Ο στίχος «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς» συνιστά μία από τις πλέον αγαπητές και λαοφιλείς εκφράσεις τιμής και δέησης προς τη Θεοτόκο. Η γένεσή του δεν μπορεί να αναχθεί χρονικά σε συγκεκριμένη περίοδο.
Η αρχαιότερη μαρτυρία ύπαρξής του απαντάται τον ΙΔ’ αι., στον κώδικα Αθηνών 2062, φ. 95. Η απουσία του σε αρχαιότερες πηγές δεν δηλώνει την προγενέστερη ανυπαρξία του, τουλάχιστον, όμως, μαρτυρά ότι δεν βρισκόταν σε λειτουργική χρήση, παρά μόνο ως στοιχείο της λαϊκής θρησκευτικότητας και λατρείας.
Η θεολογική σημασία του στίχου έχει δεχθεί διαχρονικά ποικίλη κριτική, η οποία μπορεί να περιγραφεί πλήρως στις ακόλουθες δύο θέσεις:
α) Ο στίχος «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς» δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός, αφού ενέχει δογματική κακοδοξία. Η σωτηρία του ανθρώπου είναι αποκλειστικά έργο του Θεού και αντικείμενο του σχεδίου της Θείας Οικονομίας, μέσω της ενανθρώπησης και του απολυτρωτικού έργου του Υιού και Λόγου του Θεού, του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδας, στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Ο Θεός είναι ο μόνος που μπορεί να σώσει τον άνθρωπο και κανείς άλλος δεν έχει αντίστοιχη δύναμη, όπως μαρτυρά και ο προφήτης Ησαΐας: «δίκαιος καὶ σωτήρ οὐκ ἔστι πάρεξ ἐμοῦ» (Ησ. με’, 22). Η θέση αυτή είναι δογματικά ορθή, αλλά απόλυτη, αφού:
β) Ο στίχος αυτός δεν πρέπει να ερμηνεύεται στο πλαίσιο της οντολογικής σωτηρίας του ανθρώπου, αλλά η έννοια της σωτηρίας πρέπει να αποδίδεται ως συμβολή των δημιουργημάτων στη σωτηρία, την οποία ενεργεί ο Θεός. Ο άνθρωπος είναι όργανο και συνεργός του Θεού στο έργο της σωτηρίας, μέσα από το λόγο και την προσευχή-δέηση προς Εκείνον. Οι πιστοί, επιπλέον, ως ζώντα μέλη της Εκκλησίας οικοδομούν και στηρίζουν ο ένας τον άλλο, βοηθώντας τους αδελφούς τους στην πορεία προς τη σωτηρία. Υπό την έννοια αυτή, η ανωτέρω θεομητορική φράση δεν αντιβαίνει στη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, αφού η Θεοτόκος συνεργεί στη σωτηρία του ανθρώπου, χωρίς να έχει τη δύναμη να την ενεργήσει εκείνη.
Ο θεομητορικός στίχος παραλλάσσεται ενίοτε από κληρικούς ή λαϊκούς, προσθέτοντας στο τέλος της φράσης τον προσδιορισμό «ταῖς πρεσβείαις σου» ή διαμορφώνοντάς την σε:«Ὑπεραγία Θεοτόκε πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν». Οι επιλογές αυτές είναι απορριπτέες, αφού είναι νεώτερες εκδοχές της αρχικής, δεν προσφέρουν τίποτα ιδιαίτερο διευκρινίζοντας την πρωτότυπη φράση, προκαλούν όσους αρνούνται την δογματική ορθότητά της και κομίζουν στη λατρεία περιττά στοιχεία.
Η δογματική ορθότητα της φράσης αυτής τεκμηριώνεται και από τη χρήση του όρου σώζω με τη δεύτερη έννοια σε πολλά σημεία, όπως:
α) Αγία Γραφή. Σε αυτή υπάρχουν πολλές μαρτυρίες του όρου «σώζω» ως συμμετοχής του ανθρώπου στο έργο της σωτηρίας του από το Θεό, όπως για παράδειγμα οι στίχοι: Α’ Κορ. ζ’,16 και θ’,22, Ρωμ. ια’,14, Ιακ. ε’,20, Ιούδα 22-23.
β) Υμνογραφική παραγωγή. Πολλοί υμνογράφοι χρησιμοποιούν στα προϊόντα της γραφίδας τους τον όρο «σώζω», ενώ αναφέρονται στη Θεοτόκο και άλλα ιερά πρόσωπα. Οι αναφορές αυτές θα μπορούσαν να θεωρηθούν ανεκτές ως υπερβολή, αποστροφή ή χρησιμοποιούμενες στο πλαίσιο του σχήματος της ποιητικής αδείας. Η αιτίαση αυτή μπορεί να είναι εύλογη και θεμιτή, αλλά η θεολογική επάρκεια των υμνογράφων και η στέρεη πίστη τους στη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας δεν μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση τις σχετικές περί σωτηρίας αναφορές τους.
γ) Πατερική γραμματεία. Πατέρες της Εκκλησίας χρησιμοποιούν ανάλογες φράσεις στα μη ποιητικά συγγράμματά τους, οι οποίες σε πρώτη όψη ενέχουν δογματικά σφάλματα, αλλά εάν εξεταστούν με τη δεύτερη ερμηνεία δεν αντιβαίνουν στην εκκλησιαστική διδασκαλία. Ανάλογες φράσεις χρησιμοποιούν μεταξύ άλλων ο Ιωάννης Δαμασκηνός και ο Συμεών Θεσσαλονίκης, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως ακραιφνείς θιασώτες του ορθοδόξου δόγματος.
Η θεομητορική φράση, επομένως, διατυπώνει ορθά τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας και καλώς συμπεριλαμβάνεται στη λατρεία, όπου, όμως, αυτό προβλέπεται. Η χρήση της φράσης στη λατρεία είναι σίγουρα νεώτερη (όχι πολύ νωρίτερα από τον ΙΔ’ αι.).
Η αρχαιότερη γνωστή αναφορά της στον αθηναϊκό κώδικα 2062 την τοποθετεί ως πρόψαλμα του ειρμού της θ’ ωδής του κανόνα της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού(«Μυστκός εἶ Θεοτόκε Παράδεισος»). Το Τυπικό της ΜΧΕ ορίζει τον θεομητορικό στίχο ως αρμόδιο για:
α) τα θεομητορικά τροπάρια-θεοτοκία των κανόνων,
β) τα τροπάρια των θεοτοκίων κανόνων των θεομητορικών εορτών και του βιβλίου της Παρακλητικής. Η θεομητορική φράση χρησιμοποιείται ως στίχος των τροπαρίων του Ακαθίστου Ύμνου και των Παρακλητικών Κανόνων, με επίδραση από τις σχετικές σε άλλους θεομητορικούς κανόνες αναφορές του Τυπικού.
Η χρήση της φράσης «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς» είναι αποδεκτή σε συγκεκριμένα σημεία της λατρείας. Η ύπαρξή της, αντίθετα, σε επιπλέον μέρη της αποτελεί πρόβλημα της τελετουργικής. Πολλοί ιεροψάλτες ή απλά ευσεβείς πιστοί συνηθίζουν να ψάλλουν τη θεομητορική φράση κάθε φορά που ο λειτουργός (διάκονος ή ελλείψει αυτού πρεσβύτερος) εκφωνεί τη δέηση «Της Παναγίας αχράντου» , κινούμενοι από ευλάβεια προς τη Θεοτόκο.
Οι ρίζες αυτής της πρακτικής βρίσκονται στη λαϊκή θρησκευτικότητα. Οι πιστοί συνήθιζαν, αρχικά, να ψελλίζουν κατά μόνας τη θεομητορική φράση, ενόσω ο λειτουργός απέδιδε τη δέηση. Η αρχική ψιθυριστή εκδοχή της φράσης παρεμβλήθηκε αργότερα στη λατρεία και συνηθίζεται να λέγεται εκφώνως από τον ίδιο τον ιεροψάλτη. Μα αντίστοιχο τρόπο παρεισέφρησε στη Θεία Λειτουργία το Μεγαλυνάριο της Θεοτόκου «Άξιον εστί», μετά την επισφραγιστική της Αγίας Αναφοράς εκφώνηση «Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας, Ἀχράντου». Η μελώδηση του Μεγαλυναρίου κατάφερε να παγιωθεί και να ενταχθεί στη λατρεία, σε αντίθεση με τον υπό εξέταση θεομητορικό στίχο.
Η παρεμβολή του στίχου «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς» στην εκφώνηση του λειτουργού είναι σίγουρα απορριπτέα.
