Κατά τον υμνογράφο ο όσιος πρώτον έγινε σαν καλλικέλαδο πουλί, που ζει κι αυτό πάνω στα δέντρα, οπότε από εκεί έλαβε χρυσά φτερά για να ανεβεί στην απάθεια και την τελειότητα και να κατασκηνώσει τελικά στο ύψος του ουρανού.
«Σαν ευκέλαδο πουλί με την ανάβασή σου στο δέντρο κατασκεύασες καλύβα, πάτερ, παγώνοντας τον χειμώνα και φλεγόμενος το καλοκαίρι. Από εδώ απέκτησες χρυσά φτερά της απάθειας και της τελειότητας και κατασκήνωσες προς το ουράνιο ύψος» (῾Καθάπερ όρνις ευκέλαδος εν αναβάσει φυτού, καλιάν, Πάτερ, έπηξας, τω κρύει πηγνύμενος και τω θέρει φλεγόμενος. Χρυσάς εντεύθεν έλαβες πτέρυγας της απαθείας και της τελειότητος, και προς ουράνιον ύψος κατεσκήνωσας᾽) (στιχηρό εσπερινού κ.α.)
Και: ευρισκόμενος στο δέντρο έγινες σαν τον αετό από πλευράς πνευματικής: απέκτησες δυνατά φτερά για να πετάξεις στα ουράνια. ῾Φυτώ πηξάμενος, ως αετός, πάτερ, καλιάν,προς τα ουράνια τας σας φρένας εξεπέτασας᾽) (ωδή θ´).
Δεύτερον ζώντας πάνω σε ξύλο δέντρου έκανε υπομονή, γιατί είχε διαρκώς τα όμματα της ψυχής του προς τον εν ξύλω σταυρωθέντα Κύριο. «Έχοντας τα όμματά σου και τα νοήματα διαρκώς προς τον αναρτηθέντα στο ξύλο, έμεινες καρτερικά πάνω στο φυτό, πάτερ» (῾Τείνας σου τα όμματα και τα νοήματα προς τον εν ξύλω αναρτηθέντα, φυτώ ενεκαρτέρησας, Πάτερ᾽) (ωδή ε´).
Τρίτον σαν κλαδί κι αυτός του δέντρου έπρεπε να ποτιστεί, για να παραμείνει εκεί. Και το πότισμά του ήταν τα ποτάμια των δακρύων του. ῾Ίστασο ακλόνητος φυτού κλώνοις, όσιε,αρδείαις δακρύων σου συχνώς ποτιζόμενος᾽ (ωδή ζ´).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου