Μεταφερόμαστε στις 25 Δεκεμβρίου του 1921, Σάββατο, ανήμερα των Χριστουγέννων
Στον ιστορικό Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Φωτεινής της Σμύρνης, οι καμπάνες δηλώνουν την έναρξη του όρθρου στις 5 π.μ. και όχι τη συνήθη νυκτερινή ώρα (3ην μεταμεσονύκτιον) όπως παλαιότερα, για λόγους ασφαλείας:
«Ήτο νύκτα βαθεία ακόμη, όταν έφθασα εις την Αγίαν Φωτεινήν, ανεγινώσκετο δε τότε το Ευαγγέλιον του Όρθρου. Οι ψάλται, ρασοφορούντες, έψαλλον σεμνοπρεπώς και ευτάκτως. Ο ναός βαθμιαίως επληρούτο από τους συρρέοντας ευσεβείς Σμυρναίους.
Μετ’ ολίγον, υπό τον ήχον μιάς συντόμου κωδωνοκρουσίας, κατήλθε και εχοροστάτησεν ο αείμνηστος Εθνομάρτυς Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος Καλαφάτης, ιεράρχης λίαν ευπαρουσίαστος και επιβλητικώτατος. Ο αρχιερεύς εισήλθεν εις τον Ναόν, προπορευομένου, κατά την πατριαρχικήν τάξιν, του διβαμβούλου, το οποίον κατόπιν ετοποθετήθη προ του Θρόνου, ηυλόγησε δε, προ της χοροστασίας, δια σταυρού, τον οποίον έφερε προς τούτο εις τον διακόνων.
Η Θ΄ Ωδή και το Εξαποστειλάριον εψάλησαν, κατά την τάξιν υπό του χοροστατούντος αρχιερέως. Προ των πασαπνοαρίων εις κανονάρχης, στας απέναντι του αρχιερέως, τον προσεφώνησε δια του «Κέλευσον».
Αφού εψάλη, χωρίς προηγουμένως να απαγγελθή, ως πολλαχού γίνεται, το «Σήμερον ο Χριστός εν Βηθλεέμ γεννάται εκ Παρθένου» μέχρι του «βοώμεν», ήρχισεν ο Πρωτοψάλτης εις ήχον δεύτερον και σύντομον μέλος, αλλ’ εις πανηγυρικόν τόνον, την Δοξολογίαν αμέσως από του «Δόξα εν υψίστοις Θεώ».
Αι δύο Μικραί Συναπταί εν τη αρχή της Λειτουργίας απηγγέλθησαν υπό του β΄ διακόνου προ της Ωραίας Πύλης, του κλήρου απελθόντος εις το Ιερόν μετά την πρώτην. Εψάλη κατόπιν το «Η Γέννησίς Σου, Χριστέ ο Θεός ημών», εκ τρίτου και έγινεν η είσοδος του Ιερού Ευαγγελίου, καθ’ ήν ο αρχιερεύς ήλθεν εν τω μέσω του ναού. Τα του βήματος ακολούθως εψάλησαν υπό του αρχιερέως και του συλλειτουργούντος κλήρου. Κατά την εκφώνησιν «Ότι Άγιος ει ο Θεός ημών» ο αρχιερεύς είπε «και Σοι την δόξαν αναπέμπομεν». Σημειούται η τηρηθείσα τάξις και όπου αύτη δεν υπήρξεν αυστηρώς υποδειγματική.


Κατά την Θ. Λειτουργίαν το «Κύριε, Κύριε, επίβλεψον εξ ουρανού» απηγγέλθη υπο του αρχιερέως εν απλώ και χαμηλώ τόνω, ενώ οι εν τω Ι. Βήματι έψαλλον αργότερα το «Όσοι εις Χριστόν». Τα αρχιερατικά «Κύριε σώσον τους ευσεβείς» ελάλησαν ομοιοτύπως και τας τρεις φοράς. Δεν εψάλη δηλαδή, το «Κύριε σώσον τους Βασιλείς». Εκ του Συνθρόνου εις το οποίον είχεν απέλθη ο αρχιερεύς εψάλη και η Φήμη του Μητροπολίτου, επαναληφθείσα κατόπιν υπό των χορών, έχουσα δε ούτω:
«Χρυσοστόμου του Πανιερωτάτου και θεοπροβλήτου Μητροπολίτου της αγιωτάτης Μητροπόλεως Σμύρνης· Υπερτίμου και Εξάρχου Ασίας, ημών δε Πατρός και Ιεράρχου, πολλά τα έτη».

Μετά τον πολυχρονισμόν των Βασιλέων ανεγνώσθη από της Ωρ. Πύλης υπό του αρχιδιακόνου προτρεπτική εγκύκλιος της Ι. Μητροπόλεως Σμύρνης υπέρ καταβολής του οβολού των πιστών εις τον διενεργούμενον από ετών κατά την σημερινήν εορτήν εις τους ιερούς ναούς φιλανθρωπικόν έρανον.
Το Ευαγγέλιον ανεγνώσθη απ’ άμβωνος υπό του αρχιδιακόνου Βασιλείου, του από του 1926 Μητροπολίτου Φλωρίνης, όστις και κατ’ αυτήν την ευαγγελικήν ανάγνωσιν προετίμα, ουχί ορθώς βεβαίως, αντί της καθιερωμένης, εμμελούς, την απλην και σύντομον απαγγελίαν. Μετά το Ευαγγέλιον ο β΄ χορός έψαλε χύμα το «Δόξα Σοι, Κύριε», ο δε α΄ χορός το «Εις πολλά έτη», εις το μέλος του «Δόξα Σοι Κύριε».
Κατόπιν ο αείμνηστος Ιεράρχης, φέρων την αρχιερατικήν μίτραν και την ποιμαντορικήν ράβδον, ωμίλησεν από του θρόνου επί τη εορτή των Χριστουγέννων, ορμηθείς εκ του λαμπρού της εορτής ύμνου, του υπό Γρηγορίου του Θεολόγου ποιηθέντος, «Χριστός γεννάται δοξάσατε. Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε», τον οποίον ηρμήνευσε και ανέπτυξε ρητορικώτατα.

Η κατά το θείον κήρυγμα -σημειωτέον και τούτο- παρά την κρατούσαν τάξιν, μιτροφορία αύτη του Σμύρνης Χρυσοστόμου πόρρω απείχεν οιασδήποτε ματαιοδόξου επιδείξεως, δεδομένου ότι ούτος όχι ως τι διάδημα βασιλικόν, αλλ’ ως ακάνθινον στέφανον, του χρόνου μάλιστα ήδη του μαρτυρίου εγγίζοντος, εθεώρει και ησθάνετο τάυτην. Εσχημάτισα κυρίως την τοιαύτην αντίληψιν αργότερον, ότε έλαβον γνώσιν των ακολούθων μνημειωδών λόγων του μεγάλου Ιεράρχου προς τον χειροτονήσαντα αυτόν τω 1902 αρχιερέα Οικουμενικόν Πατριάρχην Ιωακείμ τον Γ΄: «Εν όλη τη καρδία και εν όλη τη διανοία θα υπηρετήσω την Εκκλησίαν και το Γένος και η μίτρα, την οποίαν αι άγιαι χείρες σου εναπέθεσαν επί της κεφαλής μου, εάν πέπρωται να απολέση ποτέ την λαμπηδόνα των λίθων της, θα μεταβληθή εις ακάνθινον στέφανον μάρτυρος ιεράρχου»…

Ο σεπτός εν Σμύρνη Μητροπολιτικός Ναός της Αγίας Φωτεινής ήτο, εν σχέσει προς τους λοιπούς ναούς της πόλεως, είδος Πατριαρχικού Ναού και γεραράς και συντηρητικής κατά πάντα Μητρός Εκκλησίας. Εψάλετο πάντοτε βυζαντινή μουσική, άνευ οιασδήποτε αρμονίας (δευτέρας έστω, φωνής), ουδεμία περικοπή εις τα απαγγελόμενα ή ψαλλόμενα εγίνετο ποτέ, ετηρείτο δε ευλαβώς η τε γραπτή και άγραφος τελετουργική τάξις.
Επίσης ετελείτο εν αυτώ καθημερινώς η Θ. Λειτουργία (εις τα εκατέρωθεν κλίτη), ως επίσης και εις τον γειτονικόν αρχαιοπρεπή Ναόν του Αγίου Γεωργίου.
Εψάλη επομένως ο Χερουβικός Ύμνος -σχετικώς μάλλον συντόμως- και το Κοινωνικόν «Λύτρωσιν απέστειλε Κύριος», εις ήχον α΄».

Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο κ. Νικόλαος Ζευγαδάκης, τότε στρατεύσιμος του πρώτου λόχου μαχίμων υγειονομικών, μετέπειτα δε Θεολόγος επίτιμος Γυμνασιάρχης και Λογοθέτης της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Σινά:
«Πολλά ενθυμούμαι και έχω καταγράψει δια τα τελευταία Χριστούγεννα της αγαπημένης μου Σμύρνης […], αλλ’ ό,τι ιδιαιτέρως έμειναν εις την μνήμην μου και δεν παύει να με συγκινή, είναι η ευχή, την οποίαν εν τω ιερωτάτω Ναώ της Αγίας Φωτεινής απηύθηνε, μετά την θείαν των Χριστουγέννων Λειτουργίαν, ο εν ιερά εξάρσει επιτελέσας ταύτην αοίδημος Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος προς το προσφιλέστατον ποίμνιό του: 
«Και εις έτη πολλά, αδελφοί μου!».
Ευχή, βραχεία μεν και φραστικώς συνήθης, απηχούσα όμως, ως και τότε εγένετο αισθητόν, υψηλούς δια τον ελληνοχριστιανικόν εν γένει Λαόν της Μικρασίας πόθους και προσδοκίας του εκλεκτού και Αγίου Ποιμενάρχου, δια την πραγματοποίησιν των οποίων νυχθημερόν και εν απαραμίλλω αυταπαρνήσει ειργάζετο και εμόχθει, ευχή εγκάρδιος και διάπυρος «ποιμένος καλού, την ψυχήν αυτού θέντος υπέρ των προβάτων» δια της μεγάλης και ιστορικής αυτού θυσίας, ότε επήλθε το θλιβερόν του Μικρασιατικού χρόνου πλήρωμα».
Ο πολύτιμος οδηγός του οδοιπορικού μας, προκειμένου να μεταβεί στο κέντρο της Σμύρνης φιλοξενούμενος σε οικία συγγενών του, αναχωρούσε πάντοτε από το προάστειο Μπαλντζόβα, όπου ευρίσκονταν τα Έμπεδα Στρατιάς Μικράς Ασίας.

Η περιγραφή της ημέρας της Πρωτοχρονιάς του 1922 μας μεταφέρει νοερά στον Ναό της Ευαγγελιστρίας Σμύρνης:
«Ως είχον πληροφορηθή, διακεκριμένοι ιεροψάλται εις την Σμύρνην υπήρχον τότε ο Γεώργιος Βενής εις τον Άγιον Γεώργιον, ο Πέτρος Μανέας εις τον Άγιον Δημήτριον και ο Παντελής Παρρησιάδης εις την Αγίαν Αικατερίνην. Οι δύο τελευταίοι είχον χρηματίσει εις την ιδιαιτέραν μου πατρίδα, το Ηράκλειον, πρωτοψάλται του Μητροπολιτικού Ναού Αγ. Μηνά, αφήσαντες εις την Κρήτην λαμπράν, δια την τέχνην αυτών, φήμην.
Ένεκα όμως του βροχερού καιρού και μη υπάρχοντος του απαιτουμένου χρόνου δια αναζήτησιν και ανεύρεσιν αγνώστου εις εμέ ναού, προέκρινα όπως μεταβώ εις τον Ναόν της Ευαγγελιστρίας.

