Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017

Στά φρικτά τά Καρούλια.



Ποιός ξέρει τί νά βρῆκαν σέ τούτη δῶ τή γωνιά τῆς γῆς οἱ ἀκροβάτες καλόγεροι καί τή διάλεξαν γιά προσφιλῆ κατοικία, τή στιγμή πού γιά τόν κοινό νοῦ μιά τέτοια ἐπιλογή μόνο τυχοδιῶκτες καί ἐπικίνδυνα ριψοκίνδυνοι τήν ἀποφασίζουν. Ἄνθρωποι δηλαδή πού δέχονται νά υἱοθετήσουν τήν περιπέτεια κι ὅταν ἀκόμη γνωρίζουν πώς ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα ἐγκυμονεῖ ἐκ προοιμίου κινδύνους γιά τήν ἰκμάδα τοῦ σώματος καί τήν ἀκεραιότητα τῆς ὑγείας.


Νά ᾿τανε μήπως ἡ ἀπεραντοσύνη τῆς θάλασσας καί ἡ ἐπιβλητική ἀγριάδα τῶν κυματόβρεχων βράχων πού ἔρχονται νά πείσουν ἀκόμα καί τόν πιό δύσπιστο, ὅτι τά μεγαλεῖα τῆς φύσης εἶναι σέ θέση νά δώσουν σέ ὅποιον τά γεύεται τίς δυνατότητες γιά ἕνα πιό σταθερό καί οὐσιαστικό τρόπο ζωῆς; ῎Η νά ᾿ταν ἄραγε, ἡ αἴσθηση τῆς γαλήνης καί ἠρεμίας, πού τόσο ἀνέκφραστα εὐδοκιμεῖ στά Καρούλια ἐνισχύοντας σέ φύσεις ἀνήσυχες κάποιες φυγόκεντρες τάσεις, δηλαδή τήν κίνηση ἀπό τόν κόσμο μέ τή θορυβώδη ζωή, τή ρύπανση καί τό ρύπο, σέ παρθένες περιοχές, ἱκανές νά μετουσιώσουν σέ πράξη τήν ἀνθρώπινη ἐπιθυμία γιά ἀδιάλειτη προσευχή καί ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό;


Βάλθηκα, κρεμασμένος στή χοντρή ἁλυσίδα πού ᾿ναι κτισμένη στό βράχο, νά φτάσω ὥς τά Καρούλια, ἔστω κι ἄν μέσα μου κάτι μοῦ φώναζε πώς τέτοια ἐδάφη δέν κατακτοῦνται ἀπό ἐρασιτέχνες τοῦ πνεύματος κι ἀπό πρωτόπειρους ὀρειβάτες.



῎Ηθελα νά κατέβω στά φρικτά τά γκρεμά, ἔστω κι ἄν ἀντηχοῦσαν ἀκόμα στ᾿ αὐτιά μου τά λόγια κάποιου Κατουνακιώτη πώς «δύσκολα φτάνουν ἐκεῖ τουρίστες» κι ὅτι προπέρσι ἔχασε τήν ἰσορροπία του καί χάθηκε στόν γκρεμό ἕνας γέροντας ἀσκητής πού ζοῦσε ᾿κεῖ πάνω». ῎Ημουν περίεργος νά γνωρίσω τόν τελευταῖο ξωμάχο, τόν ρῶσο καλόγερο, τόν π. Νικοντίμ, πού ἑξῆντα ὁλόκληρα χρόνια ζεῖ στήν ἄκρη τῆς γῆς συντροφιά μέ τά βράχια, τ᾿ ἀγριοπούλια καί τόν Θεό.




Τόν βρῆκα νά στέκει ἔξω ἀπό τήν καλύβα κρατώντας στό χέρι τό κομποσχοίνι καί κοιτάζοντας τόν ἥλιο κατάματα, λές κι ἤθελε νά τόν συγκρίνει μέ τόν δικό του τόν ῞Ηλιο τῆς Δικαιοσύνης, πού μιά ζωή τώρα ὑπερθερμαίνει καί συντηρεῖ τά ἔγκατα τῆς φτωχῆς του καρδιᾶς.


Ἦταν τριάντα χρονῶν τότε, νεαρός ἀξιωματικός τοῦ ρωσικοῦ στρατοῦ, ἦλθε γιά πρώτη φορά στήν ῾Ελλάδα μέ σκοπό νά πάει στό ῞Αγιο ῎Ορος νά προσκυνήσει στά μοναστήρια καί νά γνωρίσει τούς ἀσκητές πού ᾿χε ἀκούσει πώς εἶχαν βάλει στά κατεπείγοντα στόχο τους τήν ἀπαλλαγή ἀπό τόν φόρτο τῆς ὕλης καί τήν καταστολή τῶν παθῶν. Βρισκόταν ἐκείνη τήν ἐποχή στό ζενίθ τῶν μεταφυσικῶν του ἀναζητήσεων ὁ ρῶσος ἀξιωματικός, κι ἦρθε στό ῎Ορος μήπως καί ἔβρισκε αὐτό πού ζητοῦσε. Γιά νά μή φύγει ποτέ πιά ἀπό τοῦτον ἐδῶ τόν πλανήτη»…!






Εξῆντα ὁλόκληρα χρόνια σέ ἑλληνικό ἔδαφος κι ὡστόσο καμιά ἐπαφή μέ τή γλώσσα τοῦ τόπου πού ἔμπρακτα δέχτηκε νά γίνει ἡ δεύτερή του πατρίδα καί νά ὑπηρετήσει τίς ἐσωτερικές του ἐφέσεις,. ᾿
῎Αν κάποτε βρεθεῖτε στό ῞Αγιο ῎Ορος καί τό λέει ἡ καρδιά σας, ἀξίζει νά διακινδυνεύσετε ἕνα «περίπατο» στά φρικτά τά Καρούλια.


῎Αν στό μεταξύ ὁ π. Νικοντίμ ἔχει κλείσει τά μάτια του, κοιτάξτε κατάματα πρός τόν ἥλιο καί θά ἐντοπίσετε τό φωτοστέφανο ἀπό τή δικιά του στρατολογία νά προβάλει στόν οὐρανό εὔγλωττα καί ἐνδεικτικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου