Το γύρισμα τελείωσε για σήμερα, η διαφήμιση θα προσελκύσει ορδές τουριστών οι οποίοι επιθυμούν να γλυτώσουν από την πλήξη του γραφείου τους, από την βαρετή οδήγηση, από τις ξεθωριασμένες ζωές τους. Τα φώτα του ξενοδοχείου κλείνουν η παραλία αδειάζει, το καλάθι με τα φρούτα μοιράζετε στο συνεργείο, οι μπανάνες καταναλώνονται άμεσα, λόγω του εύκολου ξεφλουδίσματος τους, και υπόλοιπα φρούτα μετά από λίγες δαγκωνιές επιστρέφουν στο καλάθι.
Ο εργαζόμενος ιθαγενής επιτέλους μπορεί να αφήσει το καλάθι στο τραπέζι ξεκουράζοντας τον αυχένα του, ο οποίος από το βάρος ετών δουλειάς έχει στραπατσαριστεί. Κοιτάζει δεξιά αριστερά και αρπάζει γρήγορα δύο τρία κοκκινωπά φρούτα που έχουν τις λιγότερες δαγκωνιές. Πλέον μπορεί να σβήσει το χαμόγελο. Να βγάλει αυτή την φρικτή μάσκα χαράς η οποία είναι το αντίτιμο για το μεροκάματο. Πολλές φορές νιώθει ότι ο αυχένας του είναι λιγότερο στραπατσαρισμένος από την ίδια του την ψυχή.
Μπαίνει στο σχεδόν αρχαίο λεωφορείο, αυτό που και όταν ήταν παιδί έμοιαζε ήδη παλιό. Στο χέρι του κουδουνίζουν τα κέρματα από το μεροκάματο του. Πάρα κάτι ενάμιση ευρώ. Απότομο φρενάρισμα. Άνοιγμα της πόρτας, σπρώξιμο και ανηφόρα για την πόρτα του νοσοκομείου. Ο μικρός του τον περιμένει. Με τις χθεσινές οικονομίες και το σημερινό μεροκάματο μπορεί να εξασφαλίσει αντιπυρετικό για δύο μέρες και μια δεύτερη κουβέρτα, υποκατάστατο του στρώματος που είναι απλησίαστα ακριβό. Στο διπλανό κρεβάτι υπάρχει μια κυρία η οποία προτίμησε να νοικιάσει τη λάμπα ούτως ώστε να διαβάζει την Αγιά Γραφή παρά να πάρει στρώμα. Έτσι το φως φτάνει μέχρι τον μικρό ο οποίος παίζει με ένα καπάκι μπουκαλιού, κάνοντας ότι είναι μηχανάκι στη λεωφόρο του διάφανου σωλήνα του ορού του. Δύο φορές μέχρι τώρα έβγαλε τον φλεβοκαθετήρα γεμίζοντας το πάτωμα αίμα. Όταν ο πατέρας του του φώναξε, διότι έπρεπε να πληρώσει την αλλαγή, τότε ο μικρός είπε ότι φρέναρε απότομα.
Όταν είδε τη φιγούρα του πατέρα στο τζάμι ο μικρός "πάρκαρε" γρήγορα το καπάκι κάτω από το αυτοσχέδιο μαξιλάρι. Ο πατέρας μπήκε δίχως κουράγιο να χαμογελάσει. Κρατούσε στα χέρια του τα αντιπυρετικά και τρία κοκκινωπά φρούτα. Τα άφησε στο τραπέζι δίπλα στο σκουριασμένο κρεβάτι. Κάθησε αμίλητος. Κοίταζε τις σταγόνες του ορού. Μια, δύο, τρεις... Σκέφτηκε πόσα μεροκάματα τρέχουν μεσα εκεί. Πόσα φιλοδώρημα θα του χρειαστούν για να βγει ο μικρός από εκεί, πόσα χαμόγελα πρέπει να φορέσει, πόσα δαγκωμενα φρούτα να κλέψει, πόσα "Γιες μαντάμ" πρέπει να πει. Τουλάχιστον εξαγόρασε το σήμερα.
Βαθιά ανάσα και ανασκαφή στην τσέπη του. Μετά από λίγο βγάζει αυτό που έψαχνε και το δίνει στο μικρό. Από σήμερα θα τρέχει με δύο μηχανές στη λεωφόρο του ορού. Και η μάρκα της δεύτερης "evian".