Όταν έφθασα εις τον ναόν τούτο εψάλλετο η Δοξολογία, ενώ οι κώδωνες εσήμαινον δια την Λειτουργίαν. Εισήλθον, αφού έπιον εις τον Νάρθηκα Αγιασμόν. Οι ψάλται ήσαν, κατά την φωνήν, την τέχνην και το ύφος, οι καλύτεροι εξ όσων είχον έως τότε συναντήσει εις την Σμύρνην. Υπήρχον δε περί αυτούς και χοροί καλλίφωνοι και καλώς κατηρτισμένοι. Ιερούργουν φέροντες ωραία λειτουργικά άμφια, εις αρχιμανδρίτης, εις ιερεύς και εις διάκονος, με μεγαλοπρεπές ανάστημα και ωραίαν φωνήν. Η ιερά τελετή διεξήχθη γενικώς μετ’ ευπρεπείας και τάξεως».
Κατά την πυρπόληση της Σμύρνης ο ναός έμεινε άθικτος και σκέψη περί παραχωρήσεώς του στους εναπομείναντες Ορθοδόξους εγκαταλείφθηκε, λόγω των πολλών εξόδων που απαιτούνταν για την επιδιόρθωσή του. Αφού λοιπόν μετατράπηκε σε αποθήκη για αρκετά έτη, κατεδαφίσθηκε το 1938.

Ο μεγαλοπρεπής εσπερινός του Σαββάτου 1-1-1922 εις την Αγ. Φωτεινήν
«Την 4ην μ.μ., διερχόμενος του Μητροπολιτικού Ναού της Αγίας Φωτεινής και αντιληφθείς ότι ετελείτο ακόμη ο Εσπερινός, εισήλθον εις τον Ναόν. Εχοροστάτει επί του μεγάλου Θρόνου, φέρων τον αρχιερατικόν μανδύαν, ο αείμνηστος Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, οκτώ δε ιερείς και εις διάκονος, ιστάμενοι εν τω μέσω του ναού, έψαλλον με ιεροπρέπειαν και ευλάβειαν το εις αρχαίον μέλος αργόν και επιβλητικόν «Φως ιλαρόν». Εψάλη τούτο ορθώς και με τάξιν. «Τάξιν» δε εννοώ το ότι εθυμίασαν οι διάκονοι και εισήλθον κατόπιν οι ιερείς εις το άγιον Βήμα εις τα καθωρισμένα σημεία του ύμνου.

Κατά το τέλος του Εσπερινού, εις το «Νυν απολύεις», ετέθη προ του χοροστατούντος Αρχιερέως το διβάμβουλον, το οποίον κατά την απόλυσιν μετετέθη παρά την μεσημβρινήν πύλην του ναού, οπόθεν θα ανεχώρει ο αρχιερεύς. Εγίνετο τοιουτοτρόπως μία, ούτως ειπείν, επίσημος προπομπή του απερχομένου μετά την χοροστασίαν αρχιερέως. Οι εκκλησιαζόμενοι προσήρχοντο και ησπάζοντο με ευλάβειαν την χείρα του. Ηξιώθην τότε και εγώ, όπως ασπασθώ την δεξιάν του μεγάλου εκείνου Ιεράρχου, του αειμνήστου Εθνομάρτυρος Μητροπολίτου Σμύρνης κυρού Χρυσοστόμου.

Ήτο -πρέπει να σημειωθή- απόγευμα Πρωτοχρονιάς. Ο τηρητής όμως του καθήκοντος και κατά πάντα άξιος της αποστολής του Ιεράρχης, ούτε κάπου ευρίσκετο την ώρα εκείνην, δια να τιμήση δια της παρουσίας του καμμίαν συγκέντρωσιν, ούτε καν εδέχετο τότε, επί τη Πρώτη του Έτους, εις το Μητροπολιτικόν μέγαρον. 
Δεν κατήλθεν ούτος κατά την ώραν εκείνην εις τον ναόν, δια να εκτελέση εν σπουδή ένα εκ παραδόσεως τύπον και να επιστρέψη αμέσως εις προσφιλεστέρας ασχολίας, αλλά, ως αντιλαμβάνεται τις από τον τελεσθέντα πανηγυρικόν Εσπερινόν, δια να ικανοποιήσει πόθον ιερόν και ζωηράν της ψυχής του απαίτησιν, δια να έχει κατά το απόγευμα τούτο, απόγευμα Πρωτοχρονιάς, την περισσότερον επιθυμητήν και ανωτέραν δι’ αυτόν απόλαυσιν.

