πρωτοπρεσβύτερος Θεμιστοκλής Μουρτζανός
ΕΤΙ ΤΟΠΟΣ ΕΣΤΙ
Στο ευαγγέλιο που διαβάζουμε την Κυριακή των Προπατόρων του Κυρίου ο Χριστός μιλά για το μεγάλο Δείπνο. Για την πρόσκληση στους ανθρώπους να γευτούν τη χαρά της Βασιλείας του Θεού και να συμμετάσχουν στην τράπεζα της αγάπης, που έχει να κάνει με την κοινωνία του σώματος και του αίματος του Κυρίου μας και το φως της αιωνιότητας που ο Χριστός δίνει εν αφθονία σε όσους ανταποκρίνονται στο κάλεσμά Του.
Όμως συχνά οι κεκλημένοι αρνούνται να προσέλθουν. Την ώρα της μετοχής ο καθένας σκέφτεται τα δικά του. Τα υλικά του αγαθά. Τις απολαύσεις της ζωής . Τις βιοτικές μέριμνες. Και ενώ το τραπέζι είναι μεγάλο και χωρά, οι καλεσμένοι φαίνονται μικροί τόσο ενώπιον της αγάπης του προσκαλέσαντος όσο και ενώπιον της ίδιας της Βασιλείας, ανίκανοι να χαρούν την αγάπη και την ευλογία του Θεού, να ανταποκριθούν στην τιμή που τους γίνεται.
Και βλέπουμε τον οικοδεσπότη να καλεί όσους βρίσκονται περιφρονημένοι και περιθωριοποιημένοι από τους ανάξιους φίλους.
Κι ενώ γίνεται και αυτό ο υπηρέτης αναφωνεί: «έτι τόπος εστί» (Λουκ. 14, 22). Υπάρχει ακόμη χώρος. Και τότε η πρόσκληση απευθύνεται και σ’ αυτούς που είναι ξένοι, που δεν έχουν ούτε τη σχέση του συν-ανήκειν με τον οικοδεσπότη. Κι αυτοί θα συμμετάσχουν τελικά στο μεγάλο δείπνο. Διότι η Βασιλεία θα δοθεί σε εκείνους που θα αισθανθούν ότι θέλουν να ενταχθούν στον χώρο και την αγάπη του Θεού, που είναι Αυτός ο οικοδεσπότης.
Έτι τόπος εστί. Η Εκκλησία δεν κλείνει ποτέ τις πόρτες της. Είναι ανοιχτή σε όλους, ακόμη και σ’ αυτούς που αισθάνονται αδύναμοι να προσεγγίσουν την χάρη του Θεού. Και ζητά από όσους είμαστε ενταγμένοι στη ζωή της να μην περιχαρακωνόμαστε. Να μην αισθανόμαστε αυτάρκεις. Ότι μας ανήκει αποκλειστικά η σωτηρία. Η αλήθεια. Η αυθεντικότητα. Επειδή τόπος εστί χωρούν και όλοι εκείνοι που είναι τραυματισμένοι από την αμαρτία και το κακό. Χωρούνε όμως και όλοι εκείνοι οι ακατήχητοι. Αυτοί που δεν γνωρίζουν την αλήθεια, αλλά θα συναντήσουν τους υπηρέτες του Θεού και ένα σκίρτημα καρδιάς θα τους καλέσει να ανταποκριθούν στην πρόσκληση. Χωρούνε όμως και εκείνοι που κινούνται από την ανάγκη, τη δίψα για ζωή και για υπέρβαση του θανάτου, τις μεταφυσικές ανησυχίες, τη δύναμη της λογικής που ζητά απαντήσεις και δεν τις βρίσκει στη σοφία του κόσμου. Ο Χριστός δεν ήρθε να καλέσει τους δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς σε μετάνοια. Γι’ αυτό και η Εκκλησία δέχεται τους ανθρώπους όπως είναι, για να τους αγιάσει δια της μετοχής στο δείπνο της Βασιλείας, από όπου θα φύγουν αλλαγμένοι, ανακαινισμένοι, έτοιμοι για μία νέα ζωή.
