Οσία Μαρία η Αιγυπτία
Πώς δροσοβόλησε η πύρινη έρημος η πέραν του Ιορδάνου;
Πώς έγινε όαση η άμμος η φλόγινη κι η κατάξερη γη ανθοβόλησε;
Πώς ολοπόρφυρα ρόδα μυρόβλησαν και πάλλευκοι κρίνοι λουλούδισαν;
Μα πώς της ερήμου οι άνεμοι τους κόκκους της άμμου αναμέρισαν
και δρόμου πορεία χαράξανε;
Εκεί περπατά και προσεύχεται ο αββάς Ζωσιμάς, ο καλόγερος.
«Φιλόδωρε Δέσποτα δείξε μου να βρω θησαυρό τον ασύλητο,
να βρω τον δικό σου τον άγγελο που μέσα στην έρημο έκρυψες»!
Και έκθαμβος μένει και σύντρομος που βλέπει σκιά σαν ανθρώπινη
μπροστά του να σέρνει τα βήματα, ανδρός, γυναικός δεν ξεχώρισε…
Σκιρτά η ψυχή του και πάλλεται καλεί και βοά ψιθυρίζοντας…
Κι εκείνη γυρνά και σωριάζεται στα πόδια μπροστά του καλόγερου,
θρηνεί και ικετεύει συχώρεση που έχει αμέτρητα κρίματα.
Κι εκείνος στα γόνατα πέφτοντας στην άμμο γυρεύει τ΄αχνάρια της
και τα προσκυνά και τ΄ασπάζεται και θεία ευωδία οσφραίνεται.
κι ολόγυρα ίσκιος απλώθηκε και διώχνει του ήλιου το πύρωμα.
Κι ο αββάς Ζωσιμάς, ο καλόγερος σε βράχου καθέδρα εκάθησε
κι εστάθη η Μαρία αντίκρυ του να πει τη βαριά εξαγόρευση…
Κορμί γηραλέο, ερείπιο,ανθρώπινο ράκος για λύπηση,
ντυμένο με οδύνης ιμάτια,φρυγμένο από αλύπητο άνεμο,
που σκόνη και άμμος το σκέπαζε και χρόνοι πολλοί το μαστίγωναν.
Μιλεί και φωνή δεν ακούγεται μονάχα λυγμοί την τραντάζουνε.
Για χρόνους σαράντα εξόριστη,στης μνήμης τα δόκανα αιχμάλωτη,
βραχνάς των κριμάτων ο βόρβορος για τούτα κατάδικη… ένοχη…
Γυρνάει… γυρνάει στην έρημο θρηνώντας ζητά εξιλέωση ,
πληρώνει … πληρώνει το χρέος της και κείνο να μένει απλήρωτο…
Ανθρώπου ψυχή δεν απάντησε,κανείς τ’ όνομά της δεν κάλεσε,
δε σβήνει τη δίψα, την πείνα της,δε δίνει στο σώμα ανάπαυση…
Τη μέρα την καίει ο καύσωνας,τη νύχτα φριχτό το ξεπάγιασμα,
τη μέρα προσμένει το νύχτωμα,τη νύχτα ποθεί το ξημέρωμα…
Βουβή η ακοή της… δεν άκουσε αν ήρθε ουράνιο μήνυμα
να φέρει Θεού τη συχώρεση.η όρασή της… δε μπόρεσε
να ιδεί η Παναγιά μήπως διάβηκε να στάξει στον πόνο της βάλσαμο.
Τα μέτρα του ανθρώπου ξεπέρασαν τα μαρτυρικά της παλαίσματα…
αχ, πότε θα έρθει ο θάνατος;αχ, πού της ζωής η κατάπαυση;
Κι ο αββάς Ζωσιμάς ο καλόγερος ακούει τη βαριά εξαγόρευση,
τα δάκρυα κυλούν απ΄ τα μάτια του σταγόνα, σταγόνα σταλάζουνε
και σμίγουν μ’ εκείνης τα δάκρυα και ρείθρα στην άμμο γινήκανε…
Κι ο πρώτος ο χρόνος εδιάβηκε και Πέμπτη Μεγάλη ξημέρωσε
κι ο αββάς Ζωσιμάς ο καλόγερος εγύρισε πάλι στην έρημο
κρατώντας τα Δώρα τα Τίμια κι εδέχθη η Μαρία Μετάληψη.
Κι ο δεύτερος χρόνος εδιάβηκε κι ο αββάς Ζωσιμάς ξαναγύρισε
να λάβει η Μαρία Μετάληψη. Την κράζει με το άγιο της όνομα,
τ’ αχνάρια της ψάχνει στην έρημο, μα ήχος φωνής δεν ακούγεται.
Βραδιάζει… νυχτώνει… ξημέρωσε…κι ανέτειλε ο ήλιος περίλαμπρος
και λάμπει χρυσό φωτοστέφανο σ’ εκείνο το άψυχο Λείψανο.
Στα γόνατα πέφτει ο καλόγερος,τολμάει ασπασμό και προσκύνημα
και χύνει αστείρευτα δάκρυα και σκάβει το μνήμα… την έθαψε…
Και τότε φτερούγισαν άγγελοι,η έρημος γύρω μυρόβλυσε
και θεία ευωδία πλημμύρισε και πάλλευκοι κρίνοι ανθίσανε…
Μάρτιος 2018
Εξαιρετικό
ΑπάντησηΔιαγραφή