Η επιχειρηματολογία σχετικά με την αστοχία της πράξης αυτής συνοψίζεται στα εξής:
α) δεν υπάρχει καμία αναφορά στις χειρόγραφες και έντυπες πηγές,
β) αποτελεί μεταγενέστερη συνήθεια, η οποία δεν έχει ερείσματα στη λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας, για την οποία είναι τελείως άγνωστη
γ) συνιστά επίδραση της λαϊκής ευσέβειας και όχι στοιχείο της δομής της λατρείας, δ) διακόπτει άσκοπα την προς το λαό προτροπή του λειτουργού, καλύπτοντας ενίοτε τη φωνή του και
ε) επισκιάζει το ακριβές νόημα της δέησης και προτροπής.
Η εκφώνηση του λειτουργού δεν στοχεύει στην εξύμνηση των χαρίτων της Θεομήτορος με τους προσδιορισμούς που της αποδίδει, ούτε στην εξύμνηση των αγίων που μνημονεύονται μετά από εκείνη. Το πραγματικό νόημά της είναι η καθολική παράθεση-αφιέρωση των μελών της σύναξης στα χέρια του Χριστού, ζητώντας ταυτόχρονα τις πρεσβείες της Θεοτόκου και των αγίων. Η παρεμβολή της θεομητορικής φράσης «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς» μεταθέτει το βάρος της εκφώνησης από τον Κύριο στη Θεομήτορα, αλλοιώνοντας το αυθεντικό περιεχόμενο της εκφώνησης.
Η χρήση του θεομητορικού στίχου, επομένως, είναι θεμιτή στα αρμόδια σημεία της Θείας Λατρείας. Η παρεμβολή του, όμως, στη σχετική εκφώνηση του λειτουργού κατά τη διάρκεια της Συναπτής δεν ανήκει στα αποδεκτά σημεία. Η λαϊκή ευσέβεια είναι σαφέστατα σεβαστή και αξιέπαινη, χωρίς αυτό να δηλώνει ότι έχει την αυθεντία και μπορεί να μεταπλάθει ακαθόριστα τη δομή της λατρείας. Η διάκριση και η μελέτη της λατρείας είναι θεραπευτικός παράγοντας για διάφορες παρανοήσεις. Κάθε στοιχείο της έχει τη δική του αξία και μοναδικότητα και καθίσταται ωφέλιμο για τον πιστό στη θέση που του αναλογεί, ενώ μπορεί να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα αλλαχού, διαστρεβλώνοντας και μη προσφέροντας τίποτα ουσιαστικό στην αυθεντικότητα της λατρείας του Κυρίου.
α) Αγία Γραφή. Σε αυτή υπάρχουν πολλές μαρτυρίες του όρου «σώζω» ως συμμετοχής του ανθρώπου στο έργο της σωτηρίας του από το Θεό, όπως για παράδειγμα οι στίχοι: Α’ Κορ. ζ’,16 και θ’,22, Ρωμ. ια’,14, Ιακ. ε’,20, Ιούδα 22-23.
β) Υμνογραφική παραγωγή. Πολλοί υμνογράφοι χρησιμοποιούν στα προϊόντα της γραφίδας τους τον όρο «σώζω», ενώ αναφέρονται στη Θεοτόκο και άλλα ιερά πρόσωπα. Οι αναφορές αυτές θα μπορούσαν να θεωρηθούν ανεκτές ως υπερβολή, αποστροφή ή χρησιμοποιούμενες στο πλαίσιο του σχήματος της ποιητικής αδείας. Η αιτίαση αυτή μπορεί να είναι εύλογη και θεμιτή, αλλά η θεολογική επάρκεια των υμνογράφων και η στέρεη πίστη τους στη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας δεν μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση τις σχετικές περί σωτηρίας αναφορές τους.
γ) Πατερική γραμματεία. Πατέρες της Εκκλησίας χρησιμοποιούν ανάλογες φράσεις στα μη ποιητικά συγγράμματά τους, οι οποίες σε πρώτη όψη ενέχουν δογματικά σφάλματα, αλλά εάν εξεταστούν με τη δεύτερη ερμηνεία δεν αντιβαίνουν στην εκκλησιαστική διδασκαλία. Ανάλογες φράσεις χρησιμοποιούν μεταξύ άλλων ο Ιωάννης Δαμασκηνός και ο Συμεών Θεσσαλονίκης, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως ακραιφνείς θιασώτες του ορθοδόξου δόγματος.