Έτι τόπος εστί. Στις καρδιές μας που ταλαιπωρούνται από τα πάθη, τις επιθυμίες, τη φιληδονία και την φιλαυτία, υπάρχει τόπος για τον Θεό. Δε θέλει πολύ Εκείνος. Λίγο να αφήσουμε χώρο και θα εισέλθει. Δεν επιτρέπει στην απελπισία να κυριαρχήσει επάνω μας, εάν εμείς αισθανόμαστε ότι έχουμε περιθώριο μετανοίας. Και το λίγο της καρδίας, φωτισμένο από την παρουσία Του, δίδει πληρότητα. Και το παράδοξο είναι ότι τότε η καρδιά ανοίγει. Όχι μόνο στον Θεό, αλλά και στον πλησίον. Δεν εγκλωβίζεται στην αποκλειστικότητα. Στην πλεονεξία. Αναγνωρίζει την ευεργεσία του Θεού και γίνεται ταπεινή. Και μέσα στην ταπείνωση χωρά τους πάντες. Μακροθυμεί και ευρυχωρεί. και εκφράζεται δια της ελεημοσύνης και της ευσπλαχνίας, αλλά και δια της δοτικότητας, του μοιράσματος. Ανοίγεται στον άλλον. Και αφήνει το ίδιον θέλημα, προς χαράν του πλησίον. Ακόμη και αν εκείνος δεν είναι σε θέση να δει με αμοιβαιότητα τη σχέση μαζί μας, η ευρυχωρία της καρδιάς μας μάς κάνει να αντέχουμε.
Έτι τόπος εστί. Επιστέγασμα της κλήσης το ποτήριο της ζωής. Σ’ αυτό δεν υπάρχει όριο. Μας δίδεται δι’ αυτού άφεση αμαρτιών και αιώνια ζωή και την ίδια στιγμή η ευλογία της ενότητας με τους πάντες. Και όχι μόνο. Η ζωή της πίστης δε χορταίνεται. Πάντοτε μπορούμε να μάθουμε κι άλλο. Να βιώσουμε κι άλλο. Να αγιαστούμε κι άλλο. Ενώ ο Χριστός μας δίδεται πλήρης στην θεία Ευχαριστία, ποτέ δεν εξαντλείται η χάρις του. Μπορούμε να Τον ζήσουμε αλλιώτικα. Σε μεγαλύτερη ένταση. Κάθε φορά τον Ίδιο αλλά και με άλλα αποτελέσματα. Άλλοτε ως χαρά, ελπίδα και αγάπη. Άλλοτε ως μετάνοια και συναίσθηση της ευλογίας. Άλλοτε ως καινούργια αρχή στη ζωή μας. Άλλοτε ως ευγνωμοσύνη για το ότι γίνεται άνθρωπος για μας. Άλλοτε ως ευκαιρία να ξαναδούμε τα χαρίσματά μας ως ευκαιρία να τα μοιραστούμε. Γενικά ως έναν συνεχή επαναπροσδιορισμό της ζωής μας. Πάντοτε όμως ως τον Άρτο που δίνει νόημα ζωής και σωτηρίας.
Ο κόσμος λέει κι αυτός το «έτι τόπος εστί». Τόπος στην καρδιά μας για κατανάλωση. Για πάθη. Για παράπονα και μεμψιμοιρία. Για ηδονή. Αυτός ο κόσμος γίνεται και τόπος και χρόνος για τους αγρούς μας, για τα ζεύγη των βοών, για το «γυναίκα έγημα». Μετατρέπει τον τόπο για να πει στον Θεό «έχε με παρητημένον» (Λουκ. 14, 18).
Έτι τόπος εστί. Η Εκκλησία δεν κλείνει ποτέ τις πόρτες της. Είναι ανοιχτή σε όλους, ακόμη και σ’ αυτούς που αισθάνονται αδύναμοι να προσεγγίσουν την χάρη του Θεού. Και ζητά από όσους είμαστε ενταγμένοι στη ζωή της να μην περιχαρακωνόμαστε. Να μην αισθανόμαστε αυτάρκεις. Ότι μας ανήκει αποκλειστικά η σωτηρία. Η αλήθεια. Η αυθεντικότητα. Επειδή τόπος εστί χωρούν και όλοι εκείνοι που είναι τραυματισμένοι από την αμαρτία και το κακό. Χωρούνε όμως και όλοι εκείνοι οι ακατήχητοι. Αυτοί που δεν γνωρίζουν την αλήθεια, αλλά θα συναντήσουν τους υπηρέτες του Θεού και ένα σκίρτημα καρδιάς θα τους καλέσει να ανταποκριθούν στην πρόσκληση. Χωρούνε όμως και εκείνοι που κινούνται από την ανάγκη, τη δίψα για ζωή και για υπέρβαση του θανάτου, τις μεταφυσικές ανησυχίες, τη δύναμη της λογικής που ζητά απαντήσεις και δεν τις βρίσκει στη σοφία του κόσμου. Ο Χριστός δεν ήρθε να καλέσει τους δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς σε μετάνοια. Γι’ αυτό και η Εκκλησία δέχεται τους ανθρώπους όπως είναι, για να τους αγιάσει δια της μετοχής στο δείπνο της Βασιλείας, από όπου θα φύγουν αλλαγμένοι, ανακαινισμένοι, έτοιμοι για μία νέα ζωή.
Έτι τόπος εστί. Στις καρδιές μας που ταλαιπωρούνται από τα πάθη, τις επιθυμίες, τη φιληδονία και την φιλαυτία, υπάρχει τόπος για τον Θεό. Δε θέλει πολύ Εκείνος. Λίγο να αφήσουμε χώρο και θα εισέλθει. Δεν επιτρέπει στην απελπισία να κυριαρχήσει επάνω μας, εάν εμείς αισθανόμαστε ότι έχουμε περιθώριο μετανοίας. Και το λίγο της καρδίας, φωτισμένο από την παρουσία Του, δίδει πληρότητα. Και το παράδοξο είναι ότι τότε η καρδιά ανοίγει. Όχι μόνο στον Θεό, αλλά και στον πλησίον. Δεν εγκλωβίζεται στην αποκλειστικότητα. Στην πλεονεξία. Αναγνωρίζει την ευεργεσία του Θεού και γίνεται ταπεινή. Και μέσα στην ταπείνωση χωρά τους πάντες. Μακροθυμεί και ευρυχωρεί. και εκφράζεται δια της ελεημοσύνης και της ευσπλαχνίας, αλλά και δια της δοτικότητας, του μοιράσματος. Ανοίγεται στον άλλον. Και αφήνει το ίδιον θέλημα, προς χαράν του πλησίον. Ακόμη και αν εκείνος δεν είναι σε θέση να δει με αμοιβαιότητα τη σχέση μαζί μας, η ευρυχωρία της καρδιάς μας μάς κάνει να αντέχουμε.
Έτι τόπος εστί. Επιστέγασμα της κλήσης το ποτήριο της ζωής. Σ’ αυτό δεν υπάρχει όριο. Μας δίδεται δι’ αυτού άφεση αμαρτιών και αιώνια ζωή και την ίδια στιγμή η ευλογία της ενότητας με τους πάντες. Και όχι μόνο. Η ζωή της πίστης δε χορταίνεται. Πάντοτε μπορούμε να μάθουμε κι άλλο. Να βιώσουμε κι άλλο. Να αγιαστούμε κι άλλο. Ενώ ο Χριστός μας δίδεται πλήρης στην θεία Ευχαριστία, ποτέ δεν εξαντλείται η χάρις του. Μπορούμε να Τον ζήσουμε αλλιώτικα. Σε μεγαλύτερη ένταση. Κάθε φορά τον Ίδιο αλλά και με άλλα αποτελέσματα. Άλλοτε ως χαρά, ελπίδα και αγάπη. Άλλοτε ως μετάνοια και συναίσθηση της ευλογίας. Άλλοτε ως καινούργια αρχή στη ζωή μας. Άλλοτε ως ευγνωμοσύνη για το ότι γίνεται άνθρωπος για μας. Άλλοτε ως ευκαιρία να ξαναδούμε τα χαρίσματά μας ως ευκαιρία να τα μοιραστούμε. Γενικά ως έναν συνεχή επαναπροσδιορισμό της ζωής μας. Πάντοτε όμως ως τον Άρτο που δίνει νόημα ζωής και σωτηρίας.
Ο κόσμος λέει κι αυτός το «έτι τόπος εστί». Τόπος στην καρδιά μας για κατανάλωση. Για πάθη. Για παράπονα και μεμψιμοιρία. Για ηδονή. Αυτός ο κόσμος γίνεται και τόπος και χρόνος για τους αγρούς μας, για τα ζεύγη των βοών, για το «γυναίκα έγημα». Μετατρέπει τον τόπο για να πει στον Θεό «έχε με παρητημένον» (Λουκ. 14, 18).
Κλείνει την καρδιά του στη πρόσκληση και μένει εκτός της Βασιλείας. Και έτσι γιορτάζει και τις μεγάλες εορτές της πίστης. Όχι ως ευκαιρία να ανοίξει τον τόπο της καρδιάς του για τον Ενανθρωπήσαντα Κύριο, αλλά για την ψευδαίσθηση της πρόσκαιρης χαράς. Ο καθένας μας λοιπόν ας δει την καρδιά του και ας κρίνει αν ήρθε η ώρα να πει το μεγάλο ΝΑΙ στην πρόσκληση του οικοδεσπότη Χριστού για μία νέα ζωή.
Υπάρχει τόπος στην Εκκλησία. Το θέμα είναι αν θα μείνουμε θεατές του δείπνου, αδιάφοροι γι’ αυτό, ή θα ακολουθήσουμε εκείνους που παρότι δεν είχαν τον δικό τους τόπο στον ουρανό, τόλμησαν και αποδέχτηκαν στο λίγο που είχαν ελεύθερο εντός τους τον λόγο, την πρόσκληση την αλήθεια. Και συμμετέχουν για πάντα στη χαρά της Βασιλείας.
ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ, ΔΥΣΤΥΧΩΣ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠΡΟΣΦΑΤΩΣ ΜΕ ΣΤΕΝΑΧΩΡΗΣΕ ΜΙΑ ΑΔΕΛΦΗ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ, ΔΙΟΤΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΑΛΕΣΑ ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙ ΚΑΛΗ ΔΥΝΑΜΗ, ΔΙΟΤΙ ΠΕΡΝΑΩ ΠΟΛΛΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΝΙΩΘΩ ΝΑ ΚΑΤΑΡΡΕΩ, ΚΑΙ ΕΚΕΙΝΗ ΑΡΝΗΘΗΚΕ ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΕΥΧΗ (ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΑ) ΘΥΜΩΣΕ ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΚΑΙ ΕΙΠΕ ΠΩΣ ΕΚΕΙΝΗ ΔΕΝ ΛΕΕΙ ΔΥΝΑΤΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΕΥΧΕΤΑΙ.- ΕΜΕΙΝΑ ΑΝΑΥΔΗ ΜΕ ΤΟ ΠΕΙΣΜΑ ΤΗΣ.
ΕΚΛΑΙΓΑ ΓΙΑ ΠΟΛΥ ΩΡΑ , ΚΑΙ ΑΠΟΡΟΥΣΑ ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΙΑ ΦΡΑΣΗ, ΜΙΑ ΕΥΧΗ ΜΕ 2 ΛΕΞΕΙς ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΟΝ.- Ο ΕΓΩΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΤΕΛΙΚΑ.
ΠΡΟΣ ΚΟΛΟΣΣΑΕΙΣ Γ´ 4 - 11
ΑπάντησηΔιαγραφή4 ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ, ἡ ζωὴ ὑμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ. 5 Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία, 6 δι’ ἃ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας, 7 ἐν οἷς καὶ ὑμεῖς περιεπατήσατέ ποτε, ὅτε ἐζῆτε ἐν αὐτοῖς· 8 νυνὶ δὲ ἀπόθεσθε καὶ ὑμεῖς τὰ πάντα, ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν· 9 μὴ ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους, ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ 10 καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν, 11 ὅπου οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ἰουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός. ΑΜΗΝ.
Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016.............
ΑπάντησηΔιαγραφήΙΑ' Λουκᾶ (Ἡ παραβολὴ τοῦ μεγάλου Δείπνου). Τῶν Ὁσίων Πατέρων ἡμῶν Δανιήλ τοῦ Στυλίτου καί Λουκᾶ τοῦ νέου Στυλίτου. Τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἀκεψεῆ καί Ἀειθαλᾶ καί τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Μείρακος καί Βαρσαβᾶ. Τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Βασιλέως Νικηφόρου, τοῦ Φωκᾶ.
____ Εὐαγγέλιον _____
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΔ´ 16 - 24
16 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα, καὶ ἐκάλεσε πολλούς· 17 καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα. 18 καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες, ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. 19 καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. 20 καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν. 21 καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ῥύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε. 22 καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. 23 καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· Ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκός μου. 24 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΒ´ 14 - 14
14 πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοὶ, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.
...Ἑωθινόν Εὐαγγέλιον...
ΑπάντησηΔιαγραφήἮχος πλ. δ´ - Ἑωθινόν Γ´ (ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙϚ´ 9 - 20)...
9 Ἀναστὰς δὲ πρωῒ πρώτῃ σαββάτου ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ, ἀφ’ ἧς ἐκβεβλήκει ἑπτὰ δαιμόνια. 10 ἐκείνη πορευθεῖσα ἀπήγγειλε τοῖς μετ’ αὐτοῦ γενομένοις, πενθοῦσι καὶ κλαίουσι. 11 κἀκεῖνοι ἀκούσαντες ὅτι ζῇ καὶ ἐθεάθη ὑπ’ αὐτῆς, ἠπίστησαν. 12 Μετὰ δὲ ταῦτα δυσὶν ἐξ αὐτῶν περιπατοῦσιν ἐφανερώθη ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ, πορευομένοις εἰς ἀγρόν. 13 κἀκεῖνοι ἀπελθόντες ἀπήγγειλαν τοῖς λοιποῖς· οὐδὲ ἐκείνοις ἐπίστευσαν. 14 Ὕστερον ἀνακειμένοις αὐτοῖς τοῖς ἕνδεκα ἐφανερώθη καὶ ὠνείδισε τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν καὶ τὴν σκληροκαρδίαν, ὅτι τοῖς θεασαμένοις αὐτὸν ἐγηγερμένον οὐκ ἐπίστευσαν. 15 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει. 16 ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται· 17 σημεῖα δὲ τοῖς πιστεύσασι ταῦτα παρακολουθήσει· ἐν τῷ ὀνόματί μου δαιμόνια ἐκβαλοῦσι· γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς· 18 ὄφεις ἀροῦσι· κἂν θανάσιμόν τι πίωσιν, οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψει· ἐπὶ ἀρρώστους χεῖρας ἐπιθήσουσι, καὶ καλῶς ἕξουσιν. 19 Ὁ μὲν οὖν Κύριος μετὰ τὸ λαλῆσαι αὐτοῖς ἀνελήφθη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ. 20 ἐκεῖνοι δὲ ἐξελθόντες ἐκήρυξαν πανταχοῦ, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος καὶ τὸν λόγον βεβαιοῦντος διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων. ἀμήν.