«Ἐάν μή ἴδω ἐν ταῖς χερσίν αὐτοῦ τόν τύπον τῶν ἥλων, καί βάλω τήν χεῖρα μου εἰς τόν τύπον τῶν ἥλων, καί βάλω τήν χεῖρα μου εἰς τήν πλευράν αὐτοῦ, οὐ μή πιστεύσω» (Ἰωάν. 20, 25)
«Εγώ αν δεν δω στα χέρια Του τα σημάδια από τα καρφιά, κι αν δεν βάλω το δάχτυλό μου στα σημάδια από τα καρφιά, και δεν βάλω το χέρι μου στη λογχισμένη πλευρά Του, δεν θα πιστέψω»
Απέναντι σε σημεία της ζωής μοναδικά, που προϋποθέτουν διάθεση πίστης, η προσωπική στάση ζωής και διάθεση είναι στοιχεία απαραίτητα προκειμένου ο άνθρωπος ελεύθερα να αποφασίσει αν θέλει να πιστέψει ή όχι. Δεν είναι εγωισμός. Είναι μετοχή της σύνολης ύπαρξής μας σε γεγονότα που την ξεπερνούν, όπως είναι η Ανάσταση του Χριστού. Είναι εύκολο να κατηγορούμε όσους δεν θέλουν να πιστέψουν, ιδίως όσους λειτουργούν ορθολογιστικά. Βλέπουμε όμως ότι ο Ίδιος ο Αναστημένος Χριστός αποδέχεται τον ορθολογισμό του μαθητή Του, όταν δηλώνει πως δεν θα πιστέψει εάν δεν δει με τα μάτια του τα σημάδια των καρφιών, αν δεν ακουμπήσει με τα χέρια του τα σημάδια των καρφιών και της λόγχης στην πλευρά του Κυρίου. Και εμφανίζεται ο Χριστός και προτρέπει τον μαθητή Του να δει και να ψηλαφήσει, για να μη γίνει άπιστος, αλλά πιστός.
Για τον Χριστό η πίστη δεν είναι για όλους μία αυτόματη διαδικασία. Προϋποθέτει μία γέννα, μία εξέλιξη, μία διαδικασία, στην οποία η μετοχή των αισθήσεων, η μετοχή της λογικής είναι από τις προϋποθέσεις που δεν απορρίπτονται.
«Εγώ αν δεν δω στα χέρια Του τα σημάδια από τα καρφιά, κι αν δεν βάλω το δάχτυλό μου στα σημάδια από τα καρφιά, και δεν βάλω το χέρι μου στη λογχισμένη πλευρά Του, δεν θα πιστέψω»
Για τον Χριστό η πίστη δεν είναι για όλους μία αυτόματη διαδικασία. Προϋποθέτει μία γέννα, μία εξέλιξη, μία διαδικασία, στην οποία η μετοχή των αισθήσεων, η μετοχή της λογικής είναι από τις προϋποθέσεις που δεν απορρίπτονται.
«Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες», θα πει βεβαίως στον Θωμά. Η πίστη που προέρχεται από την συγκίνηση της άδολης καρδιάς, της μη υποταγμένης στον θρίαμβο της λογικής, κάνει τον άνθρωπο μακάριο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο Χριστός απορρίπτει και την άλλη οδό. Ελεύθερους μας έπλασε. Ελεύθερα θέλει να αποδεχτούμε την οδό της ανάπλασής μας. Και αυτή η οδός περνά μέσα από την θέα του προσώπου Του, η οποία γίνεται κοινωνία μαζί Του. Υπάρχουν εκείνοι που ζητούν την θέα. Υπάρχουν και εκείνοι που εμπιστεύονται τον λόγο της Αναστάσεως, όπως διασώζεται στην Εκκλησία και στην Γραφή. Η πίστη μετρά.
Η δήλωση του Θωμά, πάντως, έχει ενδιαφέρον. Η απολυτότητα του «ου μη πιστεύσω». Πόσοι άνθρωποι δεν κάνουν τέτοιες βαρύγδουπες δηλώσεις, καθιστώντας τον εαυτό τους κέντρο του κόσμου! Θεωρούν πως η δική τους αντίληψη, η δική τους προσέγγιση, ο δικός τους τρόπος θέασης του κόσμου είναι το μοναδικό κριτήριο αυθεντίας. Αρνούνται την μαρτυρία των άλλων (στην προκειμένη περίπτωση των υπόλοιπων δέκα μαθητών του Χριστού) και ανάγουν το άτομό τους ως μέτρο αλήθειας, την εμπειρία τους δηλαδή.
Η δήλωση του Θωμά, πάντως, έχει ενδιαφέρον. Η απολυτότητα του «ου μη πιστεύσω». Πόσοι άνθρωποι δεν κάνουν τέτοιες βαρύγδουπες δηλώσεις, καθιστώντας τον εαυτό τους κέντρο του κόσμου! Θεωρούν πως η δική τους αντίληψη, η δική τους προσέγγιση, ο δικός τους τρόπος θέασης του κόσμου είναι το μοναδικό κριτήριο αυθεντίας. Αρνούνται την μαρτυρία των άλλων (στην προκειμένη περίπτωση των υπόλοιπων δέκα μαθητών του Χριστού) και ανάγουν το άτομό τους ως μέτρο αλήθειας, την εμπειρία τους δηλαδή.
Θα λέγαμε ότι ο απόστολος Θωμάς, πριν την δεύτερη επίσκεψη του Χριστού, είναι προτύπωση του ανθρώπου της σύγχρονης, μεταμοντέρνας πραγματικότητας, στην οποία ο άνθρωπος δεν αποδέχεται καμία άλλη αυθεντία πλην του εαυτού του και της εμπειρίας του. Σε όσους βιάζονται να καταδικάσουν την εποχή μας, ενίοτε και εκκλησιαστικούς ανθρώπους, ο Χριστός δίνει την απάντηση, συγκαταβαίνοντας στην δυσπιστία του Θωμά και δείχνοντας την αγάπη Του προς τον μαθητή Του, ο οποίος ταλαιπωρείται από τους λογισμούς του και από το αίσθημα ότι πρέπει ο ίδιος να ζήσει για να πιστέψει.
Ο Θωμάς όμως δεν είναι μεταμοντέρνος ως προς την ταπείνωση. Όταν βλέπει, πιστεύει! Είναι ειλικρινής στον λόγο ότι θέλει να πιστέψει και θα το πράξει άμεσα. Η δίψα του για αλήθεια προηγείται του υπερήφανου εγώ, το οποίο δεν αφήνει τον νου και την καρδιά να αποδεχτούν το θαύμα. Δεν αποχωρίζεται εξάλλου τους μαθητές. Παραμένει στο υπερώο. Έλειψε στην πρώτη επίσκεψη του Χριστού. Όταν όμως συνειδητοποίησε ότι η απουσία του από την κοινότητα, τον έριχνε στην παγίδα της θέασης της ζωής με κριτήριο μόνο το εγώ του, δηλαδή στην μοναξιά, ενσωματώθηκε ξανά στην κοινότητα της Εκκλησίας και περίμενε. Πήρε έτσι την απάντηση που ήθελε να λάβει και αποδέχτηκε την εμπειρία των άλλων, την πίστη στην Ανάσταση, την κοινωνία με τον Αναστημένο Χριστό!
Η Εκκλησία είναι η απάντηση στην μεταμοντέρνα θέωση του εαυτού μας, στην απολυτοποίηση της ατομικής εμπειρίας, η οποία μπορεί να προσφέρει την απόλαυση του «εδώ και τώρα», αλλά δεν λύνει ούτε το πρόβλημα της αιωνιότητας, ούτε εξασφαλίζει στον άνθρωπο την χαρά να είναι μέλος μιας κοινότητας στην οποία και η γνώμη του έχει αξία και οι προβληματισμοί του μπορούν να πάρουν απάντηση, αλλά και μπορεί να λειτουργήσει για έναν σκοπό που ξεπερνά τα όρια της επιβίωσης: αυτόν της προσφοράς της αγάπης και της αλήθειας κατά Χριστόν σε όλο τον κόσμο.
Ο Θωμάς όμως δεν είναι μεταμοντέρνος ως προς την ταπείνωση. Όταν βλέπει, πιστεύει! Είναι ειλικρινής στον λόγο ότι θέλει να πιστέψει και θα το πράξει άμεσα. Η δίψα του για αλήθεια προηγείται του υπερήφανου εγώ, το οποίο δεν αφήνει τον νου και την καρδιά να αποδεχτούν το θαύμα. Δεν αποχωρίζεται εξάλλου τους μαθητές. Παραμένει στο υπερώο. Έλειψε στην πρώτη επίσκεψη του Χριστού. Όταν όμως συνειδητοποίησε ότι η απουσία του από την κοινότητα, τον έριχνε στην παγίδα της θέασης της ζωής με κριτήριο μόνο το εγώ του, δηλαδή στην μοναξιά, ενσωματώθηκε ξανά στην κοινότητα της Εκκλησίας και περίμενε. Πήρε έτσι την απάντηση που ήθελε να λάβει και αποδέχτηκε την εμπειρία των άλλων, την πίστη στην Ανάσταση, την κοινωνία με τον Αναστημένο Χριστό!
Η Εκκλησία είναι η απάντηση στην μεταμοντέρνα θέωση του εαυτού μας, στην απολυτοποίηση της ατομικής εμπειρίας, η οποία μπορεί να προσφέρει την απόλαυση του «εδώ και τώρα», αλλά δεν λύνει ούτε το πρόβλημα της αιωνιότητας, ούτε εξασφαλίζει στον άνθρωπο την χαρά να είναι μέλος μιας κοινότητας στην οποία και η γνώμη του έχει αξία και οι προβληματισμοί του μπορούν να πάρουν απάντηση, αλλά και μπορεί να λειτουργήσει για έναν σκοπό που ξεπερνά τα όρια της επιβίωσης: αυτόν της προσφοράς της αγάπης και της αλήθειας κατά Χριστόν σε όλο τον κόσμο.
Είναι αυτό που έζησε τελικά ο Θωμάς. Ακολούθησε την οδό της διδαχής του Ευαγγελίου μέχρι τα βάθη της Ανατολής, την Ινδία, όπου και μαρτύρησε για τον Χριστό, μένοντας στην μνήμη, την τιμή, την αγάπη μας για πάντα. Έγινε έτσι παράδειγμα για το ότι το μυαλό μας, ο ορθολογισμός μας, η έγνοια για εμπειρική βεβαίωση των δεδομένων που ξεπερνούν τα μέτρα του κόσμου μόνο με την ταπείνωση και την μετοχή στην εκκλησιαστική κοινότητα μπορούν να βρούνε το ποθούμενο: την όντως Αλήθεια που είναι ο Αναστημένος Χριστός! Χριστός Ανέστη!
π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός
«εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός.
ΑπάντησηΔιαγραφήκαὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου.
λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες.»
(Ἰωάν. κα΄ 27-29
π.Θεμιστοκλῆ, Χριστός Ἀνέστη!
Ἐπί τοῦ ἀνωτέρου ἄρθρου σας ἐπιθυμῶ ἄν μού ἐπιτρέπετε νά κάνω κάποια σχόλια.
Ἀπό τά λεχθέντα τοῦ Κυρίου μας στόν μαθητή Του καί Ἀπόστολο Θωμᾶ, ἔχω τήν ἐντύπωση πώς ἐκφράζει μᾶλλον ἐπίπληξη παρά ἀποδοχή τῆς ὀρθολογικῆς του σκέψης (ἐάν δέν δῶ δέν θά πιστέψω).
Γιά τόν Κύριο, ἡ πίστη σέ Αὐτόν, ἦταν πάντοτε τό ζητούμενον καί βασική προϋπόθεση πού ζητοῦσε καί ἀπαιτοῦσε ἀπό τούς ἀνθρώπους «πιστεύεις τοῦτο;» (Ἰωάν ια΄26) πρίν ἀπό κάθε θαῦμα πού ἐπιτελοῦσε στήν τριετῆ ἐπίγεια δράση Του.
Καί τό ζητοῦσε αὐτό διότι ἐπιθυμοῦσε νά πιστεύουμε σέ Αὐτόν ἐλεύθερα, χωρίς τήν «ἐξουσία» πού θά «γεννοῦσε» τό θαῦμα κατά πρῶτον καί κατά δεύτερον διότι «πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι» (Μᾶρκ. θ΄23).
Τό γεγονός τῆς ἀπιστίας τοῦ Θωμᾶ μᾶς διδάσκει καί μᾶς προτρέπει στήν ἀνάπτυξη, καλλιέργεια καί τόνωση τῆς πίστης μας ἐκφεύγοντας τοῦ ὀρθολογικοῦ πνεύματος τό ὁποίο ἀπορρίπτεται παντελῶς ἀπό τόν Κύριο γι’αὐτό καί μακαρίζονται οἱ ἄνθρωποι ὅλων τῶν ἐποχῶν πού θά ἐπιδείξουν πίστη «μὴ ἰδόντες».
Τό θαῦμα δέν γεννᾶ τήν πίστη στό Χριστό ἀλλά ἡ πίστη στό Χριστό φέρνει τό θαῦμα καί βέβαια τό μεγαλύτερο πού εἶναι ὁ ἁγιασμός μας δηλ. ἡ σωτηρία μας.
Παράδειγμα ἄς ἔχουμε τούς συγχρόνους τοῦ Ἰησοῦ πού ἐνῶ ἔβλεπαν τόσα θαύματα δέν ἐπίστευαν.
Ἡ ἀπιστία ἤ ἡ πίστη στό Χριστό δέν εἶναι φαινόμενο λοιπόν μόνο τῆς σύγχρονης, μεταμοντέρνας πραγματικότητας, ἀλλά διαχρονικό καί ἔάν ὁ ἄνθρωπος δέν ἀποβάλλει τήν κακή του προαίρεση καί δέν ἐνδυθεῖ τήν καλή προαίρεση, ὅσα θαύματα καί νά δεῖ ἄκόμη καί νεκρούς ἀναστημένους δέν πρόκειται νά πιστέψει.
Αὐτό μᾶς τό βεβαιώνει ὁ Κύριος μέ τήν παραβολή τού πλουσίου καί τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου «εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.» (Λουκ. ιστ΄31).
Ἀκράδαντη πίστη λοιπόν τό ζητούμενον καί ἄν δέν τήν ἔχουμε, ἄς ἀνακράξουμε ἐκ βάθους καρδίας ὁμολογοῦντες μέ ταπείνωση τήν ὀλιγοπιστία μας σάν τόν πατέρα τοῦ Εὐαγγελίου: « πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ.» (Μαρκ. θ΄ 24).
Σᾶς εὐχαριστῶ.
Θεόδωρος Σ.