Κατά την Πρωτοχρονιά εκείνην ο μακαριστός τελευταίος της Σμύρνης Ποιμενάρχης είχε στείλει εις το ημερολόγιον της Θρησκευτικής Αδελφότητος της πόλεως «Ευσέβεια» τας ακολούθους ευχάς:
«Πατώντες το κατώφλιον του νέου χρόνου, ας ανυψώσωμεν τον λογισμόν προς τον Μέγαν Θεόν των Πατέρων μας, ίνα επιδαψιλεύση υπεράφθονον την χάριν και ευμένειαν Αυτού εις το Ορθόδοξον Ελληνικόν Γένος, περί του οποίου αδιστάκτως φρονούμεν, ότι είναι μέτοχον θείας και επουρανίου κλήσεως, αναχθείσης παρ’ αυτώ εις απαράμιλλον εθνικόν ιδεώδες· δια τούτο και κατήντησε γένος Σταυροφόρων, βαστάζον τον Σταυρόν του Κυρίου ενώπιον Εθνών και Βασιλέων, υιών τε Ισραήλ, ως ακριβώς γίνεται και σήμερον εν Μικρασιατική Ελλάδι, όπου εισδύει ως φως και ως πολιτισμός εν μέσω των εσκοτισμένων.
Ο Σμύρνης ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Σμύρνη, 1 Ιανουαρίου 1922».

Αυταί ήσαν αι ευχαί του καλού Ποιμένος της Σμύρνης δια το νέον έτος 1922, δια το οποίον όμως τόσον διάφοροι ήσαν αι ανεξερεύνητοι βουλαί του Υψίστου!...».

Κυριακή, Δευτέρα ημέρα του έτους 1922 εις Αγ. Αικατερίνην
«Εγερθείς ενωρίς την πρωίαν, ανεχώρησα δια τον ιερόν ναόν της Αγίας Αικατερίνης, δια να γνωρίσω ένα ναόν, όστις εφημίζετο ως ο λαμπρότερος της Σμύρνης, να ακούσω δε και τον εν αυτώ ψάλλοντα διακεκριμένον ιεροψάλτην Παντελήν Παρρησιάδην. Ούτος είχε διαδεχθή εν τω ναώ τούτω, ως φαίνεται, τον φημιζόμενον επίσης ιεροψάλτην Πέτρον Μανέαν, όστις είχε μετατεθή εις τον όχι μακράν ευρισκόμενον ναόν του Αγ. Δημητρίου.
Εντός ολίγου ευρέθην προ του ναού. Ήτο πάλλευκος, καλιμάρμαρος, όντως δε ο λαμπρότερος και μεγαλύτερος της πόλεως. Περισσοτέρα ήτο η έκστασις και ο θαυμασμός μου όταν εισήλθον εντός του ναού. Από το περίφημον τούτο της Ορθοδοξίας τέμενος δεν διεσώθη, δυστυχώς, μετά την καταστροφήν, παρά μόνον το πηγάδι που ευρίσκετο εις την αυλήν της εκκλησίας.

Εις τον ναόν αυτόν, έψαλλε πράγματι ο Παντελής Παρρησιάδης, τον οποίον ευρήκα απολύτως άξιον της καλής του φήμης. Ήτο πλέον ο Παρρησιάδης γεροντάκος, μετρίου αναστήματος, καλλίφωνος και καλώς κατηρτισμένος ψάλτης, ψάλλων με προσοχήν και τέχνην όλους τους ύμνους της ακολουθίας. Εις το χερουβικόν, όταν έφθανε εις το «Τριάδι» οπότε, ανέπτυσσεν όλην του την ικανότητα, εγίνετο ολοκόκκινος από την προσπάθειαν που κατέβαλλεν, εθαύμαζε τις, ενθυμούμαι το μεγαλειον μάλλον της… Ανατολής παρά του Βυζαντίου, διότι τότε η ψαλμωδία μετεβάλλετο σχεδόν εις «αμανέ». Ποιος αμφισβητεί την μοιραίαν επίδρασιν, αντιστάσεως μάλιστα μη ούσης, της ασιατικής επί της βυζαντινής μουσικής; 
Εγνώριζεν όμως ο δόκιμος ιεροψάλτης τα όρια μέχρι των οποίων, κατ’ εξαίρεσιν βεβαίως και οικονομίαν, ηδύνατο να φθάση, και τον δρόμον ο οποίος θα τον επανέφερεν εις την ορθήν οδόν της γνησίας βυζαντινής γραμμής. Όπως όμως έκαμνεν αυτήν την κλίσιν προς… Ανατολάς, έτσι μετετοπίζετο όταν του ταίριαζε, και προς την αντίθετον, προς Δυσμάς, κατεύθυνσιν, δεχόμενος την κατά το ευρωπαϊκόν σύστημα διφωνίαν εις τα Εξαποστειλάρια, τα Αντίφωνα και άλλα από διαφόρους νέους, οι οποίοι απετέλουν την χορωδία του».