Η θεομητορική φράση, επομένως, διατυπώνει ορθά τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας και καλώς συμπεριλαμβάνεται στη λατρεία, όπου, όμως, αυτό προβλέπεται. Η χρήση της φράσης στη λατρεία είναι σίγουρα νεώτερη (όχι πολύ νωρίτερα από τον ΙΔ’ αι.).
Η αρχαιότερη γνωστή αναφορά της στον αθηναϊκό κώδικα 2062 την τοποθετεί ως πρόψαλμα του ειρμού της θ’ ωδής του κανόνα της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού(«Μυστκός εἶ Θεοτόκε Παράδεισος»). Το Τυπικό της ΜΧΕ ορίζει τον θεομητορικό στίχο ως αρμόδιο για:
α) τα θεομητορικά τροπάρια-θεοτοκία των κανόνων,
β) τα τροπάρια των θεοτοκίων κανόνων των θεομητορικών εορτών και του βιβλίου της Παρακλητικής. Η θεομητορική φράση χρησιμοποιείται ως στίχος των τροπαρίων του Ακαθίστου Ύμνου και των Παρακλητικών Κανόνων, με επίδραση από τις σχετικές σε άλλους θεομητορικούς κανόνες αναφορές του Τυπικού.
Η χρήση της φράσης «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς» είναι αποδεκτή σε συγκεκριμένα σημεία της λατρείας. Η ύπαρξή της, αντίθετα, σε επιπλέον μέρη της αποτελεί πρόβλημα της τελετουργικής. Πολλοί ιεροψάλτες ή απλά ευσεβείς πιστοί συνηθίζουν να ψάλλουν τη θεομητορική φράση κάθε φορά που ο λειτουργός (διάκονος ή ελλείψει αυτού πρεσβύτερος) εκφωνεί τη δέηση «Της Παναγίας αχράντου» , κινούμενοι από ευλάβεια προς τη Θεοτόκο.
Οι ρίζες αυτής της πρακτικής βρίσκονται στη λαϊκή θρησκευτικότητα. Οι πιστοί συνήθιζαν, αρχικά, να ψελλίζουν κατά μόνας τη θεομητορική φράση, ενόσω ο λειτουργός απέδιδε τη δέηση. Η αρχική ψιθυριστή εκδοχή της φράσης παρεμβλήθηκε αργότερα στη λατρεία και συνηθίζεται να λέγεται εκφώνως από τον ίδιο τον ιεροψάλτη. Μα αντίστοιχο τρόπο παρεισέφρησε στη Θεία Λειτουργία το Μεγαλυνάριο της Θεοτόκου «Άξιον εστί», μετά την επισφραγιστική της Αγίας Αναφοράς εκφώνηση «Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας, Ἀχράντου». Η μελώδηση του Μεγαλυναρίου κατάφερε να παγιωθεί και να ενταχθεί στη λατρεία, σε αντίθεση με τον υπό εξέταση θεομητορικό στίχο.
Η παρεμβολή του στίχου «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς» στην εκφώνηση του λειτουργού είναι σίγουρα απορριπτέα.
Η επιχειρηματολογία σχετικά με την αστοχία της πράξης αυτής συνοψίζεται στα εξής:
α) δεν υπάρχει καμία αναφορά στις χειρόγραφες και έντυπες πηγές,
β) αποτελεί μεταγενέστερη συνήθεια, η οποία δεν έχει ερείσματα στη λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας, για την οποία είναι τελείως άγνωστη
γ) συνιστά επίδραση της λαϊκής ευσέβειας και όχι στοιχείο της δομής της λατρείας, δ) διακόπτει άσκοπα την προς το λαό προτροπή του λειτουργού, καλύπτοντας ενίοτε τη φωνή του και
ε) επισκιάζει το ακριβές νόημα της δέησης και προτροπής.
Η εκφώνηση του λειτουργού δεν στοχεύει στην εξύμνηση των χαρίτων της Θεομήτορος με τους προσδιορισμούς που της αποδίδει, ούτε στην εξύμνηση των αγίων που μνημονεύονται μετά από εκείνη. Το πραγματικό νόημά της είναι η καθολική παράθεση-αφιέρωση των μελών της σύναξης στα χέρια του Χριστού, ζητώντας ταυτόχρονα τις πρεσβείες της Θεοτόκου και των αγίων. Η παρεμβολή της θεομητορικής φράσης «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς» μεταθέτει το βάρος της εκφώνησης από τον Κύριο στη Θεομήτορα, αλλοιώνοντας το αυθεντικό περιεχόμενο της εκφώνησης.
Η χρήση του θεομητορικού στίχου, επομένως, είναι θεμιτή στα αρμόδια σημεία της Θείας Λατρείας. Η παρεμβολή του, όμως, στη σχετική εκφώνηση του λειτουργού κατά τη διάρκεια της Συναπτής δεν ανήκει στα αποδεκτά σημεία. Η λαϊκή ευσέβεια είναι σαφέστατα σεβαστή και αξιέπαινη, χωρίς αυτό να δηλώνει ότι έχει την αυθεντία και μπορεί να μεταπλάθει ακαθόριστα τη δομή της λατρείας. Η διάκριση και η μελέτη της λατρείας είναι θεραπευτικός παράγοντας για διάφορες παρανοήσεις. Κάθε στοιχείο της έχει τη δική του αξία και μοναδικότητα και καθίσταται ωφέλιμο για τον πιστό στη θέση που του αναλογεί, ενώ μπορεί να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα αλλαχού, διαστρεβλώνοντας και μη προσφέροντας τίποτα ουσιαστικό στην αυθεντικότητα της λατρείας του Κυρίου.
1.η προτροπη προς τους ιεροψαλτας να εκφωνουν ''Υπεραγια Θεοτοκε σωσον ημας ''υπαρχει εγγραφη στις πρωτες σελιδες της παρακλητικης !
ΑπάντησηΔιαγραφή2. ξενιζει ως ερμηνεια η υποθεση για το πως επικρατησε το αξιον εστι και λεγεται μεχρι τωρα στην θεια λειτουργια.
3.δεν συμφωνω με τα γραφομενα,νομιζω οτι πρεπει να συνεχισουμε την καλη συνηθεια και να εκφωνουμε ''Υπεραγια Θεοτοκε σωσον ημας ".
ΣΗΜΕΡΑ ΑΚΟΥΣΑ ΚΑΠΟΙΟΝ ΣΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ, ΤΗΣ ΜΗΤΡ.ΧΑΛΚΙΔΟΣ, ΝΑ ΛΕΕΙ "ΠΡΕΣΒΕΥΕ" ΚΑΙ ΜΟΥ ΦΑΝΗΚΕ ΠΑΡΑΞΕΝΟ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠΙΟ ΠΟΛΥ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ ΤΟ ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ.
Οταν επικαλουμαστε Αγιους, λεμε Αγιε Ταδε πρεσβευε υπερ ημων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟταν επικαλουμαστε ομως την ΥπερΑγία ΘεοΤόκο, πρεπει να λεμε κατι παραπανω , αφου ειναι Πιο πανω απο τους Αγιους!
Επομενως καλο ειναι να λεμε ΣΩΣΟΝ ημας. Αφου ουτως η αλλως η Παναγια μας, μας σωζει απο καθε κινδυνο.
Το σωσον ειναι καθημερινη αναγκη, μεσα στον επικινδυνο, και μεταφορικα και κυριολεκτικα, κοσμο που ζουμε.
Η φράση "...σώσον..." μπορεί, επιδεχόμενη ερμηνεία, να καθίσταται αποδεκτή, αλλά η χρήση της, και μάλιστα στη Θεία Λειτουργία, εγκυμονεί το μέγιστο κίνδυνο παρεξήγησης από τους πιστούς της πηγής της σωτηρίας. Ο γραμματικός τύπος "σώσον" δυνατόν να εκληφθεί ως παράκληση ανάληψης μελλοντικής ενεργείας προς σωτηρίαν! Και, ομολογουμένως, έτσι, ως επί το πλείστον, γίνεται κατανοητή από τους αμετόχους θεολογικών γνώσεων. Τούτο σημαίνει όχι απλώς ότι η Θεοτόκος είναι πηγή σωτηρίας, αλλά και ότι η Ενανθρώπηση και η Ανάσταση του Σωτήρος δεν επήρκεσαν για τη σωτηρία των ανθρώπων!! Αν, τὠρα, προστεθεί και η συνήθεια του σχηματισμού του σημείου του Σταυρού κατά τη διάρκεια της ψαλμωδίας της επίμαχης φράσης, τα πράγματα καθίστανται άκρως επισφαλή, δεδομένης της αρχής ότι σχηματίζουμε το σημείο του Σταυρού κατά τις τριαδολογικές αναφορές. Η παρεξήγηση απογειώνεται! Καραδοκεί, άλλωστε, η δυτική μαριολογία!
ΑπάντησηΔιαγραφή