Μας συγκίνησε το γεγονός ότι φίλοι του Φώτη Κόντογλου θυμήθηκαν την επέτειο του θανάτου του, στις 13 Ιουλίου 1965. Τι θυμάμαι εγώ, ο συνονόματος εγγονός του από τότε;
Ήταν 13 Ιουλίου του 1965. Ήμουν 13 ετών. Είχα να δω τη μάνα μου, τη Δεσπούλα, μέρες. Η γιαγιά Μαρία, βαριά στο ένα νοσοκομείο, ο παππούς Φώτης, βαριά κι αυτός στο άλλο. Που να προλάβει … Είχα βγει για να ψωνίσω στο τέρμα Πατησίων και γύριζα κατάκοπος, μπαφιασμένος, καταϊδρωμένος από τον ανήφορο, μεσημεριάτικα μέσα στο λιοπύρι. Στρίβοντας στην οδό Βιζυηνού σταμάτησα ξαφνιασμένος.Νέκρα. Ψυχή στο δρόμο. Τα παραθυρόφυλλα κλειστά, τα σπίτια βουβά. Κακοφορέθηκα. Άνοιξα την πόρτα με το κλειδί. Στην κουζίνα καθόταν ο κύριος Θύμιος ο Βαρθολομαίος, φίλος αγαπημένος του σπιτιού. Με κοίταξε, τον κοίταξα, δεν είπαμε λέξη. Κατάλαβα. Κι ένιωσα τα σωθικά μου να αδειάζουν.
«’Έχεις ένα τσιγάρο» του είπα. Το θυμάμαι σαν τώρα …
Μου έτεινε ένα πακέτο Άσσο Παπαστράτο. Το πήρα, κατέβηκα κάτω, ήθελα να μείνω μόνος, χώθηκα κάτω από τη σκάλα στη σκιά και κάπνισα μονοκόπανα καμιά δεκαριά. Συνήλθα κάπως. Ηρέμησα. Έτσι αποχαιρέτησα τον παππού.
Το απόγευμα, πρόβαλαν μαυροφορεμένες από τα σπίτια τους οι γειτόνισσες και μία μία περνούσαν την πόρτα του σπιτιού αμίλητες. Η κυρία Ασημίνα, η κυρία Πόπη, η κυρία Μορφούλα, η Κική Λεύκοβιτς, πρόσφυγας από τη Λευκορωσία. Κάθιζαν στο μικρό ανατολίτικο σαλονάκι, εκεί που κάθονταν λόγιοι, συγγραφείς, ποιητές, ζωγράφοι στις καθημερινές συγκεντρώσεις στο σπίτι του Κόντογλου. Αυτές οι απλές γυναίκες τον μοιρολόγησαν με τη σιωπή τους.
Στην κηδεία, την άλλη μέρα, εμάς τα παιδιά δεν μας πήραν – δεν ξέρω γιατί - κι έτσι δεν άκουσα τους επίσημους λόγους που εκφωνήθηκαν … «Η Πατρίς, τιμώσα τον άνδρα …». Την άλλη μέρα όμως πήγα μόνος μου στο Πρώτο Νεκροταφείο να δω τον τάφο. Δυσκολεύτηκα, αλλά τον βρήκα. Ήταν στη γωνία, Υμηττού και Ηλιουπόλεως. Ένα τετράγωνο κομμάτι γής, χωρισμένο με βότσαλα για να φαίνεται πως εκεί είναι θαμμένος κάποιος. Στον τοίχο ακουμπισμένος ένα ξύλινος σταυρός κι απάνω έλεγε :
«Φώτης Κόντογλους, Κυδωνιεύς»
Στην αρχή πήγα να θυμώσω, μ’ εκείνους που έδωσαν στον παππού έναν τέτοιο «τάφο», μα ύστερα έβαλα τα γέλια, επειδή – άθελά τους – του είχαν κάνει την πιο μεγάλη χάρη, μιας και τέτοιος ήταν ο τάφος που θα ήθελε ο ίδιος ο Κόντογλου. Ο Κόντογλου, που αντιπαθούσε όσο τίποτα άλλο τα μεγαλεία, τα μνημεία και τα μάρμαρα. Ο Κόντογλου που έζησε πιο απλά και από τους πιο απλούς, πιο φτωχά και από τους πιο φτωχούς μα και πιο πλούσια από τους πιο πλούσιους. Το μόνο που με πλάκωνε ήταν, ότι ο παππούς ήταν εκεί, μέσα στη φασαρία, στα αυτοκίνητα, τη μπόχα και το καυσαέριο. Ενώ εγώ θα ήθελα ο ίδιος αυτός τάφος να είναι κάτω από ένα πεύκο, σε μια πλαγιά στη Μυτιλήνη. Για να μπορεί να αγναντεύει από κει πάνω ο παππούς τη θάλασσα και πέρα, αχνά στο βάθος, τα βουνά της Αιολίας και το Αϊβαλί, την Πατρίδα του.
Σήμερα τα οστά του Φώτη και της Μαρίας Κόντογλου βρίσκονται στην Ιερά Μονή Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, στη Νέα Μάκρη Αττικής.
ΚΑΛΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΝΑΧΕΙ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤΗΝ ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΙΣ ΜΕΣΙΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΜΑΣ.
Να μεσιτευει για εμάς τους σύγχρονους τους ποιοτικά "λίγους" σε αντίθεση με εκείνους τους θρησκειολογικα και πατριωτικά "πολύς".
ΑπάντησηΔιαγραφή