Κυριακή, 2-1-1922 εις Άγιον Δημήτριον
«Ανεχώρησα μετά την απόλυσιν δια να επιστρέψω εις τα Μορτάκια. Κατά λάθος όμως επήρα άλλον δρόμον ο οποίος με έβγαλε, δια τόσον καλήν δι’ εμέ σύμπτωσιν, εις τον ναόν του Αγίου Δημητρίου. Ήτο και αυτός από τους πρώτους ναούς της Ελληνικής Σμύρνης.
Η Λειτουργία εις την εκκλησίαν αυτήν συνεχίζετο ακόμη. Έψαλλε δε ο επίσης ονομαστός ωσαύτως ιεροψάλτης Πέτρος Μανέας. Ήτο επικεφαλής μικτής και λίαν πολυσυνθέτου χορωδίας, ήτις έψαλλεν από κειμένου ευρωπαϊκής σημειογραφίας αρμονικήν μουσικήν. Από τον βυζαντινόν ή μάλλον τον ανατολίτην ιεροψάλτην Μανέαν δεν το επερίμενα αυτό. Πιθανόν θεωρώ, ότι η απρόβλεπτος εκείνη προσφορά από τον βυζαντινόν τούτο ιεροψάλτην ανταπεκρίνετο εις ανάλογον του εκκλησιαζομένου κοινού επιθυμίαν.
Η Θ. Λειτουργία ετελείτο υπό ενός αρχιμανδρίτου και ενός διακόνου, λίαν αμφοτέρων νεωτεριζόντων. Ως ιδιαιτέρως χαρακτηριστικόν εν προκειμένω, γενικώς δε θλιβερόν, σημειώνω το ότι ο διάκονος, μετά την εκφώνησιν «Και έσται τα ελέη του μεγάλου Θεού», απήγγειλεν από την επακολουθούσαν Εκτενή Δέησιν «Πάντων των Αγίων μνημονεύσαντες» μόνον την τελευταίαν των αιτήσεων «Την ενότητα της πίστεως»!
Επέστρεφον γενικώς κατηυχαριστημένος. Είχον κατορθώσει με μίαν εξόρμησιν και μάλιστα εις το άγνωστον, να ανεύρω και να γνωρίσω δύο αξιολόγους εκκλησίας της Σμύρνης, από τας οποίας, μετά την τραγικήν καταστροφήν, τίποτε δεν έμεινε».


Πέμπτη, 6-1-1922, Θεοφάνεια εις την Αγίαν Αικατερίνην
«Είχον εισέλθη εις την Σμύρνην με διήμερον και αυτήν την φοράν άδειαν προς την ιδίαν συγγενικήν οικίαν […]. Κατηυθύνθην και πάλιν προς τον όχι μακράν ευρισκόμενον ναόν της Αγίας Αικατερίνης.

Έφθασα περί την αρχήν της Δοξολογίας. Αμέσως αντελήφθην εν τω Δεσποτικώ Θρόνω χοροστατούντα αρχιερέα μετά μανδύου. Ήτο ο Μητροπολίτης Δυρραχίου (1911-1925) και μετέπειτα Μυτιλήνης Ιάκωβος (+1958), όστις, εξορισθείς υπό των Αλβανών, διέτριβεν εις την Σμύρνην, ένθα κατά τα νεώτερα αυτού έτη είχε ζήσει και δη ως αρχιδιάκονος (1903-1908), ως βοηθός Επίσκοπος δε έπειτα, υπό τον τίτλον του Χριστουπόλεως (1908-1911) του αοιδήμου Μητροπ. Σμύρνης Βασιλείου και εν συνεχεία, επί μικρόν, του αειμνήστου Χρυσοστόμου. 

Ήτο ούτος περιζήτητος υπό των πλουσιωτέρων σμυρναϊκών ενοριών, αίτινες ημιλλώντο, ποία τούτων θα είχεν αυτόν τελετουργόν κατά την πανήγυριν του ναού της, τας μεγάλας εορτάς, ακόμη δε και απλάς Κυριακάς, προς προσέλευσιν περισσοτέρων χριστιανών. Εκαλείτο ακόμη και εις κηδείας, μνημόσυνα, και άλλας τελετάς. Ήσκει τοιουτοτρόπως και πάλιν τα παλαιά αυτού καθήκοντα, αναπληρών τον μη υπάρχοντα τότε βοηθόν του Μητροπολίτου Επίσκοπον. Ήτο τότε υπερτεσσαρακοντούτης την ηλικίαν και εκτός των άλλων εξωτερικών προσόντων, είχεν ωραία και μελωδικήν φωνήν.

Ηπόρησα φυσικά, πως κατά μίαν τοιαύτην εορτήν να μη ιερουργήσει ο αρχιερεύς, αλλά να χοροστατήσει απλώς. Η Θεία Λειτουργία ετελέσθη υπό ενός ιερέως και ενός διακόνου. Οι τρεις άλλοι ιερείς του ναού είχον καταλάβει τας πύλας αυτού, ένθα, φέροντες επιτραχήλιον ηγίαζον τους εισερχομένους χριστιανούς δια σταυρού και αγιαστήρος - δι’ αγιασμού, φαίνεται της προηγουμένης […].



Η Αγία Αικατερίνη Σμύρνης, ο μεγαλύτερος Ιερός Ναός της Πόλεως

 Ο ναός είχεν ασφυκτικώς πληρωθεί εκκλησιάσματος. Ο δεξιός χορός απετελείτο, εκτός του πρωτοψάλτου, από νέους και πολλούς παίδας, καλλιφώνους και καλώς κατηρτισμένους. Ηκολουθήθη εις την ψαλμωδίαν η τάξις της παρελθούσης Κυριακής. Το «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε» εψάλη εις το σύνηθες αργόν μέλος λαμπρώς. Ο δε Χερουβικός Ύμνος, κατά την κρατούσαν δια την εορτήν ταύτην μουσικήν παράδοσιν, εις ήχον βαρύν μετά τέχνης και μεγαλοπρεπείας.
 Λίαν εντέχνως επίσης και λαμπρώς εψάλησαν και οι λοιποί ύμνοι.

Ο αρχιερεύς, παρά τω οποίω ίστατο, διακονών αυτώ, ηλικιωμένος τις κληρικός, ετήρει ακριβέστατα και εις όλας τας λεπτομερείας την τάξιν των αρχιερατικών χοροστασιών. Πλην όμως ούτε εις παρατήρησιν προέβη, ούτε ελαφρώς εδυσφόρησε δια γενομένας εις την Λειτουργίαν ου μόνον, επιτομάς, αλλά και μεγάλας και σοβαράς παραλείψεις. (Εν εκατέρα των δύο μετά την Μεγ. Είσοδον Εκτενών Δεήσεων τρεις, μόνον, εκ των δώδεκα, αιτήσεις απηγγέλθησαν).

Μετά το «Είη το όνομα Κυρίου» ο αρχιερεύς, ανελθών επί της εξέδρας και φέρων επιτραχήλιον και μικρόν ωμοφόριον, ετέλεσε την ακολουθίαν του Μεγ. Αγιασμού. Την ωραιοτάτην ευχήν «Τριάς, υπερούσιε» ανέγνωσεν ούτος συντελούσης και της μελωδικής του φωνής, λαμπρώς. Μετά το πέρας του αγιασμού ο λαός προέβη εις την απογύμνωσιν της εξέδρας εκ των μυρσινών και των διαφόρων αυτής ανθέων, άτινα περέλαβεν μεθ’ εαυτού, χάριν ευλαβείας, κατά επικρατούν τοπικόν έθιμον, ο αρχιερεύς δε ήρχισε να αγιάζη τους εκκλησιαζομένους δια του τελεσθέντος Αγιασμού εκ των βαθμίδων του Δεσποτικού Θρόνου, ψαλλομένων των ιδιομέλων της Λιτής.

Έξωθεν του ναού υπήρχον δύο, ανά μιαν εκατέρωθεν της εισόδου, στέρναι, οπόθεν έπιον και παρέλαβον διά τους συγγενείς μου αγιασμόν.
Ο καθιερωμένος κατά την ημέραν ταύτην εις τας παραλίους πόλεις, μετά την Θ. Λειτουργίαν, αγιασμός των υδάτων εις τον λιμένα, δια της εν επισημότητι καθόδου εκκλησιαστικής πομπής, δεν εγίνετο κατά την εποχήν τουλάχιστον εκείνην εις την Σμυρνην».
Ούτε το 1897 αναφέρεται τελετή αγιασμού υδάτων στο πρόγραμμα ιερών ακολουθιών της Μητροπόλεως Σμύρνης. Αυτό μπορεί να αποδίδεται στην αποφυγή προφανώς των ειθισμένων κατά την τελετή τιμών εκ μέρους των Τούρκων και της δημιουργούμενης υποχρέωσης εκ μέρους τους.


Παρασκευή, 7-1-1922, Σύναξις του Προδρόμου εις την Αγ. Φωτεινήν
Ο κύκλος των εορτών του τελευταίου Σμυρναϊκού Αγίου Δωδεκαημέρου, κλείνει εκεί όπου άνοιξε, στον ιστορικό Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Φωτεινής, καθώς μας λέγει ο συγγραφέας:

«Δεν επρόφθασα τον Όρθρον, έφθασα δε και εις την Λειτουργίαν καθυστερημένος. Ιερούργει πρεσβύτερος μετά διακόνου, χοροστατούντος επί του Θρόνου μετά μανδύου του Μητροπολίτου σμύρνης. Ωμίλησεν ούτος εις το Κοινωνικόν, δηλώσας ότι θα ήτο σύντομος, καθ’ ότι οι χριστιανοί, λόγω του εργασίμου της ημέρας, θα επείγοντο όπως μεταβώσιν εις τας εργασίας των. Με εξένισεν η αρχιερατική αύτη δήλωσις περί του εργασίμου της σημερινής ημέρας, κατά την οποίαν εν Ηρακλείω ετηρείτο τότε, γενική αργία».
Εντούτοις, οι εν είδει χρονικού σημειώσεις του αειμνήστου θεολόγου κ. Ζευγαδάκη δεν σταματούν εδώ, αλλ’ εκτείνονται έως και την 14η Ιουνίου 1922, δίνοντάς μας έτσι την ευκαιρία εν ευθέτω χρόνω, να παρουσιάσουμε τις ακόμη συγκινητικότερες περιγραφές των ιερών του αναμνήσεων, από την τελευταία Μεγάλη Εβδομάδα των Παθών, της Σμύρνης.
* "Αι χριστιανικαί εορταί του τελευταίου έτους της Σμύρνης (1921-1922), Περιγραφή των ιερών τελετών εις τον σεπτόν μητροπολιτικόν ναόν της αγίας Φωτεινής και άλλους εκ των κυριωτέρων ναών της πόλεως. Νικ. Ε. Ζευγαδάκη, Έκδοση Α΄, 1975.


Η ανάρτηση αυτή δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά, εν είδει ιστορικού αφιερώματος, στην εφημερίδα «Εκκλησιολόγος» των Πατρών (Σάββατο, 3 Ιανουαρίου 2015, Φύλλο 393).

1 σχόλιο:

  1. ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ! ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ.
    ΕΙΔΙΚΑ Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ, ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΓΡΑΦΗ, ΠΟΥ ΘΥΜΙΖΕΙ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΠΑΛΙΟΥΣ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΜΑΣ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή