Παρασκευή 13 Ιουλίου 2018

Μακεδονικός Αγώνας. Ο Θάνατος του Παύλου Μελά με τα μάτια των συμμαθητών του γιού του.

Κ. ΠΕΝΤΑΓΙΩΤΗ
Μηνιαία Επιθεώρηση ΗΩΣ 1960
Ο Ήρωας Παύλος Μελάς μετά τέκνων.

Τα πρώτα γράμματα τα έμαθα στην Αθήνα, στο «Ελληνικόν Εκπαιδευτήριο, Δημητρίου Ν. Μακρή».

Τώρα μπορώ να καταλάβω πόση πατριδολατρεία έκρυβε μέσα του ο εξαίρετος εκεινος Λυκειάρχης, που τόνιζε πως το Εκπαιδευτήριό του ήταν «Ελληνικό» γιατί, τώρα τελευταία έμαθα πως είχε γεννηθεί στην υπόδουλη Ελλάδα έτσι ένιωθε πιο ζωηρή την ανάγκη να σημειώσει με χρυσά φανταχτερά γράμματα στην επιγραφή της εξώπορτας, την εθνικότητα: «Ελληνικόν»!
Στις αρχές του αιώνα μας το Σχολείο αυτό στεγαζόταν σ’ ένα μονόροφο κτίριο, εκεί που βρίσκεται σήμερα η Κτηματική Τράπεζα, αντίκρυ στην Οδον Ιωάννου Πεσματζόγλου, η, καθώς λεγόταν τότε, του Παρθεναγωγείου, παίρνοντας όνομα από το γειτονικό Αρσάκειο.

Στο «Εκπαιδευτήριον Μακρή» πατριώτες καλοί — οι δάσκαλοι μας — μοχθούσαν να μας δώσουν να καταλάβουμε τι θα πεί Πατρίδα, τι είναι Ελλάδα και είμαστε γεμάτοι περηφάνεια καθώς μαθαίναμε πως εμείς που είμαστε Ελληνόπουλα, διαφέραμε από τ’ άλλα παιδιά του κόσμου όλου. θυμάμαι πάντα από κείνα τα χρόνια, πως ο «διδάσκαλος Ωδικής» που λεγόταν Καυταντζόγλου, επάσχιζε μ’ ένα βιολί να μας μαθαίνει πατριωτικούς σκοπούς κι ήτανε γεμάτος ευτυχία κι ανέμιζε το δοξάρι του χαρούμενα και ρυθμικά καθώς χαλάγαμε τον κόσμο τραγουδώντας για την Ελλάδα:
«Την Ήπειρο, Μακεδονία, τη Θράκη
κι όλα τα νησιά και τη Μικρά είχες Ασία,
στην Πόλη θρόνο Βασιλιά...»

Έτσι χαράχτηκε καλά στο μυαλό μας, πως αυτή η. Πατρίδα, τούτη η Ελλάδα η αγαπημένη, είχε κι άλλα παιδιά, κι’ άλλα Ελληνόπουλα, βασανισμένα όμως και καταδιωγμένα, μια που δε ζούσαν ελεύθερα καθώς εμείς — να τραγουδάμε ό,τι θέλουμε, να πηλαλάμε όπου θέλουμε — αλλά ζουσαν
σκλάβοι κάτω από τον Τούρκο και κυνηγημένοι από έναν άλλο εχθρό, ακόμα τρισχειρότερο, το Βούλγαρο.

Οικογένεια Παύλου και Ναταλίας Μελά.

Κι αρχίσαμε να λυπόμαστε τα δυστυχισμένα τ’ αδέλφια μας, που δεν είχαν τον καλό δικό μας βασιλιά Γεώργιο τον Α, που τον βλέπαμε συχνά να τριγυρνά στους
δρόμους της Αθήνας μ’ ένα μπαστουνάκι στο χέρι, μα έναν άλλο τρανό και άγριο που τον λέγανε σουλτάνο Άβδούλ Χαμήτ, και ζούσε κρυμμένος στο σαράι Γκιλντίζ, που μόνο τόνομά του μας θύμιζε τα πιο τρομαχτικά παραμύθια πούχαμε ακουστά.
Σιγά - σιγά μάθαμε πως είμαστε κ’ εμείς κάποτε κάτω από τον Τούρκο, και μας έλεγε ραγιάδες και γκιαούρηδες, ίσα με την ώρα πού:
«Σαν τη σπίθα κρυμμένη στη στάχτη,
εκρυβότουν για μας λευτεριά,
ηρθ η μέρα πετιέται,
ανάφτει εξανοίχτη σε κάθε μεριά».
Και μας το δίδαξαν και το βροντολαλούσαμε μαζί με τις γλυκύτερες νότες του βιολιού του Καυταντζόγλου, πως κάτω στην Κρήτη, το ελληνικό μεγαλονήσι όπου αφέντευε ακόμα ο σουλτάνος, είχε ανάφει η φωτιά, κι*

«Από φλόγες η Κρήτη ζωσμένη τα βαρειά της τα σίδερα σπα,
και σαν πρώτα χτυπιέται, χτυπά και γοργή κατεβαίνει...»

και καρτερούσαμε τώρα πιά πως και στη Μακεδονία, που ήταν εδώ δίπλα μας, «προς βορράν», στη χώρα του Μεγαλέξανδρου, κάτι παρόμοιο θα φούντωνε γιατ’ είχαμε ακουστά πως φεύγανε κρυφά μεσ’ απ’ τα σύνορα της Θεσσαλίας, αξιωματικοί μας ντυμένοι αντάρτικα να χτυπήσουνε τους βούλγαρους κομιτατζήδες, που τυραννούσανε τ΄ αδέρφια μας και -καίγανε τα Μακεδονονώρια...

Εγώ τάξερα πιο καλά από τ’ άλλα παιδιά, όλα εκείνα τα περιστατικά, γιατί είχα θείο το Γιωργάκη Μαστραπά — πούηταν αξιωματικός της Σχολής — κι’ άλλαξε τη στολή και τόνομα και πήγε σα Γεώργιος Μαράς, να κάνει τάχα τον υπάλληλο στο Ελληνικό Προξενείο στη Θεσσαλονίκη.

Κι’ ήξερα ακόμα πως από τα υπόγεια του σπιτιού μας, φεύγανε ταχτικά κιβώτια με κρασί μποτιλιαρισμένο — από κείνο που έφτιαχνε ο παππούς μου στην Πάτρα — κι’ είχε κολλημένες ετικέττες με καλλιγραφικά γράμματα: «Λ. Α. Σύψωμος, Πάτραι» κι αύτά τα κιβώτια τάστελνε ο πατέρας στη Θεσσαλονίκη για να μπορεί, πίσω απ΄ τη διάθεσή τους στο έσωτερικό της Μακεδονίας να κρύβουνται οι Μακεδονομάχοι, σταλμένοι να ετοιμάσουν τον «Αγώνα».

Αλήθεια, τίποτα δε μούχαν φανερώσει και, φυσικά, κανένας δε μου μίλησε γι αύτό που μαγειρευόταν κάτω από τα μάτια μου όμως με τα λίγα κείνα πούβλεπα, και με τα λιγώτερα που άκουγα, είχα πλάσει με τη φαντασία μια ωραία εικόνα: νάναι άνοιξη, χαρά θεού, κι οι Μακεδονομάχοι να σπάνε τις αλυσσίδες και να λευθερώνουν τη Μακεδονία μας κι’ η μαγική αυτή οπτασία τροφοδοτούσε τα παιδικά όνειρά μου.

Όμως αυτή η Μακεδονία, η σκλάβα, βρίσκεται από κείνο τον καιρό δεμένη στο μυαλό μου ακατάλυτα με ένα θάνατο! Τι ήταν θάνατος, το ήξερα' και να γιατί: έτυχε κάποιο πρωινό να γυρίσει σπίτι ο πατέρας μου σε ώρα ανεπάντεχη και σύμπτωση να βρίσκομαι δίπλα στη μητέρα, σαν της ανάγγειλε πως τη νύχτα είχε ξεψυχήσει στην Πάτρα ο παππούς.
Τα μάτια της βουρκώσαν:
— Πάει ο παπάκης!...
κατάφερε να πει.
Έπεσε μ’ αναφυλλητό στο μάρμαρο του κομού, κι εσείστη το κορμί της απ’ το κλάμμα. Κ’ είχαν τόσο σπαραγμό εκείνα τα λόγια της όση στοργή έκρυβε το χάδι του πατέρα μου που ακούμπησε τη γερή παλάμη του πάνω στο Αγαπημένο της κεφάλι, σα να την ησυχάσει, καθώς εταραζόταν από το λυγμό.
Έτσι πρωτογνώρισα το θάνατο να χτυπάει κείνη την άνοιξη του 1904 την πόρτα μας. Δόξα στο θεό έκανε είκοσιπέντε χρόνια να ξανάρθει...

Το καλοκαίρι του 1904 το περάσαμε όπως κάθε χρονιά στο Μαρούσι και με τα πρωτοβρόχια κατεβήκαμε στο σπίτι μας, Αφού θα ξαναρχίζαν τα σχολειά. θυμάμαι ακόμα μερικά παιδιά που είμαστε στην ίδια τάξη: ο ’Ανδρέας Καλλίνσκης, ο Μίκης Μελάς, ο Νώλης Μπαλτατζής, ο Στέφανος Κουμανούδης, ο Δέρβος, ο Μεσαλάς, ο Πέτρος Σκουζές, ο Ανυσάς, ο Νίκος Δαμασκηνός, ο Τομπάζης, ο Γιάννης Κοντουμάς κάτι λίγοι έχουμ’ απομείνει όλοι οι άλλοι φυγαν νωρίτερ’ από μας...

Εκείνη τη χρονιά μπαίναμε στο Σχολαρχείο έπειτ’ από καιρό διάβασα ένα γράμμα πουχε στείλει στην γυναίκα του ο πατέρας του Μελά, γραμμένο στη Μακεδονία στις 25 Σεπτεμβρίου 1904:



«Νάτα μου...
Χαίρω ότι ο Μίκης θα υπάγη εις την Α' Ελληνικού
τον σφίγγω εις την καρδιά μου...»

Οι μέρες των παιδιών περνάνε πάντα σύντομα!... Μπήκε ο Οκτώβρης.
Κάποια βροχερή Δευτέρα, φτάσαμε μουσκεμένοι στο σκολειό.
Το κουδούνι που μας μάζευε κάθε πρωί στην τάξη δεν ακούστηκε παρά ο κυρ - Θωμάς, ο Ηπειρώτης επιστάτης, που μας πουλούσε και κουλούρια, μας κάλεσε με το στόμα να μπούμε στην αίθουσα είχε σπάσει το κουδούνι, μας είπε. Στην κακή μας προδιάθεση Από τη βροχή ήρθε τώρα κι άλλη αφορμή να μας κακοκαρδίση ήταν τόσο χαρούμενο κάθε πρωί εκείνο το κουδούνι! Σιωπηλοί πήραμε τη θέση μας στα θρανία...
Κυττάξτε ο Μίκης Μελάς έλειπε’ κάποιος πρόφτασε να μουρμουρίσει :

Μίκης και Παύλος Μελάς

— Σκοτώθηκε ο πατέρας του!...

Ώσπου να ρωτήσουμε καλά - καλά και να καταλάβουμε τι έτρεχε, άνοιξ’ η πόρτα και φάνηκε ο κύριος Μακρής, Σπάνια τον βλέπαμε στην τάξη κι’ η εμφάνισή του — επιβλητική
Από φυσικού του και καμαρωτή για το σχολείο που διηύθυνε — πάντα μας έκανε νΑ καρδιοχτυπάμε. Τώρα όμως που μπήκε έτσι σοβαρός και λυπημένος μας κατατρόμαξε είχε ύφος επίσημο το μέτωπό του συνοφρυωμένο μας κύτταξε καμπόσο σιωπηλά περιμέναμε κρεμασμένοι Από το στόμα του. Κα- ποια ώρα αρχίνησε:
— Θέλω να σας πω, παιδιά, κάτι που θα σας πικράνει...
ο πατέρας του συμμαθητού σας Μελά, έπεσε πολεμώντας...

Ελεγε, έλεγε κι όμως το παιδικό μας μυαλό δε συγκρατούσε παρά λέξεις:
—Ήρωας... Μακεδονία... Μίκης Ζέζας... ορφάνεψε...

Τα μάτια μας τρέχανε ποτάμι...
Έπειτα, δε θυμάμαι πως σχολάσαμε. Η πίκρα μας μεταδόθηκε και στο σπίτι* μα θαρρώ πως κι’ όλη η πρωτεύουσα ήταν βουτημένη στο πένθος...
Από κείνη τη μέρα κυττάζαμε το Μίκη Μελα σαν κάτι ανώτερο από μας’ είχε δώσει τον πατέρα του για την Πατρίδα...
*
Περασμένα πάνω από τριάντα χρόνια, βρέθηκα —: στα 1936— στην Κέρκυρα.
Ειχ΄ ανάγκη να συναντήσω το Νομάρχη. Ζήτησα Ακρόαση και μπαίνοντας βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο μπροστά στο Μίκη το Μελά.

— Mα κάπου γνωριζόμαστε! μου λέγει αμέσως χαμογελώντας.

Και διατηρούσε το ίδιο χαμόγελο που είχε σαν αγόρι κι ήταν μελαχρινός, με ματόφρυδο βαθύ και γλυκύτατο, με χείλια σαν κεράσι, ψηλός, με μακριά μέλη ίδιος ο πατέρας του. Εκείνο το βράδυ το περάσαμε μαζί και μείναμε αργά τη νύχτα’ κάτω από τα΄ Αστέρια θυμηθήκαμε τα παιδικά μας χρόνια και μες΄ στη νύχτα μου ξανάπε την Αληθινή ιστορία του Παύλου Μελά πούπεσε για τη λευτεριά της Μακεδονίας μας...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου